Ο γαλλικός κινηματογράφος αποδεικνύεται ότι είναι μάλλον ο μόνος, ο οποίος μπορεί να δημιουργεί αισθητικά καλές ταινίες, οι οποίες απευθύνονται σε ένα ευρύ ηλικιακά κοινό είτε αυτές είναι κομεντί είτε δραματικού τύπου. Και αυτό, διότι καταφέρνει να αντιλαμβάνεται τη δομική αιτία των προβλημάτων και να πιάνει τους σφυγμούς της κοινωνίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις, θίγοντας πολλά και ενδιαφέροντα θέματα, τα οποία αφορούν κοινωνικά προβλήματα, πολιτικά θέματα, ανθρώπινους χαρακτήρες, ερωτικές σχέσεις, ζητήματα αγάπης, μοναξιάς, πλήξης, φόβου κλπ.

«Έρωτας στα Τυφλά», είναι λοιπόν ο τίτλος της γαλλικής κομεντί του Κλοβίς Κορνιγιάκ (παραγωγής 2015), με πρωταγωνιστές τον ίδιο, καθώς και τους Μελανί Μπερνιέ, Λιλού Φογκλί, Φιλίπ Ντικέν.

Η υπόθεση της ταινίας αναφέρεται στον πολύ παράδοξο τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η σχέση ενός ζευγαριού. Ξεκινά δείχνοντας μια πιανίστα που  εγκαθίσταται σε ένα διαμέρισμα, το οποίο χωρίζεται από το διπλανό με μια λεπτότατη μεσοτοιχία μηδενικής ηχομόνωσης, στην οποία διαμένει ένας ιδιόμορφος, αντικοινωνικός, μονίμως θυμωμένος και εργασιομανής δημιουργός μαθηματικών γρίφων, που δεν μπορεί να δουλέψει παρά μόνο με απόλυτη ησυχία και ηρεμία.

Καθώς, όμως, και οι δύο θέλουν ησυχία, ο ένας για να κάνει τους μαθηματικούς του υπολογισμούς και η άλλη για τις πρόβες της, ώστε να συμμετάσχει σε έναν σημαντικό μουσικό διαγωνισμό πιάνου, δεν αντέχει ο ένας τον θόρυβο του άλλου. Έτσι, ξεκινούν τη θορυβώδη σχέση τους ως εχθροί, με συνέπεια οι εχθροπραξίες να πάρουν τέτοια τροπή, που η συνύπαρξη να φαίνεται σχεδόν αδύνατη.

Ο Μασάν (που τον υποδύεται ο Κλοβίς Κορνιγιάκ) είναι ένας άνδρας ο οποίος ζει μόνος και απομονωμένος, εξαιτίας του θανάτου της γυναίκας του, που συνέβη πριν από κάποια χρόνια. Κλείστηκε στον εαυτό του και αφιερώθηκε στη δουλειά του, ο οποίος, παρά τις ιδιοτροπίες του, είναι κατά  βάθος ένας ευαίσθητος και ειλικρινής άνθρωπος. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είναι η Μασίν (την υποδύεται η Μελανί Μπερνιέ), μια ταλαντούχος πιανίστα, χαμηλών τόνων, η οποία έχει απομακρυνθεί από τον καθηγητή-μέντορα (και άνδρα;) της, ο οποίος δεν την ενθάρρυνε ποτέ και δεν τη στήριξε στις προσπάθειές της, προκειμένου να κάνει καριέρα στο πιάνο. Το σενάριο στηρίζουν δύο ακόμη χαρακτήρες, με επίσης μπερδεμένες ζωές, που είναι ο αδελφός και η αδελφή, αντίστοιχα, του ιδιόμορφου ζευγαριού. Με τη διαφορά ότι αυτοί οι δύο δείχνουν πιο αποφασισμένοι να ζήσουν τα συναισθήματά τους.

Έπειτα από πολλές προσπάθειες να βλάψει ο ένας τον άλλον και αφού έχουν φτάσει σε αδιέξοδο, τελικά, η Μασί και ο Μασάν, συμφωνούν σε ένα πρόγραμμα  για τις ώρες που θα μπορεί να χρησιμοποιεί ο καθένας εναλλάξ τον χώρο του για να εργάζεται. Σταδιακά, μέσω αυτής της μεσοτοιχίας, αναπτύσσεται μια ιδιότυπη σχέση συμβίωσης μεταξύ τους, η οποία αρχίζει να τους αλλάζει τη ζωή. Όπως κάπου διάβασα, μήπως τελικά αυτό το κοινό στοιχείο του χαρακτήρα τους, δηλαδή «η διάθεση για αυτοαπομόνωση, σημάνει ταυτόχρονα και τον κρίκο που ενδεχόμενα φέρει κοντύτερα τις όχι και τόσο ηλιόλουστες ψυχές τους;»

Αυτό, το οποίο σε πρώτη φάση θα τους φέρει κοντά είναι ο Σοπέν, ένας από τους καλύτερους συνθέτες πιάνου και εκπρόσωπος του ρομαντισμού. Την ώρα που η πιανίστα κάνει πρόβα πάνω σε κομμάτι του Σοπέν, ο Μασάν, από την άλλη πλευρά του τοίχου, επίσης λάτρης του συνθέτη, την ενθαρρύνει να είναι ο εαυτός της, σε σημείο που η ίδια αφήνεται για πρώτη φορά τόσο πολύ σε ένα παίξιμο του πιάνου που μοιάζει με οργασμική πράξη.  

Έτσι, αρχίζουν να αναπτύσσουν μια ερωτική σχέση και να σκέφτεται ο ένας τον άλλον, χωρίς όμως να θέλουν να ιδωθούν.

Δεν λένε ότι  ο έρωτας είναι τυφλός; Εξάλλου, αυτός είναι και ο τίτλος της ταινίας.

Μαγειρεύουν, μιλούν, γελούν, τρώνε και κοιμούνται, αλλά χώρια. Τους χωρίζει μια μεσοτοιχία. Έκαναν αυτή την επιλογή επειδή θεωρούν ότι η δέσμευση φέρνει τη φθορά. Όμως, τελικά, τι σχέση είναι αυτή αν δεν περνά μέσα από το άγγιγμα και το βλέμμα, όπως λέει ο αδελφός του Μασάν. Πώς γίνεται να αγαπάμε χωρίς  να θέλουμε να αποδεσμευτούμε από τη φυλακή του δικού μας και μόνο ατόμου; Τι σχέση είναι αυτή αν δεν περνά μέσα από τις διαφορές;

Και στους δύο δίνεται μια ευκαιρία να αλλάξουν και να φτιάξουν, ξανά, τη ζωή τους, παρά τις διαφορές. Θα πάρουν το ρίσκο;

«Βρείτε έναν άνθρωπο που θα σας αγαπήσει για τις διαφορές σας και όχι παρά τις διαφορές αυτές – έχετε κιόλας ανακαλύψει τον εραστή της ζωής», λέει ο Μπουσκάλια, ενώ κάτι ανάλογο λέει και ο Μπουκάι: «Έρωτας είναι να αγαπάς τις ομοιότητες και αγάπη να ερωτεύεσαι τις διαφορές».

Ήθελε, η Μασίν, τόσο πολύ να βρίσκεται ο Μασάν στην οντισιόν. Και βρίσκεται. Πάλι πίσω από ένα τοίχο. Και την ενθαρρύνει. «Αφήσου», της λέει. Και τα καταφέρνει η Μασίν να κερδίσει τις ευμενείς κριτικές των αυστηρών κριτών, παρά τη σκληρή κριτική που εξακολουθεί να της ασκεί ο μέντοράς της, με τον οποίο κόβει με μια πολύ ριζοσπαστική, αν και συμβολική πράξη. Αντίθετα, ο Μασάν, επειδή της φέρθηκε με βάση αυτό που μπορεί να είναι και να γίνει, γι’ αυτό εκείνη έδωσε τον καλύτερο εαυτό της.

Το έργο τελειώνει με ένα ενδιαφέρον φινάλε, που δείχνει ότι ακόμη και σε  μια όχι εύκολη συνάντηση, δύο διαφορετικών χαρακτήρων, μπορεί να βρεθεί κώδικας επικοινωνίας και ταιριάσματος, δείχνοντας ότι η αγάπη μπορεί να  υπερβεί όλα τα εμπόδια, σπάζοντας ακόμη και τοίχους.

 

Ετικέτες