Παρουσίαση της ταινίας «Ares», το Παρίσι σε κίνδυνο (2016).

Πιστεύετε πως τα πράγματα στη Γαλλία είναι πολύ άσχημα; Πως, αφού ανταγωνίζονται στον δεύτερο γύρο των εκλογών ένας τραπεζίτης και μια φασίστρια, έχουμε φτάσει στον πάτο; Συμφωνείτε και σεις πως στο Παρίσι «λα καταστασιόν ε τρεζ απελπιστίκ»;  

Αν ναι, τότε αξίζει να δείτε την τελευταία ταινία που έφτασε από τη Γαλλία και προβάλλεται στα σινεμά: «Ares», ή «το Παρίσι σε κίνδυνο» για να δείτε πόσο χειρότερα ακόμα μπορούν να γίνουν οι ζωές των ανθρώπων με τον έξαλλο νεοφιλελευθερισμό, αλλά και το πώς μπορεί η κατάσταση να αλλάξει.

Η ταινία μάς μεταφέρει σε μια δυστοπία, στο 2035, σε ένα Παρίσι όπου ζουν εκατομμύρια δυστυχισμένοι άστεγοι. Οι άστεγοι κατασκηνώνουν σε απόσταση αναπνοής από τους ουρανοξύστες των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών και των golden boys και girls, που θησαυρίζουν από τη δυστυχία. Σ’ αυτό το Παρίσι, που έχει μετατραπεί σε Πόλη του Σκότους, οι άστεγοι έχουν το «ελεύθερο δικαίωμα» να πουλήσουν το κορμί τους για 15.000 ευρώ και να γίνουν πειραματόζωα. 15000 ευρώ. Τόσο είναι το ποσό που θα λάβουν οι συγγενείς του κάθε πειραματόζωου, αν πεθάνει πάνω στο πείραμα. Και οι απελπισμένοι πεθαίνουν κατά χιλιάδες… Σ΄ αυτή τη μελλοντική Γαλλία οι άνεργοι είναι δεκαπέντε εκατομμύρια και η κοινωνία έχει ουσιαστικά καταρρεύσει μέσα στην απογοήτευση. Οι κυβερνήσεις εκλέγονται ακόμη από τον λαό, αλλά πραγματικό κουμάντο κάνουν οι πολυεθνικές, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τα φιλέτα της αγοράς.

Και το καλύτερο φιλέτο είναι η ντόπα, που πλέον έχει «απελευθερωθεί» κι αυτή, είναι πια απόλυτα νόμιμη. Ντόπα αγοράζουν οι απελπισμένοι στα παραπήγματα για να «φτιαχτούν», ντόπα παίρνουν δωρεάν από την υπηρεσία τους οι στρατιωτικοί και οι μπάτσοι για να αντέξουν να χτυπάνε τους φουκαράδες όταν διαμαρτύρονται, αλλά ντόπα αγοράζουν μαζικά και οι εργοδότες, για να εξασφαλίζουν καλύτερη απόδοση από το εργατικό δυναμικό τους…

 Όμως ο σκηνοθέτης (Jean-Patrick Benes) με το νευρώδες γύρισμά του τρέχει να προλάβει και να αποτυπώσει όχι τη δυστυχία της κοινωνίας, όσο τη μεταμόρφωση των ηρώων του.

Η αφορμή για να αναδείξει τη διαδικασία του πώς αλλάζει ένας άνθρωπος είναι ένα πολυχρησιμοποιημένο σκηνοθετικό εύρημα: Μια τηλεοπτική σειρά, η «Αρένα» όπου εκατοντάδες μαχητές των πολεμικών τεχνών κομματιάζονται ως ρωμαίοι μονομάχοι για να διαφημιστούν οι πολυεθνικές. Οι μαχητές λαμβάνουν φανερά τα ναρκωτικά τους -μπροστά στο τηλεοπτικό κοινό- και μέσα από τον νικητή αναδεικνύεται η «καλύτερη» φαρμακοβιομηχανία, που διαφημίζει έτσι τα προϊόντα της…

Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το εύρημά του με καινούργια ματιά, αποδεικνύοντας πως μπορεί να στήσει ένα πολιτικό σχόλιο πάνω στις μικρές λεπτομέρειες: Παράδειγμα η στιγμή που τελειώνει ένας αγώνας, με έναν πυγμάχο τσακισμένο στο πάτωμα μέσα στα αίματα και τον νικητή να αποχωρεί. Εδώ, αντί να μπούνε μέσα στο ρινγκ οι γιατροί για τις πρώτες βοήθειες στον νικημένο, μπαίνουν αντίθετα οι καθαριστές που προσπαθούν βιαστικά να εξαφανίσουν τα αίματα για να γίνει ευπρεπής ο χώρος για την επόμενη τηλεοπτική μετάδοση. Οι καθαριστές σπρώχνουν τον πυγμάχο για να σηκωθεί να φύγει και να πάει να ζητήσει βοήθεια μόνος του.    

Μέσα σ’ αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες, αναδύεται όλη η απανθρωπιά και η ωμότητα του «ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν». Αλλά μέσα στις ίδιες ακριβώς συνθήκες είναι όπου ξεπετιούνται και οι Σπάρτακοι.

Ο Ares (Άρης), ο πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι ένα «ανθρώπινο περίττωμα», με γονείς Πολωνούς μετανάστες, που έχει ενστερνιστεί - αλλά με μια μεγάλη δόση πίκρας - την ιδεολογία του ταξικού εχθρού. Ο Ares είναι αποτυχημένος πυγμάχος και ευκαιριακά μπάτσος (τον προσλαμβάνουν για λίγες ώρες στα ΜΑΤ κάθε φορά που φουντώνουν οι διαδηλώσεις)  αλλά μεταμορφώνεται ως χαρακτήρας μέσα από μια αλληλουχία γεγονότων και γίνεται ο ήρωας των εξεγερμένων.

Ο Ares θα μπορούσε να είναι ένας από τους λιγότερο «χαμένους». Αυτός έχει μια στέγη πάνω από το κεφάλι του, τσιμπολογάει ευκαιριούλες και έχει ήδη μαζέψει σχεδόν 15.000 ευρώ. Είναι έτοιμος πια να πραγματοποιήσει το μίζερο όνειρό του: να αγοράσει ένα άθλιο και βρωμερό περίπτερο και να περάσει την υπόλοιπη χαμοζωή του πουλώντας τσιγάρα και εφημερίδες… «Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων». Η αδελφή του Ares δουλεύει σε μια μικρή μαχητική εφημερίδα της άκρας Αριστεράς, και η αστυνομία τής στήνει μια προβοκάτσια: της «φυτεύουν» ένα όπλο στο σπίτι της και τη συλλαμβάνουν ως τρομοκράτισσα. Τώρα ο Ares θα χρειαστεί 100.000 ευρώ για να εξαγοράσει την ελευθερία της και αναγκάζεται να βάλει ξανά το κεφάλι του πάνω στον πάγκο του χασάπη: Δέχεται να πάρει μέρος στην «Αρένα» και να δοκιμάσουν επάνω του το πιο αμφιλεγόμενο φάρμακο που ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει… Ένας χαμηλός, νικημένος άνθρωπος, αναγκάζεται να μπει στη δοκιμασία του ατσαλιού: θα σπάσει ή θα μετατραπεί στο πιο φίνο ατσάλι; 

Πολύ δυνατή παρουσία στην ταινία αποδείχθηκε ο/η Myosotis (το λουλουδάκι «μη με λησμόνει» είναι το όνομά του) που είναι τρανς, σεξουαλική εργάτρια, ένα «περιφρονημένο τραβέλι», ένας απόβλητος, γείτονας του Ares. Αυτός αποδεικνύεται ως ο πιο σταθερός, ευφυής και συμπαθητικός χαρακτήρας, όταν τα γεγονότα ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο.

Και ο μοχλός της επαναστατικής ανατροπής στο Παρίσι δεν είναι κάποιος μεμονωμένος άνθρωπος, κάποιος υπερήρωας, αλλά η μικρή ακροαριστερή εφημερίδα, η «info24» και το δίκτυο των μαχητικών αγωνιστών και αγωνιστριών της, που καταφέρνουν και αξιοποιούν την ευκαιρία για να οργανώσουν την οργή των μαζών.   

Αξίζει για κάθε λόγο να δείτε την ταινία. Ο σκηνοθέτης και η ομάδα του με ένα πολύ μικρό προϋπολογισμό φτιάξανε ένα ανέλπιστο διαμαντάκι.

Πράγματι, όπως δεν παραλείπουν να σημειώσουν οι κριτικές, η ταινία αποπνέει μια αισθητική «Blade Runner», αλλά η ευθύνη γι’ αυτό δεν είναι τόσο του σκηνοθέτη, όσο του ίδιου του καλπάζοντα νεοφιλελευθερισμού, που μετατρέπει τις κοινωνίες σε ερείπια εν μέσω της μεγαλύτερης έκρηξης της τεχνολογίας. Αυτό ακριβώς προσπαθεί -και καταφέρνει- να αποδώσει και η ταινία μας.

Πράγματι, όπως σημειώνουν οι κριτικοί, η ταινία χρησιμοποιεί γνωστά ευρήματα και μοτίβα. Αλλά το κάνει μόνο για να τα απογειώσει. Παρατηρήστε απλώς τη σκηνή αγωνίας προς το τέλος, όπου η μικρή ανιψιά του ήρωα πάει αργά-αργά να ανοίξει την πόρτα, και ρωτήστε, με τη σειρά σας, τους ταλαίπωρους τους κριτικούς: πότε ξαναδόθηκε με τέτοια ένταση, αλλά και λιτότητα μια παρόμοια σκηνή από την εποχή του Χίτσκοκ; 

Γενικώς, κρατήστε, αν θέλετε, τις κριτικές για να τις διαβάσετε αφού πρώτα δείτε την ταινία: Αφεθείτε να απολαύσετε ένα έργο απέριττο και ουσιαστικό, που δείχνει το πώς θα καταλήξουν τα πράγματα αν κερδίσει τις μάχες ο ταξικός εχθρός, αλλά και το πώς μπορούν και οι πιο δύσκολες καταστάσεις να αλλάξουν.

Χαρείτε την ταινία και γεμίστε έμπνευση.  

Ετικέτες