Ένα λογοτεχνικό έργο από τον αμερικανό Κερτ Βόνεγκατ για “το μεγαλύτερο μακελειό της ευρωπαϊκής ιστορίας, τον βομβαρδισμό και την πυρπόληση της Δρέσδης” τον Φλεβάρη του 1945 (κι ένα σχόλιο δικό μας, που το διαβάσαμε το καλοκαίρι και ενθουσιαστήκαμε)

[…] “Δεν υπάρχει τίποτε το έξυπνο να πεις για μια σφαγή. Οι πάντες υποτίθεται πως πεθαίνουν, πως δεν ξαναλένε τίποτε πια ή δεν ξαναθέλουν τίποτε πια. Τα πάντα υποτίθεται πως είναι σιωπηλά μετά από μια σφαγή και πάντοτε είναι, εκτός από τα πουλιά.

Και τι λένε τα πουλιά; Το μόνο που μπορεί να πει κανείς για μια σφαγή, πράγματα όπως: Τιτ-τιτ-ουίτ;” […]

Ένα αριστουργηματικά αιρετικό και βλάσφημο –για τις ΗΠΑ- βιβλίο, γραμμένο από έναν απίθανο τύπο που κάπνιζε άφιλτρα Pall Mall, γιατί είχε σημασία γι’ αυτόν “να αυτοκτονείς με στυλ”, από έναν άνθρωπο που έστησε έναν πελώριο καθρέφτη απέναντι από την Αμερική και την ανάγκασε να δει το αποκρουστικό της είδωλο.

Κυρίες και κύριοι, ο Κερτ Βόνεγκατ, ο άνθρωπος που έκανε συντρίμμια το αμερικανικό όνειρο και δεν δίστασε με ένα σπαρακτικά αληθινό βιβλίο να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Για πόσο καιρό θα καμωνόταν η ανθρωπότητα ότι δεν βλέπει τον ροζ ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο; Ο Βόνεγκατ περιγράφει ένα-ένα τα στάδια της φρίκης για να φτάσει κλιμακωτά προς το τέλος του βιβλίου - στο φρικιαστικότερο όλων: τον βομβαρδισμό και την πυρπόληση της Δρέσδης από Άγγλους και Αμερικανούς στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. “’Εγώ προσωπικά έχω δει τα σώματα μαθητριών που έβρασαν ζωντανές μέσα σε μια δεξαμενή από νερό: και γι’ αυτό ευθύνονται οι ίδιοι οι συμπατριώτες μου, που ήταν περήφανοι πως πολεμούσαν τότε για την επικράτηση του αγαθού’. Ο Μπίλλι έλεγε αλήθεια. Είχε δει τις βρασμένες μαθήτριες στη Δρέσδη. ‘Και ένα βράδυ φώτιζα το δρόμο μου με κερί από το λίπος ανθρώπινων όντων, που είχαν σφαγεί από τους αδελφούς και τους πατέρες των μαθητριών που πέθαναν στο βραστό νερό”. 

Είναι ειρωνεία πώς ένα βιβλίο που ανατέμνει χειρουργικά με απίστευτο ρεαλισμό τη φρίκη του πολέμου, της αιχμαλωσίας και της βαρβαρότητας χωρίς να διστάζει να καταλογίσει τα σφάλματα και στη “δική του” πλευρά, να έχει καταχωρηθεί στη λίστα των έργων επιστημονικής φαντασίας. Τι να πεις; “Έτσι πάει ο κόσμος”.

Δεν υπάρχει τίποτα το έξυπνο να πεις για μια σφαγή

Αν καταφέρνει κάτι ο Βόνεγκατ με το έργο του αυτό είναι να διαλύσει όποιες αυταπάτες τυχόν υπάρχουν σχετικά με τους πολέμους. Ο πόλεμος δεν έχει τίποτα το ηρωικό. Νέοι άνθρωποι αναγκάζονται να αφήσουν τη ζωή τους στην άκρη για να καταλήξουν με ανοιγμένη σάρκα, ακρωτηριασμένοι, θαμμένοι ζωντανοί κάτω από ερείπια, στάχτη που τη σκορπίζει ο αέρας. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο μεγαλείου στο μακελειό. Δεν υπάρχει κανένας ηρωισμός, όταν καταλήγεις με το πρόσωπο χωμένο μέσα στη λάσπη ή στο χιόνι. Είναι ένας παράλογος θάνατος.

Το “Σφαγείο Νο 5” είναι το βιβλίο που έκανε την Αμερική να ανοίξει τα μάτια της και να δει προσεκτικά πίσω από το “ένοχο μυστικό” του συμμαχικού στρατοπέδου. Να ακούσει όλα εκείνα που για σχεδόν δύο δεκαετίες αποσιωπήθηκαν. Τον βομβαρδισμό της Δρέσδης. Μια παράλογη πολεμική ενέργεια μέσα στη συνολική παραφροσύνη του πολέμου. Για 37 ώρες στις 13-14 Φεβρουαρίου 1945 1.400 βομβαρδιστικά άδειασαν χιλιάδες τόνους από βόμβες πάνω σε μια πόλη, που κάθε άλλο παρά πολεμικό στόχο αποτελούσε.

Δεν ήταν στρατηγικής σημασίας, δεν διέθετε εργοστάσια, σημαντικές αποθήκες πυρομαχικών. Στη Δρέσδη δεν υπήρχαν ούτε καν αντιαεροπορικά όπλα. Τι είχε αντ’ αυτών; Τρομακτική συγκέντρωση άμαχου πληθυσμού. Πέρα από τους μόνιμους κατοίκους, είχαν συρρεύσει εκεί χιλιάδες Γερμανοί πρόσφυγες από την Ανατολική Ευρώπη. Επίσης, εκεί μεταφέρονταν κάποιοι στρατιώτες των Συμμάχων που αιχμαλωτίζονταν στα πεδία των μαχών, ακριβώς επειδή θεωρούνταν το κατεξοχήν ασφαλές καταφύγιο. Τα μουσεία, οι βιβλιοθήκες, όλο το πολεοδομικό συγκρότημα μιας πόλης-κομψοτέχνημα μαζί με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους χάθηκαν μέσα στις φλόγες, εξαερώθηκαν και σβήστηκαν για πάντα, ελάχιστους μήνες πριν από την οριστική λήξη του πολέμου. “Έτσι πάει ο κόσμος”.

Σε λίγο εκατοντάδες ορυχεία πτωμάτων λειτουργούσαν. Δεν μύριζαν άσχημα στην αρχή: ήταν σαν μουσεία κέρινων ομοιωμάτων. Ύστερα όμως τα πτώματα σάπισαν κι έλιωσαν και η μυρωδιά τους ήταν σαν τριαντάφυλλα και μουστάρδα.

Έτσι πάει ο κόσμος…

Τότε σκέφτηκαν μια νέα μέθοδο. Δεν ανέβαζαν πια τα πτώματα επάνω. Τα έκαιγαν στρατιώτες με φλογοβόλα στη θέση όπου τα έβρισκαν. Οι στρατιώτες στέκονταν έξω από τις κατακόμβες και έστελναν μέσα μόνο τη φωτιά…

Έτσι πάει ο κόσμος”.

Ήταν ένας βομβαρδισμός έξω και πέρα από κάθε λογική. Υπάκουε σε μία και μοναδική “λογική”: την κάμψη του ηθικού του αντίπαλου στρατοπέδου και την επίσπευση της συνθηκολόγησης της ναζιστικής Γερμανίας. Ένας βομβαρδισμός που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με οποιαδήποτε έννοια “αντιφασιστικού αγώνα”. Μια ισοπέδωση με αποκλειστικό κριτήριο την (γερμανική) εθνική καταγωγή ανθρώπων που έφευγαν κυνηγημένοι να γλιτώσουν. Την ιστορία την γράφουν οι  νικητές. Κι έτσι κανείς ποτέ δεν λογοδότησε για το βάρβαρο αυτό έγκλημα πολέμου. “Έτσι πάει ο κόσμος”. 

Ο Κέρτ Βόνεγκατ ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους επιζώντες ενός εγκλήματος σχεδιασμένου με τόση προσοχή, ώστε να μην υπάρξουν επιζώντες. Να ισοπεδωθεί μια πόλη, να σβηστεί από τον χάρτη μαζί με όσους έτυχε να την κατοικούν εκείνη τη στιγμή. “Απολύτως όλοι οι κάτοικοι της πόλης έπρεπε να είναι πεθαμένοι και ό,τι κουνιόταν αποτελούσε σφάλμα του σχεδίου. Το σχέδιο δεν πρόβλεπε καθόλου ζωντανά πλάσματα”.

Αιχμάλωτος του γερμανικού στρατού είχε μεταφερθεί μαζί με άλλους αμερικανούς στρατιώτες στην πόλη της Δρέσδης, στο πιο ασφαλές καταφύγιο της Κεντρικής Ευρώπης “κάθονταν με τις πλάτες ακουμπισμένες στον τοίχο, κοιτούσαν σαν υπνωτισμένοι τις φλόγες – σκέφτονταν ό,τι μπορούσαν να σκεφτούν, δηλαδή τίποτε”. Σώθηκαν για τον μοναδικό λόγο ότι την ώρα του βομβαρδισμού βρίσκονταν κλειδωμένοι μαζί με τα κρεμασμένα στα τσιγκέλια σφαγμένα ζώα στο υπόγειο ψυγείο ενός παλιού σφαγείου. Στο υπόγειο του Σφαγείου Νούμερο 5, SCHLACHTHOF - FUNF. Πρέπει να ήταν τα μοναδικά υποψήφια σφαχτά που σώθηκαν από βέβαιο θάνατο. Ειρωνεία; Τι να κάνουμε… “Έτσι πάει ο κόσμος”.

ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΑ

ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΠΑΘΕ ΤΙΠΟΤΑ

Ήρωας-πρωταγωνιστής, ένας κλασικός αντιήρωας. Ένας ήσυχος ανθρωπάκος, ένα παιδί 21 χρόνων, ο Μπίλλι -με το καθόλου τυχαίο όνομα- Πίλγκριμ, που θα πει προσκυνητής. Αδύνατος σαν φτερό, που προκαλούσε την απορία όλων: Μα πώς στρατολογήθηκε τούτος δω; “Κάποιος Γερμανός μέτρησε τον δεξί ώμο του Μπίλλι με την παλάμη του, ρώτησε έναν άλλο Γερμανό τι στρατός ήταν αυτός που έστελνε τέτοια μωρά στο μέτωπο”. Ένας άνθρωπος τόσο μακριά από τη λογική του πολέμου, που παίρνει φύλλο πορείας για την Ευρώπη, πετυχαίνει τον πόλεμο προς το τέλος του, στη μάχη των Αρδεννών, δεν καταφέρνει καν να βρει το σύνταγμά του, περιπλανιέται πίσω από τις γερμανικές γραμμές έχοντας χάσει τον δρόμο του, χωρίς αρβύλες (“Φορούσε κάτι φτηνά, χαμηλά  παπούτσια που τα ’χε αγοράσει για την κηδεία του πατέρα του”), χωρίς καν κράνος. Συλλαμβάνεται μάλλον λόγω ανικανότητας και βλακείας (παίρνοντας στο λαιμό του και όλη την ομάδα των αμερικανών στρατιωτών, που κι αυτοί είχαν χάσει τις γραμμές τους και περιφέρονταν). Οι σκηνές που αιχμαλωτίζεται η ομάδα των αμερικανών από τους γερμανούς είναι από τις πιο δυνατές μέσα στο έργο δείχνοντας όλη την αηδία για τον πόλεμο που ένιωθαν πλέον και τα δύο μέρη: “Επικεφαλής τους βρισκόταν ένας μεσόκοπος δεκανέας – με κόκκινα μάτια, σκυφτός, σκληρός σαν αλατισμένο κρέας, αηδιασμένος από τον πόλεμο. Είχε πληγωθεί τέσσερις φορές και τέσσερις φορές τον είχαν επισκευάσει στα πρόχειρα να τον στείλουν πίσω στο μέτωπο. Ήταν πολύ καλός στρατιώτης – έτοιμος να τα παρατήσει, έτοιμος να παραδοθεί αν εύρισκε κάποιον να τον δεχθεί αιχμάλωτο. Τα στραβά του πόδια ήταν χωμένα μέσα σε χρυσαφιές πότες ιππικού που είχε πάρει από ένα  σκοτωμένο Ουγγαρέζο συνταγματάρχη στο ρωσικό μέτωπο. Έτσι πάει ο κόσμος”. Ο Μπίλλι Πίλγκριμ δεν καταλαβαίνει γιατί έχει βρεθεί σ’ αυτόν τον πόλεμο, δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να συνεχίσει να πολεμά, δεν καταλαβαίνει ούτε καν πώς σώζεται τη στιγμή που δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι μετατρέπονται σε στάχτη. Νιώθει ανήμπορος να αλλάξει κάτι. “Έτσι πάει ο κόσμος”. 

Είναι το αίσθημα της ήττας μιας ολόκληρης γενιάς που βαραίνει πάνω στις πλάτες και στάζει όλη την πίκρα του στην πέννα του Βόνεγκατ. Μια ολόκληρη γενιά που αλέστηκε στη μηχανή του πολέμου. Εκατομμύρια νέοι άνθρωποι στο σφαγείο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ελάχιστοι επιζώντες, αιχμάλωτοι στο Σφαγείο Νο 5. Αν και πρόκειται για την πραγματική ιστορία του Κέρτ Βόνεγκατ, δεν παύει να ξαφνιάζει η μεγαλοφυής αντιπαραβολή. Του πήρε σχεδόν 20 χρόνια για να μπορέσει να βάλει τη φρίκη σε λέξεις και να εκφράσει έτσι μια ολόκληρη γενιά. Κι όπως συμβαίνει με όλα τα σπουδαία έργα που αφήνουν το αποτύπωμά τους στον χρόνο, αν και γράφτηκε για να περιγράψει/σχολιάσει τον όλεθρο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αναδείχθηκε σε σύμβολο μιας επόμενης γενιάς, αυτής του ‘60 στις ΗΠΑ. Αυτή τη φορά η φρίκη ακούει σε άλλο όνομα: Βιετνάμ. “Έτσι πάει ο κόσμος”. Και πλέον αυτό γίνεται σύνθημα μιας άλλης γενιάς, που δεν θέλει πλέον να παρακολουθεί αμέτοχη να επιστρέφουν χιλιάδες φέρετρα αμερικανών από το σφαγείο του Βιετνάμ.

Το “Σφαγείο Νο 5” δεν θεωρείται τυχαία ένα από τα εμβληματικότερα αντιπολεμικά βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο Βόνεγκατ δεν κρύβει την απαισιοδοξία του σχετικά με το αν η ανθρωπότητα συνεχίσει να διεξάγει πολέμους:

Για χρόνια με ρωτούσαν πάνω σε τι δουλεύω και συνήθως απαντούσα πως κυρίως ετοίμαζα ένα βιβλίο για τη Δρέσδη. Το είπα αυτό κάποτε στον Χάρισον Σταρ, τον κινηματογραφιστή κι εκείνος σήκωσε τα φρύδια του και ρώτησε:

‘Πρόκειται για αντι-πολεμικό βιβλίο;’

‘Ναι’, είπα. ‘Έτσι νομίζω’.

‘Ξέρεις τι λέω σε όσους μαθαίνω πως γράφουν αντι-πολεμικά βιβλία;’.

‘Όχι. Τι τους λες Χάρισον Σταρ;’

‘Λέω: Γιατί δε γράφετε καλύτερα ένα αντι-παγετωνικό βιβλίο;’

Εννοούσε, βέβαια, ότι πόλεμοι πάντα θα γίνονται κι ότι για να τους σταματήσεις είναι τόσο εύκολο, όσο να σταματήσεις τους παγετώνες. Το πιστεύω κι εγώ αυτό”.

Τις πιο βαθιές και ουσιαστικές παρατηρήσεις του για το νόημα της ζωής, για τον χρόνο, για τον κόσμο και την αμερικανική κοινωνία πιο συγκεκριμένα, ο Βόνεγκατ προτιμά να τις κάνει μέσα από ένα φανταστικό ταξίδι στον χρόνο και στον χώρο. Η δράση σπάει και μεταφέρεται σε έναν άλλο πλανήτη, 300 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από τη γη, σε μια ρωγμή του χρόνου

Ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ο Μπίλλι Πίλγκριμ, ανίκανος να προσελκύσει το ενδιαφέρον κάποιου πάνω στη γη, απάγεται από εξωγήινους και μεταφέρεται στον πλανήτη Τραλφάμαντορ. Ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό εύρημα, για το οποίο χλευάστηκε όσο λίγοι συγγραφείς την εποχή που κυκλοφόρησε το “Σφαγείο”. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος, όχι ο εκλεκτότερος του είδους, όχι το λαμπρότερο πνεύμα ή η ιδιαίτερα ξεχωριστή προσωπικότητα γίνεται έκθεμα για τους Τραλφαμαντοριανούς. Τον κλείνουν σε ένα είδος ζωολογικού κήπου, όπου οι κάτοικοι του Τραλφαμαντόρ παρακολουθούν πάνω από τον θόλο τη ζωή ενός μέσου Γήινου που κινείται στο τυπικό γήινο σπίτι του, με τα τυπικά γήινα έπιπλά του, με την Γήινη γυναίκα του (μια νεαρή αμερικανίδα σταρ του κινηματογράφου, επίσης απαγμένη και μεταφερμένη κι αυτή εκεί). Η “κανονικότητα” αυτή ξετρελαίνει τους Τραλφαμαντοριανούς που διασκεδάζουν με την ψυχή τους βλέποντας πόσο παράξενη, πόσο εξωπραγματική είναι η καθημερινότητα των Γήινων. Όλες οι επιστημονικής φαντασίας σκηνές του έργου γίνονται από την πέννα του Βόνεγκατ ένα επιπλέον αιχμηρό σχόλιο για την μεταπολεμική αμερικανική κοινωνία: το πρότυπο της αμερικανικής οικογένειας που ζει “ήσυχα” στα προάστια, βολεμένη στην ευμάρεια της δεκαετίας του ’50 πριν από την έκρηξη του ’60 και της ρωγμής στο αμερικανικό όνειρο. Τα κινήματα του ’60, οι εξεγέρσεις, η ανήσυχη νεολαία τα έκανε θρύψαλα όλα αυτά. “Έτσι πάει ο κόσμος”.  

Με τη μεταφορά αυτή διακόπτεται η γραμμική συνέχεια του χρόνου. Ο συγγραφέας ταξιδεύει τον ήρωά του πίσω, μπρος, τεντώνει επικίνδυνα (στις σκηνές της αιχμαλωσίας και του πολέμου) και ξαναχαλαρώνει (στην ήρεμη μεταπολεμική εποχή) το σκοινί του χρόνου. Δεν υπάρχει πια μία ιστορία που εκτυλίσσεται σελίδα τη σελίδα, χρονιά τη χρονιά. Τα πάντα είναι παρόν. Και ταυτόχρονα παρελθόν και μέλλον. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να διαλέγεις μια στιγμή και να την ξαναζείς. Ξανά. Όσες φορές θες. Τα πάντα έχουν γίνει, γίνονται και θα γίνουν. Εσύ εστιάζεις μόνο σ’ αυτά που θες. Τα πάντα είναι ταυτόχρονα ανάμνηση, βίωμα και εκπληρωμένη προφητεία.

Οι Τραλφαμαντοριανοί ξαφνιάζονται και γελούν με την επιμονή των Γήινων να τεμαχίζουν τον χρόνο. Κυρίως όμως γελούν με το παράλογο πείσμα των ανθρώπων να θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Να πάνε κόντρα. Κόντρα σε τι; Αφού όλα έχουν υπάρξει και θα ξαναϋπάρξουν. Υπάρχουν και οι κακές στιγμές, αλλά γιατί να μείνεις σ’ αυτές; Ναι, υπάρχει κι ο θάνατος. Το ξέρεις ήδη. Από τη γέννησή σου. “Έτσι πάει ο κόσμος”. Αν σπάσεις όμως το τσόφλι του χρόνου, αν διατρέξεις όλη σου τη ζωή και δεις τη στιγμή του θανάτου σου, βλέπεις ότι είναι ασήμαντος, μέχρι και αστείος.

Οι Γήινοι ξέρουν μόνο να εξηγούν, να εξηγούν γιατί αυτό το γεγονός είναι όπως είναι, να εξηγούν πώς μπορεί να επιτευχθούν ή να αποφευχθούν γεγονότα. Εγώ είμαι Τραλφαμαντοριανός και βλέπω όλο τον χρόνο όπως εσείς βλέπετε ένα κομμάτι από την οροσειρά των Βραχωδών. Όλος ο χρόνος είναι όλος ο χρόνος. Δεν αλλάζει. Δεν προσφέρεται σε εξηγήσεις. Απλούστατα είναι. Πάρτε μια στιγμή και θα δείτε πως είμαστε όλοι μας έντομα παγιδευμένα μέσα σε κεχριμπάρι, καθώς έλεγα και πριν”.

ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΘΑΡΟ, ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΑΤΕ!

Είναι στιγμές που το ανελέητο χιούμορ του γίνεται πικρό. Τόσο πικρό που δεν μπορείς ούτε να χαμογελάσεις. Μένεις όμως να θαυμάζεις τη μεγαλοφυΐα ενός δημιουργού που κατόρθωσε μέσα σε δύο εκατοντάδες σελίδες να χωρέσει τη σκληρή πραγματικότητα ενός πολέμου, χωρίς φτιασιδώματα, ένα φιλοσοφικό σχόλιο πάνω στην έννοια του χρόνου και να στριμώξει την κραυγή μιας ολόκληρης γενιάς που πήγε χαμένη.

Καταφέρνει να μετατρέψει σε μια σχεδόν διασκεδαστική σκηνή ακόμα και το δράμα των αμερικανών αιχμαλώτων όταν τους υποδέχονται οι -από χρόνια αιχμάλωτοι- εγγλέζοι. Η θεατρική παράσταση της Σταχτοπούτας μέσα σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων, οι χρυσαφιές μπότες που θα αντικαταστήσουν το χαμένο γοβάκι:

Το ρολόι χτυπούσε μεσάνυχτα και η Σταχτομπούτα κλαιγόταν:

Θεέ μου, το ρολόι χτυπά -

Ω διάβολε, σκατά”. Η ανάγκη των ανθρώπων να βρουν έμπνευση εκεί όπου έχει περισσέψει η φρίκη. Η ανάγκη για ελευθερία σε ένα καθεστώς αιχμαλωσίας. Η ανάγκη για χαρά, όταν σε ζώνει από παντού ο όλεθρος.

Ο Μπίλλι Πίλγκριμ θα περάσει το υπόλοιπο του πολέμου κλειδωμένος στον στάβλο ενός πανδοχείου που κατάφερε κι έμεινε όρθιο από την καταστροφή: “Οι τοίχοι βαστούσαν ακόμη, τα παράθυρα  όμως και η στέγη είχαν εξαφανισθεί και μέσα δεν υπήρχε τίποτε εκτός από στάχτες και σβώλοι λιωμένο γυαλί”.

Και ύστερα, ξυπνώντας κάποιο πρωί, ανακάλυψαν ότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει”. Όσο παράλογα ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος για τον Μπίλλι, άλλο τόσο παράλογα τελείωσε. “Έτσι πάει ο κόσμος”.        

Κάποιες φορές ένας ή μία συγγραφέας μπορεί να σου αποκαλυφθεί και να σε κερδίσει με μία μόνο φράση, σκέψη ή εικόνα. Και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Βόνεγκατ θα μου αρκούσε για να τον θεωρήσω σπουδαίο. Ευτυχώς, όμως, δεν έγραψε μόνο αυτό:

Οι άνθρωποι των πόλεων αυτών (σημ. δική μας: στα Σόδομα και Γόμορρα) ήταν κακοί άνθρωποι, καθώς όλοι το γνωρίζουν. Ο κόσμος ήταν καλύτερος χωρίς αυτούς.

Και στη γυναίκα του Λωτ, φυσικά, είχαν πει να μην κοιτάξει πίσω, εκεί όπου ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και τα σπίτια τους. Εκείνη όμως κοίταξε πίσω και τη λατρεύω γι’ αυτό, επειδή ήταν τόσο ανθρώπινο. Έτσι πάει ο κόσμος”.

Ο Κερτ Βόνεγκατ τόλμησε και κοίταξε πίσω στον χρόνο. Οι εφιάλτες που τον στοίχειωναν για 20 και πλέον χρόνια μπήκαν επιτέλους σε λέξεις. Για να στοιχειώσουν πλέον τον δικό μας ύπνο. “Έτσι πάει ο κόσμος”. 

Ετικέτες