Οι φετινές φοιτητικές εκλογές θα διεξαχθούν στις 10 Απριλίου μέσα σε ένα όχι και τόσο ευνοϊκό κλίμα για το φοιτητικό κίνημα και την Αριστερά. Στο δρόμο προς τις κάλπες η φοιτητική Αριστερά καλείται να αναμετρηθεί όχι μόνο με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις αλλά και με τις παθογένειες που ταλανίζουν την ίδια τα τελευταία χρόνια.
Η κατάσταση στα πανεπιστήμια
Τις δύο προηγούμενες χρονιές που οι φοιτητικές εκλογές συνέπιπταν χρονικά με εθνικές εκλογές ή ευρωεκλογές (2012 και 2014) η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Η Αριστερά ανεξάρτητα από τους χειρισμούς των ηγεσιών της είχε συγκροτήσει ένα ισχυρό κοινωνικό μπλοκ που συσπείρωνε δυνάμεις και στεκόταν απέναντι στη μνημονιακή επέλαση και τις πολιτικές λιτότητας. Τα ζητήματα της κεντρικής πολιτικής αναπόφευκτα έμπαιναν στην ατζέντα και καθόριζαν και τα επιμέρους του φοιτητικού συνδικαλισμού σε μια κατεύθυνση αγωνιστική και μάλιστα ευρείας απεύθυνσης. Σε κεντρικές σχολές της Αθήνας όπως η Νομική για παράδειγμα, η Αριστερά για λίγες ψήφους έχανε την πρώτη θέση.
Σήμερα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική στα πανεπιστήμια. Η μνημονιακή μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ επηρέασε συνολικά τη φοιτητική Αριστερά που δεν έχει καταφέρει ακόμη να ορθοποδήσει. Το φοιτητικό κίνημα είναι σε χαρακτηριστική αδράνεια, καθώς δε βγαίνουν συνελεύσεις, δε στήνονται πρωτοβουλίες και υποχωρούν οι όποιες μετωπικές διεργασίες. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έχει καταφέρει να επιβάλλει δίδακτρα στα μεταπτυχιακά προγράμματα, να συγχωνέψει τα ΤΕΙ υπό το πρόσχημα της πανεπιστημιοποίησης, να διασπάσει πτυχία όπως αυτό του ΦΠΨ και να αποσπάσει επαγγελματικά δικαιώματα από τίτλους σπουδών. Εκτός όλων των παραπάνω, η υποχρηματοδότηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση συνεχίζεται σε όλους τους τομείς. Φοιτητές στις εστίες διαμαρτύρονται για τις συνθήκες διαβίωσης, εργαζόμενοι στη σίτιση απολύονται και η διάθεση δωρεάν συγγραμμάτων μειώνεται διαρκώς.
Οι συστημικές δυνάμεις
Μέσα σε αυτό το δυσοίωνο για το φοιτητή περιβάλλον θα διεξαχθούν οι φετινές εκλογές. Εκλογές οι οποίες χρόνο με το χρόνο υποβαθμίζονται πολιτικά καθώς δε φαίνεται να επηρεάζουν με κάποιο τρόπο τα τεκταινόμενα εντός του πανεπιστημίου. Οι συστημικές δυνάμεις ΔΑΠ-ΠΑΣΠ, μετά το τεράστιο αντιμνημονιακό κίνημα του 2010-2015 και τις απώλειες που δέχτηκαν, φαίνεται πως επανασυγκροτούνται και περνούν στην αντεπίθεση με άλλον πλέον τρόπο. Δεν επενδύουν στην ιδεολογική και πολιτική πόλωση με την Αριστερά ξέροντας πως αυτό θα δώσει χώρο στον πολιτικό τους αντίπαλο. Παίζουν το χαρτί της αποπολιτικοποίησης των συλλόγων, της απαξίωσης των συλλογικών διαδικασιών, της απονομιμοποίησης των συνελεύσεων και της εστίασης αποκλειστικά σε δικά τους πράγματα. Χτίζονται κάνοντας πάρτυ, διοργανώνοντας επιστημονικές ημερίδες, στήνοντας εκδηλώσεις με ομιλητές βουλευτές των κομμάτων τους και φιλικά προσκείμενους καθηγητές και πάνω απ’ όλα διατηρούν το αλισβερίσι των σημειώσεων και την εξαγορά ψήφων.
Με αυτό τον τρόπο, κυρίως η ΔΑΠ, προσπάθησε να χτυπήσει και ένα αντιδραστικό ρεύμα που γεννήθηκε ως πιο πειστική και αποτελεσματική απάντηση απέναντι στη διαρκή άνοδο της Αριστεράς. Πρόκειται για το ρεύμα των «ανεξάρτητων» σχημάτων, που συγκροτήθηκαν αρχικά ως μπλοκ «ανοιχτής σχολής» και «αντικατάληψης» στις συνελεύσεις και εν συνεχεία προχώρησαν σε αρκετά εκλογικά κατεβάσματα προκαλώντας πονοκέφαλο στη ΔΑΠ αφού έκαναν τη δουλειά της, χωρίς την κομματική της ταμπέλα. Παρ’ όλα αυτά αυτοί οι σχηματισμοί φάνηκε πως είχαν ένα τέλμα και ένα όριο. Συγκροτήθηκαν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, επιτέλεσαν ένα συγκεκριμένο ρόλο και πλέον φαίνεται πως μη έχοντας μια συγκεκριμένη πλατφόρμα και ένα ορατό δίπολο, δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους παρότι υπάρχουν ακόμη αρκετοί από αυτούς.
Η ριζοσπαστική Αριστερά
Το μεγάλο αγκάθι είναι η στάση της φοιτητικής Αριστεράς. Η ΚΝΕ φαίνεται ότι εδώ και χρόνια δεν ενδιαφέρεται να μπει με ενωτικούς και ριζοσπαστικούς όρους στα φοιτητικά αμφιθέατρα, προκειμένου να συγκροτηθεί κάτι πραγματικά επικίνδυνο. Το σύνδρομο του κινήματος 2006-7 όπου το κίνημα την ξεπέρασε και την άφησε πίσω του τη διαπερνά ακόμη. Η ΚΝΕ έχει καταφέρει να επανασυσπειρώσει τη φοιτητική της παρέμβαση και τα εκλογικά ποσοστά της όχι με βάση την οικοδόμηση κάποιου μαζικού κινήματος ή την ανάληψη της ευθύνης για κάποια κινηματική μάχη αλλά επενδύοντας πολιτικά πάνω στην αποσυσπείρωση της υπόλοιπης Αριστεράς.
Η ριζοσπαστική Αριστερά μέσα σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον καλείται να βρει το βηματισμό της. Η ΑΡΕΝ και τα ΕΑΑΚ οφείλουν έστω και την ύστατη ώρα να αναλάβουν τις ευθύνες τους, όχι προσβλέποντας στη δική τους αυτοσυντήρηση αλλά επιδιώκοντάς την ανασυγκρότησή τους μέσα από την πραγματική σύνδεση με φοιτητές/τριες που αναζητούν πολιτική έκφραση και εκπροσώπηση απέναντι στα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας. Το κίνημα που αναπτύχθηκε στα ΤΕΙ πέρυσι, είναι ένας «μπούσουλας» για το πώς πρέπει να κινηθεί η ριζοσπαστική Αριστερά. Η μετωπική απάντηση απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τις πολιτικές που διαλύουν το δημόσιο πανεπιστήμιο οφείλει να γίνει ορατή και με εκλογικούς όρους έστω σαν αφετηρία για ευρύτερες και νικηφόρες διεργασίες το επόμενο διάστημα.
Παράλληλα η φοιτητική Αριστερά καλείται να βγει από τους τέσσερις τοίχους της σχολής και να συνδεθεί με την υπόλοιπη κοινωνία. Ο τρόπος που οργανώθηκε πέρυσι η κινητοποίηση για την παγκόσμια ημέρα ενάντια στο ρατσισμό αλλά και φέτος η κινητοποίηση για την ημέρα της γυναίκας στις 8 Μάρτη, είναι σημάδια ότι η κινηματική ακαμψία σπάει αν υπάρχει πολιτική βούληση, μαζική απεύθυνση και μετωπική λογική. Η «Αριστερή Ανατρεπτική Συνεργασία» πάνω σε αυτή τη λογική συγκροτήθηκε ως κοινό εκλογικό κατέβασμα της ΑΡΕΝ, δυνάμεων των ΕΑΑΚ και του ΑΡΔΙΝ. Το στοίχημα είναι οι κοινές μάχες να μη δίνονται μόνο εκλογικά αλλά και μέσα στους κοινωνικούς χώρους και το κίνημα. Μόνο έτσι η αντεπίθεση της Αριστεράς στα πανεπιστήμια δε θα είναι απλώς ένα ευχολόγιο αλλά μια πραγματική πολιτική εναλλακτική.