Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει λοιπόν, το «δια ταύτα» είναι πολύ κοντά και οι όποιες αποφάσεις παρθούν τις προσεχείς ημέρες, εκτός του ότι θα καθορίσουν εν πολλοίς τις πολιτικές διεργασίες για το επόμενο διάστημα, μια ενδεχόμενη αρνητική εξέλιξη τους θα θέσει σε δοκιμασία τη λαϊκή συναίνεση και την υποστήριξη προς τη σημερινή κυβέρνηση, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται αυτές τη συγκεκριμένη στιγμή.

Φτάνει η ώρα του «δια ταύτα»                 

Γράφει: Ηλίας Μυλωνάς

Μετά τις τελευταίες εκλογές και την εμπιστοσύνη που έδειξε στον ΣΥΡΙΖΑ ο ελληνικός λαός, σαφώς αναδείχτηκε η ανάγκη για μια ένεση αξιοπρέπειας, για κάποιες νίκες αυτή τη φορά, έστω και μικρές. Διακαής η επιθυμία του να δει επιτέλους μια κυβέρνηση η οποία να μην δέχεται μόνο «σφαλιάρες» ακολουθώντας εθελοδουλικά τις εντολές των απ’ έξω, αλλά να ορθώνει ανάστημα και να διαπραγματεύεται.

Έζησε στο πετσί του όλες τις αντεργατικές πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων και ανέχτηκε φτηνούς και διεφθαρμένους πολιτικούς, εξαρτημένους πλήρως από τα ξένα και ντόπια συμφέροντα.

Τώρα επιτέλους παρακολουθεί μια κυβέρνηση με σαφή φιλολαϊκό προσανατολισμό, μια κυβέρνηση που έως  τώρα τουλάχιστον αντιδράει σε αποφάσεις της ΕΕ και των «θεσμών» της επιτυγχάνοντας να γίνει πρώτη είδηση στα διεθνή ΜΜΕ και τις εφημερίδες, μια κυβέρνηση που για πρώτη φορά θέτει σε  αμφισβήτηση την απόλυτη κυριαρχία του γερμανικού καπιταλισμού (του ισχυρότερου στην Ευρώπη), μια κυβέρνηση που τείνει να γίνει το παράδειγμα και η αρχή ενός ντόμινο δομικών αλλαγών στην αρχιτεκτονική του αντιδραστικού νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος που έχει θεμελιωθεί στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.

Μετά από πολλά χρόνια βλέπει επίσης τους εκπροσώπους του στο κοινοβούλιο να  διαφωνούν στην αποδοχή υφεσιακών-αντιλαϊκών μέτρων και να δηλώνουν ότι τέτοια δεν πρόκειται να αποδεχτούν ούτε στο μέλλον. Για όλα αυτά η στήριξη του προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διευρύνεται συνεχώς το τελευταίο διάστημα.

Παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τη διαπραγμάτευση που εξελίσσεται στα γραφεία των Βρυξελλών και προσπαθεί να βγάλει συμπεράσματα παρακολουθώντας αυτούς, που κάποιοι συνεχίζουν να τους αποκαλούν «εταίρους», να κρατούν μια εξόχως σκληρή και άτεγκτη στάση απέναντι στα οικονομικά αδιέξοδα της χώρας.

Εμπεδώνει καθημερινά στη συνείδηση του ότι το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό και όχι απλά μια απόφαση τεχνικού χαρακτήρα για την παροχή μιας ή περισσότερων οικονομικών ενέσεων στη χρεωκοπημένη ελληνική οικονομία, οι οποίες με τους όρους που γίνονται, αντί να λύνουν το πρόβλημα  το περιπλέκουν ακόμη περισσότερο, διογκώνοντας συνεχώς το ήδη υπέρογκο  χρέος.

Δεν βρίσκεται όμως μόνο η ΕΕ στο μικροσκόπιο της κοινωνικής παρατήρησης. Το ίδιο βρίσκεται και ο ΣΥΡΙΖΑ εκ των πραγμάτων.  Όσο μακριά  κι αν τραβήξουν οι συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις (ο πολιτικός χρόνος παρ’ όλα αυτά είναι ιδιαίτερα συμπυκνωμένος), είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα καταλήξουν στο μοιραίο  «δια ταύτα» και από αυτό θα κριθούν όλοι.

Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει λοιπόν, το «δια ταύτα» είναι πολύ κοντά και οι όποιες αποφάσεις παρθούν τις προσεχείς ημέρες, εκτός του ότι θα καθορίσουν εν πολλοίς τις πολιτικές διεργασίες για το επόμενο διάστημα, μια ενδεχόμενη αρνητική εξέλιξη τους θα θέσει σε δοκιμασία τη λαϊκή συναίνεση και την υποστήριξη προς τη σημερινή κυβέρνηση, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται αυτές τη συγκεκριμένη στιγμή.

Οι συζητήσεις που προηγήθηκαν και ο διαπραγματευτικός τόνος των ευρωπαίων παραγόντων δεν άφησαν καμιά αμφιβολία για τις περαιτέρω ενέργειες τους, θέτοντας με απόλυτο τρόπο  το ζήτημα μιας ξεκάθαρης επιλογής για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: είτε θα έρθει σε ρήξη με τη σημερινή ΕΕ, τις αντιδραστικές πολιτικές της και την επιχειρηματολογία που είναι σίγουρο ότι θα αναπτύξει στις προσεχείς συζητήσεις για να στηρίξει τις επιλογές της, είτε η ρήξη θα γίνει αναπόφευκτα με τον ελληνικό λαό. Οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί το προηγούμενο διάστημα δεν αφήνουν περιθώρια για μανούβρες και ελιγμούς. Σε τούτο το ήδη πολωτικά διαμορφωμένο κλίμα, είναι αδύνατον να προσκυνάς τον Χριστό και τον Μαμωνά ταυτόχρονα, ούτε μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες. Κάποια στιγμή θα βρεθείς στη θάλασσα.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ 20ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Τι ακριβώς υπογράφηκε στις 20 Φεβρουαρίου; Είναι πράγματι μια συμφωνία που, όπως λέει ο «Γιάνης» Βαρουφάκης, το μοναδικό στοιχείο που τη χαρακτηρίζει είναι η «δημιουργική ασάφεια», έτσι ώστε να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος και στις επόμενες συναντήσεις, ερμηνεύοντας η κάθε πλευρά  κατά το δοκούν το περιεχόμενο της, θα μπουν όλα στο τραπέζι από μηδενική βάση;

Θα θέλαμε πάρα πολύ να πιστέψουμε κάτι τέτοιο ωστόσο υπάρχουν κάποιες σταθερές στη συγκεκριμένη συμφωνία οι οποίες  φανερά της προσδίδουν ένα διαφορετικό χαρακτήρα. Συμφωνήθηκε αρχικά και από τα δύο μέρη η μη πραγματοποίηση «μονομερών ενεργειών», αναβλήθηκε  δηλαδή η υλοποίηση των προεκλογικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης μέχρι να λήξει η τετράμηνη μεταβατική «περίοδος-γέφυρα» όπως την ονόμασαν και επίσης συμφωνήθηκε ο στόχος της δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ακολούθησε πλήθος δηλώσεων από επίσημα χείλη που έκαναν σαφές ότι το πρόγραμμα  που ψήφισε ο ελληνικός λαός  δεν είναι αποδεκτό από τα ευρωπαϊκά όργανα και ότι πρώτιστα μετρούν οι κανονισμοί της ΕΕ και όχι οι αποφάσεις των εθνικών κοινοβουλίων γι αυτούς. Ουδεμία ασάφεια, κατά γενική ομολογία, υπήρξε στις συγκεκριμένες δηλώσεις.

Όπως ουδεμία ασάφεια, ως προς την καθαρότητα τους, υπάρχει στις δηλώσεις Βαρουφάκη ότι «οι υποχρεώσεις μας», το χρέος δηλαδή, θα εξοφληθεί μέχρι τελευταίας πεντάρας στους δανειστές, παρά το γεγονός ότι υπήρξε βασική πολιτική άποψη στον ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο διάστημα ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί η περίφημη «παραγωγική ανασυγκρότηση» υπό τον πέλεκυ του «απεχθούς» ή «επαχθούς» μεγαλύτερου μέρους του, ότι γενικώς το κούρεμα αυτού του υπέρογκου χρέους είναι βασική προϋπόθεση για οποιοδήποτε βήμα παραπέρα.

Η κυβέρνηση, διά στόματος πρωθυπουργού, δηλώνει «ένα βήμα κάθε φορά». Σύμφωνοι, δεν μπορεί μια τόσο νέα κυβέρνηση να τα κάνει όλα μαζί. Αν όμως από τώρα δεσμευτεί και συμφωνήσει σε κάποια αποφασιστικής σημασίας ζητήματα όπως είναι η αποδοχή της άποψης για τη δημιουργία «πρωτογενών πλεονασμάτων», τότε θα υποχρεωθεί, θέλει δεν θέλει, να πάει σε υφεσιακά μέτρα (κόψιμο μισθών και συντάξεων) για να πιάσει τους στόχους, για τον μοναδικό λόγο ότι ουσιαστικά τα υπαρκτά ισοδύναμα μόνο εκεί βρίσκονται.

Η αναδιοργάνωση του κράτους και η πάταξη της φοροδιαφυγής από τα οποία επαγγέλλεται η κυβέρνηση ότι θα αντλήσει τους συγκεκριμένους πόρους, βρίσκονται ακόμη στα χαρτιά και οι τελικές αποφάσεις δεν έχουν παρθεί ακόμη. Είναι επίσης  τρομακτικά δύσκολο να εκτιμήσεις εκ των προτέρων τα κονδύλια που θα αντλήσεις από το νοικοκύρεμα ενός διαβρωμένου κράτους το οποίο πάσχει από παθογένειες δεκαετιών  και όπου τα οργανωμένα συμφέροντα διαθέτουν ισχυρότατους μηχανισμούς προστασίας, ακόμη και μέσα στην κρατική μηχανή.

Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή δεν διαθέτει κανένα άλλο όπλο παρ’ εκτός την κοινοβουλευτική νομιμοποίηση για να αντιμετωπίσει την ολιγαρχία που έχει απλώσει τα πλοκάμια της στα ΜΜΕ, τον αθλητισμό, τον πολιτισμό, σε όλο το φάσμα των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων της χώρας και είναι αυτή που στην πραγματικότητα ελέγχει και κατευθύνει ετούτη την ανάπηρη δημοκρατία. Το μαζικά οργανωμένο εργατικό κίνημα είναι αποδιοργανωμένο και βρίσκεται σε υποχώρηση ενώ οι κομματικές οργανώσεις δεν βρίσκονται επ’ ουδενί σε κατάσταση ετοιμότητας, μπροστά στη μεγάλη σύγκρουση που διαφαίνεται.

Η ανησυχία για ένα αρνητικό συμβιβασμό επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο παρακολουθώντας τη χιονοστοβάδα διορισμών, σε θέσεις κλειδιά του κρατικού μηχανισμού, ατόμων που υπηρέτησαν με πάθος το προηγούμενο καθεστώς και μαζί  με αυτό όλες τις μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν.

Ο «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΑ ΑΣΑΦΗΣ» ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ κ. ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ

Έχουμε μια τρομερή επιθυμία να συμφωνήσουμε με τον «Γιάνη» Βαρουφάκη και να αποκτήσουμε τη δική του αισιοδοξία όταν λέει ότι «και οι συντάξεις δεν θα κοπούν, και οι δανειστές θα πάρουν τα χρήματα τους» και ότι επίσης «θα πιάσουμε πρωτογενή πλεονάσματα, ακόμη και μέσα στο 2015,  της τάξης του 1,5%» και ακόμη ότι «δεν πρόκειται να υπάρξει πρόβλημα ρευστότητας». Ποιος δεν θα τα ήθελε όλα αυτά! Επειδή όμως πολλοί αρέσκονται να αναφέρονται στον πολιτικό ρεαλισμό, κατά πως τον αντιλαμβάνεται βέβαια ο καθένας, ας μιλήσουμε λίγο με τα ρεαλιστικά επιχειρήματα των αριθμών και των πραγματικών γεγονότων για να δούμε και πως ακριβώς μεταφράζεται αυτός ο όρος στις μέρες μας.

Όταν το τελικό πρωτογενές πλεόνασμα για το 2014 που ανακοινώθηκε επισήμως ήταν εν τέλει 0,3% από 1,5% που υπολογίζονταν, όταν τα επιτόκια δανεισμού από την ΕΚΤ εξακολουθούν να παραμένουν ιδιαιτέρως υψηλά (κοντά στο 10%), όταν η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων παραμένει εξαιρετικά αδύναμη (ελάχιστα θα συνεισφέρει η κουτσουρεμένη αύξηση του κατώτατου μισθού αν και όποτε γίνει), όταν το χρέος διευρύνεται συνεχώς, τότε δεν αρκούν οι καλές προθέσεις του κ. Βαρουφάκη. Ενίοτε μάλιστα, ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με τέτοιου είδους καλές προθέσεις.

Μοναδική λύση αποδεικνύεται η αμφισβήτηση, μονομερώς πλέον, του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Και λέμε μονομερώς  για έναν επιπλέον λόγο: πρέπει επιτέλους να παραδεχτούμε ότι αυτοί που μέχρι τώρα ονομάζαμε «εταίρους», σε καμιά περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στο συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, αντίθετα είναι οι σκληρότεροι εκπρόσωποι των δανειστών μας και σε καμία περίπτωση «δεν κάθονται στην ίδια πλευρά του τραπεζιού» με εμάς.

Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, ο οποίος ετσιθελικά δεν αποδίδει χρήματα που ανήκουν στην Ελλάδα ευθυγραμμισμένος απόλυτα με τη στάση και τις εντολές του Γιούρογκρουπ, πριν αναλάβει τη συγκεκριμένη θέση, ήταν αντιπρόεδρος στην Γκόλντμαν  Σακς. Η Γκόλντμαν Σακς είναι αυτή που αγόρασε στην Ισπανία όλες τις δημοτικές κατοικίες και που τώρα πραγματοποιεί χιλιάδες εξώσεις ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους και δεν μπορούν να πληρώσουν τις δόσεις του ενοικίου. Στην ίδια ή σε κάποια παρόμοια χρηματιστηριακή εταιρεία έχουν μεταφερθεί όλα τα χρέη και τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα και τέτοια φαινόμενα είναι πιθανόν να δούμε σύντομα κι εδώ.

Είναι απορίας άξιο λοιπόν, γιατί ένας δανειστής θα κάτσει σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων για να συζητήσει «πως θα χάσει μέρος από τα χρήματα του». Δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα από τη μεριά του να στραγγαλίσει οικονομικά ένα κράτος ολόκληρο μαζί με το λαό του παρά να χάσει έστω και ένα ελάχιστο μέρος από αυτά που υποτίθεται ότι έχει δανείσει. Και λέμε υποτίθεται γιατί το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του το έχει πάρει πίσω μέσω των ληστρικών τοκισμών.  Όποιος θεωρεί ότι μπορεί να κάνει διαπραγμάτευση με αυτούς τους «θεσμούς» και ότι υπάρχει «σύνεση και λογική» στον σημερινό ακραία νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, μάλλον νυχτωμένος βαθιά είναι.

Δυστυχώς, κάποιοι στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ που τώρα μετακόμισαν στην κυβέρνηση, διακατέχονταν και εξακολουθούν να διακατέχονται από τέτοιου είδους αυταπάτες. Θεωρούσαν, και δεν έχαναν ευκαιρία να το διατυπώνουν στις κομματικές διαδικασίες, ότι έχουμε να κάνουμε με «ισότιμους εταίρους» και με «λογικές προσωπικότητες» που όταν τους θέσουμε τα προβλήματα στις πραγματικές τους διαστάσεις (πράγμα που υποτίθεται ότι δεν ήταν σε θέση να κάνουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, κατά την αντίληψη τους), οι «εταίροι» θα έχουν ανοιχτά ώτα και θα συμβάλλουν «ενθουσιωδώς» στη λύση των προβλημάτων μας. Οι συγκεκριμένοι εξεπλάγησαν πολύ περισσότερο από τους απλούς πολίτες με τη σκληρή και εκβιαστική στάση των υπεύθυνων των ευρωπαϊκών «θεσμών» και τώρα προσπαθούν να ξεπεράσουν την αρχική έκπληξη προσποιούμενοι πως δεν καταλαβαίνουν ότι η στάση των Ευρωπαίων απέχει παρασάγγας από τη λογική μιας έντιμης διαπραγμάτευσης, ελπίζοντας στο θαύμα κάποιου έντιμου συμβιβασμού και προσευχόμενοι για ένα αίσιο τέλος.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ;

Οι έλληνες εργαζόμενοι, συνταξιούχοι και μικροεπιχειρηματίες,   σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, επιβαρύνθηκαν φορολογικά τα τελευταία χρόνια κατά 337%, έναντι μόνο 9% των εύπορων συμπατριωτών τους. Οι σκληρά χτυπημένες αυτές τάξεις, οι οποίες αποτελούν και την πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου, ήταν εκείνες  που αποδέχτηκαν και αγκάλιασαν το ριζοσπαστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ισχυροποιώντας την κοινωνική επιρροή του.

Το ίδιο αυτό όμως πρόγραμμα έχει πυροδοτήσει μεγάλες προσδοκίες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και την υπόλοιπη  Ευρώπη. Μια σειρά κινητοποιήσεων, στην κατεύθυνση της συμπαράστασης στον ΣΥΡΙΖΑ  για τις διαπραγματεύσεις  που είναι σε εξέλιξη  και που ελπίζουν ότι θα οδηγήσουν στο σπάσιμο της λιτότητας και στις δικές τους χώρες, έχουν πραγματοποιηθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στη Γερμανία. Η Φρανκφούρτη πρόσφατα  συνταράχτηκε από τον παλμό των διαδηλωτών και τις συγκρούσεις με την αστυνομία, κατά τη διάρκεια των εγκαινίων του καινούργιου κτιρίου της ΕΚΤ που στοίχησε 1,3 δις ευρώ(!).

Αντιευρωπαϊκά κόμματα από τα αριστερά και δυστυχώς και από τα δεξιά αναπτύσσονται ταχύτατα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες,  δείχνοντας σαν κύριο εχθρό την σημερινή ΕΕ και απαιτώντας από αυτή διαφορετικές πολιτικές. Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική που έχει επιβάλλει, τίθενται πλέον σε σοβαρή αμφισβήτηση.

Σε αυτές τις συνθήκες, έχει περιθώρια ο ΣΥΡΙΖΑ για μια υποχώρηση από τις βασικές διακηρύξεις του και τις ριζοσπαστικές θέσεις που τον ανέδειξαν ή ακόμα για κάποιο συμβιβασμό, έστω και  αξιοπρεπή, με τα όργανα των δανειστών; Ούτε κατά διάνοια! Θα ήταν σαν να αυτοκτονεί ως πολιτική οντότητα. Όλη η αίγλη, η υποστήριξη και ο θαυμασμός που έχει κερδίσει εθνικά και πανευρωπαϊκά, θα γκρεμιστούν σαν χάρτινος πύργος. Αν δεν επιθυμεί τα παραπάνω, η μόνη εναλλακτική λύση είναι να μην αποφύγει τη ρήξη με το ευρωπαϊκό κατεστημένο μέχρις ότου υπάρξει συμφωνία σε συγκεκριμένα ζητήματα, πράγμα εκ πρώτης όψης ακατόρθωτο.

Το ερώτημα που ευλόγως πλανάται τώρα στον αέρα είναι ως που  επιτρέπουν οι δυνατότητες της ελληνικής κυβέρνησης να τραβήξει το σχοινί; Είναι τελικά  αναπόφευκτο αυτό που επαγγέλλονται κάποιοι, ότι δηλαδή η Ελλάδα, μέσα από αυτή τη σύγκρουση, θα οδηγηθεί σε ένα Grexit στο οποίο θα επαληθευτούν οι προφητείες ότι θα καταρρεύσει τελείως η οικονομία της, ότι δεν θα υπάρχουν λεφτά για συντάξεις, δουλειές, μετρητά στα ΑΤΜ, θα προκληθεί δηλαδή ένα ανεπανόρθωτο χάος;

Ας θέσουμε όμως και αντίστροφα το ερώτημα: Ως πότε η Ελλάδα θα μπορεί να δανείζεται με τους όρους που της έχουν επιβληθεί, πόσες θυσίες μπορούν ακόμη να κάνουν οι εργαζόμενοι για ένα χρέος που αντί να μειώνεται διευρύνεται συνεχώς, πόσο ακόμη μπορεί να είναι υποτελής και να της υπαγορεύουν την πολιτική της οι απρόσωπες δυνάμεις της «αγοράς» στη βάση των συμφερόντων τους; Και το κυριότερο, ως που μπορεί να φτάσει αυτός ο φαύλος κύκλος της νεοφιλελεύθερης παράνοιας που σπρώχνει εκατομμύρια ανθρώπους στην εξαθλίωση, τον υποσιτισμό και τελικά το θάνατο; Η προερχόμενη από την κρίση οικονομική ασφυξία του καπιταλιστικού συστήματος το οδηγεί σταδιακά τώρα πλέον και στο άνοιγμα πολεμικών μετώπων που μόνο με μια τεράστια καταστροφή έμψυχου και άψυχου υλικού μπορούν να κλείσουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο με μονομερείς ενέργειες και ρήξεις μπορεί να διασωθεί και να μην απολέσει εντελώς την πολιτική του ταυτότητα. Ρήξεις δεν σημαίνει απαραίτητα στις σημερινές συνθήκες ένα ολοκληρωτικό Grexit και επιστροφή στη δραχμή. Υπάρχουν ενδιάμεσες καταστάσεις, ένα άλλο νόμισμα ή ένα υποτιμημένο ευρώ. Όμως ακόμη κι ένα ολοκληρωτικό Grexit, θα είναι μεν μια δύσκολη κατάσταση, δεν θα είναι όμως και το τέλος του κόσμου. Πιθανά να είναι και η αρχή ενός νέου κύκλου ανάπτυξης, χωρίς τη θηλιά των αυστηρών κανονισμών της ευρωζώνης.

Ένα είναι σίγουρο: ο λαός μπούχτισε να κάνει θυσίες για την «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ» και να δέχεται από πάνω τους εξευτελιστικούς όρους που επιβάλλουν οι δανειστές. Δεν είναι πρόθυμος να ανεχτεί άλλη προσβολή της αξιοπρέπειας του, είναι διατεθειμένος όμως, και το έχει αποδείξει στο παρελθόν,  να κάνει κάθε είδους θυσία αν αντιληφθεί ότι γίνεται προσπάθεια για την εξάλειψη των πολιτικών της λιτότητας και του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ περνάει το δυσκολότερο τεστ της πολιτικής του ύπαρξης. Αν τώρα λιποψυχήσει και κάνει πίσω, είναι χαμένος από χέρι, βαδίζει αναπόφευκτα προς την πολιτική  εξαφάνιση. Οι χώροι της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροδεξιάς έχουν καλυφθεί προ πολλού, δεν υπάρχει πολιτικό έδαφος γι αυτόν. Είναι «καταδικασμένος»  λοιπόν να ακολουθήσει την  αριστερή κατεύθυνση της ρήξης και της μονομερούς διαγραφής του χρέους, αν επιθυμεί την πολιτική του επιβίωση.