«Η ευρωπαϊκή κρίση για την οποία δεν μιλά κανείς: Η Γαλλία είναι σε ελεύθερη πτώση». Με αυτόν τον τίτλο δημοσίευσε το περιοδικό «Fortune» το άρθρο του για την κατάσταση στη Γαλλία, μετά την επίσημη ανακοίνωση στις 15 Μάη ότι η οικονομία της βρίσκεται σε ύφεση.

Η κρίση στη Γαλλία και η ευρωζώνη

Οι διαπιστώσεις και οι εκφράσεις στο ίδιο άρθρο είναι σκληρές: «υποφέρει περισσότερο από κάθε άλλο μέλος της ευρωζώνης από ένα σοκαριστικό κατρακύλισμα της ανταγωνιστικότητας». 

Το οικονομικό μέγεθος και ο γεωπολιτικός ρόλος της Γαλλίας αρκούν για να καταλάβει κανείς ότι μια τόσο βαθιά κρίση της γαλλικής οικονομίας έχει πολύ σοβαρότερες προεκτάσεις παγκόσμια. Ο Michael Hintze, οδισεκατομμυριούχος πρόεδρος του CQS, ενός από τα μεγαλύτερα hedge fund του Λονδίνου, έγραψε επιστολή προς τους επενδυτές:

«Ενώ η Κύπρος απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα τελευταία, φοβάμαι πως τα προβλήματα της ευρωζώνης μπορεί γρήγορα να στραφούν στον “πυρήνα” και συγκεκριμένα στη Γαλλία… Μια απώλεια της εμπιστοσύνης στη Γαλλία θα ανεβάσει τα προβλήματα της ευρωζώνης σε ανώτερο επίπεδο. Η Γαλλία δεν είναι μόνο στον πυρήνα της ευρωζώνης, αλλά είναι και από τους αρχιτέκτονες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προφανώς, μια απώλεια της αξιοπιστίας της Γαλλίας θα έχει μάλλον εκτεταμένες συνέπειες: θα έχει αντίκτυπο στην ΕΕ, την παγκόσμια οικονομία και τις αγορές».

Το «Fortune» είναι το ίδιο κατηγορηματικό: «Η ουσιαστική κατάρρευση της γαλλικής βιομηχανίας αγνοείται από εκείνους τους αναλυτές που ισχυρίζονται ότι η ευρωζώνη γλίτωσε την καταστροφή και μπήκε σε μια νέα, διαρκή περίοδο σταθερότητας. Στην πραγματικότητα, είναι η Γαλλία –όχι η Ελλάδα, ούτε η Ισπανία– που αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την επιβίωση του ευρώ».

Πράγματι οι εκτιμήσεις των αισιόδοξων γίνονται φύλλο και φτερό. Μαζί με τη Γαλλία, όλη η ευρωζώνη βρίσκεται σε ύφεση. Η «Wall Street Journal» παρατηρεί πως η Ευρώπη ζει την πιο παρατεταμένη οικονομική πτώση από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, «χωρίς ίχνος ανάκαμψης στον ορίζοντα, για μεγάλο μέρος της ηπείρου».

Ο Willem Buiter, επικεφαλής οικονομολόγος της Citigroup, σχολιάζει σκληρά τις εκτιμήσεις των ευρωηγεσιών: «Οι τρέχουσες προβλέψεις της ΕΚΤ για άμεση ανάκαμψη είναι ο θρίαμβος της ελπίδας ενάντια στη σοφία… Οι χώρες της ευρωζώνης θα αντιμετωπίζουν ένα μίγμα ύφεσης και ανεμικής ανάκαμψης για 2 ή 3 χρόνια ακόμη».

Υπάρχει και ένας άλλος, γεωπολιτικός αντίκτυπος της γαλλικής κρίσης. Οι γαλλικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τη χειρότερη πτώση από την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Την ίδια στιγμή, η γερμανική οικονομία μπορεί να «ασθμαίνει» σχετικά, αλλά παραμένει η πιο δυναμική στην ευρωζώνη. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το χάσμα ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή στην πιο σημαντική σχέση στην ΕΕ, τον γαλλογερμανικό άξονα που στηριζόταν σε μια αμοιβαία ανάπτυξη.

Κρίση του Ολάντ: Η χρεοκοπία των σοσιαλδημοκρατικών συνταγών

Σε αυτό το φόντο προέκυψε η εντυπωσιακή χρεοκοπία του Ολάντ. Ο Σοσιαλιστής πρόεδρος εξελέγη ένα χρόνο πριν σε πανηγυρικό κλίμα, ως νεκροθάφτης του «σαρκοζισμού». Ένα χρόνο μετά, η δημοτικότητά του έχει βυθιστεί από το 61% στο 27% (έσπασε το αρνητικό ρεκόρ του Σαρκοζί στην ιστορία των Γάλλων προέδρων) και η φιλελεύθερη εβδομαδιαία εφημερίδα «Le Nouvel Observateur» αναρωτιέται στο πρωτοσέλιδό της «Ξόφλησε ο Ολάντ;».

Η κρίση του Ολάντ δεν είναι νέο φαινόμενο μέσα στην κρίση. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία σε μια σειρά χώρες επιχείρησε να «πατήσει σε δυο βάρκες» και να αντιμετωπίσει την κρίση αναζητώντας ένα κεντροαριστερό «μίγμα πολιτικής».

Ο Θαπατέρο στην Ισπανία, ο Σόκρατες στην Πορτογαλία, ο ΓΑΠ στην Ελλάδα, όλοι τους είτε υποχώρησαν άτακτα μπροστά στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, είτε το «μίγμα» τους απέτυχε παταγωδώς μπροστά στο αδυσώπητο «ή αυτοί ή εμείς» που θέτει ο συστηματικός χαρακτήρας της κρίσης.

Αυτά τα αδιέξοδα αντιμετωπίζει και ο Ολάντ. Σε διάγγελμά του στις 16 Μάη, μετά την ανακοίνωση της εισόδου της Γαλλίας σε ύφεση, δήλωσε: «Πρέπει να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στη δημοσιονομική αυστηρότητα και τη στήριξη της ανάπτυξης, χρειαζόμαστε καλύτερη εκπαίδευση, αλλά και περισσότερη ανταγωνιστικότητα».

Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, πρόκειται για χίμαιρα. Αυτόν το δρόμο επιχειρεί να βαδίσει ένα χρόνο τώρα, με μοναδικό αποτέλεσμα να κατηγορείται ως «χαμένος», «ανίκανος», «παρατηρητής των εξελίξεων». Οι κατηγορίες αντανακλούν το αναπόφευκτο βάλτωμα στο οποίο οδηγεί μια πολιτική που επιχειρεί να προστατεύσει τα κατώτερα στρώματα και ταυτόχρονα να τονώσει την «επιχειρηματικότητα».   

Η κρίση του Ολάντ είναι η παταγώδης αποτυχία του «νεο-κεϊνσιανισμού», της προσπάθειας να ξεπεράσει η εθνική (καπιταλιστική) οικονομία την κρίση, δείχνοντας ταυτόχρονα «κοινωνική ευαισθησία».

Ο Ολάντ επανέφερε κάποιους φόρους για τους πλούσιους στα επίπεδα που ήταν προ Σαρκοζί. Έχει εξασφαλίσει καλύτερους όρους ασφάλισης για τους πλέον φτωχότερους. Προσέλαβε εκπαιδευτικούς και άνοιξε νηπιαγωγεία. Προχωρά στο χτίσιμο κοινωνικών κατοικιών και έβαλε πλαφόν σε κάποιες αυξήσεις ενοικίων. Το κράτος ανέλαβε το σύνολο των εξόδων για εκτρώσεις. Μείωσε τους φόρους για τις μικρές επιχειρήσεις.

Την ίδια στιγμή περικόπτει κοινωνικές δαπάνες από άλλους τομείς και προχωρά σε μερικές ιδιωτικοποιήσεις. Όλη η Γαλλία «βουίζει» για μια μεγάλη επικείμενη επίθεση στο συνταξιοδοτικό σύστημα, που έχει ήδη δεχτεί ένα σοβαρό πλήγμα από τον Σαρκοζί.   

Αυτό το μίγμα δίνει «ασπιρίνες» στους φτωχούς και δεν πείθει τις «αγορές», με αποτέλεσμα ο Ολάντ να δέχεται πυρά από δεξιά κι από αριστερά, από τα πάνω κι από τα κάτω, ως αποτυχημένος.

Για τους καπιταλιστές το ζήτημα είναι η «απροθυμία» του Ολάντ να προχωρήσει σε «σαρωτικές μεταρρυθμίσεις», σε μια χώρα όπου οι μεταπολεμικές κατακτήσεις έχουν θιγεί λιγότερο από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη (εργατική νομοθεσία, 35ωρο, σταθερή απασχόληση, σχετικά ψηλή φορολόγηση του πλούτου κλπ) και αποτελούν το βασικότερο αγκάθι στην κερδοφορία του γαλλικού καπιταλισμού. Επιτίθενται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ως το λιγότερο «εκσυγχρονισμένο» στην Ευρώπη και ζητάνε «αίμα».

Αλλά η αλήθεια είναι ότι το ΣΚ προσπαθεί. Ο Ολάντ κάλεσε σπίτι του 300 επιχειρηματίες, στους οποίους δήλωσε ότι «πρώτο καθήκον της κυβέρνησης είναι να τονώσει το επιχειρηματικό πνεύμα». Για να γίνει πιστευτός, αρνήθηκε να δώσει αμνηστία σε συνδικαλιστές αγωνιστές που βαρύνονταν με κατηγορίες που έχουν σχέση με απεργιακούς αγώνες (μια σχεδόν αυτονόητη πράξη για κάθε πρόεδρο στην ιστορία της Γαλλίας πριν τον Σαρκοζί).

Το ζήτημα του Ολάντ είναι ότι αποδέχεται τους κανόνες της «αγοράς». Απέναντι στο κύμα κλεισιμάτων εργοστασίων σε όλη τη Γαλλία, προέκυψε το συνδικαλιστικό αίτημα για εθνικοποιήσεις, ώστε να σωθούν οι θέσεις εργασίας. Το δέος απέναντι στην «αγορά» και την «ιδιωτική πρωτοβουλία» οδήγησε σε μια άλλη κατεύθυνση: Το νομοσχέδιο που ψήφισε το ΣΚ για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, διευκολύνει απεριόριστα τα αφεντικά να απολύουν. Το εν λόγω νομοσχέδιο είχε γραφτεί κατευθείαν από το MEDEF(Σύνδεσμος Γάλλων Βιομηχάνων).

Σκανδαλολογία εν μέσω πολιτικής κρίσης

Τα αδιέξοδα του καπιταλισμού και η κοινωνική οργή προκαλούν πολιτική κρίση. Μια από τις πιο φιλο-ευρωπαϊκές κοινωνίες στρέφεται περισσότερο από κάθε άλλη ενάντια στην ΕΕ: Σε δημοσκόπηση του Pew Research Center, το 77% των Γάλλων θεωρεί πως η ευρωπαϊκή ενοποίηση έβλαψε τη Γαλλία. Στην ίδια έρευνα, η εξήγηση που δίνεται, περιγράφει τις αλλαγές που προκαλεί η κρίση: «Η Γαλλία θεωρείτο ιστορικά μέλος της ίδιας οικονομικής και πολιτικής κατηγορίας με τη Γερμανία και τη Βρετανία. Τώρα, με βάση μια σειρά μετρήσεις, οι Γάλλοι μοιάζουν όλο και λιγότερο Γερμανοί και όλο και περισσότερο Ισπανοί, Ιταλοί και Έλληνες».

Με την ανεργία να αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία δύο χρόνια και να έχει φτάσει στο 11,5% (ρεκόρ 14ετίας), η κοινωνική οργή εκδηλώνεται και με άλλους τρόπους, που, αν και δείχνουν «απολίτικοι», απασχολούν τον Hintzeστην επιστολή του προς τους επενδυτές: Επισημαίνει την κατακόρυφη αύξηση των πυρπολήσεων αυτοκινήτων (γύρω στις 60.000 πέρσι) από φτωχούς νέους ως ενδεικτικό των «ενδεχόμενων δυσκολιών να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις».

Το «κερασάκι στην τούρτα» ήταν το σκάνδαλο που οδήγησε σε παραίτηση τον Jerome Cahuzac το Μάρτη. Ο Cahuzac, υπουργός Προϋπολογισμού και υπεύθυνος για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, κατείχε 600.000 ευρώ αδήλωτα και αφορολόγητα σε ελβετική τράπεζα. Όμως η σκανδαλολογία ξεπερνά το κυβερνητικό κόμμα. Όλη η πολιτική ελίτ της Γαλλίας συγκλονίζεται από αποκαλύψεις.

Είναι σε εξέλιξη έρευνες για το αν ο Σαρκοζί έλαβε παράνομη προεκλογική χρηματοδότηση από τη ζάμπλουτη Μπετανκούρ, αλλά και από τον Μουαμάρ Καντάφι. Παράλληλα, ο Claude Gueant, υπουργός Εσωτερικών επί Σαρκοζί, βρέθηκε με (ατεκμηρίωτα) 500.000 ευρώ στον τραπεζικό του λογαριασμό και με φήμες να μιλούν πάλι για χρήματα από τον Καντάφι.

Το κύμα αποκαλύψεων, το οποίο στρέφεται προς όλες τις μεριές του πολιτικού συστήματος, ίσως είναι ένα ακόμα δείγμα της κρίσης και των εσωτερικών προστριβών που ξεσπάνε στους κόλπους της γαλλικής αστικής τάξης απέναντι στα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει. Το αρρωστημένο κλίμα συνοψίζει ο Edwy Plenel, εκδότης του σάιτ Mediapart. Υπό το φως των αποκαλύψεων και στα δύο κόμματα, οι ελίτ «ξέρουν πως τα χειρότερα έρχονται, τόσο πολυάριθμοι είναι οι φάκελοι στα χέρια των δικαστών και της αστυνομίας, οι οποίοι περιλαμβάνουν ακόμα πιο σοκαριστικές και συγκλονιστικές αποκαλύψεις από αυτές που έχουν προκύψει ως τώρα».

Αυτή η εικόνα, δεκάδων φακέλων στα χέρια των (κάθε άλλο παρά ανεξάρτητων) αρχών, δείχνει ένα πολιτικό προσωπικό απολύτως «αιχμάλωτο» των αστών, αλλά και προειδοποιεί για ενδεχόμενες κινήσεις σαρωτικής «ανασύνθεσης» της πολιτικής σκηνής.

Το σίγουρο είναι πως αυτή η κρίση των «από πάνω» λειτουργεί ως χαραμάδα για τους «από κάτω». Σε μια χώρα όπου η δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα ήδη αυξανόταν, πλέον οι λαϊκές τάξεις απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη σάπια «5η Δημοκρατία».

Εθνικό Μέτωπο: Η ακροδεξιά απειλή

Σε αυτό το τοπίο, δύο αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα διεκδικούν την έκφραση της λαϊκής οργής: η άκρα Δεξιά και η Αριστερά. Το σκηνικό που βίωσε η Γαλλία στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών (με τη Μαρίν Λε Πεν και τον Μελανσόν να κλέβουν τις εντυπώσεις από τον Σαρκοζί και τον Ολάντ) μπορεί να «συγκαλύφτηκε» προσωρινά, αλλά επανέρχεται, όσο συνεχίζεται η κοινωνική και πολιτική πόλωση που το τροφοδοτεί.

Η Μαρίν Λε Πεν κατόρθωσε να εκσυγχρονίσει την εικόνα του Εθνικού Μετώπου. Στη συγκυρία που περιγράφηκε, έχει κάνει σημαία την «κάθαρση» και τον οικονομικό προστατευτισμό, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει δημοσκοπικά. Σε μια άλλη δημοσκόπηση για το πρακτορείο TNS Sofres, το ποσοστό των ανθρώπων που θεωρούν το Εθνικό Μέτωπο απειλή βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα από τη δεκαετία του ’80.

Η απειλή είναι αντιμετωπίσιμη. Παρά τις εκλογικές και δημοσκοπικές επιτυχίες, σε επίπεδο οργανωμένης βάσης στο δρόμο το Εθνικό Μέτωπο ακόμα δεν έχει καταφέρει να ανακάμψει από τα βαριά χτυπήματα που δέχτηκε από τα αντιφασιστικά κινήματα πριν 15 χρόνια. Ωστόσο παραμένει απειλή. Οι τοπικές εκλογές του 2014 και η καμπάνια γι’ αυτές θα είναι μια μεγάλη ευκαιρία να ανασυγκροτήσει το δίκτυο «ακτιβιστών» του.

Πολύ περισσότερο, όταν το σύνολο της Δεξιάς ριζοσπαστικοποιείται. Στο εσωτερικό του UMP (το μεγάλο συντηρητικό κόμμα της Γαλλίας) πληθαίνουν οι φωνές για συνεργασία με το Εθνικό Μέτωπο, σπάζοντας ένα ταμπού της «ρεπουμπλικάνικης» παράδοσης της Γαλλίας που είχε πάντοτε ως κεντρική αντίληψη την επιβολή «υγειονομικής ζώνης» γύρω από τους φασίστες. Η συμπόρευση Δεξιάς και ακροδεξιάς στις διαδηλώσεις ενάντια στο γάμο ομοφυλοφίλων δεν πρέπει να υποτιμηθεί.

Η απάντηση της Αριστεράς

Η γαλλική Αριστερά έχει αναλάβει την ευθύνη του δικού της «άκρου». Από τις προεδρικές εκλογές ακόμη, ο Μελανσόν ανακήρυξε με διάφορους τρόπους τον εαυτό του «αντίπαλο δέος» στη Λε Πεν και έριξε το σύνθημα: «Εχθρός ο τραπεζίτης, όχι ο μετανάστης!».

Με αφορμή τα σκάνδαλα και την προσπάθεια της ακροδεξιάς να επωφεληθεί, το Αριστερό Μέτωπο οργάνωσε μια διαδήλωση «για την 6η Δημοκρατία», αναδεικνύοντας την ανάγκη καθεστωτικής αλλαγής. Στις 5 Μάη, 180.000 διαδηλωτές, με επικεφαλής τα μπλοκ συνδικάτων που έδωσαν πρόσφατα αγώνες ή είναι σήμερα σε απεργία, πλημμύρισαν την πλατεία Βαστίλης και τους γύρω δρόμους.

Οι επιθέσεις του Μελανσόν στο πολιτικό σύστημα και η ανάδειξη του συνθήματος «να καθαρίσουμε όσους είναι στην εξουσία» προκάλεσαν πανικό στα αστικά ΜΜΕ που τον κατηγόρησαν για υποκίνηση ανατροπής του πολιτεύματος. Ο Μελανσόν απάντησε εμφανίζοντας αφίσα των Σοσιαλιστών της δεκαετίας του ’30 με το ίδιο σύνθημα, ενώ οι διαδηλωτές της Βαστίλλης λίγο ενοχλήθηκαν από την «υποκίνηση», κατεβαίνοντας στους δρόμους με… σκούπες στα χέρια και συνθήματα «Είναι η ώρα να καταλάβει ο λαός την εξουσία».

Η διαδήλωση της 5ης Μάη ήταν το «κεντρικό» γεγονός μιας καμπάνιας με συγκεντρώσεις και λαϊκές συνελεύσεις σε όλη τη Γαλλία, με τις οποίες το Αριστερό Μέτωπο έχει κατορθώσει να κρατά ορατή την αριστερή εναλλακτική λύση σε πλατιές λαϊκές μάζες. Το κεντρικό γκάλοπ της συντηρητικής «LeFigaro» ρωτά τους αναγνώστες της: «Είναι ο Ζαν Λυκ Μελανσόν πολιτική απειλή για τον Φρανσουά Ολάντ;».

Το Αριστερό Μέτωπο έχει κατορθώσει να αναδειχθεί στο επίκεντρο της αριστερής πολιτικής στη Γαλλία, κυρίως αλλάζοντας τον εαυτό του. Εκτός από το ΚΚΓ, με τις υπαρκτές δυνάμεις στα συνδικάτα, αλλά και τη μακρά παράδοση γραφειοκρατισμού, συνδιοίκησης με τους Σοσιαλιστές και κεντροαριστερών πολιτικών, στο Αριστερό Μέτωπο παίζουν ρόλο και άλλες δυνάμεις.

Το Αριστερό Κόμμα του Μελανσόν, ξεκινώντας από διάσπαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 2009, έχει εξελιχθεί σε μια πιο δυναμική ακτιβιστική οργάνωση, με 12.000 μέλη και αξιόλογη παρουσία στη νεολαία, εκεί όπου όλη η γαλλική Αριστερά υστερούσε τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, έξι μικρότερες συνιστώσες του Αριστερού Μετώπου έχουν μπει σε μια διαδικασία στενότερης συνεργασίας, με στόχο την οικοδόμηση μιας ορατής αντικαπιταλιστικής πτέρυγας μέσα στο Μέτωπο. 

Βέβαια, τα προβλήματα του Αριστερού Μετώπου παραμένουν. Το ΚΚΓ εξακολουθεί να πολιτεύεται με άξονα το σχήμα «ανήκουμε στην προοδευτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία και επιδιώκουμε να διορθώσουμε την πολιτική της». Ακόμα χειρότερα, ο Μελανσόν, πολέμιος αυτής της τακτικής και πολύ πιο επιθετικός απέναντι στους Σοσιαλιστές, πρόσφατα προκάλεσε τον Ολάντ να… τον ορίσει πρωθυπουργό για να σχηματίσει αυτός αριστερή κυβέρνηση.

Πέρα από τον καθαρά τακτικό χαρακτήρα αυτής της κίνησης («πετάμε το γάντι στον Ολάντ, ξέροντας ότι δεν θα το δεχτεί»), εξέθεσε σοβαρά την Αριστερά σε μια περίοδο που το ζητούμενο είναι να συγκροτηθεί μια αριστερή αντιπολίτευση στην «αριστερή κυβέρνηση» του Ολάντ.

Το ζήτημα για την κατεύθυνση που θα πάρει η γαλλική Αριστερά είναι ανοιχτό. Το NPA, αν και πολύ σοβαρά αποδυναμωμένο, εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο με τις δυνάμεις έμπειρων και μαχητικών αγωνιστών που έχει στις γραμμές του. Σε μια θετική εξέλιξη, το NPA συμμετείχε (με δικό του πλαίσιο) στην 5η Μάη, ενώ ήδη υλοποιεί την απόφασή του για διάλογο με «τη μη κυβερνητική Αριστερά», συζητώντας με συνιστώσες του Αριστερού Μετώπου, με την Εργατική Πάλη και άλλες συλλογικότητες, αλλά και με την υπόσχεση ο διάλογος και η κοινή δράση να συνεχιστούν.

Επίλογος: Πόλωση και «ακραίες» λύσεις

Η συγκρότηση μιας αριστερής αντικαπιταλιστικής απάντησης στη δεξιά ριζοσπαστικοποίηση επείγει. Η Γαλλία μπαίνει σε έναν δρόμο ακραίας πόλωσης που θα απαιτήσει ακραίες απαντήσεις. Το περιοδικό «Le Point» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο «Πώς γεννιούνται οι επαναστάσεις: Είμαστε στο 1789;».

Η διαδήλωση της 5ης Μάη έπιανε αυτό το νήμα. Αν και το βάρος δόθηκε στην επέτειο της νίκης του Ολάντ, η ημερομηνία επιλέχθηκε γιατί ήταν η επέτειος της πρώτης εθνοσυνέλευσης, στις 5 Μάη του 1789. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η συζήτηση για το 1789 προκαλεί ανησυχία και καταδεικνύει τις δικές του προθέσεις.

Ο Jean-Francois Cope, ηγέτης του UMP, επιτέθηκε από τις στήλες της «Le Figaro» στις συγκρίσεις με το 1789 και ανέδειξε την εναλλακτική λύση των αστών σε τέτοιες συνθήκες: «Αντί για το 1789, η Γαλλία χρειάζεται ένα νέο 1958. Η γαλλική Δεξιά έχει ιστορική ευθύνη να συνεχίσει αυτή την κληρονομιά». Το 1958, ενώ μαινόταν ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Αλγερία και η κρίση που προκάλεσε στην 4η Δημοκρατία, ένα πραξικόπημα στην Αλγερία και η απειλή πραξικοπήματος και στην ηπειρωτική Γαλλία έφεραν στην εξουσία τον στρατηγό Ντε Γκολ με απεριόριστες εξουσίες.

Η συζήτηση στη Γαλλία συμπυκνώνει την κατάσταση πανευρωπαϊκά. Αν δεν έρθει το επόμενο «1789», θα έρθει το «1958».

Στη συζήτηση για τη Γαλλική Επανάσταση μπήκε και το «Fortune», γράφοντας από άλλη σκοπιά: «Η Γαλλία βαδίζει προς μια οικονομική Βαστίλη. Αν βαδίσει αυτό το μονοπάτι, όλο το ευρωζωνικό καθεστώς το οποίο έχτισε, θα καταρρεύσει».

Σωστό. Αλλά ξεχνά ότι τη Βαστίλη κάποιοι την κατέλαβαν και το καθεστώς κάποιοι το γκρέμισαν. Αυτή η δουλειά, της «κατάληψης της Βαστίλης», είναι υπόθεση των Γάλλων εργατών. Το γενικότερο καθήκον του «γκρεμίσματος του ευρωζωνικού καθεστώτος» είναι υπόθεση της εργατικής τάξης όλης της Ευρώπης, ξεκινώντας από την Ελλάδα.

Ετικέτες