Το ζήτημα της σχέσης της Αριστεράς με τον πατριωτισμό επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο από διάφορες πλευρές.
Σε αυτή τη μακρά συζήτηση που υπάρχει στους κόλπους αριστερών ρευμάτων και οργανώσεων, θα ήταν λάθος να μη ληφθεί υπόψη η εμπειρία της Γερμανίας κατά την πρώτη τριακονταετία του προηγούμενου αιώνα. Η προδοσία των ταξικών διεκδικήσεων έναντι της υπεράσπισης της πατρίδας θυσίασε σχεδόν μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών στο βωμό της βιομηχανίας του πολέμου και του μιλιταρισμού και αυτό λέει πολλά.
Ο γερμανικός καπιταλισμός
Η ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού υπήρξε αλματώδης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η γερμανική αστική τάξη κατάφερε να ξεπεράσει σε επίπεδο οικονομικής δυναμικής άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής όπως η Βρετανία. Αυτός είναι και ο λόγος που οι φιλελεύθεροι αστοί, μετά την αποτυχία τους να κατακτήσουν την πολιτική εξουσία το 1848, επέλεξαν να συσπειρωθούν γύρω από την εξουσία του Κάιζερ, αφήνοντας το ρόλο της αντιπολίτευσης στους σοσιαλδημοκράτες. Στη Γερμανία δηλαδή επικρατούσε ένα απολυταρχικό δεσποτικό καθεστώς υπό τον αυτοκράτορα, το οποίο όμως αυγάτιζε τα κέρδη των καπιταλιστών.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον γιγαντώθηκε ένα από τα σημαντικότερα κόμματα της διεθνούς Αριστεράς, το SPD. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας αριθμούσε περίπου ένα εκατομμύριο μέλη, αποτελούσε τον βασικό εκφραστή της εργατικής τάξης και τουλάχιστον διακήρυττε ότι τασσόταν με την επανάσταση και το σοσιαλισμό. Ο όγκος του και η αίγλη του όμως ήταν αναντίστοιχοι με τις πρωτοβουλίες του σε επίπεδο κοινωνικών διεκδικήσεων. Ειδικότερα, η ηγεσία του SPD διαχειριζόταν το κόμμα με όρους λέσχης και ταύτιζε λανθασμένα τους ταξικούς αγώνες με την εκλογική αντιπαράθεση. Αυτός είναι και ο λόγος που στο εσωτερικό του SPD άρχισαν να διαμορφώνονται διαφορετικές τάσεις, παρότι δεν εκδηλώθηκαν ποτέ ανοιχτά.
Η αριστερή τάση του κόμματος εκφραζόταν κυρίως από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, την Κλάρα Τσέτκιν και τον Καρλ Λίμπκνεχτ. Η συγκεκριμένη τάση προσπαθούσε να κρατήσει ζωντανό το θεωρητικό νήμα του μαρξισμού και το όραμα της επαναστατικής προοπτικής. Διέβλεπε τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που αναπτύσσονταν στην Ευρώπη και προβληματιζόταν από την ανάπτυξη του γερμανικού μιλιταρισμού και εθνικισμού. Αυτοί ήταν και οι βασικότεροι λόγοι που τη διαφοροποιούσαν από την κεντρώα τάση, που ταλαντευόταν ανάμεσα στον κοινοβουλευτικό δρόμο και τον αγώνα για τον σοσιαλισμό, αλλά και τη δεξιά τάση που ήταν πλήρως ενσωματωμένη στον αγώνα εντός των ορίων του καπιταλιστικού συστήματος.
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε το πιο οδυνηρό, αλλά συνάμα και το πιο ισχυρό φίλτρο μέσα από το οποίο αναδείχθηκαν οι αντιφάσεις εντός του SPD. Η στάση του κόμματος στον διαφαινόμενο πόλεμο ήταν κάτι που είχε απασχολήσει το κόμμα και νωρίτερα, υιοθετώντας μια γραμμή αντιπολεμική και διεθνιστική. Το κατά πόσο η ηγεσία του κόμματος, όμως, θα έμενε πιστή στη γραμμή αυτή ήταν κάτι πολύ κομβικό όχι μόνο για τη γερμανική εργατική τάξη, αλλά και για το μέλλον της επαναστατημένης Ρωσίας λίγα χρόνια αργότερα. Η συνέπεια αυτή δεν υπήρξε. Η ηγεσία του SPD ιεράρχησε ψηλότερα το εθνικό ζήτημα έναντι του ταξικού, σέρνοντας εκατομμύρια εργάτες στη φρίκη του πολέμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν τον πόλεμο το SPD διακήρυττε: «Το ταξικά συνειδητοποιημένο γερμανικό προλεταριάτο υψώνει την πιο φλογερή πνοή διαμαρτυρίας ενάντια στις μηχανορραφίες των πολεμοκάπηλων». Λίγες όμως μέρες αργότερα, σε πλήρη σύμπλευση με την κυρίαρχη τάξη αναδιατύπωνε: «Πολλά, αν όχι τα πάντα, θα κριθούν για το λαό μας και την ειρηνική του ανάπτυξη από μια νίκη επί του ρωσικού δεσποτισμού. Το καθήκον μας είναι να απομακρύνουμε αυτό τον κίνδυνο, να εξασφαλίσουμε την ανεξαρτησία και τον πολιτισμό της χώρας μας. Σε αυτή την ώρα του κινδύνου, δεν θα αφήσουμε την πατρίδα αβοήθητη».
Η Λούξεμπουργκ, η Τσέτκιν, ο Λίμπκνεχτ και ο Μέρινγκ ήταν λίγα από τα στελέχη του κόμματος που κατάλαβαν το μέγεθος της προδοσίας εξαρχής. Όμως δεν είχαν την οργανωτική δομή προκειμένου να αντιπαρατεθούν ανοικτά με τη γραμμή της πλειοψηφίας του κόμματος. Στο βαθμό που μπορούσαν, αντιστάθηκαν στον πόλεμο με χαρακτηριστικότερη κίνηση την καταψήφιση των πολεμικών πιστώσεων από τον Λίμπκνεχτ στο γερμανικό κοινοβούλιο. Μπορεί να έδειχναν λίγοι όσοι δεν ταυτίστηκαν με τα δίκια των εθνών-κρατών, αλλά με της τάξης τους, όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν. Στη διάσκεψη του Τσίμερβαλντ το 1915 συναντήθηκαν σαράντα περίπου στελέχη της Αριστεράς, που διαφώνησαν με την πατριωτική-πολεμική στροφή των κομμάτων τους. Ανάμεσά τους ο Λένιν και ο Τρότσκι. Αυτή η φουρνιά των στελεχών της Αριστεράς έμελλε σε λίγα χρόνια να ταρακουνήσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό συθέμελα.
Η γερμανική επανάσταση
Η διεθνιστική γραμμή που υπεράσπισε με σθένος η Ρόζα και ο Λίμπκνεχτ επιβεβαιώθηκε με τραγικό τρόπο από τους θανάτους, τη φτώχεια και την ανέχεια που έφερε ο πόλεμος. Ο γερμανικός καπιταλισμός είχε ισχυροποιηθεί, όμως δεν ήταν σε θέση να αντέξει έναν μακροχρόνιο πόλεμο τέτοιου εύρους. Κάπως έτσι οι πατριωτικοί μύθοι που καλλιέργησε η γερμανική άρχουσα τάξη, αλλά και η ηγεσία του SPD, κατέρρευσαν σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Κανένα εθνικό συμφέρον δεν μπορούσε να υπερκεράσει την ανάγκη για ψωμί, ρούχα και κυρίως αξιοπρεπή ζωή.
Η φρίκη του πολέμου, οι διηγήσεις από τα χαρακώματα, η ανηλεής κερδοσκοπία κάποιων μέσα στην απόλυτη καταστροφή, αλλά και ο πόνος των απωλειών αντέστρεψαν το κλίμα του «υπερήφανου πολέμου». Ο κόσμος άρχισε να διαδηλώνει αυθόρμητα στους δρόμους, απαιτώντας τα στοιχειώδη. Οι γυναίκες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων, διαμαρτυρόμενες για τις ελλείψεις βασικών αγαθών και τις αυξήσεις των τιμών. Το SPD άρχισε ανοιχτά να ταρακουνιέται από τους κλυδωνισμούς του πολέμου. Όταν ο Λίμπκνεχτ συνελήφθη το 1916 μετά από μια δημόσια ομιλία του, 55.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία συμπαράστασης. Για τους εργάτες πλέον είχαν καταρρεύσει οι πατριωτικοί μύθοι με τον πιο βιωματικό τρόπο.
Όταν η αστική κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρις εσχάτων, επιχείρησε να ρίξει στη μάχη το στόλο τον Οκτώβρη του 1918, τα πράγματα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Οι ναύτες στασίασαν, κατέλαβαν τα πλοία τους και απάντησαν με τα όπλα, όταν η κυβέρνηση επιχείρησε να τα ανακαταλάβει. Η γερμανική επανάσταση είχε μόλις ξεκινήσει. Εργατικές και στρατιωτικές επιτροπές άρχισαν να ξεφυτρώνουν στις μεγαλύτερες γερμανικές πόλεις, δημόσια κτίρια καταλήφθηκαν, ενώ στους δρόμους επικρατούσε ένας επαναστατικός αναβρασμός. Μετά από πέντε χρόνια πολέμου, οι εργάτες έπαιρναν για πρώτη φορά τη ζωή τους στα χέρια τους.
Η ηγεσία του SPD, βλέποντας τη βάση του κόμματός της να κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από την πολιτική της, προσπάθησε να ελέγξει το αυθόρμητο κύμα ριζοσπαστικοποίησης. Ανάγκασε την κυβέρνηση να παραιτηθεί και ανέλαβε η ίδια τα ινία του κράτους. Η πλειοψηφία των γερμανών εργατών θεώρησε ότι ξόφλησε με το παλιό καθεστώς, όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η Ρόζα προειδοποιούσε τους εργάτες ότι ο επαναστατικός δρόμος είναι μακρύς και όχι τόσο εύκολος όσο φαινόταν εκείνες τις ημέρες. Όταν η κυβέρνηση τα βρήκε σκούρα, χρησιμοποίησε όχι μόνο τις κρατικές μονάδες καταστολής, αλλά και τάγματα εφόδου (frei korps) που χρηματοδοτούνταν από εύπορες οικογένειες της Γερμανίας, προκειμένου καταστείλει τις επαναστατημένες μάζες. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της πρόωρης απόπειρας εφόδου προς τον ουρανό υπήρξαν η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ, παρότι είχαν επισημάνει τον κίνδυνο.
Σήμερα
Σήμερα η συζήτηση γύρω από την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τον κίνδυνο ενός πολεμικού επεισοδίου είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει δηλώσει πρόθυμος τοποτηρητής του δυτικού ιμπεριαλισμού στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Συμμετέχει σε κοινές στρατιωτικές συνεργασίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο, μπαίνει στην κουβέντα για τις ΑΟΖ, συντηρεί τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, ενώ παράλληλα επιβάλει τους όρους της στη Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Απέναντι στα επικίνδυνα σχέδιά της, το αίμα της Ρόζας και του Λίμπκνεχτ πρέπει να μας μάθει πολλά. Προτεραιότητα για τη ριζοσπαστική Αριστερά είναι το να ασκεί πολιτική από τη σκοπιά των από κάτω και όχι από τη σκοπιά του εθνικού κράτους. Γι’ αυτό το λόγο η ανάγκη αποδόμησης της εθνοκεντρικής αφήγησης και οικοδόμησης ενός κινήματος που θα απαντάει στις πολιτικές που φέρνουν φτώχεια, λιτότητα και πολέμους είναι εμφανής και επιτακτική. Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.