Ευρωεκλογές 2024
Οι ευρωεκλογές του 2024 είναι από τις πιο βουβές, υπόκωφες και υποτονικές στη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Παρά την οργή και τη διευρυμένη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, η αποχή αναμένεται να πάρει διαστάσεις ρεκόρ. Και θα αφορά κυρίως την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία. Αυτή η διαπίστωση αρκεί για να μιλά κανείς ήδη για την προφανή αποτυχία της πολιτικής «αντιπολίτευσης» στην πλατιά κλίμακα, την αποτυχία κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.
Το φαινόμενο είναι πανευρωπαϊκό. Σύσσωμος ο «σοβαρός» Τύπος εντοπίζει την αντίφαση ότι την ώρα που η ΕΕ βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμες και καθοριστικές αποφάσεις, το πολιτικό ενδιαφέρον των μαζών για την εκλογή των ευρωηγεσιών βυθίζεται στο ναδίρ. Σε όλες τις χώρες της Ένωσης, το ποσοστό συμμετοχής θα περιοριστεί στο (περίπου) 50%. Είναι αποτέλεσμα μιας απολύτως δικαιολογημένης απέχθειας του κόσμου απέναντι στην ΕΕ, που έχει αποδειχθεί ένα αντιδραστικό συντονιστικό «επιτελείο» των αντεργατικών και αντικοινωνικών πολιτικών αποφάσεων. Όμως όχι μόνο: είναι σαφές ότι οι καθεστωτικές δυνάμεις, τόσο στις χώρες-μέλη, όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, χτίζουν συνειδητά την απώθηση μεγάλου τμήματος των εργατικών-λαϊκών μαζών στο περιθώριο των πολιτικών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένων των εκλογικών αποφάσεων.
Αυτή η αντιδημοκρατική κατρακύλα είναι η κατάρρευση του τελευταίου φύλου συκής που είχε απομείνει στον μύθο της «προοδευτικής ΕΕ». Είναι η κατάρρευση της κυρίαρχης υπόσχεσης των «μεγάλων» πολιτικών ηγεσιών της δεκαετίας του ’70, που ισχυρίζονταν ότι η συγκρότηση και η διεύρυνση της ΕΕ θα αποτελούσε ένα θρίαμβο της «πολιτικής δημοκρατίας», τόσο απέναντι στην ακροδεξιά (στην εποχή των δικτατοριών στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία) όσο και απέναντι στον «ολοκληρωτισμό» των καθεστώτων του Ανατολικού Μπλοκ. Αντίθετα, στις ευρωεκλογές του 2024 θα διαπιστωθεί η εκτίναξη της δύναμης της σοβινιστικής-ρατσιστικής-σεξιστικής ακροδεξιάς, μέσα στον ίδιο τον «οργανισμό» της ΕΕ. Σήμερα, η Λεπέν και η Μελόνι ανταγωνίζονται πλέον για το ποια θα είναι η κρυπτο-φασιστική δύναμη που θα αποτελέσει τον σύμμαχο της ευρωπαϊκής Δεξιάς, με στόχο να διασφαλιστεί ένα «σιδερένιο χέρι» που θα κουμαντάρει την ΕΕ σε όλα τα επίπεδα.
Η Ευρώπη φρούριο
Ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός (ο καπιταλισμός στο ανώτατο, μέχρι σήμερα, «στάδιο» ανάπτυξής του) δεν είναι ένας «χάρτινος τίγρης». Επειδή πληθαίνουν οι επιφανειακές αναλύσεις που προβλέπουν μια σύντομη «κατάρρευση» της ΕΕ μέσα στο διεθνή ανταγωνισμό, ας θυμίσουμε κάποια βασικά στοιχεία. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας (2022) η αξία της ετήσιας παραγωγής στις ΗΠΑ υπολογίζεται στα 23 τρισ. δολάρια, της Κίνας στα 17,4 τρισ. δολάρια (μετά από μια εκρηκτικά εικοσαετία ανάπτυξης, αφού το 2002 ξεκινούσε από τα 1,7 τρισ. δολάρια) και της ΕΕ στα 17 τρισ. δολάρια. Οι σεναριολογίες περί της «κατάρρευσης» (ή της «ταχύτατης υποβάθμισης») του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού έγιναν της μόδας για να «νομιμοποιηθούν» τα επιθετικά αντικοινωνικά μέτρα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, που επεξεργάζονται όλες οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών, αλλά και τα διεθνικά όργανα της ΕΕ.
Ο καπιταλισμός στην Ευρώπη, όπως και παγκόσμια, αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα. Η επιδείνωση όλων των οικονομικών μεγεθών έχει ανοίξει τη συζήτηση για το αν η προοπτική είναι μια περίοδος «μακράς στασιμότητας» ή μιας «απότομης προσγείωσης» σε νέα κρίση, ανάλογη με εκείνη του 2007-08. Όμως αυτό αφορά επίσης στις ΗΠΑ, την Κίνα (όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν «στομώσει»), την Ιαπωνία κ.ά. Μοναδική εξαίρεση μοιάζει η Ινδία που, όμως, «ξεκινά» από πολύ χαμηλότερη βάση ανάπτυξης, περίπου ανάλογη με εκείνη της Κίνας πριν 20 χρόνια.
Σε αυτήν τη συνθήκη, οι κυρίαρχες τάξεις ενοποιούνται σε μια στρατηγική: την αύξηση της εκμετάλλευσης του εργαζόμενου κόσμου. Αυτό καθορίζει όλα τα πεδία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Στη Γερμανία, το ποσοστό των εργατών που ζουν κοντά στα επίσημα όρια της φτώχειας έγινε το 2023, για πρώτη φορά, πλειοψηφικό. Στη Γαλλία, με το υψηλότερο επίπεδο δημόσιας περίθαλψης στην Ευρώπη, ο υπουργός Οικονομικών του Μακρόν προειδοποιεί ότι ως το 2030 «το κράτος δεν θα μπορεί να εγγυάται το κόστος αντιμετώπισης ενός σοβαρού προβλήματος υγείας». Στην Ελλάδα των πετσοκομμένων συντάξεων, ο Γεωργιάδης (ως υπουργός Εργασίας) προειδοποίησε ότι «το σημερινό επίπεδο των συντάξεων δεν μπορεί να θεωρείται εγγυημένο μετά το 2027, και σίγουρα όχι μετά το 2030». Ο κόσμος μας και ειδικά το εργατικό κίνημα θα πρέπει να προετοιμαστεί, θα πρέπει να βρει τη δύναμη για να αντιμετωπίσει μια γενικευμένη πολιτική αντιμεταρρυθμίσεων, μια πολιτική κυριολεκτικά αιματηρή.
Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη εξοπλίζεται. Όπως και στο σύνολο της οικονομικής δυναμικής, έτσι και στο ζήτημα των όπλων, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο υποτίμησης του ευρωπαϊκού μιλιταρισμού. Το 2023, οι εγκεκριμένες πολεμικές δαπάνες της Γερμανίας (100 δισ. ευρώ) ξεπέρασαν τις αντίστοιχες της εμπόλεμης Ρωσίας (96 δισ. ευρώ). Στο σύνολο της ΕΕ οι πολεμικές δαπάνες εκτινάχθηκαν στο ρεκόρ των 240 δισ. ευρώ! Και αυτά είναι μόνο οι «φανερές», οι εγκεκριμένες δαπάνες… Για παράδειγμα, το κολοσσιαίο πυρηνικό πρόγραμμα του Μακρόν, που μετατρέπει σταδιακά τη Γαλλία σε κυρίαρχη εξαγωγική δύναμη ενέργειας, έχει ως «κρυφή» (αλλά όχι δευτερεύουσα) πτυχή την σημαντική ενίσχυση της γαλλικής δυνατότητας στα πυρηνικά όπλα. Και ως γνωστός, όποιος υπερεξοπλίζεται μπαίνει και στον πειρασμό να αναζητά αποδείξεις για την αξία των όπλων. Αυτό είναι ολοφάνερο στους λεονταρισμούς των Ευρωπαίων στο ουκρανικό μέτωπο, όπου παίζεται στα ζάρια το φρικιαστικό ενδεχόμενο μιας επέκτασης και κλίμακωσης (ακόμα και πυρηνικής…) του πολέμου. Όμως είναι πραγματικό και στη σφαγή στην Παλαιστίνη, με την ενίσχυση του Κράτους του Ισραήλ με όπλα, πολεμοφόδια και τεχνολογίες καταστροφής. Αυτή είναι η υλική βάση που έχει κάνει τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας να ποινικοποιούν κάθε έννοια αλληλεγγύης στους Παλαιστίνιους.
Οι οικονομίες της Ευρωζώνης χρειάζονται πολλά περισσότερα εργατικά χέρια από όσα έχουν διαθέσιμα σε σταθερή βάση. Χρειάζονται τη δουλειά των μεταναστών. Όμως επιδιώκουν να διαθέτουν ένα τμήμα εργατικού δυναμικού πιο κακοπληρωμένο από το ντόπιο, πιο απροστάτευτο και πιο αδύναμο. Και ταυτόχρονα επιδιώκουν να ενισχύουν τις διασπάσεις μέσα στον κόσμο της εργασίας, να παρουσιάζουν έναν «αποδιοπομπαίο τράγο» στον οποίο να αποδίδονται όλα τα δεινά που μαστίζουν τους ντόπιους εργάτες στην εποχή των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Αυτή είναι η πραγματική βάση του «μεταναστευτικού» που είναι, λέει, «σοβαρό πρόβλημα». Και αυτό το έργο διεκπεραιώνει η ανάπτυξη του ρατσισμού, που έχει γίνει μια επικίνδυνη μάστιγα σε όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ. Με στόχο να διασφαλίζονται τα αναγκαία για τους καπιταλιστές εργατικά χέρια μέσα από τις «διακρατικές συμφωνίες», αλλά και οι κυβερνήσεις και οι κρατικοί θεσμοί να εμπεδώνουν τη ρατσιστική ιδεολογικοπολιτική στροφή, μετατρέποντας τα ευρωπαϊκά σύνορα σε «τείχος» και τις θάλασσες σε υγρούς μαζικούς τάφους προσφύγων και μεταναστών.
Η ρατσιστική στροφή των κυρίαρχων τάξεων, των κυβερνήσεων και των θεσμών, έχει καθορίσει μεγάλο τμήμα των πολιτικών δυνάμεων: την πρώην ρεπουμπλικανική Δεξιά, το φιλελεύθερο «κέντρο», ακόμα και τη σοσιαλδημοκρατία. Ο ηγέτης των Εργατικών στη Βρετανία, Κιρ Στράμερ, δήλωσε πρόσφατα την προσχώρηση του κόμματός του στις πολιτικές «εθνικής προτεραιότητας», υπογραμμίζοντας ότι δεν βλέπει τίποτα αρνητικό στην άποψη που λέει ότι οι βασικές κοινωνικές προστασίες και τα εργατικά δικαιώματα πρέπει να διασφαλίζονται «πρώτα στους Βρετανούς εργάτες». Αυτήν τη δήλωση, που κάποτε θα οδηγούσε στη διαγραφή του, σήμερα ο Στράμερ την κάνει «σημαία» του Εργατικού Κόμματος στην προεκλογική αντιπαράθεση με τους Συντηρητικούς.
Σε αυτήν τη βάση πρέπει να γίνει κατανοητή η εκρηκτική άνοδος της ακροδεξιάς. Τα ρατσιστικά-εθνικιστικά κόμματα μαζεύουν σήμερα τους καρπούς που έσπειραν οι κυβερνήσεις, οι θεσμοί, η Κομισιόν.
Σε πείσμα μιας δημαγωγίας που ερμηνεύει την ακροδεξιά ως «αντισυστημικό» φαινόμενο, είναι κυριολεκτικά εντυπωσιακή η πλήρης προσαρμογή της ακροδεξιάς στις συστημικές επιλογές. Οι Λεπέν και Μελόνι είναι από καιρό στην πρώτη γραμμή της υποστήριξης των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, προσθέτοντας πινελιές «εθνικής προτεραιότητας» και απαιτήσεις για ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής. Αυτοί οι απόγονοι του ιστορικού αντισημιτισμού είναι σήμερα οι καλύτεροι φίλοι του Ισραήλ, στον πόλεμό τους ενάντια στον «ισλαμο-φασισμό» και τον «ισλαμο-αριστερισμό». Ο Αμικάι Τσίκλι, υπουργός του Νετανιάχου στον τομέα «Διασπορά και Αγώνας κατά του Αντισημιτισμού» (!) ήταν ο κεντρικός ομιλητής στο ευρωπαϊκό συνέδρο που οργάνωσε το φασιστικό Vox στη Μαδρίτη, κατά της αναγνώρισης κράτους των Παλαιστινίων. Τον καταχειροκρότησαν στην αίθουσα η Μαρίν Λεπέν, αλλά και οι ναζήδες μέσα στο Vox, που αρνούνται το Ολοκαύτωμα και επί Φράνκο οργάνωναν τις επιθέσεις στα εβραϊκά μαγαζιά και σπίτια.
Ενδεικτικό των προοπτικών εισόδου της ακροδεξιάς στο σύστημα ηγεσίας της ΕΕ είναι ότι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αφήνει ορθάνοιχτη την προοπτική στήριξης της υποψηφιότητάς της για την Προεδρία της Κομισιόν, από (τουλάχιστον) «ένα τμήμα της ακροδεξιάς». Πρόκειται για το ECR της Τζόρτζια Μελόνι, εάν και εφόσον «τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών το καταστήσουν αναγκαίο». Η Μαρίν Λεπέν έτρεξε να προλάβει το τρένο, δηλώνοντας ότι αν χρειαστεί μπορεί να επιτυχύνει εκκαθαρίσεις μέσα στο δικό της ευρωπαϊκό «κόμμα» (ID). Το «αγκάθι» είναι η γερμανική AfD που, κατά την Φον ντερ Λάιεν και τη γερμανική Δεξιά, καθορίζονται από τις φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία του Πούτιν.
Η καταγραφή της ενίσχυσης της ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές θα έχει πολιτικές συνέπειες. Θα έχουμε απέναντί μας ένα σκληρότερο συσχετισμό δύναμης σε όλα τα επίπεδα συγκρότησης και λειτουργίας της ΕΕ. Και αυτό θα επιταχύνει την μετατόπιση προς τα δεξιά και όλων των «ενδιάμεσων» δυνάμεων. Η κατάσταση στη Γαλλία είναι μια σοβαρή προειδοποίηση: το φιλελεύθερο «κέντρο» του Μακρόν ισχυρίζεται ότι προσπαθεί, τάχα, να περιορίσει την άνοδο της Λεπέν, μετατοπιζόμενο όλο και πιο γρήγορα προς τις θέσεις… της Λεπέν! Αυτή η κατάσταση ανεβάζει τις απαιτήσεις για μια πιο προωθημένη και καθαρή στρατηγική και τακτική της Αριστεράς στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το Brexit απέδειξε ότι δεν είναι αρκετή μια γενικόλογη αναφορά στην προοπτική μιας κάποιας «ρήξης-αποδέσμευσης». Στη Βρετανία, μέσα στις γραμμές ενός από τα ισχυρότερα και πιο έμπειρα αστικά κόμματα στην Ευρώπη, επικράτησε το ρεύμα υπέρ μιας «ρήξης-αποδέσμευσης» από τη σκοπιά της κυριαρχίας του βρετανικού καπιταλισμού, των δικών του αυτόνομων συμφερόντων μέσα στους ανταγωνισμούς, με επιδίωξη μιας ταχύτατης δικής του ανάπτυξης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι δεν υπήρχε τίποτα το «προοδευτικό» στην απόφαση τμήματος της βρετανικής αστικής τάξης να στηρίξει την επιλογή για Brexit.
Η ανάγκη για διαφοροποίηση από κάθε εκδοχή «σουβερενισμού» και εθνικού προστατευτισμού γίνεται πιο επιτακτική μέσα στις συνθήκες ενίσχυσης της ακροδεξιάς. Που χρησιμοποιεί αυτές τις δύο ιδεολογικές αναφορές και πολιτικές παραδόσεις για να στηρίξει την «αντιπολίτευσή της», αλλά και τους συμβιβασμούς μέσα στην ΕΕ, μέσω των συνθημάτων για επιστροφή σε «μια Ευρώπη των εθνών» και τις πολιτικές της «εθνικής προτεραιότητας» σε κάθε χώρα.
Το ΟΧΙ στην ΕΕ των καπιταλιστών θέλουμε να ακουστεί δυνατά και καθαρά. Όμως πρέπει να έχει συγκεκριμένο ταξικό και πολιτικό «χρώμα». Πρέπει να είναι ένα ΟΧΙ από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, που διαφέρει από τη σκοπιά της αναζήτησης μιας υποθετικά ταχύτερης (καπιταλιστικής) ανάπτυξης. Πρέπει να είναι ένα ΟΧΙ αριστερό, από τη σκοπιά του σοσιαλισμού και των δικών του απαντήσεων στον εθνικισμό, στο ρατσισμό και στον πόλεμο, και γι’ αυτό πρέπει να είναι ένα ΟΧΙ διεθνιστικό. Αυτή η ιστορική μάχη βρίσκεται μπροστά στις εργατικές τάξεις και τους λαούς της ηπείρου και θα αφορά μια παρατεταμένη περίοδο.
Σε ποιο σημείο της πορείας βρισκόμαστε σήμερα; Οι ευρωεκλογές θα καταγράψουν τις υποχωρήσεις των τελευταίων χρόνων. Δεν είμαστε στο σημείο «2015», όπου μια πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμπαρασύρει την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία κ.ο.κ., δημιουργώντας τον εφιάλτη του Σόιμπλε, που έβλεπε πολύ καθαρότερα από τον Τσίπρα τον κίνδυνο της «μετάδοσης» του ιού της κοινωνικής και πολιτικής ανταρσίας σε όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αυτοί οι εφιάλτες «γιατρεύτηκαν» μέσα από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ και την υπογραφή του μνημονίου 3, που είχαν παραλυτικές συνέπειες για τα κινήματα και τη ριζοσπαστική Αριστερά σε πεδίο κατά πολύ πλατύτερο από την Ελλάδα.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην υποχρέωση συστηματικής αντίστασης στις συγκεκριμένες πολιτικές των ευρωηγεσιών και των εθνικών κυβερνήσεων, αντίστασης που πρέπει να ξεδιπλωθεί χωρίς αυταπάτες για τις απατηλές υποσχέσεις της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Και η αντίσταση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τη συστηματική προσπάθεια για την οικοδόμηση ξανά των διεθνιστικών σχέσεων με τα ανάλογα τμήματα των αγώνων σε κάθε γωνιά της ηπείρου.
Στις αρχές του 21ού αιώνα, υπήρξε μια σημαντική ανάταση των αγώνων και της Αριστεράς. Την άνοιξε ο μεγάλος απεργιακός Δεκέμβρης του 1995 στη Γαλλία και την επιτάχυνε το Σιάτλ, η Γένοβα, η Φλωρεντία, δημιουργώντας ένα νέο ανοδικό κύκλο. Σήμερα, σε συνθήκες πολύ πιεστικές, έχουμε ξανά ανάγκη για έναν ανάλογο ανοδικό κύκλο αγώνων.
Προς αυτήν την κατεύθυνση θα πρέπει να εργαστούμε ακούραστα όλοι και όλες.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά