Παρότι δεν υπάρχει ακόμη παγιωμένη ομοφωνία σχετικά µε τον ορισμό της Κριτικής Ψυχολογίας, σύμφωνα µε τον Ποταμιάνο (2003) κάποιες παραδοχές γνωστών εκπροσώπων της θα την προσδιόριζαν ως «µια στρατηγική µε βασικό στόχο την πολιτικοποίηση όλων των κλάδων της ψυχολογίας… ως ένα μετά-επιστημονικό κλάδο στο βαθμό που επιτρέπει στον κλάδο της ψυχολογίας να αξιολογεί κριτικά τις ηθικές και πολιτικές του επιπτώσεις (Prilleltensky 1999, Walkerdine 2001).

Επιπροσθέτως η Κριτική Ψυχολογία είναι «κίνημα το οποίο αμφισβητεί την παραδοσιακή και επικρατούσα άποψη της σύγχρονης ψυχολογίας τόσο στους επιμέρους κλάδους της όσο και στο σύνολό της.. και υιοθετεί την άποψη ότι η ψυχολογία οφείλει να δρα µε στόχο την απελευθέρωση /χειραφέτηση των ανθρώπων και την κοινωνική δικαιοσύνη, και να αποτρέπει τη χρήση του συγκεκριμένου επιστημονικού κλάδου για τη διαιώνιση της καταπίεσης και της αδικίας (Parker 1999, Austin-Prilleltensky 2001).

Κριτικές στην ψυχολογία μπορούν να εντοπισθούν ήδη από τα τέλη του19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο ίδιος ο Βίλχελμ Βουντ, ο οποίος είναι ευρύτατα γνωστός για την θεμελίωση της πειραματικής ψυχολογίας το 1879, επιχείρησε να θεμελιώσει και ένα δεύτερο μοντέλο Ψυχολογίας, την Ψυχολογία των λαών (Völkerpsychologie) Η πρώτη αναφέρεται σε ένα μοντέλο «επιστημονικής Ψυχολογίας» που μελετά το άτομο ενώ η δεύτερη σε ένα μοντέλο Ψυχολογίας που μελετά την κοινωνική διάσταση του ατόμου όπως την ιστορία, την κουλτούρα, την γλώσσα, τα ήθη και γενικά δίνει απαντήσεις εκεί όπου η πειραματική μορφή της ψυχολογίας και η προσκόλληση «στο άτομο» δεν μπορεί να δώσει.

Έτσι λοιπόν, η θεμελίωση δυο ψυχολογιών είχε ως αποτέλεσμα οι εκάστοτε υποστηρικτές τους να ασκούν ταυτόχρονα κριτική στους υποστηρικτές της άλλης μορφής(Austin, S., & Prilleltensky, I., 2001).

Η ψυχολογία λοιπόν από την απαρχή της, περιλάμβανε μια πληθώρα κριτικών, ως απότοκο των διαφόρων θεωρητικών προγραμμάτων που θεμελίωναν της ψυχολογία ως επιστήμη (φιλοσοφική ψυχολογία, πειραματική-επιστημονική ψυχολογία, περιγραφική ψυχολογία κτλ.). Οι κριτικές στην ψυχολογία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ιστορίας της ψυχολογίας.

Συνεπώς η κριτική ψυχολογία είναι ένας πρόσφατα αναδυόμενος κλάδος της ψυχολογίας που θέτει υπό κριτική ανάλυση και αμφισβήτηση τις μεθόδους και παραδοχές της παραδοσιακής ψυχολογίας . Ως παραδοσιακή ψυχολογία ορίζεται η προσέγγιση αυτή της ακαδημαϊκής ψυχολογίας την οποία αποδέχεται και ασκεί η πλειονότητα των ψυχολόγων και η οποία ορίζεται από  επιστημολογικές και οντολογικές βάσεις ή αξιώσεις, τις οποίες αμφισβητούν εκπρόσωποι της μη-παραδοσιακής ψυχολογίας(Dafermos,2021).

Από την πλευρά της και στα πλαίσια των καταστατικών αρχών της η κίνηση της Κριτικής Ψυχολογίας βασιζόμενη στην Κριτική θεωρία και στη Σχολή της Φραγκφούρτης, επιχειρεί να καταδείξει τις αδυναμίες της παραδοσιακής ψυχολογίας. Ως « απολιτική, ανιστόρητη, βιολογίζουσα, γνωστικίζουσα, απάνθρωπη» μπορεί να χαρακτηρισθεί η ψυχολογία και µε μεθοδολογία που στηρίζεται στόν «άκριτο και άκρατο νεοθετικισµό».( Ποταµιάνος,Γ. Σηµείωµα επιµελητή στο D. Fox-I. Prilleltensky, Κριτική Ψυχολογία, Ελ.Γράµµατα).

Ενδιαφέρον  παρουσιάζουν οι θεωρητικές αναλογίες ανάμεσα στην Κριτική Ψυχολογία και την Κριτική Παιδαγωγική.  (Βλ. Freire,P.(1974).

Η κριτική παιδαγωγική, η οποία προτάσσει «την απελευθέρωση του ανθρώπου», τον «εξανθρωπισμό των καταπιεστικών κοινωνικών δομών» τη «μεταλλαγή του κόσμου και της ιστορίας» (Freire P. 1977α: 34, 42), τη «συνειδητοποίηση του ανθρώπου, που στοχάζεται κριτικά» (Freire P. 1977β), την προσέγγιση της υπαρξιακής στιγμής, όπου «συμμετέχεις» (participate) επικοινωνώντας και συναισθανόμενος τους συνανθρώπους σου (Freire P. 2003: 162-164), την ενίσχυση του «δημοκρατικού προοδευτικού σχολείου για μαθητές και εκπαιδευτικούς» (Freire P. 1998: 65, 74).

Η «συνειδητοποίηση» είναι κάτι περισσότερο από μια απλή «prise de conscience». Ενώ προϋποθέτει το ξεπέρασμα της «ψευδούς συνείδησης» […], συνεπάγεται επιπλέον την κριτική εισαγωγή του συνειδητοποιημένου ανθρώπου…

Παράλληλα, ο Freire, υποστήριξε ότι η πραγματική εκπαίδευση μπορεί να συμβεί μέσα από το διάλογο και την επικοινωνία. Μόνο τότε η εκπαίδευση αποτελεί πράξη ελευθερίας και διεργασία απελευθέρωσης.

Η έννοια του αυθεντικού ανθρωπισμού, ο Freire τον ορίζει ως τη «δυνατότητα συνειδητοποίησης ότι η άρτια ανθρωπιά μας είναι όρος και υποχρέωση» που πηγάζει από την αγάπη, την αφοσίωση και τη δέσμευση προς τον άνθρωπο  (Freire, 1977α, σ. 109-110). Freire P. (1977β)

Στην καθημερινή ζωή ο άνθρωπος πολύ συχνά υποχρεώνεται από τις περιστάσεις σε άμεσες ενέργειες βάσει των διαθέσιμων στη συνείδηση εμπειρικών γνώσεων χωρίς τη δυνατότητα αναστοχασμού των γνώσεων αυτών και της σχέσης τους προς την αντικειμενική πραγματικότητα.

Πρόκειται για μια σχέση συνείδησης - κοινωνικού Είναι η οποία στην πιο καθαρή μορφή της ταυτίζεται με αυτό που ο P.Freire ονόμασε «κουλτούρα της σιωπής».

«Η κουλτούρα της σιωπής είναι μια κουλτούρα όπου οι άνθρωποι αδυνατούν να πάρουν μια απόσταση από τη βιοτική τους δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να τους είναι ανέφικτο να αρθούν στο επίπεδο του στοχασμού.»[1]

Αυτή η ταύτιση του ανθρώπου με τη βιοτική του δραστηριότητα (η οποία, όπως αναφέρει ο Κ. Μαρξ και συμφωνεί μαζί του ο P. Freire, συνιστά, στην πιο καθαρή μορφή της, μια ζωώδη στάση προς το περιβάλλον), συνεπάγεται μια μοιρολατρική αντιμετώπιση του κόσμου. «Η συνείδηση σ’ αυτό το επίπεδο είναι εξαιρετικά μοιρολατρική κι έτσι οι άνθρωποι παραμένουν αδρανείς. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα».[2]

Ο διάλογος και ο αντι-διάλογος

Δράση + Σκέψη = λόγος = έργο = πράξη

Θυσία της δράσης = βερμπαλισμός

Θυσία της σκέψης = ακτιβισμός (Κατά P.Freire).

Η χειραφετητική κριτική παιδαγωγική, προτάσσει «την απελευθέρωση του ανθρώπου», τον «εξανθρωπισμό των καταπιεστικών κοινωνικών δοµών» στη «μεταλλαγή του κόσμου και της ιστορίας» (Freire P., 1977α, σσ. 34, 42), τη «συνειδητοποίηση του ανθρώπου, που στοχάζεται κριτικά» (Freire P., 1977β), την προσέγγιση της υπαρξιακής στιγμής, όπου «συμμετέχεις» (participate) επικοινωνώντας και συναισθανόμενος τους συνανθρώπους σου (Freire P., 2003, σσ. 162- 164), την ενίσχυση του «δημοκρατικού προοδευτικού σχολείου για μαθητές και εκπαιδευτικούς» (Freire P., 1998, σσ. 65, 74).

Η «συνειδητοποίηση» είναι κάτι περισσότερο από μια απλή «prise de conscience». Ενώ προϋποθέτει το ξεπέρασμα της «ψευδούς συνείδησης» […], συνεπάγεται επιπλέον την κριτική εισαγωγή του συνειδητοποιημένου ανθρώπου…

Όταν η εκπαίδευση δεν είναι απελευθερωτική, το όνειρο του καταπιεσμένου έγκειται στο να γίνει καταπιεστής! Μας λέει ο Πάολο Φρέιρε.

Ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής εκπαίδευσης, που επιδέχεται κριτική, είναι και η κοινωνική και ψυχολογική ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται από τις δομές της επικοινωνίας και της εξουσίας μέσα στη σχολική τάξη και τη σχολική κοινότητα, καθώς και τις μεθόδους διδασκαλίας και αξιολόγησης.

Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να τα εντοπίσει κανείς με τη μελέτη όχι μόνον των επίσημων αναλυτικών προγραμμάτων, αλλά και του λεγόμενου «κρυφού αναλυτικού προγράμματος».

Πρόκειται για μια όχι ευκαταφρόνητη πλευρά της κοινωνικής μάθησης, η οποία επηρεάζει τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου, καθώς και τη φυσιογνωμία της κοινωνίας γενικότερα, μέσω της σχολικής κοινωνικοποίησης.

Όλες οι θεωρίες της γνωστικής ανάπτυξης,  καθώς και οι ψυχοκοινωνικές και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της σχολικής μάθησης, δίνουν μεγάλη σημασία στο κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η μάθηση γνώσεων, δεξιοτήτων, στάσεων, κινήτρων, ρόλων και αξιών. Σημαντική θέση έχουν επίσης στους στόχους της εκπαίδευσης όλων των ανεπτυγμένων σύγχρονων χωρών η πραγμάτωση κοινωνικών αξιών, όπως είναι η δημιουργία δημοκρατικών και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών (με όλες τις αρετές που αυτό προϋποθέτει) και η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, όπως είναι η επικοινωνία, η συνεργασία, η ανθρωπιστική αλληλεγγύη κ.ά.

Ένας από τους πιο συχνά αναφερόμενους στόχους στα σύγχρονα αναλυτικά προγράμματα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι η δημιουργία αυτόνομων, ολοκληρωμένων και κριτικών ανθρώπων- πολιτών.

 Η κριτική σκέψη, στάση και δράση του ανθρώπου ως προσώπου και ως μέλους κοινωνικών ομάδων, ειδικότερα, συνδέεται με τα υψηλότερα επίπεδα της γνωστικής και πολιτιστικής του ανάπτυξης και αποτελεί πάγιο αίτημα όλων των διαχρονικών ανθρωποκεντρικών θεωριών της μάθησης και κυρίως των λεγόμενων προοδευτικών παιδαγωγικών κινημάτων του περασμένου αιώνα, των οποίων η δικαίωση εξακολουθεί μέχρι σήμερα να είναι διαρκές ζητούμενο στο χώρο του σχολείου και της εκπαίδευσης.

Από τη φύση της λοιπόν η κριτική παιδαγωγική είναι απελευθερωτική, μη συντηρητική και ακτιβιστική, ενθαρρύνει την ενδυνάμωση της αυτοσυνειδησίας και της δημοκρατίας στις ανθρώπινες σχέσεις μέσα από την πράξη και τα αληθινά βιώματα των συλλογικών και αποκεντρωμένων πρωτοβουλιών.

Από την άποψη της μεθοδολογίας, η κριτική κατεύθυνση τόσο στην ψυχολογία όσο και στην παιδαγωγική, προτείνει τη διαλεκτική μέθοδο για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων, με την οποία φωτίζονται οι σχέσεις αλληλεξάρτησης του ανθρώπου από το κοινωνικό περιβάλλον και τους μηχανισμούς του κοινωνικού και ιδεολογικού ελέγχου που το τελευταίο διαθέτει, την κριτική αυτοδιερεύνηση, με την οποία ο άνθρωπος κατανοεί τη σχέση και αλληλεξάρτησή του με το περιβάλλον, αφυπνίζεται και επιχειρεί να οικοδομήσει την προσωπική του ταυτότητα, καθώς και τη μέθοδο της ενεργού έρευνας (action research), η οποία υιοθετείται ως εργαλείο κοινωνικής και εκπαιδευτικής αλλαγής και όχι μόνον για καθαρά ερευνητικούς σκοπούς.

Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης, οι εκπαιδευτικοί δεν μπορεί να αντιμετωπισθούν ως «επαγγελματίες επιφορτισμένοι με την επιτυχία κάποιων στόχων, που έχουν θέσει άλλοι για αυτούς. Πρέπει να αντιμετωπισθούν ως ελεύθεροι άνθρωποι που τους έχει ανατεθεί η διαπαιδαγώγηση των νέων, ώστε να γίνουν κριτικά σκεπτόμενα άτομα».

Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε µε τρόπο χρήσιμο τη ριζοσπαστική κριτική της κυρίαρχης ακαδημαϊκής ψυχολογίας:

1. Οι ερμηνείες στο μοντέλο της κυρίαρχης ψυχολογίας ανάγουν σύνθετα κοινωνικά προβλήµατα σε ατομικά ψυχολογικά. «Επιρρίπτουν στο άτομο/ θύμα την ευθύνη», καθιστώντας τους πελάτες-άτομα υπεύθυνους για προβλήµατα των οποίων η προέλευση είναι κοινωνική και συστημική. Με τον τρόπο αυτό, αποσπούν την προσοχή από τις κοινωνικές συνθήκες.

2. «Ιδιωτικοποιεί», (μέσω εξατομίκευσης) τους ανθρώπους µε κοινωνικά προβλήµατα. Αυτό τους αποκόβει από άλλους που έχουν την ίδια εμπειρία και που πιθανώς να μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν  από κοινού και μαζί.

3. Ενισχύει και ακολουθεί την καταπιεστική κοινωνική τάξη του καπιταλισμού. ‘Ηγεμονία’ σημαίνει χρήση της «ιδεολογίας» από την άρχουσα τάξη για να κρατήσει την εργατική τάξη υπό τον έλεγχό της.

4. Η κυρίαρχη ψυχολογία τονίζει τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την οικογένεια, οι οποίες οδηγούν στην καταπίεση των νέων και των γυναικών.

Σε μια απόπειρα να την κατανοήσουμε, θα σκιαγραφήσουμε, αδρομερώς, τη θεωρία και τις θέσεις της κριτικής ψυχολογίας, μέσα από την παρουσίαση τριών ειδών ερωτημάτων που την απασχολούν: τα οντολογικά, επιστημολογικά και μεθοδολογικά ερωτήματα*.

Οντολογικά Ερωτήματα:

 Τα οντολογικά ερωτήματα αφορούν τη φύση και τη σημασία της πραγματικότητας, του κόσμου και των ατόμων που τον κατοικούν. Η επικρατούσα οντολογική θέση σήμερα είναι ότι οι άνθρωποι είναι ξεχωριστοί, μοναδικοί και πλήρως υπεύθυνοι για τη ζωή τους.

Πρόκειται για μία φιλοσοφία ακραίου ατομικισμού η οποία παραμελεί το κοινωνικό πλαίσιο και η οποία φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα με την κυρίαρχη ψυχολογία, η οποία μελετά μεμονωμένα το άτομο, τοποθετώντας τις αιτίες της συμπεριφοράς του και τη θεραπεία των προβλημάτων του εντός του. 

Η κριτική ψυχολογία υποστηρίζει ότι ο ορισμός των προβλημάτων ως ατομικών, διασφαλίζει την απόπειρα να αλλάξουμε τα άτομα, αλλά όχι την κοινωνία. Η οντολογική θέση της κριτικής είναι ότι άτομο και κοινωνία αλληλοδιαπλέκονται σε τέτοιο βαθμό που στην ουσία μιλάμε για το ίδιο φαινόμενο.  Μιλώντας για την οντολογία και τον ορισμό των προβλημάτων, επιβάλλεται να αναφερθούμε στην έννοια της ιδεολογίας.

Δηλαδή στις ιδέες που αποπειρώνται να εξηγήσουν ή να δικαιώσουν τον κόσμο, τις περισσότερες φορές μάλιστα προς το συμφέρον ομάδων που έχουν δύναμη και εξουσία.  Σήμερα, η κυρίαρχη ιδεολογία, είναι η ιδεολογία ενός καπιταλιστικού συστήματος που ενώ υποστηρίζει την ελευθερία και την ισότητα, στην πράξη συντηρεί την καταπίεση και τις ανισότητες.

Κατά κύριο λόγο, η παραδοσιακή ψυχολογία υπηρέτησε αυτό το σύστημα, και συγκεκριμένα τις αξίες, τις υποθέσεις και τα συμφέροντα των λευκών αντρών της μέσης και ανώτερης τάξης.

Επιστημολογικά Ερωτήματα:

 Τα επιστημολογικά ερωτήματα αφορούν το αν η γνώση μας για τον κόσμο είναι αντανάκλαση κάποιας αντικειμενικής πραγματικότητας ή αν πρόκειται για κοινωνικά κατασκευασμένο φαινόμενο.

Η παραδοσιακή ψυχολογία αντιλαμβάνεται τη γνώση ως συσσώρευση αντικειμενικών δεδομένων, και ασπάζεται τον εμπειρισμό (ό,τι βλέπουμε είναι αυτό που υπάρχει) και τον θετικισμό (ο κόσμος μπορεί να αποκαλυφθεί με την παρατήρηση). Η κριτική ψυχολογία υποστηρίζει ότι όλα όσα πιστεύουμε και γνωρίζουμε είναι ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένα. Εξαρτώνται δηλαδή από τις εκάστοτε κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.

Οι άνθρωποι δεν έχουν μια υπερ-ιστορική ή υπερ-πολιτισμική φύση, ούτε υπάρχει κάποιος παγκόσμιος, υπερ-ιστορικός εαυτός.

Για την κριτική ψυχολογία, ο στόχος είναι, αφενός να τοποθετήσουμε τις ψυχολογικές διαδικασίες σε κοινωνικά και χωρικά πλαίσια, και αφετέρου, αφού κατανοήσουμε πώς προέκυψαν τα ευρήματα της ψυχολογίας, να υποδείξουμε ποιών τα συμφέροντα εξυπηρετούν και ποιους καταπιέζουν.

Μεθοδολογικά Ερωτήματα:

Τα μεθοδολογικά ερωτήματα αναφέρονται στις μεθόδους που χρησιμοποιούμε μελετώντας και ερευνώντας τον κόσμο και τα φαινόμενα που μας ενδιαφέρουν.

Αν αποδεχτούμε την κοινωνική και όχι την ατομική φύση των ψυχολογικών φαινομένων, θα διαπιστώσουμε ότι οι μέθοδοι της παραδοσιακής ψυχολογίας, όπως η «αντικειμενική» παρατήρηση, δεν είναι επαρκείς.

Εκτός αυτού, η κριτική ψυχολογία υποστηρίζει ότι οι προσωπικές, επαγγελματικές και πολιτικές θέσεις των ψυχολόγων επηρεάζουν το ποια ερευνητικά ερωτήματα θα θέσουν, ποιες μεθόδους θα χρησιμοποιήσουν, σε ποια αποτελέσματα θα καταλήξουν και ποιες συστάσεις θα κάνουν. 

Σε αντίθεση με τις ποσοτικές μεθόδους, η ποιοτική έρευνα αποτελεί μία μέθοδο που φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα με την κριτική, καθώς βοηθά τους ψυχολόγους να αντιληφθούν τον τρόπο που η κοινωνική τάξη, η φυλή και το φύλο διαμορφώνουν τις εμπειρίες.

Από την άλλη βασική θέση της κριτικής ψυχολογίας είναι ότι η παραδοσιακή ψυχολογία, στις δυτικές κοινωνίες, συντελεί στη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, υποστηρίζοντας κοινωνικούς θεσμούς που ενισχύουν τις μη ικανοποιητικές συνθήκες ζωής (Prilleltensky, I., Fox, D. and Austin, S.,2009).

Στηριζόμενοι σε αυτή την άποψη, οι κριτικοί ψυχολόγοι διαμορφώνουν και διατυπώνουν ανοιχτά τον πολιτικό στόχο τους: να γίνουν φορείς κοινωνικής αλλαγής και ιστορικού πολιτιστικού μετασχηματισμού, μεταμορφώνοντας την ψυχολογία και συμβάλλοντας, περαιτέρω, στην αλλαγή της κοινωνίας.

Στην Ελλάδα,  η κριτική ψυχολογία και η απελευθερωτική κριτική παιδαγωγική οφείλουν να συμβάλουν στη συγκρότηση  αντιπολεμικού και αντιιμπεριαλιστικού σοσιαλιστικού Μετώπου και ενός μεταβατικού προγράμματος για την έξοδο της χώρας από τη βαθιά κρίση. Αυτό το πρόγραμμα  στηρίζεται σε τρεις άξονες/πυλώνες.

Ο πρώτος είναι η απαλλαγή από την ιμπεριαλιστική κηδεμονία, η αποδέσμευση από τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.

Ο δεύτερος είναι η κοινωνική ιδιοκτησία και ο δημοκρατικός έλεγχος των στρατηγικής σημασίας τομέων της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, καθώς και η διαγραφή του εξωτερικού χρέους που ακυρώνει κάθε αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.

Ο τρίτος πυλώνας είναι η εξασφάλιση ελευθερίας, δημοκρατικών πολιτικών θεσμών, αξιοπρεπών όρων οικονομικής διαβίωσης και στέγασης, ουσιαστικής δημόσιας κοινωνικής προστασίας και υγείας, ασφάλειας και αξιοπρέπειας.

Συνοψίζοντας θα τονίσουμε ότι  ο Πάουλο Φρέιρε είναι αυτός που ανέδειξε τη σημασία της εκπαίδευσης για την κριτική συνειδητοποίηση των μαθητών, εννοώντας την καλλιέργεια της ικανότητας των ανθρώπων να αποστασιοποιούνται από την περιρρέουσα κατάσταση, να κατανοούν τον εαυτό τους  και τη θέση του στην κοινωνική πραγματικότητα καθώς την ιστορική διάσταση της τελευταίας, ως πραγματικότητας που μετασχηματίζεται από την ανθρώπινη πράξη (Φρέιρε, 1977, 116-119).

Στο πνεύμα της ιδέας του Βραζιλιάνου παιδαγωγού θα προσθέταμε ότι η εκπαίδευση με στόχο την κριτική συνειδητοποίηση συνάπτεται με την κριτική στάση των εκπαιδευτικών (ως στάση που ενσαρκώνεται στη διδασκαλία) απέναντι σε αυθόρμητες αλλά και σε επεξεργασμένες αντιλήψεις –προερχόμενες τόσο  από τους μαθητές-από την κοινωνία,  όσο και από τους θεσμούς που παράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία–  οι οποίες παρουσιάζουν την κυρίαρχη πραγματικότητα ως μη ιστορική, δεδομένη, αυτονόητη.

Η διδασκαλία που αποσκοπεί στην κριτική συνειδητοποίηση των μαθητών  συνάπτεται με την αμφισβήτηση της κυρίαρχης στην εκπαίδευση θετικιστικής αντίληψης της γνώσης. Η τελευταία αντιμετωπίζει τη γνώση ως σύνολο δεδομένων τα οποία μπορούν να μεταδοθούν, να αφομοιωθούν και να εφαρμοστούν, σαν να επρόκειτο για τεχνική διαδικασία, απαλλαγμένη από κοινωνικές ανάγκες και  συμφέροντα, από στάσεις ζωής, ιδεολογίες και ιδανικά. Ο θετικισμός, προτάσσοντας την ουδέτερη-καθαρή επιστήμη, αφενός εκφράζει το ενδιαφέρον της αστικής κοινωνίας για συσσώρευση και παραγωγική χρήση γνώσεων με στόχο την επίτευξη μετρήσιμων αποτελεσμάτων, αφετέρου, αρνούμενος τον φιλοσοφικό αναστοχασμό των κοινωνικών σχέσεων και συμφερόντων που επηρεάζουν τη δημιουργία και εφαρμογή των γνώσεων, ενσαρκώνει την επιδίωξη της κυρίαρχης τάξης να αποτρέψει τη πιθανότητα χρήσης τους ενάντια στην κυριαρχία της.

Η διδασκαλία που αποσκοπεί στην κριτική συνειδητοποίηση συνάπτεται με την αμφισβήτηση του εμπειρισμού, του ανορθολογισμού, του επιστημολογικού ατομικισμού, της φαινομενολογικής, κατακερματισμένης, αποσπασματικής θεώρησης των γνωστικών αντικειμένων.

Μια τέτοια διδασκαλία αφορά την προσπάθεια συστηματικής, διαλεκτικής θεώρησης της κοινωνίας και των δεσμών της με τη φύση, την καλλιέργεια της ικανότητας κατανόησης των θεμελιωδών σχέσεων που καθορίζουν την κίνηση του ανθρώπινου κόσμου. Πρόκειται για την καλλιέργεια της ικανότητας διαλεκτικής σκέψης, διείσδυσης στις εσωτερικές αλληλεπιδράσεις των πραγμάτων, ακριβέστερα στις ουσιώδεις αντιφάσεις τους, οι οποίες ρυθμίζουν τη γένεση και εξέλιξή τους.

Η διαλεκτική εξέταση της κυρίαρχης πραγματικότητας συνάπτεται, επίσης, με την ανίχνευση της προοπτικής ενός άλλου κόσμου. Μάλιστα, το πλέον κρίσιμο στοιχείο της κριτικής θεώρησης των κυρίαρχων σχέσεων και των ιδεών που τις εκφράζουν είναι η ανίχνευση των ιστορικών ορίων τους και συνακόλουθα της δυνατότητας και προοπτικής υπέρβασής τους.

Και η οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει μόνο σε ένα επίπεδο: H βαθιά συστημική, ριζική αλλαγή, προχωρά και ανελίσσεται μέσα από την αλλαγή στις δομές και τους θεσμούς, στις σχέσεις μας (με τους άλλους ), την αλλαγή μέσα μας και ιδανικά, χρειάζεται να γίνεται σε όλα τα επίπεδα, προκειμένου να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα της. Πρόσθεση, όχι αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, όχι διαίρεση….!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*Η ιδέα για την προσέγγιση των θέσεων της κριτικής ψυχολογίας μέσω των ερωτημάτων που την απασχολούν προήλθε από το: Nightingale, D. και Neilands, T. (2003). Κατανοώντας και ασκώντας την κριτική ψυχολογία. Στο Γ. Α. Ποταμιάνος (Επιμ.), Κριτική Ψυχολογία. Εισαγωγή (σελ. 148-176). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

[1]J.Spring, «Η ανάπτυξη της συνείδησης: από τον Μαρξ στον Φρέιρε», στο: Για μια απελευθερωτική αγωγή, Κέντρο Μελετών και Αυτομόρφωσης, Αθήνα, 1985, σελ. 49.

[2] P.Freire, «Μερικές παρατηρήσεις σχετικά με την έννοια της “κριτικής συνειδητοποίησης”», στο: ό.π., σελ. 101.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Austin, S., & Prilleltensky, I. (2001). Diverse origins, common aims: The challenge of critical psychology. Radical Psychology, 2(2)

Γέρου, Θ(1985) Βαθιές τομές στην εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg.

Cernovsky, Z. (2003). Μια κριτική µατιά στην έρευνα για τη νοηµοσύνη. Στο Fox, D., Prilleltensky, I. Κριτική Ψυχολογία. (240-264). Αθήνα: Ελληνικά γράµµατα.

Δαφέρμος Μανόλης(2011) Η πολιτισμική-ιστορική θεωρία του Vygotsky, Φιλοσοφικές, ψυχολογικές, παιδάγωγικές διαστάσεις, εκδ. Ατραπός.

 Δαφέρµος, Μ. (2010). Το ιστορικό γίγνεσθαι της ψυχολογίας. Αθήνα: Gutenberg.

Δαφέρμος, Μ. (2020)Επιστημολογία της Ψυχολογίας. Μια Κριτική Εισαγωγή, εκδ. Κριτική.

Dafermos, Μ., Marvakis, Α. Mentinis, M. Painter, D. Triliva, S. (2013). This World Is not Enough: The Dialectics of Critical Psychology. Annual Review of Critical Psychology, 13, 1-34.

Dafermos, M. & Marvakis, A. (2006). Critiques in Psychology – Critical Psychology. Annual Review of Critical Psychology, 5, 1-20

Dafermos, Manolis,(2021), Κριτική Ψυχολογία.

Freire Paulo (1977α), Η αγωγή του καταπιεζόμενου, μετάφραση: Θ. Γέρου, Κέδρος: Αθήνα.

Φρέιρε, Π. (2009): Δέκα επιστολές προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν. Αθήνα: Εκδόσεις Επίκεντρο.

Freire, P., Shor, I. (2011): Απελευθερωτική Παιδαγωγική. Διάλογοι για τη μετασχηματιστική εκπαίδευση. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Freire Paulo (1977β), Πολιτιστική δράση για την κατάκτηση της ελευθερίας, μετάφραση: Σ. Τσάμης, Καστανιώτης: Αθήνα.

Freire Paulo (1985), The politics of liberation. Culture, power, and liberation, Macmillan: London.

Freire Paulo (1998/2006), Teachers as cultural workers. Letters to those who dare teach, Westview Press: Boulder.

Freire Paulo (2003/1973), Education for critical consciousness, Continuum: New York.

Harris, B. (2003). Επαναπροσδιορίζοντας την πολιτική της Ιστορίας της ψυχολογίας. Στο Κριτική Ψυχολογία..ο.π. (60-85).

Kidder, L. H. and Fine, M. (2003). Η ποιοτική έρευνα στην ψυχολογία: μια ριζοσπαστική παράδοση (σελ. 87). Στο Γ. Α. Ποταμιάνος (Επιμ.), Κριτική Ψυχολογία. Εισαγωγή (σελ. 85-117). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Kosik, K. (2003). Η κρίσης της νεωτερικότητας. Αθήνα: Εκδόσεις Ψυχογιός.

Martín- Baró, I. (1994). Writings for a liberation psychology. Cambridge, MA: Harvard University Press.

Μπαϊρακτάρης, Κ. (1994) Ψυχική υγεία και κοινωνική παρέμβαση: Εμπειρίες, συστήματα, πολιτικές. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Μπαϊρακτάρης, Κ. (2007). Η διάχυση της εξάρτησης και η διαχείριση της απεξάρτησης. Κοινωνία και Ψυχική Υγεία, 5, 14 -17.

Παπαστάμου, Σ. (1989). Ψυχολογιοποίηση. Επιπτώσεις των Ψυχολογικών Ερμηνειών στα Φαινόμενα Κοινωνικής Επιρροής. Αθήνα: Οδυσσέας.

Parker, I. (1999). Critical psychology: critical links. Annual Review of Critical Psychology, 1, 3-18.

Parker , I. (2005). Qualitative Psychology: Introducing radical research. London: Open University Press.

Ποταμιάνος, Γ. (2003). Σημείωμα επιμελητή στο D. Fox-I. Prilleltensky, Κριτική Ψυχολογία, Ελ. Γράμματα.

Prilleltensky, I., & Fox, D. (1997). Introducing critical psychology: Values, assumptions, and the status quo. Στο I. Prilleltensky, & D. Fox (Eds.). Critical psychology: An introduction. London: Sage Publications. Ελληνική Έκδοση: Κριτική Ψυχολογία: Αξίες, υποθέσεις και το status quo. Στο Γρ. Ποταμιανός (Επιμ. Ελλ. Εκδ.) (2003). Κριτική Ψυχολογία: Εισαγωγή (σελ. 29-59). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Prilleltensky, I., & Nelson, G. (1997). Community Psychology: Reclaiming social justice. Στο I. Prilleltensky, & D. Fox (Eds.). Critical psychology: An introduction. London: Sage Publications. Ελληνική Έκδοση: Κοινοτική Ψυχολογία: Επαναδιεκδίκηση της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Στο Γρ. Ποταμιανός (Επιμ. Ελλ. Εκδ.) (2003). Κριτική Ψυχολογία: Εισαγωγή (σελ. 320-350). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Prilleltensky, I., Fox, D. and Austin, S. (2009). Critical Psychology for Social Justice: concerns and dilemmas (p. 4). In I. Prilleltensky, D. Fox και S. Austin (Eds), Critical Psychology. An Introduction (2nd Edition). London: Sage Publications.

Rappaport, J. and Stewart, E. (2003). Ένα κριτικό βλέμμα στην κριτική ψυχολογία: επεξεργασία των ερωτημάτων (σελ. 562). Στο Γ. Α. Ποταμιάνος (Επιμ.), Κριτική Ψυχολογία. Εισαγωγή (σελ. 559-589). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Fox, D., Prilleltensky, I. Κριτική Ψυχολογία. (σελ.240-264). Αθήνα: Ελληνικά γράµµατα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το πλαίσιο ανάλυσης της Κριτικής Ψυχολογίας αφορά την ανάπτυξη κριτικής προς την παραδοσιακή ψυχολογία και τις μεθόδους έρευνας τις οποίες είχε εφαρμόσει. Ως αποτέλεσμα αυτού, η Κριτική Ψυχολογία κάνει τις δικές της προτάσεις για τη μεθοδολογία μελέτης της υποκειμενικότητας των ατόμων και εισάγει την έννοια της κοινωνικά διαμεσολαβημένης υποκειμενικότητας.

Ακόμη, η Κριτική Ψυχολογία επικρίνει την παραδοσιακή ψυχολογία ως προς το ότι αποτυγχάνει να κατανοήσει την υποκειμενικότητα ως την εκδήλωση μιας συμπαγούς σχέσης του ατόμου με το κοινωνικό του πλαίσιο, αφού η οντότητα του ατόμου δεν μπορεί να περιγραφεί με τα πειράματα στο εργαστήριο και με την απομόνωση των ατόμων από το κοινωνικό τους πλαίσιο .

Επιπρόσθετα, οι κριτικοί ψυχολόγοι έχουν εντοπίσει το γεγονός ότι στις διαδικασίες δόμησης της γνώσης στην παραδοσιακή ψυχολογία, η πραγματικότητα παρουσιάζεται τεμαχισμένη και κατακερματισμένη και η έρευνα οριοθετήθηκε σε κομμάτια, λεπτομέρειες και παράγοντες, αλλά δεν κατάφερε τελικά να μελετήσει το άτομο στην ολότητά του, αφού το μελέτησε αποκλειστικά στο πλαίσιο της ιδιωτικότητάς του και κατάφερε να αναδείξει μόνο όψεις του ιδιωτικού του χώρου .

 

Το σχήμα 1 φανερώνει ότι η σχέση του υποκειμένου και των κοινωνικών δομών δεν είναι άμεση, αλλά πάντα διαμεσολαβημένη, και ότι η πιο σημαντική διαμεσολάβηση είναι «το νόημα». Τα άτομα ανταποκρίνονται στα πράγματα όπως αυτά τα διαμορφώνουν να είναι. Και σε αντίθεση με άλλα ζώα, ο κόσμος των ανθρώπων κυριαρχείται από νοήματα και όχι μόνο από φυσικά αντικείμενα .

Οι διαμεσολαβήσεις όμως ως προς τη διαμόρφωση της υποκειμενικότητας του ατόμου είναι κοινωνικές.

Το κοινωνικό πεδίο χωρίζεται σε τρία επίπεδα ως εξής: το μάκρο επίπεδο, το μέσο επίπεδο και το μίκρο επίπεδο.

Το μάκρο επίπεδο περιλαμβάνει τους κοινωνικούς θεσμούς, την εξουσία και τις επικρατούσες κοινωνικές νόρμες..

Το μέσο επίπεδο αποτελείται από οργανισμούς στα πλαίσια των οποίων κοινωνικοποιείται το άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του (σχολείο, εκκλησία, επάγγελμα).

Το μίκρο επίπεδο, τέλος, περιγράφει όλες τις στενές σχέσεις του ατόμου και την ανάπτυξή του μέσα στον πρωταρχικό οργανισμό κοινωνικοποίησης, την οικογένεια.

Σημειώνεται ότι υπάρχει αλληλεξάρτηση του μίκρο, του μέσο και του μάκρο επιπέδου. Για παράδειγμα, κάποιες γυναίκες βιώνουν το σεξισμό στις οικογένειες και στις στενές σχέσεις τους στο μίκρο επίπεδο καθώς και στην εργασία, στο σχολείο και στο θρησκευτικό περιβάλλον του μέσο επιπέδου. Και τα δύο αυτά επίπεδα επηρεάζονται από το ευρύτερο μάκρο επίπεδο, τις κοινωνικές δηλαδή νόρμες που παρουσιάζουν τις γυναίκες ως αντικείμενα, την κοινωνικοοικονομική ανισότητα και τις κοινωνικές πολιτικές που βλάπτουν τις γυναίκες .

 Ως προς τη σύνθεση και το περιεχόμενο των κοινωνικών δομών, αλλά και τη σχέση του ατόμου με αυτές, ενδιαφέρον παρουσιάζει η οπτική του Kerckhoff , ο οποίος επίσης διακρίνει τρία επίπεδα: το μίκρο, το μέσο και το μάκρο. Στο πρώτο επίπεδο κατατάσσεται η οικογένεια (μίκρο), στο επόμενο η δομή του σχολείου (μέσο) και στο τρίτο το περιβάλλον έξω από τα σχολεία (μάκρο). Αυτά τα επίπεδα αλληλεπιδρούν ή αλληλοεπικαλύπτονται. Σημειώνεται επίσης ότι τα κοινωνικά πλαίσια δεν είναι στατικά και δεν επηρεάζουν όλα τα άτομα με τον ίδιο τρόπο .

Σε αντίθεση λοιπόν με την παραδοσιακή, η Κριτική Ψυχολογία θεωρεί γενικά ότι το άτομο και η κοινωνία αλληλοπλέκονται σε τέτοιο θεμελιώδη βαθμό ώστε δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν με κανένα λογικό τρόπο. Τα άτομα και ο κοινωνικός κόσμος όπου κατοικούν είναι ένα και το αυτό, δύο τρόποι για να μελετηθεί το ίδιο φαινόμενο. Η συμπεριφορά δηλαδή ενός ατόμου μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασής του με άλλους ανθρώπους εντός των κοινωνικά κατασκευασμένων θεσμών.

Αυτή η αλληλεπίδραση με τους άλλους καθόλη τη διάρκεια της ζωής των υποκειμένων, διαμορφώνει τις αξίες, τους στόχους και την εικόνα για τον εαυτό .

ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ

Οι βασικοί άξονες ανάπτυξης του θεωρητικού πλαισίου της Κριτικής Ψυχολογίας κινούνται γύρω από δύο έννοιες: το ιστορικό πλαίσιο ανάπτυξης του ανθρώπου και τις κοινωνικές διαμεσολαβήσεις για τη διαμόρφωση της εκάστοτε υποκειμενικότητάς του.

Συμπερασματικά, θεωρείται ότι η πραγματικότητα και η συνείδηση πάντοτε διαμεσολαβούνται από το κοινωνικό και το ιστορικό τους πλαίσιο . Αυτό που τονίζεται ιδιαίτερα είναι ότι η γνώση δεν αποτελεί αντικειμενική αντανάκλαση της πραγματικότητας, αλλά εξαρτάται από μεταβαλλόμενους ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες .

Αποτέλεσμα αυτών των θεωρητικών παραδοχών είναι η υιοθέτηση της φιλοσοφικής έννοιας του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού.

Συνεπώς, στο θεωρητικό πλαίσιο της Κριτικής Ψυχολογίας περιλαμβάνεται  και η διαλεκτική μαρξιστική θεωρία με τους εξής τρόπους: Πρώτον, δίνεται έμφαση στην ιστορία ως μια σπειροειδή, εξελικτική διαδικασία, η κατανόηση της οποίας επιτρέπει την εξήγηση των υπαρχουσών συνθηκών. Δεύτερον, θέτει ως βασική παραδοχή της την αποδοχή της διαλεκτικής ενότητας του ανθρώπου με την κοινωνία, μέσω της οποίας στοχεύει στην υπερνίκηση της ψυχολογίας του αφηρημένου υποκειμένου σε ένα μη καθορισμένο κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο παρουσίαζε η παραδοσιακή ατομοκεντρική ψυχολογία .

Ετικέτες