Τα γεγονότα από τη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ και την πραξικοπηματική αναστολή της απεργίας των καθηγητών είναι σχετικά γνωστά και δεν θα τα ξανααναφέρω.

Θα αφήσω απέξω τον ρόλο της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ ο οποίος είναι γνωστός. Για την στάση του ΚΚΕ επίσης δεν θα σχολιάσω. Έχει ήδη σχολιαστεί και γενικότερα τα ευκόλως εννοούμενα καλό είναι να παραλείπονται. Για τη στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που δημοσίως έπαιζε το ρόλο του Πόντιου Πιλάτου και στην πράξη υπονόμευε την απεργία, έχουν γραφτεί αρκετά και δεν θα τα επαναλάβω. Το ίδιο για την προδοτική στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και των άλλων συνδικαλιστικών ηγεσιών που άφησαν τους καθηγητές μόνους τους. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα γεγονότα, θα κάνω μόνο ένα μικρό σχόλιο για την στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία έχει μείνει σχετικά στο απυρόβλητο και λέει μεγάλα λόγια εκ των υστέρων –στο ΔΣ της ΟΛΜΕ πρότεινε απλά συμβολική απεργία 500 μόνο συνδικαλιστών- και εκ του ασφαλούς: Αν το σπάσιμο της επιστράτευσης είναι εύκολο αρκεί κανείς να είναι «επαναστάτης» και «αποφασισμένος», αυτό θα μπορούσε να είχε αποδειχτεί πολύ πιο εύκολα στην απεργία του ΜΕΤΡΟ με την ουσιαστική περιφρούρηση του ήδη κατειλημμένου αμαξοστασίου σε ένα σωματείο που ο πρόεδρός του ήταν μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η πραγματικότητα είναι ότι η αριστερά στο χώρο των καθηγητών βρέθηκε μπροστά σε μια απρόσμενη κατάσταση: δεν περίμενε την αποφασιστικότητα μερικών δεκάδων χιλιάδων εκπαιδευτικών να υπερψηφίσουν την απεργία σε μαζικότατες συνελεύσεις και από την άλλη έβλεπε ότι αυτή η αποφασιστικότητα δεν ήταν αρκετή για να «σιγουρέψει» την νίκη της απεργίας. Εκτίμησε με δέος ότι η ήττα ήταν βέβαιη γιατί «δεν υπήρχαν οι όροι και οι προϋποθέσεις». Ποιοι υποτίθεται ότι ήταν «αυτοί οι όροι και οι προϋποθέσεις»; Η κάλυψη των μεγάλων συνδικάτων, η ουσιαστική κάλυψη από τα κόμματα της αριστεράς, η περίφημη «κοινωνική υποστήριξη», ο μεγάλος αριθμός των «μουτζαχεντίν» καθηγητών που ήταν πραγματικά αποφασισμένοι να απεργήσουν και να σπάσουν την επιστράτευση (σε μόλις 3.000 –σε σύνολο 86.000- περίπου τους «υπολόγιζε» η πιο «αριστερή» εκτίμηση). «Πώς θα μπορούσαμε μόνοι μας να αντιδράσουμε αν την πρώτη μέρα της απεργίας είχαμε 1.000 φυλακισμένους και απολυμένους καθηγητές, ενώ η επιστράτευση και η διενέργεια των εξετάσεων θα συνεχιζόταν κανονικά από την συντριπτική πλειοψηφία των υπολοίπων;» Αυτό ήταν το βασικό ερώτημα που τριβέλιζε -και παρέλυε- ακόμα και πολλούς «μουτζαχεντίν» της απεργίας.

Οι «όροι και οι προϋποθέσεις» λοιπόν της απεργίας εμετρήθησαν, εζυγήσθησαν και εβρέθησαν ελλιπείς και συνεπώς η «αναστολή της απεργίας ήταν μονόδρομος». Σωστά; ΛΑΘΟΣ! Και το λάθος δεν βρισκόταν στο «μέτρημα» αλλά στο «μέτρο» που ήταν ακατάλληλο. Η αύξηση ενός βαθμού Κελσίου σε ένα μπρίκι νερό που ζεσταίνεται στη φωτιά, είναι αύξηση ενός ασήμαντου βαθμού Κελσίου. Όμως είναι τελείως διαφορετική η σημασία αυτής της αύξησης αν το νερό έχει θερμοκρασία 30 βαθμούς ή αν έχει 99. Στην πρώτη περίπτωση το 30 γίνεται απλώς 31. Στη δεύτερη περίπτωση όμως, η θερμοκρασία φτάνει στους 100, το νερό βράζει, γίνεται πλέον ατμός και το καπάκι τινάζεται. Στην δεύτερη περίπτωση μια τόσο μικρή αλλαγή μπορεί να σημαίνει πλήρη ανατροπή της κατάστασης.

Το «μέτρημα» που όφειλε να κάνει η αριστερά είναι το αν η κοινωνία βρίσκεται σε «θερμοκρασία» 30 ή 99. Είμαστε σε μια κανονική περίοδο που τα πράγματα κυλούν αργά και προβλέψιμα; Ή αντίθετα η κοινωνική και πολιτική κατάσταση εγκυμονεί δυνατότητες απότομων κοινωνικών εκρήξεων; Μπορούμε να δούμε χιλιάδες «φοβισμένους» να μετατρέπονται σε μια ώρα σε «μουτζαχεντίν»,  χιλιάδες «καναπεδάτους» σε άγριους «πεζοδρομιάκηδες», χιλιάδες απογοητευμένους σε αποφασισμένους μαχητές μέχρις εσχάτων; Νομίζω ότι αν τεθεί έτσι το ερώτημα, τότε η απάντηση για το αν έπρεπε να γίνει η όχι η απεργία θα ήταν διαφορετική.

Ήταν μια απεργία υψηλού ρίσκου όπου πράγματι υπήρχε μεγάλη δυσκολία να περιφρουρηθεί και υπήρχε πράγματι ο κίνδυνος να υπάρξουν απολυμένοι και φυλακισμένοι από όσους «τρελαμένους» αψηφούσαν την  επιστράτευση, είτε ατομικά είτε καταλαμβάνοντας κάποιο εξεταστικό κέντρο, είτε με άλλους τρόπους. Όμως το ρίσκο δεν ήταν μόνο από την πλευρά των απεργών. Το ρίσκο ήταν επίσης μεγάλο, αν όχι και μεγαλύτερο, για την κυβέρνηση και την αστική τάξη αν κατέβαζε τα ΜΑΤ στα εξεταστικά κέντρα και αν προχωρούσε σε φυλακίσεις και απολύσεις. Αντί για «ομαλοποίηση» της κατάστασης, μέσα σε μια κοινωνία που είναι καζάνι που βράζει, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κίνησης από την πλευρά του ταξικού εχθρού μπορεί να ήταν η κοινωνική έκρηξη, η ήττα και η ανατροπή της κυβέρνησης, η ανατροπή άρδην όλης της πολιτικής κατάστασης.

Η διαφορά ανάμεσα στον επαναστατικό μαρξισμό και στον ρεφορμιστικό «ρεαλισμό» δεν είναι η διαφορά μεταξύ προσωπικού ηρωισμού και προσωπικής δειλίας. Ειδικά αν φύγουμε από το επίπεδο της ηγεσίας και πάμε στο επίπεδο της βάσης, τα αναρίθμητα θύματα και οι θυσίες του εργατικού και του ευρύτερου λαϊκού κινήματος εδώ και δυο αιώνες δεν προέρχονται μόνο από όσους πίστευαν στην ανατροπή του καπιταλισμού αλλά επίσης -και ίσως και πλειοψηφικά- και από αγωνιστές που πίστευαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη μεταρρύθμισή του. Η διαφορά είναι ότι ο επαναστατικός μαρξισμός είναι ένα εργαλείο με το οποίο μπορούμε να «μετρήσουμε» και να κάνουμε «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Είναι ένα ρεαλιστικό εργαλείο για να κατανοούμε την πραγματικότητα και να βγάζουμε άκρη για το τι να κάνουμε και πώς να δράσουμε την κάθε στιγμή. Αντίθετα η γραμμική μεταρρυθμιστική αντίληψη του «λάου λάου», της «σιγουράτζας», της αποφυγής ρίσκων και της «υπευθυνότητας, δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ρεαλιστικά και οδηγεί μόνο σε ήττες. Δεν χρειαζόμαστε μια αριστερά των «ηρώων» απέναντι στην αριστερά των «δειλών». Χρειαζόμαστε μια αριστερά του επαναστατικού μαρξισμού απέναντι στην αριστερά της ρεφορμιστικής ουτοπίας.

dimitrisgoritsas.wordpress.com/