Το άρθρο αυτό γράφεται πριν γίνει γνωστό το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών και επιχειρεί κάποιες προδρομικές εκτιμήσεις.
Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση μιας αμφίρροπης μάχης, υπάρχουν κάποια δεδομένα. Το πρώτο, που ισχύει πάντοτε στις ΗΠΑ, αλλά που αξίζει να υπενθυμίζουμε κάθε φορά που ξεκινούν οι αποτιμήσεις των αποτελεσμάτων είναι ότι η λαϊκή ψήφος δεν κρίνει το αποτέλεσμα. Τις περισσότερες φορές αυτά ταυτίζονται, αλλά –ιδιαίτερα σε οριακές μάχες– το στρεβλό εκλογικό σύστημα μπορεί να παραδώσει την προεδρία στον ηττημένο, όπως στον Τζορτζ Μπους το Νεότερο το 2000 και στον Ντόναλντ Τραμπ το 2016. Για να κριθεί η εκλογική δυναμική των δύο κομμάτων, θα χρειαστεί να περιμένουμε υπομονετικά την ολοκλήρωση της καταμέτρησης για να μπορέσουμε να μάθουμε τους τελικούς αριθμούς ψηφοφόρων.
Κίνημα MAGA
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η μάχη έδειχνε μέχρι τέλους αμφίρροπη επιτρέπει να πούμε ότι το εθνικιστικό ακροδεξιό κίνημα MAGA (Make America Great Again, Να Ξανακάνουμε την Αμερική Μεγάλη/Σπουδαία) παραμένει μια ισχυρή δύναμη που θα μεταφραστεί σε μεγάλο αριθμό ψήφων για τον Ντόναλντ Τραμπ, παρά τα γεγονότα της 6ης Γενάρη του 2020 (έφοδος στο Καπιτώλιο, απόπειρα ανατροπής του αποτελέσματος), τις αναρίθμητες δικαστικές περιπέτειες του μεγιστάνα, την αμφισβήτηση ως και ανοιχτή εχθρότητα τμημάτων του Ρεπουμπλικανικού «κατεστημένου», που μερίδα του έφτασε να στηρίζει δημόσια την Καμάλα Χάρις. Ασφαλώς σε αυτή την εικόνα ενός Τραμπ που στέκεται «εναντίον όλων», χρειάζεται μια προσοχή. Οι αδελφοί Κοχ (των οποίων ο Όμιλος είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ιδιωτική εταιρεία στις ΗΠΑ), η οικογένεια Άντελσον (στην οποία ανήκει η πλουσιότερη Ισραηλινή του πλανήτη και 5η πλουσιότερη γυναίκα στην Αμερική), ο Τίμοθι Μέλον (κληρονόμος τραπεζών) και ο Έλον Μασκ (ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου) τα έχουν δώσει όλα για την εκλογή του Τραμπ. H Χάρις φαίνεται να στηρίχθηκε από πολύ ευρύτερα τμήματα του κεφαλαίου, αλλά αυτή η έντονη δραστηριοποίηση κάποιων «υπερ-πολιτικοποιημένων» (ακροδεξιών) μελών της ελίτ των ελίτ για τον Ντόναλντ, λέει πολλά για αυτόν τον «λαϊκιστή».
Το κίνημα MAGA έχει χορηγούς, αλλά ασφαλώς έχει αποκτήσει και κοινωνική δυναμική. Η δυνατότητα του Τραμπ να παραμένει ανταγωνιστικός ενώ εκφράζει όλο και πιο ανοιχτά ακροδεξιές θέσεις, αποδεικνύει την χρεοκοπία της Δημοκρατικής στρατηγικής της «τριγωνοποίησης». Αυτή λάνσαρε πρώτος ο Κλίντον και αποτελεί έναν ευφημισμό για τη δεξιά μετατόπιση: Αν στη μία κουκίδα βρίσκονται πχ οι ρατσιστές και στην άλλη οι αντιρατσιστές, το Δημοκρατικό Κόμμα σχηματίζει τρίγωνο, με τη δική του κουκίδα να στέκεται πάνω και ανάμεσα στις δύο θέσεις. Με τους Ρεπουμπλικάνους να μετατοπίζονται σε όλο και πιο ακροδεξιές θέσεις, η Δημοκρατική «κουκίδα» κινείται κι αυτή διαρκώς δεξιότερα. Η προεκλογική βουτιά της Καμάλα Χάρις στον αντιμεταναστευτικό βούρκο, η περηφάνια με την οποία προβάλει το παρελθόν της ως «σκληρή» Εισαγγελέας, οι κοινές προεκλογικές εμφανίσεις με μέλη της σκληρά συντηρητικής Ρεπουμπλικανικής οικογένειας Τσέινι (!) στο πλευρό της είναι κάποια μόνο παραδείγματα.
Αν η Χάρις καταφέρει να κερδίσει, θα την έχει διασώσει σε σημαντικό βαθμό το ζήτημα των αμβλώσεων, η απαγόρευση των οποίων σε δεκάδες Πολιτείες έχει προκαλέσει αναρίθμητες ιστορίες τρόμου για εκατομμύρια γυναίκες και που αποτελεί μια από τις ελάχιστες εμφανείς διαχωριστικές γραμμές που πιέζουν σε εκλογική κινητοποίηση υπέρ των Δημοκρατικών. Αν και η Χάρις περιορίστηκε στην υπόσχεση αποκατάστασης του προηγούμενου (ελλιπούς) στάτους κβο, υπερασπίζεται την άμβλωση πιο θαρρετά από προκατόχους της όπως ο Μπάιντεν ή η Κλίντον, ενώ η σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου και το πρόγραμμα του Τραμπ προκαλεί φόβους για ακόμα πιο δραστικές επιθέσεις σε άλλα δικαιώματα (των γυναικών, αλλά και των μαύρων, των ομοφυλόφιλων κ.ά.).
Η σημασία της Γάζας
Αν η Χάρις ηττηθεί, θα έχει πληρώσει το πολιτικό τίμημα της γενοκτονίας στη Γάζα και τη θηριώδη απόσταση ανάμεσα στην πολιτική των Δημοκρατικών (ενεργή συμμετοχή και στήριξη του Ισραήλ) και τα αισθήματα κρίσιμης μερίδας ψηφοφόρων τους (εβραϊκός ριζοσπαστισμός, αραβικός και μουσουλμανικός πληθυσμός, νεολαία). Όταν το «μικρότερο κακό» είναι ένας γενοκτονικός πόλεμος, δεν φταίει η… Ζιλ Στάιν για την απροθυμία πολλών ψηφοφόρων να ψηφίσουν Καμάλα Χάρις. Η υποψήφια των Πρασίνων κινούταν σε χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις γύρω στο 1% και δεν είχε απασχολήσει καθόλου το δημόσιο διάλογο. Αλλά το γεγονός ότι κατεβαίνει στις «αμφίρροπες Πολιτείες» και σε κάποιες από αυτές φαινόταν να κερδίζει τη ψήφο αρκετών αραβο-μουσουλμάνων, προκάλεσε ένα μπαράζ επιθέσεων από τα προοδευτικά/φιλελεύθερα ΜΜΕ και το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα, που βρήκαν την «ένοχο» για μια πιθανή ήττα της Καμάλα.
Είναι δείγμα πανικού και επίγνωσης ότι λίγες χιλιάδες ψήφοι στο Μίσιγκαν (γιατί περί αυτού πρόκειται) μπορεί να κάνουν τη διαφορά σε μια εκλογική αναμέτρηση που θα συγκρουστούν δύο μπλοκ δεκάδων εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Αλλά είναι και πολιτική-ιδεολογική επιλογή. Είναι πιο εύκολο να ρίξεις την ευθύνη της ήττας στο «μικρό κόμμα» που «διασπά τη ψήφο», θεωρώντας δεδομένο (!) ότι οι ψηφοφόροι του θα σε στήριζαν αν δεν υπήρχε αυτός ο «μικρο-χαλαστής», παρά να παραδεχθείς ότι φταίει η πολιτική σου –εν προκειμένω μια γενοκτονία! Η Έβα Μπόργκουαρντ, εκπρόσωπος της Αμερικανικής Εβραϊκής οργάνωσης If Not Now και οργανωτικό στέλεχος της προεκλογικής καμπάνιας των Δημοκρατικών το 2020 είχε προειδοποιήσει από μήνες ότι ο Μπάιντεν «διακινδυνεύει να παραδώσει την εκλογή στον Τραμπ αρνούμενος την κατάπαυση του πυρός», συμπληρώνοντας ότι είναι «εξωφρενικό» να κατηγορούνται οι νεαροί ψηφοφόροι «που είναι δίκαια εξοργισμένοι με τον Μπάιντεν για την υποστήριξή του στην Ισραηλινή κυβέρνηση που έχει προκαλέσει δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, αντί [να κατηγορείται] ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων του πιο ισχυρού στρατού στον πλανήτη»…
Από τους παράγοντες που μπορούν να κρίνουν το αποτέλεσμα, απουσιάζει η οικονομία. Αυτό γιατί είναι δύσκολο να βρεθεί υποψηφιότητα που μπορεί να εμπνεύσει τους εργαζόμενους πάνω σε αυτήν τη βάση. Η προσπάθεια της Χάρις να αναδείξει την ταπεινή της καταγωγή ως διαχωριστική με τον υπερπλούσιο Τραμπ (που υπόσχεται ανοιχτά νέες φοροαπαλλαγές στην τάξη του), σκοντάφτει στα πεπραγμένα της 4ετίας Μπάιντεν, που ελάχιστα βελτίωσαν την ζωή των «από κάτω», παρά τις γενναίες προεκλογικές του εξαγγελίες.
Σε κάθε περίπτωση, η εσωτερική πολιτική ζωή στις ΗΠΑ θα μπει σε μια ταραχώδη μετεκλογική περίοδο. Σε περίπτωση ήττας του Τραμπ, θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι δεν θα αναγνωρίσει το αποτέλεσμα. Από την κοινωνική δύναμη, την οργανωτική ικανότητα και το βαθμό διείσδυσης στο κράτος του κινήματος MAGA, θα κριθεί αν θα ζήσουμε μια επανάληψη της 6ης Γενάρη του 2020 και αν αυτή θα θυμίζει φάρσα ή τραγωδία. Σε περίπτωση νίκης του Τραμπ, θα διαπιστώσουμε σύντομα αν θα επιχειρήσει να υλοποιήσει την εκτεταμένη «συντηρητική επανάσταση» που σκιαγραφεί το διαβόητο «Σχέδιο 2025», το οποίο έχει εξιτάρει τη φαντασία του ακροδεξιού οικοσυστήματος στις ΗΠΑ, που εργάζεται ήδη για τη στρατολόγηση ανθρώπων έτοιμων να αντικαταστήσουν το «διοικητικό κράτος» που λειτουργούσε –λέει– ως φρένο στην πρώτη θητεία του Ντόναλντ…
*Προδημοσίευση από την Εργατική Εργατική που κυκλοφορεί στις 6 Νοέμβρη