Μια διδακτική ιστορία από το καθηγητικό παρελθόν του επικεφαλής της επιτροπής, που δεν είδε, δεν άκουσε και δεν είπε, σαν τα τρία πιθηκάκια, τίποτα από και για τα αιματηρά συμβάντα στη Λέσβο και τη Χίο
Στο εαρινό εξάμηνο του τέταρτου έτους της Νομικής Σχολής Αθηνών, το 2003, διδασκόταν το μάθημα της Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου. Για όσους δεν γνωρίζουν σε τι συνίσταται αυτό το μάθημα, ας πούμε ότι αποτελούσε «ανακεφαλαίωση» των μαθημάτων Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου των προηγούμενων ετών, με μια «αύρα» από Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπως αυτά, υποτίθεται, ότι κατοχυρώνονται ταυτόχρονα από το ισχύον Σύνταγμα της χώρας και τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις, κυρίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, που συνήθως είναι και πάγια νομολογία, ερμηνευτική τε και εφαρμοστική.
Οι τεταρτοετείς φοιτητές, λόγω του πλήθους τους, ήταν κατανεμημένοι σε τρία-τέσσερα κλιμάκια παραδόσεων και εξέτασης, στα οποία δίδασκαν ταυτόχρονα ή εναλλάξ, ένας καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και ένας καθηγητής ή αναπληρωτής ή επίκουρος καθηγητής Διοικητικού Δικαίου.
Σε ένα από αυτά τα κλιμάκια, «δίδυμο» καθηγητών ήταν ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Νίκος Αλιβιζάτος και ο αναπληρωτής καθηγητής Διοικητικού Δικαίου, Θεόδωρος Φορτσάκης και οι παραδόσεις του μαθήματος πραγματοποιούνταν σε ένα από τα αμφιθέατρα του παλαιού Χημείου, στην οδό Ναυαρίνου, όπου στεγαζόταν και το παιδαγωγικό τμήμα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο πλαίσιο πάντα της δημόσιας και δωρεάν, ανώτατης παιδείας – τρομάρα μας!
Οι παραδόσεις ξεκίνησαν στα μέσα του Φλεβάρη, λίγο μετά τη λήξη της εξεταστικής του χειμώνα και κράτησαν μέχρι τα τέλη του Μάη. Τέσσερις μήνες περίπου, ή, 16 εβδομάδες.
Από την έναρξη των παραδόσεων, ο Αλιβιζάτος είχε ξεκαθαρίσει πως και οι παραδόσεις και κυρίως η εξέταση του μαθήματος θα βασίζονταν σε μια σειρά από «φακέλους υποθέσεων», τους οποίους οι φοιτητές θα ήταν «υποχρεωμένοι» να «αγοράσουν, μία φορά την εβδομάδα ή μία φορά ανά δυο εβδομάδες, ανάλογα με τη ροή του μαθήματος» από ένα «φωτοτυπατζίδικο (sic) κέντρο» στη γωνία των οδών Σκουφά και Ασκληπιού (οι φράσεις σε εισαγωγικά και από μνήμης, δικές του). Κάθε φάκελος ήταν αρκετά ογκώδης, 50-130 σελίδες, ίσως και παραπάνω, και στοίχιζε το μίνιμουμ, 18-20 ευρώ (η… ισχυρή Ελλάδα του Σημίτη και του ΠΑΣΟΚ, με υπουργό Δημόσιας Τάξης και κάποιο φεγγάρι γραμματέα του κόμματος, τον Χρυσοχοΐδη, είχε συμπληρώσει ένα χρόνο στο… ενιαίο νόμισμα), ευρώ τα οποία όφειλαν να καταβάλουν οι περίπου 80-90 φοιτητές του κλιμακίου (τακτικοί στις παραδόσεις ήταν λιγότεροι από τους μισούς), για να παρακολουθούν το μάθημα και για να προετοιμαστούν για τις εξετάσεις.
Κάντε τα μαθηματικά και τους πολλαπλασιασμούς μόνοι σας και αξιολογήστε, επίσης, μόνοι σας αν αυτό αποτελούσε ανώτατη, δωρεάν και δημόσια, παιδεία, που πληρώνουν οι… φορολογούμενοι και… καλοί πολίτες ή εμπόριο σημειώσεων και παραπαιδείας.
Όντως, οι παραδόσεις του μαθήματος βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στο περιεχόμενο των φακέλων, που περιλάμβαναν υποθέσεις και δικαστικές αποφάσεις, τις οποίες είχε χειριστεί κυρίως ο ίδιος ο Αλιβιζάτος ως νομικός εκπρόσωπος και παραστάτης του δημοσίου ενώπιον του ΣτΕ και όχι μόνο.
Δεν θα κάτσω να αναλύσω σήμερα τη… ροή των παραδόσεων, όπου συνέβησαν και διάφορα, σπαρταριστά επεισόδια και σαρδάμ με πρωταγωνιστή κυρίως τον Φορτσάκη, ο οποίος συνήθιζε να αφήνει τον Αλιβιζάτο να μονολογεί σχεδόν ατελείωτα και έπαιρνε τον λόγο μόνο, όταν του τον απηύθυνε ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, με μια φωτεινή έκφραση στο πρόσωπο του, ένα δουλοπρεπές χαμόγελο και την παγιωμένη, προλογική φράση «Όπως τα λέτε, κύριε καθηγητά, έτσι είναι, κύριε καθηγητά, αυτό ακριβώς, κύριε καθηγητά».
Ας πάμε κατευθείαν στην επίμαχη και διδακτική, για τα σημερινά διαδραματιζόμενα, εξέταση.
Οι εξετάσεις ήταν προφορικές και οι φοιτητές προσέρχονταν ανά εξάδες ενώπιον των δυο καθηγητών, σε ένα κτίριο της οδού Ιπποκράτους, όπου βρίσκονταν τα γραφεία των καθηγητών και του τομέα Δημοσίου Δικαίου του Νομικού Τμήματος της Σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών.
Σε μία από αυτές τις εξάδες και σε έναν φοιτητή, τέθηκε, από τον Αλιβιζάτο, το ερώτημα τι θα μπορούσε να συνιστά «κατάφωρη παραβίαση» του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Ας σημειωθεί ότι οι δυο καθηγητές είχαν επιμείνει προκαταρκτικά, πως θα πριμοδοτούσαν «βαθμολογικά», την κριτική σκέψη.
Ο ερωτώμενος φοιτητής ισχυρίστηκε ότι «κατάφωρη παραβίαση» του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, δηλαδή της ελευθερίας των συγκεντρώσεων και των διαδηλώσεων, αποτελεί η «κρατική βία» όταν αυτή ξεσπά επί δικαίων και αδίκων με αφορμή σποραδικά ή μεμονωμένα περιστατικά φθορών, με τη μαζική χρήση, από πλευράς αστυνομίας, δακρυγόνων και χημικών, τα οποία, όχι μόνο δεν απομονώνουν τους δράστες πιθανών αδικημάτων και σίγουρα, δεν τους οδηγούν ενώπιον της δικαιοσύνης, αλλά διαλύουν κατά τα άλλα συμπαγείς και ειρηνικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και αγώνων, παραβιάζοντας το Σύνταγμα – είχαν προηγηθεί και τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ, εκείνον τον χειμώνα, όπου είχαν γίνει, και τότε, διάφορες, αστυνομικές «ομορφιές».
Ακούγοντας την απάντηση, ο Αλιβιζάτος απέκτησε σε χρόνο μηδέν, ένα έντονο κόκκινο χρώμα στο πρόσωπο του και εξερράγη. «Τι είναι αυτά που λέτε!; Η άποψη αυτή δεν στέκει. Δεν είναι ορθή! Το κράτος οφείλει να απαντά, να τερματίζει τις βιαιοπραγίες και να προστατεύει τους φιλήσυχους πολίτες. Τι λέτε και εσείς, κύριε καθηγητά» ρώτησε απευθυνόμενος στον Φορτσάκη. Και εκείνος ζήτησε… πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων (!) από τον φοιτητή : «Μήπως είστε αναρχικός; Αυτά μόνο οι αναρχικοί τα λένε».
Ο φοιτητής αρνήθηκε να απαντήσει στην υποβολιμαία ερώτηση του Φορτσάκη και επέμεινε στην απάντησή του και οι δυο καθηγητές «μετά λύπης» τους, «έκοψαν» τον φοιτητή με ένα «δυστυχώς, επιεικές» 3 – η ανεπιείκεια θα ήταν ίσως το 0 ή το 1…
Γιατί, κατά την έκφραση του Αλιβιζάτου, «το κράτος έχει το τεκμήριο και το μονοπώλιο της βίας, το έχει πει και ο Βέμπερ», συμπληρώνοντας πατερναλιστικά και απευθυνόμενος προς τον φοιτητή, «Να τον διαβάσετε κάποια στιγμή, αν θέλετε να είστε σωστός νομικός και για να σταδιοδρομήσετε στη δικηγορία».
«Περάστε τον Σεπτέμβρη, με περισσότερη μελέτη. Και περισσότερο μυαλό», ολοκλήρωσε το «κόψιμο» ο κύριος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου…
Ο φοιτητής, κάπως, μεγάλωσε, άσπρισαν τα ελάχιστα πια μαλλιά του, πέρασαν και 17 χρόνια από τότε, μυαλό, μάλλον, δεν έβαλε, τουλάχιστον με τα μέτρα του Αλιβιζάτου, και αποφάσισε να μην… σταδιοδρομήσει στη δικηγορία (αν και τον Βέμπερ, τον διάβασε κάποια στιγμή, εξαντλητικά και όχι επειδή τον παρότρυνε ο κύριος καθηγητής).
Και πέρασε από την ίδια εξέταση, λόγω και των παράλληλων με τη φοίτηση, εργασιακών του τότε υποχρεώσεων, έναν χρόνο μετά, όπου ο Αλιβιζάτος τον… θυμήθηκε και τον… καλωσόρισε τρόπον τινά, με ένα ακαριαίο και ειρωνικό : «Α, μάλιστα, εσείς. Καλώς ήρθατε. Για να δούμε πόσο καλά και σωστά θα μας τα πείτε φέτος».
Ο φοιτητής «τα είπε», και… καλά και… σωστά, μιας και το ερώτημα πια, ίσως και για την ελάχιστη αυτοπροστασία του κυρίου καθηγητή από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, αφορούσε τις ανεξάρτητες αρχές (παιχνιδάκι!) και τη συνταγματική τους κατοχύρωση – ο φοιτητής πέρασε με ένα «και ευχαριστημένος να είστε», 6.
Κατά τα άλλα, οι κύριοι καθηγητές θα πριμοδοτούσαν την… κριτική σκέψη…
Αν επομένως, σήμερα, ορισμένοι δημοσιογράφοι και δημοσιολόγοι αναρωτιούνται πού έχει χαθεί η διερευνητική επιτροπή για την καταπολέμηση της αστυνομικής βίας, έπειτα από τα όργια στη Λέσβο και τη Χίο, και αν τα μέλη της, με πρώτον τον επικεφαλής της, ομότιμο πια καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Νίκο Αλιβιζάτο, θυμήθηκαν τα τρία πιθηκάκια από την ινδική μυθολογία – δεν είδα, δεν άκουσα, δεν είπα – ή τις στρουθοκαμήλους στην Αφρική, που χώνουν το κεφάλι τους στο έδαφος μπροστά στα γεγονότα και τον κίνδυνο, ας ξαναδιαβάσουν την παραπάνω, πολύ διδακτική ιστορία.
Θα καταλάβουν πολλά, έτσι ώστε να μην πέφτουν, κάθε φορά, από τα σύννεφα, με την τάχα και δήθεν «προοδευτική, κεντροαριστερή, εκσυγχρονιστική» πτέρυγα του αστικού, πολιτικού, οικονομικού και καθηγητικού κατεστημένου, είτε αυτή έχει βρει στέγη στη ΝΔ είτε στον ΣΥΡΙΖΑ.