Tο κύριο άρθρο του αριστερού ριζοσπαστικού περιοδικού «Contretemps» (20 Μάρτη).
Με το χτύπημα του (ΣτΜ: διατάγματος) 49.3, φτάσαμε στη στιγμή της αλήθειας για την ταξική μάχη που ξεκίνησε 2 μήνες πριν. Την στιγμή που αποκαλύπτει το βαθύτερο νόημα (ΣτΜ: αυτής της μάχης) και θα κρίνει την έκβασή της.
Όσον αφορά την κυβέρνηση, τα πράγματα είναι απλά: Αυτή η πράξη επιβολής, σημάδι μιας νέας κατασταλτικής κλιμάκωσης, αποκαλύπτει την απομόνωσή της. Η μεταρρύθμισή της ήρθε άμεσα αντιμέτωπη με μια μαζική λαϊκή απόρριψη. Παρά τις μικροσυμφωνίες με την παραδοσιακή Δεξιά, η οποία βρίσκεται και η ίδια σε διαδικασία αποσύνθεσης, βρέθηκε σε θέση μειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση. Ο Μακρόν έχει κάνει αυτήν τη μεταρρύθμιση κεντρικό άξονα της δεύτερης θητείας του, ως την αδιάψευστη απόδειξη του νεοφιλελεύθερου ριζοσπαστισμού του και της αποφασιστικότητάς του να τσακίσει την αντίσταση ενός λαού που γνωρίζει ότι είναι «ανθεκτικός». Εξελίχθηκε σε συντριπτική απόδειξη του δομικά μειοψηφικού χαρακτήρα του κοινωνικού μπλοκ του οποίου ο ίδιος αποτελεί την τέλεια ενσάρκωση, υιοθετώντας τον ρόλο του ξεδιάντροπου υπαλλήλου μιας αστικής τάξης αχαλίνωτης, μεθυσμένης από διάθεση εκδίκησης ενάντια στις παραχωρήσεις στις οποίες υποχρεώθηκε στο παρελθόν, ως άξια απόγονος των Βερσαλλιών και της Επιτροπής Χυτηρίων (ΣτΜ: διαβόητα αντεργατικός και «παρεμβατικός» οργανισμός των ιδιοκτητών εργοστασίων χάλυβα και σιδήρου από το 1864 ως το 1940].
Αλλά αυτή η πράξη επιβολής είναι επίσης η στιγμή της αλήθειας και για τον πραγματικό αντίπαλο (ΣτΜ: της κυβέρνησης), το μαζικό κίνημα του συνδικαλιστικού κινήματος και της πολιτικής Αριστεράς. Αυτό έχει αναμφίβολα καταγράψει επιτυχίες: Υψηλά ρεκόρ στο μέγεθος των διαδηλώσεων, ένα πανεθνικό εδαφικό «ρίζωμα» που μάλλον δεν έχουμε ξαναδεί εδώ και μισό αιώνα, επίμονος χαρακτήρας, ενωτικό πνεύμα. Παρουσιάστηκε πλατιά ο συντριπτικά πλειοψηφικός χαρακτήρας της απόρριψης της μεταρρύθμισης. Στράφηκαν στο δρόμο της συλλογικής δράσης σημαντικά τμήματα της κοινωνίας, πέρα από τη συνηθισμένη «περίμετρο» της Αριστεράς και των συνδικάτων. Η κινητοποίηση στο δρόμο διαπέρασε τα και εκφράστηκε στα κοινοβουλευτικά σώματα, κάτι που επέτρεψε να κερδηθεί χρόνος, να αναπτυχθούν περαιτέρω τα επιχειρήματα και να αποκτήσει επιπλέον ορατότητα η λαϊκή αντίσταση.
Δημιουργήθηκε έτσι ένας συσχετισμός δύναμης ο οποίος είχε αντίκτυπο ακόμα και μέσα στις γραμμές της αστικής Δεξιάς. Στριμωγμένη στη γωνία, η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή παρά να καταφύγει στο τελικό όπλο που της προσφέρει ένα σύνταγμα απολύτως σχεδιασμένο με σκοπό να φιμώνει τα μέσα έκφρασης της λαϊκής θέλησης, ακόμα και στις διαδικασίες για τις οποίες κάποτε υπερηφανεύονταν οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
Αυτή η αυταρχική ορμητική φυγή προς τα μπρος είναι γεμάτη κινδύνους.
Καταρχήν, φέρνει το κοινωνικό κίνημα με την πλάτη στον τοίχο. Ενώ ισχύει ότι το κίνημα κατάφερε να αποδείξει την πλειοψηφική του νομιμοποίηση, έχει επίσης αποδειχθεί ανίκανο να καταφέρει την απόσυρση μιας μεταρρύθμισης που απορρίπτεται συντριπτικά. Η -καθορισμένη από την CFDT- στρατηγική της άσκησης πίεσης στην κυβέρνηση και το κοινοβούλιο έδειξε τα όριά της: το δημοκρατικό επιχείρημα είναι ανίσχυρο απέναντι σε μία βίαιη και αποφασισμένη εξουσία. Το ζήτημα της χρονικότητας αποκτά εδώ μια στρατηγική αξία.
Ενώ αναγνωρίζουμε την κρίσιμη σημασία της συντήρησης ενός ενωτικού πλαισίου (ΣτΜ: μεταξύ των μετριοπαθών και των μαχητικών συνομοσπονδιών), μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι η απόφαση του διασυνδικαλιστικού συντονισμού να συμβαδίζει με το κοινοβουλευτικό χρονοδιάγραμμα έβαλε εμπόδια στη «συγκέντρωση δύναμης», που αποτελεί ένα αποφασιστικό χαρακτηριστικό κάθε νικηφόρου κινήματος.
Για παράδειγμα, ήταν αναμφίβολα αναγκαίο να δοθεί, τουλάχιστον στην αρχή, προτεραιότητα στις μαζικές διαδηλώσεις, αλλά γιατί έπρεπε να οριστεί μια καθυστέρηση 12 ημερών ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη μέρα κινητοποίησης το Γενάρη; Όταν ανακοινώθηκε η ενεργοποίηση του 49.3, της απόλυτης «κόκκινης γραμμής» ακόμα και για τις πιο «υπεύθυνες» δυνάμεις του διασυνδικαλιστικού συντονισμού, και καθώς, απολύτως αναμενόμενα, η οργή πλημμύριζε τη χώρα, ήταν ανάγκη να οριστεί η επόμενη μέρα δράσης μια βδομάδα αργότερα;
Η εμπειρία του κινήματος του 2010, ενάντια στην προηγούμενη συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση, απέδειξε ότι στη νεοφιλελεύθερη εποχή, οι πολλαπλές μεμονωμένες «μέρες δράσης» [ΣτΜ: 24ωρες γενικές απεργίες], όσο πετυχημένες κι αν είναι με όρους συμμετοχής, δεν αρκούν για να υποχρεώσουν μια κυβέρνηση να υποχωρήσει. Για έναν τέτοιο στόχο απαιτούνται περισσότερα, και συγκεκριμένα η παρατεταμένη απεργιακή δράση που θα μπορεί πραγματικά να οδηγήσει μια χώρα σε παράλυση.
Ωστόσο πρέπει να παραμείνουμε διαυγείς: σε μια συνθήκη αποδυνάμωσης του εργατικού κινήματος, αποκέντρωσης της παραγωγικής δραστηριότητας και ισχυρών περιορισμών σε έναν σε μεγάλο βαθμό εξατομικευμένο κόσμο της εργασίας, μια τέτοια δράση είναι δύσκολη, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα. Ενώ και ο ίδιος ο δημόσιος τομέας έχει δει την «περίμετρό» του να συρρικνώνεται και τη συνεκτικότητά του να εξαρθρώνεται λόγω της ιδιωτικοποίησης, της αναδιάρθρωσης και του «ανοίγματος στον ανταγωνισμό».
Η δύναμή του να μπλοκάρει οικονομικές δραστηριότητες δεν είναι πλέον η ίδια, όπως και το βάρος του συνδικαλισμού στο εσωτερικό του. Είναι αυταπάτη να νομίζουμε ότι ένα απλό κάλεσμα για «γενική απεργία» [ΣτΜ: με τη γαλλική έννοια του όρου, που υπονοεί πλατιά συμμετοχή και παρατεταμένη διάρκεια) και «αποφασιστικότητα» αρκεί ως θεμέλιο στρατηγικής, και είναι μάταιο να φωνάζουμε «προδοσία» αν δεν συμβαίνει αυτό. Στους καλύτερα οργανωμένους κλάδους, οι πρόσφατες εμπειρίες επαναλαμβανόμενων απεργιών που κράτησαν σε μεγάλη διάρκεια αλλά δεν νίκησαν, έχουν αφήσει πικρές μνήμες σχετικής απομόνωσης και βαριάς οικονομικής αιμορραγίας. Ούτε η «απεργία βατραχάκι» (ΣτΜ: με τα «πηδηματάκια» από την μία 24ωρη γενική απεργία στην επόμενη), ούτε η «απεργία δι’ αντιπροσώπου» (ΣτΜ: όπου ένας ή περισσότεροι κλάδοι αναλαμβάνουν «πληρεξούσια εντολή» να αγωνιστούν εκ μέρους μιας ευρύτερης πλειοψηφίας που υποστηρίζει το επίδικο του αγώνα αλλά δεν κινητοποιείται) είναι νικηφόρες επιλογές.
Καταφεύγοντας στο 49.3, ο υπολογισμός της κυβέρνησης είναι απολύτως κυνικός: Αφού αρχικά πόνταρε στην κόπωση και την εξάντληση της κινητοποίησης του διασυνδικαλιστικού συντονισμού, σήμερα ποντάρει σε ένα συνδυασμό πολιτικής «τετελεσμένων γεγονότων» και μιας δοκιμασίας δύναμης με μια αντίδραση «από τα κάτω», αναμφίβολα εκρηκτική, αλλά προορισμένη να κατακερματιστεί. Η εκτίμησή τους είναι ότι η «υπεύθυνη» πτέρυγα θα αναζητήσει μια «ομαλή» έξοδο, ενώ η πιο ριζοσπαστική θα βρεθεί εγκλωβισμένη στη λογική μειοψηφικών δράσεων. Και τότε θα αντιμετωπιστεί όπως πρέπει, δηλαδή με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν τα Κίτρινα Γιλέκα.
Αυτός ο υπολογισμός ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Ο λιγότερο σοβαρός, για την κυβέρνηση, είναι οι προτάσεις μομφής στη Βουλή. Η επιτυχία τους εξαρτάται από την υποστήριξη των μισών περίπου βουλευτών των δεξιών Ρεπουμπλικάνων, ένα εξαιρετικά απίθανο σενάριο στο οποίο θα ήταν απολύτως ανεύθυνο να επενδύσει η λαϊκή αντίσταση. Περισσότερο από ποτέ, το κέντρο βάρους της μάχης βρίσκεται στη μαζική δράση.
Ο άλλος κίνδυνος είναι, στην πραγματικότητα, τόσο αναμενόμενος από την κυβέρνηση που γίνεται σχεδόν δηλωμένος στόχος της. Η προσδοκώμενη ανικανότητα του κοινωνικού κινήματος και της Αριστεράς να σταματήσει μια μαζικά αποδοκιμασμένη «μεταρρύθμιση», θα φέρει την ακροδεξιά σε πλεονεκτική θέση να καλύψει το κενό. Παραμονεύοντας σε ενέδρα από την αρχή αυτής της μάχης, το RN γνωρίζει ότι ο εκρηκτικός συνδυασμός της κοινωνικής απόγνωσης και μιας αποτυχίας της συλλογικής δράσης μπορεί να του δώσει την ώθηση που χρειάζεται για να έρθει στην εξουσία.
Αυτό επιβεβαιώνει για ακόμα μια φορά, στην κλίμακα μιας μείζονος κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, την αντικειμενική συμπαιγνία του Μακρονισμού και του Λεπενισμού. Ο ένας χρειάζεται τον άλλο για να συγκροτηθεί ένα πολιτικό τοπίο το οποίο επιτρέπει στον ένα, ως εκφραστής ενός μειοψηφικού αστικού μπλοκ, να κερδίζει τελικά στην κάλπη, και στον άλλο, ως παραπλανητικά εκφραστής της λαϊκής οργής, να παρουσιάζεται ως η μόνη αντιπολίτευση που μπορεί να τον νικήσει.
Μόνο που αυτήν τη φορά, ακούγονται φωνές, ακόμα και μέσα από το αστικό μπλοκ, που λένε ότι στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, αυτός ο εκβιασμός δεν θα λειτουργήσει πλέον. Ένας Μακρονισμός που θα βγει ασφαλώς πληγωμένος αλλά, τελικά, «νικηφόρος» απέναντι στην κοινωνική κινητοποίηση αποτελεί τη βασιλική οδό για μια μελλοντική νίκη της ακροδεξιάς. Μια τέτοια προοπτική, αν και δεν ενθουσιάζει τις κυρίαρχες μερίδες της αστικής τάξης, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση και να τις ανησυχήσει. Σε αυτό το σενάριο, η Ιταλία της Μελόνι προαναγγέλει το μέλλον της Γαλλίας μετά τον Μακρόν.
Ο άλλος κίνδυνος, ή ακριβέστερα, ο μοναδικός πραγματικός κίνδυνος για τους εμπνευστές του, είναι να δουν αυτόν τον υπολογισμό να ανατρέπεται από τα ίδια του τα αποτελέσματα. Γιατί αυτή η βίαιη επιβολή, εκ μέρους μιας μειοψηφικής εξουσίας, έδωσε νέα ώθηση σε μια κινητοποίηση η οποία δυσκολευόταν να βρει το βηματισμό της. Σε ολόκληρη τη χώρα, πολλαπλασιάζονται δράσεις οι οποίες υποδηλώνουν το πέρασμα σε μια νέα φάση: αυθόρμητες συγκεντρώσεις, ανάκαμψη και σκλήρυνση της στάσης των κλάδων που βρίσκονταν ήδη σε επαναλαμβανόμενες απεργίες, δραστηριοποίηση και νέων κλάδων, πολύμορφες δράσης αποκλεισμών, συγκρουσιακή εξέλιξη κάποιων διαδηλώσεων. Η διεύρυνση του πεδίου της πάλης είναι εδώ.
Και σε αυτό ακριβώς βρίσκεται η ελπίδα για νίκη: σε μια νέα διαμόρφωση της λαϊκής κινητοποίησης, στο ύψος της πρόκλησης που της έθεσε αυτή η κυνική και βίαιη εξουσία. Μια κινητοποίηση ικανή, αυτή τη φορά στα αλήθεια, να ανέβει επίπεδο, συνδυάζοντας όλες τις μορφές δράσης που επιτρέπουν στη λαϊκή δύναμη να εκφραστεί και να παρατάξει την ισχύ της. «Κλασσικές» ή όχι, «ριζοσπαστικές» ή «υπεύθυνες», τοπικές ή συντονισμένες πανεθνικά γύρω από κάποιους (αναγκαίους) «σταθμούς», το ζήτημα είναι να αποδειχθεί η αλληλο-συμπληρωματικότητά τους, ενώ θα διατηρείται ο ενωτικός και μαζικός χαρακτήρας της συνολικότερης κινητοποίησης, που ήταν και η δύναμή της μέχρι τώρα.
Το ιστορικό προηγούμενο του CPE (ΣτΜ: μεγάλη νικηφόρα μάχη ενάντια στο Σύμφωνο Πρώτης Απασχόλησης των νέων εργαζόμενων το 2006) δείχνει ότι είναι εφικτό να πετύχουμε την απόσυρση ενός νόμου ακόμα και μετά την κοινοβουλευτική του επικύρωση. Αλλά η σημερινή πρόκληση είναι διαφορετικού μεγέθους. Για να μπορέσει το κίνημα να ανταποκριθεί στο καθήκον του, προϋποθέτει το μετασχηματισμό του μέσω μιας διπλής διεύρυνσης: Του ρεπερτορίου των δράσεών του και των στόχων του. Μόνο μια κοινωνική δημοκρατική εξέγερση μπορεί να απαντήσει στην πρόκληση της εξουσίας. Η απόσυρση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης παραμένει το κεντρικό ζήτημα, και είναι προφανές ότι η νίκη σε αυτόν το στόχο θα κλονίσει ανεπανόρθωτο τη σημερινή κυβέρνηση. Αλλά το επίδικο που τίθεται είναι να δοθεί ένα τέλος στον Μακρόν και στον κόσμο του. Το ερώτημα αυτό δεν είναι άλλο από αυτό μιας πολιτικής εναλλακτικής λύσης που να αξίζει το όνομά της.
Η κοινωνική δημοκρατική εξέγερση και εναλλακτική είναι πλέον το θέμα στην ημερήσια διάταξη.
Εικόνα: Joseph Beuame - Επίθεση στο Hôtel de Ville στο Παρίσι, 28 Ιουλίου 1830 / Wikimedia Commons