Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη έδωσε την αφορμή για ένα κύμα ακραίας υποκρισίας.
Ο κόσμος των «από πάνω» έσπευσε να δείξει ότι υποκλίνεται απέναντι σε ένα μεγάλο καλλιτέχνη που, όμως, έγινε μεγάλος γιατί το έργο του ταυτίστηκε με τον κόσμο των «από κάτω». Και μάλιστα σε μια παρατεταμένη χρονική περίοδο, όπου αυτές οι δύο «συνιστώσες» της Ρωμιοσύνης βρέθηκαν σε ακραία και ανειρήνευτη σύγκρουση.
Στη ζωή, στις απόψεις, στη δράση του Μίκη, υπάρχουν αντιφάσεις που επιτρέπουν αυτή την απόπειρα οικειοποίησης. Χωρίς, όμως, μεγάλες ελπίδες επιτυχίας.
Όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Μίκης, προσεγγίζοντας το τέλος, φρόντισε να δηλώσει ότι επιστρέφει στα «Μεγάλα μεγέθη», ότι θέλει να πεθάνει σαν κομμουνιστής. Κυρίως γιατί τα τραγούδια του ζυμώθηκαν σε υπέρτατο βαθμό με τους αγώνες των αριστερών ανθρώπων, με τους μεγάλους ξεσηκωμούς της εργατικής τάξης και των φτωχών.
Γι’ αυτό τα τραγούδια του Μίκη επιβίωσαν μέχρι σήμερα, γι’ αυτό θα συνεχίσουν να συγκλονίζουν, ιδιαίτερα σε στιγμές ανάτασης του κινήματος.
1. Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα…
Ο Μίκης βρήκε τη θέση του στους μεγάλους αγώνες του καιρού του. Από τη μεταξική ΕΟΝ, πέρασε στην Αριστερά, στην Αντίσταση, στο Δεκέμβρη. Πλήρωσε το αντίτιμο που του αντιστοιχούσε σε φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια.
Πήρε ακόμα πιο ενεργό μέρος στην επόμενη μεγάλη μάχη. Στην ανασύνταξη του κινήματος και της Αριστεράς από τη μεγάλη ήττα στον Εμφύλιο. Στα μεγάλα χρόνια του ’60, ο Μίκης συμμετέχει από την πρώτη γραμμή ευθύνης, κάνοντας ταυτόχρονα κάποια βήματα αυτονόμησης από την κυρίαρχη κομματικότητα της εποχής. Αγκαλιάζοντας το μπουζούκι και τους δρόμους του ρεμπέτικου, δεν έβγαινε μόνο από έναν γυάλινο πύργο μιας «τέχνης για την τέχνη», αλλά συγκρουόταν και με έναν κομματικό καθωσπρεπισμό που όλα αυτά τα θεωρούσε περιφρονητικά ως εκδηλώσεις «εκφυλισμού» της εργατικής κουλτούρας.
Πολλοί σήμερα σημειώνουν ότι ο Μίκης κατόρθωσε να βάλει τη «Μεγάλη Τέχνη» στους κύκλους των απλών ανθρώπων. Πιστεύω το αντίστροφο: η τέχνη του Μίκη απογειώθηκε, έγινε Μεγάλη Τέχνη, γιατί επιδίωκε και πέτυχε να συγχωνευτεί με την κίνηση και τη δράση των απλών ανθρώπων. Γιατί, τελικά, μικρή σημασία είχε το τι περίπου ήθελε να πει ο Σεφέρης και ο Ελύτης που τους στίχους τους μελοποίησε ο Μίκης, και πολύ μεγάλη σημασία έχει το τι εννοούσαν τα δόντια των οικοδόμων και των νέων στους δρόμους της φωτιάς της Αθήνας του Ιούλη του ’65, που κραύγασαν αυτούς τους στίχους.
Σε αυτή την περίοδο, η Ρωμιοσύνη του Μίκη γίνεται σύμβολο της σύγκρουσης με την άλλη… ρωμιοσύνη, της Ελλάδας των Ελλήνων Χριστιανών, που ήταν πολύ πλατύτερη από τους χουνταίους, που ήδη βρίσκονταν σε πυρετώδεις προετοιμασίες. Ο χαρακτήρας αυτής της σύγκρουσης δεν έγινε κατανοητός από τις ηγεσίες της μαζικής πολιτικής Αριστεράς, που συνέχιζε να αναζητεί δρόμους συνεννόησης και συμβιβασμού, την ώρα που οι «άλλοι» ετοίμαζαν τη στρατιωτική δικτατορία.
Η 21 Απρίλη του ’67 ήταν μια αδικαιολόγητη ήττα του κόσμου του κινήματος, που είχε κάνει τη μουσική του Μίκη μεγάλη, και εκτόξευσε τον ίδιο σε έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο.
Την επόμενη μέρα (κυριολεκτικά) της δικτατορίας, ένας περιορισμένος κύκλος στελεχών αποφάσιζε να ξεκινήσει την αντίσταση άμεση, χωρίς να περιμένει την «ανασυγκρότηση των κομματικών δυνάμεων» που επέλεγαν οι πιο φρόνιμοι. Η συμμετοχή του Μίκη ήταν πρωταγωνιστική. Αν δεν μιλήσουν οι τελευταίοι εν ζωή αυτού του ηρωικού κύκλου ανθρώπων, δεν θα μάθουμε ποτέ αν η ορμή του Μίκη περιοριζόταν σε ένα κάλεσμα για «εδώ και τώρα» αντίσταση ή επεκτεινόταν σε προτάσεις για παραμερισμό όλων των υπευθύνων της ήττας, συμπεριλαμβανομένων δομών και στελεχών της Αριστεράς.
Ο κύκλος αυτός χτυπήθηκε βάναυσα από την καταστολή. Όμως άνοιξε δρόμους που, γρήγορα ή αργότερα, ακολούθησαν άλλοι, πολλοί και διαφορετικοί.
Αυτή η απόφαση για αντίσταση σημάδεψε τον επόμενο κύκλο των τραγουδιών του Μίκη, που εξέφρασαν είτε τη μελαγχολία της πρώτης απομονωμένης περιόδου, είτε την ορμητική αποφασιστικότητα της προσμονής για μαζικοποίηση της αντίστασης. Η μουσική του Μίκη πήρε διεθνή διάσταση, συνοδεύοντας όλες τις εκδηλώσεις αλληλεγγύης στην πάλη για την ανατροπή της χούντας στην Ελλάδα. Κι εδώ η αντίφαση είναι παρούσα. Γιατί ο Μίκης έδωσε τη μουσική του στον Αραφάτ, για να φτιαχτεί ο ύμνος της Παλαιστίνης. Αλλά έδωσε τη μουσική του και στον Μιτεράν, για να συνοδεύσει την προεκλογική καμπάνια της νίκης του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Γαλλία.
2. Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά, που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;
Στο κέντρο των αντιφάσεων της μαζικής ρεφορμιστικής Αριστεράς, αλλά και το Μίκη, βρίσκεται η πεποίθηση ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, ή έστω να βελτιώσουμε τη ζωή των απλών ανθρώπων, δια μέσου της πολιτικής εθνικής ενότητας. Προσπαθώντας να κατοχυρώσουν ως αποδεκτή –και σταδιακά ως ηγεμονική– την Αριστερά μέσα στο φάσμα των εθνικών δυνάμεων, καταλήγουν να μεταφέρουν την πολιτική επιρροή των εθνικών δυνάμεων μέσα στην Αριστερά.
Αυτήν τη τάση εξέφρασε σε υπερθετικό βαθμό ο Μίκης –ξεπερνώντας και τον ξεδιάντροπο Κύρκο και τον πιο προσεκτικό Χαρίλαο Φλωράκη– στη μεταδικτατορική περίοδο. Δεν έχει σημασία η συζήτηση για την πατρότητα του διλλήματος «Καραμανλής ή τανκς;». Σημασία έχει ότι ο Μίκης το αποδέχθηκε πλήρως και επιτέθηκε βίαια σε ριζοσπαστικούς αγώνες της περιόδου της Μεταπολίτευσης, κάνοντας λόγο για «αριστεροχουντικούς». Ήρθε έτσι σε ρήξη με την παράδοση που είχε χτίσει στα ’60, που τον έφερνε σε θέση αλληλεγγύης με «τους νέους που τους έλεγαν αλήτες».
Κατά το άθλιο 1989, ξεχείλωσε το συμβιβασμό του Κύρκου και του Φλωράκη, εκλέχτηκε βουλευτής της ΝΔ και έγινε υπουργός του Μητσοτάκη. Αναζητώντας «εθνικό» ακροατήριο έφτασε να δεχτεί να είναι ο ομιλητής στο συλλαλητήριο των «μακεδονομάχων» το 2018. Υπήρξαν ασφαλώς αναλαμπές, όπως η αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική στάση του στην εποχή του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία.
Όμως το γυαλί είχε ραγίσει. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίοδο αυτή ο μουσικός Μίκης δεν κατορθώνει να δώσει έργα που να μπορούν να σταθούν δίπλα στα κορυφαία του ’60.
Όμως αυτά δεν ήταν λίγα. Ο Μίκης κατόρθωσε να ταυτιστεί με κάποια κορυφαία γεγονότα της ταξικής πάλης και της Αριστεράς στην Ελλάδα. Στις στιγμές της ήττας και των δυσκολιών μας, όλο και κάποιος ανάμεσά μας θα σιγοτραγουδήσει κάποιο από τα τραγούδια του. Και στις στιγμές της αντεπίθεσής μας, χιλιάδες και χιλιάδες θα «κραυγάσουν» ξανά τους ρυθμούς και τις μελωδίες που έγραψε παλιότερα, μαζί με τους «ξυπόλητους» του ’60 και του ’70.