Το ΕΣΥ του Ομπάμα, η στρατηγική της Δεξιάς και η συναίνεση στη λιτότητα
(φωτό από διαδήλωση του Tea Party)
Από τα μεσάνυκτα της 1ης Οκτώβρη, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έπαψε να λειτουργεί λόγω διακοπής χρηματοδότησης. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που δεν κρίνονται «ζωτικής σημασίας» έχουν βγει σε υποχρεωτική άδεια και οι αντίστοιχες κρατικές υπηρεσίες υπολειτουργούν. Στην κατηγορία «όχι ζωτικής σημασίας» περιλαμβάνονται υπηρεσίες όπως η διανομή κουπονιών τροφίμων στους φτωχούς και οι διατροφικοί έλεγχοι.
Ποια είναι η αιτία; Η ακραία δεξιά πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων (το γνωστό Tea Party) καθοδηγεί το κόμμα της σε ένα σαμποτάζ της διαδικασίας ψήφισης του προϋπολογισμού, ζητώντας ως «αντάλλαγμα» την κατάργηση του Νόμου για Προσιτή Περίθαλψη (Affordable Care Act, ACA), δηλαδή τη μεταρρύθμιση του αμερικανικού ΕΣΥ γνωστή και ως «Obamacare» η οποία ψηφίστηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο πριν από τρία χρόνια!
Για μια μάχη που έχει χαθεί για τη Δεξιά εδώ και τρία χρόνια λοιπόν, οι ΗΠΑ οδηγήθηκαν για πρώτη φορά από το 1996 στο «κλείσιμο» της κυβέρνησης, ενώ βαδίζουν σε ένα ακόμα μεγαλύτερο «χείλος γκρεμού»: Στα μέσα Οκτώβρη θα πρέπει το Κογκρέσο να εγκρίνει την αύξηση του «ταβανιού χρέους». Πρόκειται για το όριο χρέους που επιτρέπει στον εαυτό του το αμερικανικό Δημόσιο, πέρα από το οποίο το κράτος υποχρεώνεται σε χρεοκοπία. Μπροστά στην μη αύξηση του «ταβανιού», το κλείσιμο της κυβέρνησης είναι απλός περίπατος, καθώς μια αμερικανική χρεοκοπία θα έχει ανυπολόγιστες αλλά σίγουρα καταστροφικές συνέπειες στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία να μην αυξηθεί αυτό το όριο, όταν χρειάζεται.
Με δεδομένο πως κανείς δεν θέλει την αμερικανική κυβέρνηση «κλειστή» επ’ άπειρον, κάποια στιγμή θα υπάρξει συμφωνία. Και με δεδομένο πως -πολύ περισσότερο- κανείς δεν επιθυμεί μια αμερικανική χρεοκοπία, ο σκόπελος του «ταβανιού χρέους» λογικά θα αποφευχθεί. Αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι σε όλη τη διάρκεια του Οκτώβρη, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό θα συνεχιστούν οι διαμάχες και οι εκβιασμοί με φόντο το «πότε θα επαναλειτουργήσει η κυβέρνηση» και «αν θα αποφευχθεί η χρεοκοπία».
Η διακομματική συναίνεση επί Ομπάμα
Μετά την πρώτη εκλογή Ομπάμα και μέχρι σήμερα, όλες οι νομοθετικές μάχες πάνε ως εξής:
Οι Ρεπουμπλικάνοι ξεκινούν από μια ακραία δεξιά θέση και οι Δημοκρατικοί προσφέρονται να τους συναντήσουν «στη μέση». Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν διαπραγματεύονται και οι Δημοκρατικοί προσφέρονται να τους συναντήσουν «στα 2/3» κ.ο.κ. μέχρι που η τελική συμφωνία απέχει ελάχιστα από την αρχική θέση των Ρεπουμπλικάνων. Με δεδομένο ότι πολλές φορές οι Δημοκρατικοί ξεκινάνε τη διαπραγμάτευση βρισκόμενοι ήδη στο «κέντρο», είναι σαφές ότι αυτό που ονομάζεται «διακομματική συναίνεση» είναι μια μετατόπιση και των δύο κομμάτων προς τα δεξιά, που παρασέρνει όλη την πολιτική σκηνή. Αυτή είναι η πιο δυσάρεστη εξέλιξη στις ΗΠΑ επί Ομπάμα: Πολιτικές που κανονικά θα αποτελούσαν πρόκληση για τον «προοδευτικό χώρο» (που κινείται παραδοσιακά στις παρυφές των Δημοκρατικών), μετατρέπονται σε «σημαία» την οποία πρέπει να υπερασπιστούν «απέναντι στην επιθετική Δεξιά».
Πρόκειται για ένα λάθος που έχει πάρει διεθνείς διαστάσεις, καθώς απέναντι στην ακραία νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα ή την 100% λιτότητα που πρεσβεύει το Βερολίνο, ο –τάχα– «άλλος δρόμος» του Ομπάμα αντιμετωπίζεται με φιλικότητα από μερίδες της Αριστεράς.
Το ΕΣΥ του Ομπάμα
Έχοντας αυτά υπόψη, μπορούμε να εξηγήσουμε και τις σημερινές διαμάχες. Πρώτα, όσον αφορά τον ίδιο τον ACA, που παρουσιάζεται ως «μεγάλη μεταρρύθμιση» και που το μίσος του Tea Party εναντίον του διευκολύνει αυτήν τη διαφήμιση.
Ο ACA είναι κλασικό παράδειγμα αποτελέσματος της διελκυστίνδας που περιγράψαμε. Από τη μια, το σύμπλεγμα φαρμακοβιομηχανιών-ασφαλιστικών εταιρειών-ιδιωτικής υγείας χρησιμοποίησε ως μέσο πίεσης τους Ρεπουμπλικάνους, που παραδοσιακά κηρύσσουν «πόλεμο» ενάντια σε κάθε μεταρρύθμιση του ΕΣΥ. Από την άλλη, συνομιλούσε με τους Δημοκρατικούς με στόχο η μεταρρύθμιση να «ξεδοντιαστεί» και να πάρει τελικά μια μορφή που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους.
Έτσι προέκυψε μια νομοθεσία που συνδυάζει κάποιες λίγες θετικές προβλέψεις, όπως η επέκταση του συστήματος Medicaid και κάποιες στοιχειώδεις ρυθμίσεις στις χειρότερες πρακτικές των ασφαλιστικών, με πολλές αρνητικές προβλέψεις –κυρίως την ατομική «εντολή», η οποία υποχρεώνει όσους δεν έχουν ασφάλιση, να αγοράσουν τα σκάρτα προϊόντα των ιδιωτικών ασφαλιστικών. Πρόκειται για μια νομοθεσία που απέχει πολύ από τις αρχικές προσδοκίες της βάσης του Ομπάμα για μια καθολική, οικονομικά προσιτή, καλής ποιότητας περίθαλψη με οικονομικό εγγυητή την κυβέρνηση.
Τι συμβαίνει με τους Ρεπουμπλικάνους;
Αν πρόκειται για έναν τέτοιο νόμο, είναι εύλογο το ερώτημα που προκύπτει από τη σημερινή κρίση που έχει προκαλέσει η Δεξιά. Μήπως τρελάθηκαν οι Ρεπουμπλικάνοι;
Η πλειοψηφία της αμερικανικής κοινής γνώμης είναι εναντίον τους. Σε έρευνα για το CNN, 7 στους 10 (δηλαδή και σοβαρό τμήμα των ψηφοφόρων τους) δήλωσε πως οι δεξιοί βουλευτές φέρονται σαν «κακομαθημένα παιδιά» κι όχι σαν «υπεύθυνοι ενήλικοι». Τα διεθνή ΜΜΕ είναι εναντίον τους. Τους θεωρούν παρανοϊκούς που απειλούν με οικονομική καταστροφή τη διεθνή οικονομία. Ακόμα και η αμερικανική άρχουσα τάξη παίρνει αποστάσεις απέναντί τους. Το παιχνίδι «ποιος θα κιοτέψει πρώτος» γύρω από το ενδεχόμενο χρεοκοπίας και η σκληρή γραμμή στο ζήτημα του ACA και του προϋπολογισμού δεν αρέσουν ιδιαίτερα στην «Επιχειρηματική Αμερική».
Η εξήγηση για τη στάση τους είναι διπλή: Αφενός, είναι αλήθεια πως το ρεπουμπλικάνικο κόμμα έχει αυτοεγκλωβιστεί σε μια στρατηγική που του δημιουργεί προβλήματα. Οι τρελοί του Tea Party έχουν πάρει το πάνω χέρι, και μάλιστα περηφανεύονται δημόσια που «παρέκαμψαν» επιτυχώς την επίσημη ηγεσία στην τρέχουσα διαμάχη. Η ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων δημιούργησε ένα τέρας: Καθώς πρόκειται για εκατομμυριούχους, κλεισμένους μέσα στη Wall Street, πάντοτε χρειάζονταν τρόπους να κινητοποιούν τη λαϊκή τους βάση. Παλιότερα ήταν η Χριστιανική Δεξιά γύρω από τα κοινωνικά ζητήματα, τώρα είναι το Tea Party ενάντια στον «κομουνιστή δικτάτορα» Ομπάμα. Αλλά δυσκολεύονται πλέον να ελέγξουν το τέρας: Οι δυνάμεις του Tea Party δείχνουν να ξεφεύγουν απ’ το χαλινάρι, απειλώντας όποιον Ρεπουμπλικάνο κρίνουν «ένοχο επιθυμίας συμβιβασμού με τον Ομπάμα». Η σκληρή γραμμή αποδείχθηκε χρήσιμη για τη συσπείρωση της παραδοσιακής δεξιάς βάσης, αλλά αποξενώνει όλους τους άλλους, και πλέον βλάπτει ακόμα και τη φερεγγυότητα του κόμματος ως «υπεύθυνο, καπιταλιστικό κόμμα».
Όμως αφετέρου, οι Ρεπουμπλικάνοι δεν δείχνουν διάθεση να αλλάξουν ρότα, ελλείψει καλύτερης στρατηγικής. Αν μη τι άλλο, η «σκληρή γραμμή» έχει δείξει ότι αποδίδει, όσον αφορά τουλάχιστον τις υποχωρήσεις τις οποίες επιβάλει στους Δημοκρατικούς. Στην προκειμένη περίπτωση, ο στόχος της ακύρωσης του Obamacare δεν θα επιτευχθεί με τίποτα (είναι η «εμβληματική» νομοθετική νίκη της θητείας Ομπάμα), αλλά δεν αποκλείεται οι πάντα πρόθυμοι για συμβιβασμούς Δημοκρατικοί να δεχτούν ένα επιπλέον «ξεδόντιασμά» του. Όσο οι «σκληροί» κατακτούν τέτοιες επιτυχίες για λογαριασμό των καπιταλιστών, μπορούν να ελπίζουν ότι θα ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη τους και θα καταφέρουν με τον καιρό (στρέφοντας τους Δημοκρατικούς και όλο το πολιτικό τοπίο όλο και δεξιότερα) να ξαναγίνουν πλατύ κοινωνικό ρεύμα.
Ο ρόλος των Δημοκρατικών
Είναι η υποχωρητικότητα των Δημοκρατικών που ανοίγει την όρεξη στη σκληρή Δεξιά να επιμένει να διεκδικεί την πολιτική ηγεμονία, σε μια εποχή που οι ιδέες της έχουν υποστεί συντριπτική ήττα στην πλειοψηφία της αμερικανικής κοινωνίας. Ήταν επειδή ο Ομπάμα αποδέχτηκε την ανάγκη να «ελέγξουμε το έλλειμμα», κυρίως κόβοντας έως το κόκαλο τις κυβερνητικές δαπάνες αντί να αυξήσει την φορολογία στους πλούσιους, που έκανε τις δεξιές ιδέες και πάλι επίκαιρες.
Η σημερινή σύγκρουση για τον ACA έχει κρύψει το περιεχόμενο του υπό συζήτηση προϋπολογισμού. Σε αυτόν, με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο κομμάτων, θα «κλειδώσουν» σαρωτικά μέτρα λιτότητας. Τα «ψαλίδια» στον προϋπολογισμό του 2013 και οι περικοπές δαπανών ύψους 1 τρισ. δολαρίων τα επόμενα 10 χρόνια έχουν γίνει πλέον το «φυσιολογικό» που είναι εκτός αντιπαράθεσης και δημόσιας συζήτησης.
Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε πάντα είναι πως οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι συμφωνούν σε πολύ περισσότερα από ότι σε όσα διαφωνούν. Οι διαμάχες τους θυμίζουν το κόλπο του «καλού μπάτσου-κακού μπάτσου». Ο «κακός μπάτσος» απειλεί με τα χειρότερα, δεν ακούει κουβέντα. Ο «καλός μπάτσος» προσπαθεί να πείσει το θύμα να συνεργαστεί για να γλιτώσει τα χειρότερα. Πριν από δύο χρόνια ακριβώς, ξέσπασε το κίνημα Occupy, και ανέδειξε έναν άλλο δρόμο. Διεκδίκησε τη «φωνή» του θύματος, απέναντι στους «μπάτσους» του 1%.
Αυτό το κίνημα υποχώρησε, αλλά η κληρονομιά του είναι οδηγός για την αμερικανική Αριστερά, και για την Αριστερά διεθνώς, που πρέπει να σταθεί με τα αιτήματα και τις ανάγκες των «από κάτω», απέναντι και στον ακραιφνή νεοφιλελευθερισμό του Tea Party ή του Σόιμπλε και στον χλομό κεϊνσιανισμό του Ομπάμα ή των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών.