Υπόθεση: Δύο Βρετανοί αρχαιοκάπηλοι, ο Λίο και ο Λούι, γνωρίστηκαν στο Πανεπιστήμιο όπου σπούδαζαν αρχαιολογία. Όταν ένας καθηγητής τούς παρουσίασε ένα σημαντικό εύρημα, εκείνοι αποπειράθηκαν να το κλέψουν.
Τους έπιασαν όμως και τους απέβαλαν από το πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια, αποπειράθηκαν να κλέψουν και άλλα ευρήματα ανά τον κόσμο, με αποτέλεσμα να τους κυνηγάει η Ίντερπολ και να καταλήξουν φυγαδευμένοι στον απομονωμένο κόλπο του Γιβραλτάρ.
Εκεί, εμφανίζονται με νέες ταυτότητες και για κάλυψη δημιουργούν μία ρομαντική ραδιοφωνική εκπομπή με μουσικές του κόσμου. Παράλληλα μαθαίνουν τη φήμη πως λίγα ναυτικά μίλια έξω από το Γιβραλτάρ, βρίσκεται η μυθική Ατλαντίδα. Έτσι ξεκινούν για τη μεγαλύτερη ανακάλυψη του 21ου αιώνα.
Για ακόμα μια φορά η ομάδα Ginger Creepers, καταφέρνει να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση, που ξεφεύγει από τα θεατρικά τετριμμένα με φρέσκια και νεανική ματιά.
Η πλοκή της παράστασης εξελίσσεται σε ρεαλιστικό χρόνο, κατά την διάρκεια μια ραδιοφωνικής εκπομπής όπου οι δύο αρχαιολόγοι ( Γρηγόρης Χατζάκης, Χρήστος Καπενής) την χρησιμοποιούν ως κάλυψη. Παράλληλα θα μεταδίδεται ζωντανά σε ιντερνετικό ραδιοφωνικό σταθμό στην ιστοσελίδα της ομάδας Η πλοκή του έργου, λοιπόν διαδραματίζεται σε δύο επίπεδα, στο προσωπικό επίπεδο των δύο χαρακτήρων ( στην συνέχεια τριών χαρακτήρων καθώς τους επισκέπτεται μια άγνωστη και μυστηριώδης γυναίκα) και στην ψεύτικη εικόνα που προβάλλουν μέσω της ραδιοφωνικής εκπομπής τους. Η διαδικασία αυτή γίνεται μπροστά στα μάτια του κοινού, άρα ο θεατής γνωρίζει από την αρχή ποιοι είναι πραγματικά αυτοί οι δύο χαρακτήρες του έργου. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να κρατήσουν το κοινό εν ενεργεία και δεν το αφήνουν να βυθιστεί σε παθητική στάση. Σημαντικό στοιχείο που ενισχύει αυτό το κομμάτι, είναι και το κρυφό δωμάτιο. Στο σκηνικό χώρο που εξελίσσεται το έργο, υπάρχει ένας πολύ μικρός χώρος, που λειτουργούσε ως χώρος ξεσπάσματος. Κάθε φόρα ένας από τους τρεις χαρακτήρες, πήγανε μέσα σε αυτόν τον χώρο για λίγα λεπτά και προσπαθούσε να αποβάλλει την νευρικότητα, τους φόβους και τις αγωνίες που είχε. Αυτήν την προσωπική και ατομική λύτρωση που έψαχνε ο καθένας γινόταν αντιληπτή μόνο από τον θεατή . Ακόμα και ο ίδιος ο σκηνικός χώρος διαμορφώθηκε για να εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό, καθώς είναι ενιαίος, με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει η αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα πάρτι που μόλις τελείωσε . Αναψύχτηκα, μπουκάλια ποτών, φαγητά σε πλαστικά πιατάκια τοποθετημένα σε τραπέζι μπροστά στους θεατές, ακαταστασία που θύμιζε την επόμενη μέρα από ένα πάρτι. Επιπλέον, βρίσκουν την ευκαιρία , κατά την διάρκεια της παράστασης να σπάσουν την θεατρική συνθήκη και να απευθυνθούν στο κοινό, δίνοντας στοιχεία για την ομάδα τους και το κείμενο. Ένα ακόμα βασικό στοιχείο, που προστίθεται στην προσπάθεια να παραμείνει ο θεατής ενεργός και να μετέχει και ο ίδιος με τον τρόπο του. Επιπλέον, όπως και σε άλλα έργα της ομάδας έτσι και σε αυτό υπάρχει έντονα το τεχνολογικό στοιχείο και κυρίως μέσα από βιντεοπροβολές.
Στο δεύτερο μέρος της παράστασης, εμφανίζεται απρόσμενα μια άγνωστη γυναικά ( Δώρα Παρδάλη) η οποία θα δημιουργήσει μια διαμάχη των δύο χαρακτήρων, καθώς ο ένας την ερωτεύεται ενώ ο άλλος θεωρεί ότι ήρθε με απειλητικές διαθέσεις. Από την στιγμή της εμφάνισης της γυναίκας και μετά, το έργο αρχίζει σταδιακά να έρχεται πιο κοντά στο θέατρο του παράλογου και να δημιουργεί μια συνεχόμενη και με διάρκεια ένταση που ξεπερνάει την λογική. Οι διάλογοι του έργου, θυμίζουν έντονα θέατρο παραλόγου το ίδιο και η εξέλιξη της πλοκής.
Το Γιβραλτάρ, είναι μια εναλλακτική θεατρική πρόταση , ενσωματωμένα νεωτερικά και μοντέρνα στοιχεία, καθώς και με ιδιαίτερο και πολλές φορές καυστικό χιούμορ. Όλα αυτά τα στοιχεία, συνθέτουν μια άρτια και πολύ ζωντανή παράσταση που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού.
Bios, (Πειραιώς 84),
Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Χατζάκης
Κείμενο: Ginger Creepers ( Xρ. Καπενής- Γρ. Χατζάκης)
Παίζουν: Χρήστος Καπενής, Γρηγόρης Χατζάκης, Δώρα Παρδάλη