Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας, με επικεφαλής τον Σαλβαδόρ Αλιέντε, ανατράπηκε στη Χιλή από το πραξικόπημα του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ.

Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1970, η Λαϊκή Ενότητα, ένας συνασπισμός αριστερών-εργατικών κομμάτων με κυρίαρχα το Σοσιαλιστικό και το Κομουνιστικό Κόμμα Χιλής, κατάφερε να αναδειχθεί νικητής. Ο Αλιέντε ήρθε στην εξουσία, προκαλώντας φόβους στην εγχώρια και διεθνή κυρίαρχη τάξη, όχι τόσο επειδή αποτελούσε ο ίδιος απειλή, όσο αυτοί που εκπροσωπούσε.

Η Χιλή ήταν μια χώρα που την προηγούμενη δεκαετία είχε γνωρίσει μεγάλους αγώνες, που αναζητούσαν πολιτική εκπροσώπηση. Η μαχητικότητα των εργατών και των αγροτών γιγαντωνόταν μέρα με τη μέρα, όσο η φτώχεια και η εξαθλίωση μεγάλωναν. Η κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών, πριν τον Αλιέντε, είχε επιχειρήσει να κάνει κάποιες μικρές μεταρρυθμίσεις όσον αφορά την αναδιανομή της γης, προκειμένου να κατευνάσει τις φτωχές μάζες των αγροτών. Το αποτέλεσμα όμως υπήρξε το αντίθετο. Χιλιάδες χωρικοί άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν όλο και περισσότερα κομμάτια γης, ενώ πολλοί από αυτούς που μετανάστευαν στα αστικά κέντρα, έρχονταν σε επαφή με τους εργάτες που προχωρούσαν σε απεργίες και διαδηλώσεις.

Αυτή ήταν η βάση της Λαϊκής Ενότητας. Η πλειοψηφία των δυνάμεων που την απάρτιζαν, δήλωναν πιστές στο μαρξισμό και ο λαός θεωρούσε την κυβέρνηση του Αλιέντε δική του κυβέρνηση. Παράλληλα όμως η ίδια κυβέρνηση φρόντισε να δώσει διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης στην κυρίαρχη τάξη και το διεθνές κεφάλαιο, προκειμένου να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Υπέγραψε ένα κείμενο εγγυήσεων με το οποίο στην ουσία συναινούσε να μην «πειράξει» τους κύριους θεσμούς του κράτους, συμπεριλαμβανομένου του νομικού συστήματος, των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας. Το ίδιο το πρόγραμμα της κυβέρνησης Αλιέντε δεν ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικό για την εποχή του. Περιελάμβανε αυξήσεις στους μισθούς για να τονωθεί η ζήτηση, ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης και εθνικοποίηση των ορυχείων και ορισμένων τραπεζών. Πρόκειται για μέτρα που εκείνη την περίοδο εφάρμοζαν πολλές μετριοπαθείς κυβερνήσεις.

Ο ρόλος της κυρίαρχης τάξης και των ΗΠΑ

Η ανάδειξη της κυβέρνησης Αλιέντε ήταν ένα αγκάθι για την αστική τάξη της Χιλής, όσο και για τις ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Η διαρκής ριζοσπαστικοποίηση και η μαχητικότητα των εργατών και των αγροτών, που καταλάμβαναν εργοστάσια και μεγάλες εκτάσεις γης, καθώς και η απελευθέρωση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων ήταν μια διαρκής απειλή. Το Δεκέμβρη του 1971 οργανώθηκαν οι λεγόμενες «διαδηλώσεις της κατσαρόλας». Αστοί και άνθρωποι της μεσαίας τάξης, μαζί με το υπηρετικό προσωπικό τους, διαδήλωναν κρατώντας τα κουζινικά τους σκεύη προκειμένου να αναδείξουν την έλλειψη αγαθών. Περισσότερο όμως ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα ενάντια στην εργατική τάξη, που, αντιλαμβανόμενη τη δύναμή τη,ς ξέφευγε από τον έλεγχο.

Οι ΗΠΑ ήταν οι πρώτες που «έλαβαν το μήνυμα». Από την πρώτη μέρα εκλογής του Αλιέντε επέβαλαν έναν άτυπο οικονομικό αποκλεισμό της Χιλής. Παράλληλα, από κοινού με τους καπιταλιστές της Χιλής επεξεργάζονταν σχέδια απαλλαγής τους από το βραχνά της Αριστεράς. Η CIA δαπάνησε 11 εκατομμύρια δολάρια προκειμένου να μην εκλεγεί ο Αλιέντε, ενώ την τριετία 1970-1973 δαπανήθηκαν 8 εκατομμύρια δολάρια από την αμερικανική κυβέρνηση για την οργάνωση δεξιών κινητοποιήσεων, που θα οδηγούσαν στην πτώση της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας.

Στις 11 Οκτωβρίου του 1972 η αστική τάξη της χώρας επιχείρησε να αξιοποιήσει τον έλεγχο των μεταφορών, προκειμένου να βάλει τον Αλιέντε σε θέση άμυνας. Οι ιδιοκτήτες των μέσων μεταφοράς προχώρησαν σε lock out προκειμένου να παραλύσει η οικονομία μέσω της έλλειψης αγαθών και προμηθειών. Απέναντι σε αυτή την πρόκληση η εργατική τάξη δεν έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια. Οι εργάτες έσπασαν την εργοδοτική «απεργία», αναλαμβάνοντας τις διανομές προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες τους. Παράλληλα οργανώνονταν σε λαϊκές επιτροπές και διαδήλωναν βροντοφωνάζοντας υπέρ της λαϊκής εξουσίας.

Η οργάνωση της εργατικής τάξης

Στις διαδηλώσεις του σπασίματος του εργοδοτικού lock out, οι εργάτες ζητούσαν «poder popular» (λαϊκή εξουσία). Το σύνθημα όμως αυτό ήταν αμφίσημο. Για τους εργάτες σήμαινε πορεία προς το σοσιαλισμό, ενώ για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους την υποστήριξη σε αυτούς. Στη Χιλή άρχισε να αναπτύσσεται μια άτυπη μορφή εξουσίας των από κάτω, η οποία έτεινε να αμφισβητεί την καπιταλιστική κυριαρχία. Από τη μία η κυβέρνηση Αλιέντε προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα και να μην τρομάξει τους αστούς και από την άλλη οι εργάτες συνειδητοποιούσαν ότι η συμβιβαστική πολιτική του Αλιέντε ήταν αδιέξοδη.

Έτσι εμφανίστηκαν τα  cordones industriales. Τα cordones ήταν οργανώσεις βάσης των εργατών σε βιομηχανικές περιοχές, συγκεντρώνοντας εργάτες από όλα τα εργοστάσια μιας περιοχής με σκοπό την οργάνωση της παραγωγής. Τα cordones θύμιζαν τις μορφές οργάνωσης της επαναστατημένης Ρωσίας του 1917, σε κατώτερο και λιγότερο συγκροτημένο επίπεδο. Με λίγα λόγια αποτύπωναν την προοπτική μιας δυαδικής εξουσίας στη Χιλή. Οι φτωχοί εργάτες, αγρότες και νεολαίοι οργανώνονταν στις επιτροπές βάσης προκειμένου να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους. Παρείχαν στήριξη στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας, όμως παράλληλα υιοθετούσαν μια επαναστατική κατεύθυνση, η οποία ξεβόλευε την κυβέρνηση Αλιέντε και την έφερνε σε αμηχανία.

Το Κομουνιστικό Κόμμα Χιλής και η δεξιά πτέρυγα των Σοσιαλιστών στάθηκαν εξαρχής ενάντια στα cordones. Μάλιστα κάλεσαν τα μέλη τους να τα μποϋκοτάρουν, θεωρώντας ότι τέτοιου τύπου δικτυώσεις των εργατών βάζουν σε κίνδυνο το δρόμο της ειρηνικής μετάβασης προς το σοσιαλισμό.

Το πραξικόπημα

Η ιδέα της βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας είχε  πλέον ωριμάσει για τη χιλιανή κυρίαρχη τάξη και τα διεθνή στηρίγματά της ως το 1973. Όμως έπρεπε να γίνει στην ώρα του και με τον κατάλληλο τρόπο. Αυτός ήταν και ο λόγος που το πραξικόπημα που επιχειρήθηκε να γίνει στις 29 Ιουνίου του 1973 από τον στρατηγό Σούπερ, θεωρήθηκε πρώιμο και γι’ αυτό το λόγο δεν στηρίχθηκε από ανώτερους αξιωματικούς. Παρ’ όλα αυτά η αντίδραση της εργατικής τάξης στο προμήνυμα του τι θα ακολουθούσε από τη μεριά των αστών και του στρατού, υπήρξε αξιοσημείωτη. Εκατοντάδες εργοστάσια και υπηρεσίες καταλήφθηκαν στο Σαντιάγο, τεράστιες διαδηλώσεις εργατών ξεχύθηκαν στους δρόμους, ενώ παντού ξεφύτρωναν επιτροπές βάσης οι οποίες οργάνωναν την εργατική τάξη.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η κυβέρνηση του Αλιέντε φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων, αλλά και των προσδοκιών του κόσμου που τη στήριζε. Τον Αύγουστο ο ίδιος ο Αλιέντε, αντί να στηρίξει τις κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης, τοποθέτησε το στρατηγό και μετέπειτα πραξικοπηματία Αουγκούστο Πινοσέτ στη θέση του Υπουργού Άμυνας. Πρόκειται για μια κίνηση πολιτικής αυτοκτονίας, αν σκεφτεί κανείς ότι μόλις ένα μήνα αργότερα, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, ο Πινοσέτ με τη στήριξη των ΗΠΑ ανέτρεψε με πραξικόπημα τον Αλιέντε.

Οι συνέπειες

Εκείνες τις ημέρες χιλιάδες αγωνιστές συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και σφαγιάστηκαν, μαχόμενοι για μια άλλη κοινωνία. Στην πρώτη γραμμή του αγώνα βρέθηκαν τα μέλη του MIR, μιας οργάνωσης της επαναστατικής Αριστεράς που, παλεύοντας, επιχείρησε να αντισταθεί ένοπλα στον Πινοσέτ, μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του. Ο Πινοσέτ, πατώντας πάνω στις αλλεπάλληλες πολιτικές υποχωρήσεις της κυβέρνησης Αλιέντε, κυριολεκτικά αφάνισε κάθε μορφή αντίστασης και έπνιξε στο αίμα την εργατική τάξη μαζί με τα κόμματα και τις οργανώσεις της.

Άμεση συνέπεια αυτού ήταν η εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος που αποτέλεσε το πειραματικό πεδίο εφαρμογής των πιο σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, οι οποίες στη συνέχεια εφαρμόστηκαν και στον υπόλοιπο κόσμο. Τα γεγονότα της Χιλής ακόμη και σήμερα, 45 χρόνια μετά, παραμένουν επίκαιρα στον πολιτικό διάλογο. Μας θυμίζουν ότι η διεκδίκηση μιας άλλη κοινωνίας δεν απαιτεί απλώς καλές προθέσεις, αλλά πολιτικό σχέδιο ρήξης με το αντίπαλο ταξικό στρατόπεδο.