Αν υπάρχει κάτι που είναι βέβαιο για την περίοδο στην οποία βρίσκεται ο κόσμος, είναι ότι απαγορεύονται οι βεβαιότητες. Αυτή η πραγματικότητα όσον αφορά τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, αφορά και την πορεία της ακροδεξιάς διεθνώς.

Για ένα διά­στη­μα, αυτό της ρα­γδαί­ας εμ­φά­νι­σης στο προ­σκή­νιο και της αρ­χι­κής ορ­μη­τι­κής ανό­δου της, εμ­φα­νί­στη­κε η βέ­βαιη πρό­βλε­ψη μιας αδιά­κο­πης επέ­λα­σης. Σε αρ­κε­τές εκλο­γι­κές ανα­με­τρή­σεις, οι προ­βλέ­ψεις ακόμα με­γα­λύ­τε­ρων επι­τυ­χιών δια­ψεύ­στη­καν. Σε αυτό το φόντο, της σχε­τι­κής αντο­χής του «κέ­ντρου» σε μια σειρά χώρες, εμ­φα­νί­στη­κε η εξί­σου βέ­βαιη πρό­βλε­ψη ότι «έληξε ο συ­να­γερ­μός», ότι ο «λαϊ­κι­σμός» (στην ακρο­κε­ντρώα γλώσ­σα) βρί­σκει τα όριά του και ξε­φου­σκώ­νει.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, έχου­με μπει σε μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη πε­ρί­ο­δο, όπου η ακρο­δε­ξιά έχει βγει από το πε­ρι­θώ­ριο κι έχει «εγκα­τα­στα­θεί» στην πο­λι­τι­κή σκηνή και διε­ξά­γει έναν πα­ρα­τε­τα­μέ­νο πο­λι­τι­κό αγώνα (με διά­φο­ρες μορ­φές, είτε ρα­τσι­στι­κών κι­νη­μά­των στο δρόμο, είτε φα­σι­στι­κής δρά­σης, είτε «μα­κράς πο­ρεί­ας μέσα στους θε­σμούς», είτε ιδε­ο­λο­γι­κής μάχης «για καρ­διές και μυαλά»). Το «κέ­ντρο», πα­ρα­μέ­νο­ντας πρώτη επι­λο­γή των αστι­κών τά­ξε­ων δια­τη­ρεί την ικα­νό­τη­τα να επι­βιώ­νει (ενί­ο­τε και ανα­συ­ντι­θέ­με­νο, ανα­σύ­ρο­ντας εφε­δρεί­ες, πα­ρου­σιά­ζο­ντας νέα πο­λι­τι­κά σχέ­δια), αλλά πα­ρα­μέ­νει σο­βα­ρά τραυ­μα­τι­σμέ­νο και θα εξα­κο­λου­θή­σει να αντι­με­τω­πί­ζει κλυ­δω­νι­σμούς.

Αυτό το τοπίο πα­ρα­μέ­νει εξαι­ρε­τι­κά ρευ­στό -και συχνά αυτό αφορά και τις διερ­γα­σί­ες μέσα στις ίδιες γραμ­μές της ακρο­δε­ξιάς. Δια­φο­ρε­τι­κές εξε­λί­ξεις σε Γαλ­λία και Ιτα­λία υπο­γραμ­μί­ζουν ένα ανη­συ­χη­τι­κό σε­νά­ριο. 

Γαλ­λία: Το φαι­νό­με­νο Ζε­μούρ

Η βε­βαιό­τη­τα ότι η αντι­πα­ρά­θε­ση προς τις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές θα μο­νο­πω­λη­θεί από το δί­δυ­μο Μα­κρόν-Λε­πέν («ντου­έ­το κι όχι μο­νο­μα­χία», όπως εύ­στο­χα είχε πει στο πα­ρελ­θόν ο Με­λαν­σόν), είχε ήδη τεθεί υπό με­ρι­κή αμ­φι­σβή­τη­ση μετά τις πε­ρι­φε­ρεια­κές εκλο­γές, όπου κα­τα­γρά­φη­κε η αδυ­να­μία των κομ­μα­τι­κών μη­χα­νι­σμών και του λε­πε­νι­κού «Εθνι­κού Συ­να­γερ­μού» και του μα­κρο­νι­κού «Η Δη­μο­κρα­τία Προ­χω­ρά Μπρο­στά». Ενώ οι συ­ζη­τή­σεις στρέ­φο­νταν στις δυ­να­τό­τη­τες πα­ρα­δο­σια­κών δυ­νά­με­ων (όπως η Ρε­που­μπλι­κα­νι­κή Δεξιά) να ανα­συ­ντα­χθούν, μας προ­έ­κυ­ψε… Ερίκ Ζε­μούρ. 

Η τα­χύ­τη­τα με την οποία αυτός ο ακρο­δε­ξιός με­τα­τρά­πη­κε από μι­ντια­κή περ­σό­να σε πο­λι­τι­κός πα­ρά­γο­ντας που εμ­φα­νί­ζε­ται να απει­λεί δη­μο­σκο­πι­κά την Λεπέν αν απο­φα­σί­σει (και μπο­ρέ­σει) να κα­τέ­βει ως υπο­ψή­φιος στις προ­ε­δρι­κές, μοιά­ζει με «κε­ραυ­νός εν αι­θρία». 

Ωστό­σο είναι προ­ϊ­όν της πο­λι­τι­κής κα­τά­στα­σης που έχει δια­μορ­φω­θεί στη Γαλ­λία. Ο Ζε­μούρ μπό­ρε­σε να απο­κτή­σει με­γά­λο μι­ντια­κό προ­σω­πι­κό «κε­φά­λαιο», σε ένα τοπίο διαρ­κούς δε­ξιάς με­τα­τό­πι­σης του μι­ντια­κού το­πί­ου (με ανά­δυ­ση νέων ακρο­δε­ξιών ΜΜΕ, με αύ­ξη­ση της προ­βο­λής και της δη­μο­φι­λί­ας πα­λιό­τε­ρων, με δεξιά με­τα­τό­πι­ση άλλων), όπου το RN είναι πλέον ευ­πρόσ­δε­κτος και «φι­λι­κός» συ­νο­μι­λη­τής, ενώ κυ­βερ­νη­τι­κά στε­λέ­χη του Μα­κρόν, όπως ο ακραία αντι­δρα­στι­κός Νταρ­μα­νίν, δια­γκω­νί­ζο­νται σε αντι­δρα­στι­κό­τη­τα τους αν­θρώ­πους της Λεπέν. 

Πα­ρά­γω­γο της δε­ξιάς με­τα­τό­πι­σης ο ίδιος, λει­τουρ­γεί και ως επι­τα­χυ­ντής της. Όταν η ίδια η κυ­βέρ­νη­ση στο­χο­ποιεί τον «ισλα­μο-αρι­στε­ρι­σμό», ζητά έρευ­νες στα πα­νε­πι­στή­μια και αντι­με­τω­πί­ζει ως «υπο­νο­μευ­τι­κές»  διά­φο­ρες θε­μα­τι­κές «σπου­δές» (φύλου, με­τα-αποι­κια­κές κ.ο.κ.), ο Ζε­μούρ κη­ρύσ­σει τον πό­λε­μο στο γαλ­λι­κό εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα, «δια­βρω­μέ­νο από το Μαρ­ξι­σμό, τον αντι­ρα­τσι­σμό και τις ΛΟΑΤ ιδε­ο­λο­γί­ες», ή κα­ταγ­γέ­λει τον «ευ­νου­χι­σμό της κοι­νω­νί­ας» με ευ­θύ­νη των φε­μι­νι­στριών και των ΛΟ­ΑΤ­ΚΙ. Όταν ανθεί η ισλα­μο­φο­βία ως κρα­τι­κή πο­λι­τι­κή, ο Ζε­μούρ ζητά την υπο­χρέ­ω­ση όλων των γο­νιών να δί­νουν «Γαλ­λι­κά ονό­μα­τα» στα παι­διά τους. Όταν κα­τα­σκευά­ζε­ται ο μύθος του «ισλα­μι­κού σε­πα­ρα­τι­σμού» (που αντι­με­τω­πί­ζει τους μου­σουλ­μά­νους ως απει­λή για το «γαλ­λι­κό τρόπο ζωής» ή και την ενό­τη­τα του γαλ­λι­κού κρά­τους), ο Ζε­μούρ προ­πα­γαν­δί­ζει ανοι­χτά την συ­νω­μο­σιο­λο­γι­κή θε­ω­ρία της «Με­γά­λης Αντι­κα­τά­στα­σης» (ένα σκο­τει­νό σχέ­διο στα­δια­κής εξά­λει­ψης του ευ­ρω­παϊ­κού λευ­κού πλη­θυ­σμού και αντι­κα­τά­στα­σής του από «ξέ­νους» και μου­σουλ­μά­νους). Όταν η συ­ζή­τη­ση στρέ­φε­ται γύρω από τα κλει­στά σύ­νο­ρα, ο Ζε­μούρ ζητά απε­λά­σεις εκα­τομ­μυ­ρί­ων αν­θρώ­πων ήδη εγκα­τε­στη­μέ­νων στη Γαλ­λία.  

Ο «προ­δο­μέ­νος» και πι­κρα­μέ­νος Ζαν-Μα­ρί Λεπέν, που έχει δια­φω­νή­σει με την στρα­τη­γι­κή «απο­το­ξι­κο­ποί­η­σης» που ακο­λου­θεί η κόρη του, υιο­θέ­τη­σε εμ­μέ­σως τον Ζε­μούρ, δη­λώ­νο­ντας ότι «λέει όλα όσα έλεγα πάντα, αλλά έχει το πλε­ο­νέ­κτη­μα της εβραϊ­κής κα­τα­γω­γής για να απο­φύ­γει την κα­τη­γο­ρία του αντι­ση­μί­τη» (πα­ρε­μπι­πτό­ντως ο Ζε­μούρ έχει ξε­πλύ­νει το κα­θε­στώς του Βισύ στο πα­ρελ­θόν). 

Η εί­σο­δος του Ζε­μούρ στο πο­λι­τι­κό παι­χνί­δι προ­έ­κυ­ψε στο φόντο των γαλ­λι­κών πε­ρι­φε­ρεια­κών εκλο­γών. Ο ίδιος αρέ­σκε­ται να δη­λώ­νει ότι «η Λεπέν δεν πρό­κει­ται να νι­κή­σει ποτέ», ένα συ­μπέ­ρα­σμα στο οποίο κα­τα­λή­γουν κι άλλοι στην ακρο­δε­ξιά, μετά την εκλο­γι­κή αδυ­να­μία που επέ­δει­ξε τον πε­ρα­σμέ­νο Ιούνη. Η «απο­το­ξι­κο­ποί­η­ση» προ­κα­λού­σε δυ­σφο­ρία σε ένα τμήμα της βάσης του RN, αλλά υπο­σχό­ταν διαρ­κή εκλο­γι­κή ενί­σχυ­ση και -τε­λι­κά- τη νίκη. Με την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα του λε­πε­νι­κού σχε­δί­ου να μπαί­νει υπό αμ­φι­σβή­τη­ση, «απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται» χώρος για τον νε­οει­σερ­χό­με­νο αστέ­ρα της ακρο­δε­ξιάς.

Όπως ισχυ­ρί­στη­κε ο ίδιος ο Ζε­μούρ, αμέ­σως μετά τις πε­ρι­φε­ρεια­κές εκλο­γές: 

«Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν υπάρ­χει πλέον καμιά δια­φο­ρά σή­με­ρα ανά­με­σα στο αφή­γη­μά της και σε αυτό του Εμ­μα­νου­έλ Μα­κρόν ή του Ξαβιέ Μπερ­τράντ… Η Μαρίν Λεπέν μιλά όπως ο Εμ­μα­νου­έλ Μα­κρόν, ο Εμ­μα­νου­έλ Μα­κρόν μιλά όπως η Μαρίν Λεπέν, είναι ήδη και οι δυο τους στο δεύ­τε­ρο γύρο, καθώς υπο­τί­θε­ται ότι κα­νείς άλλος δεν πρέ­πει να υπάρ­χει εκτός από αυτό το [ζευ­γά­ρι στο] δεύ­τε­ρο γύρο, και είναι σαφές ότι οι ψη­φο­φό­ροι αρ­νού­νται να υπο­χρε­ω­θούν σε αυτή την επι­λο­γή».      

Η δή­λω­ση πα­ρα­τέ­θη­κε από τον Στάθη Κου­βε­λά­κη σε πρό­σφα­το άρθρο του, στο οποίο ο ίδιος συ­μπλη­ρώ­νει: 

«Αυτή η διπλή με­τα­τρο­πή του αφη­γή­μα­τος της Λεπέν σε κοι­νο­το­πία (μι­λά­ει «όπως όλοι οι άλλοι», αφού πρώτα έκανε «όλους τους άλ­λους» να μι­λά­νε σαν αυτήν) -μια πα­ρά­δο­ξη πα­ρε­νέρ­γεια της «λε­πε­νο­ποί­η­σης των μυα­λών» για την οποία κα­μά­ρω­νε κά­πο­τε ο πα­τέ­ρας Λε­πέν- υπο­σκά­πτει σο­βα­ρά την ικα­νό­τη­τά της να κα­τευ­θύ­νει την οργή και τις διά­φο­ρες μνη­σι­κα­κί­ες που είχε νω­ρί­τε­ρα κα­τα­φέ­ρει να απο­κρυ­σταλ­λώ­σει». 

Είναι ανοι­χτή η συ­ζή­τη­ση για τις προ­ο­πτι­κές του Ζε­μούρ. Το φαι­νό­με­νο δεν θα πρέ­πει να αντι­με­τω­πι­στεί ως εφή­με­ρη μι­ντια­κή «φού­σκα». Αλλά η εξέ­λι­ξή του υπό­κει­ται κι αυτή στην αβε­βαιό­τη­τα του το­πί­ου. Δεν δια­θέ­τει τον κομ­μα­τι­κό μη­χα­νι­σμό που απαι­τεί μια εκλο­γι­κή μάχη (που ξε­κι­νά από τις ανα­γκαί­ες 500 υπο­γρα­φές εκλεγ­μέ­νων αξιω­μα­τού­χων για να εγκρι­θεί μια υπο­ψη­φιό­τη­τα και φτά­νει στις γε­νι­κό­τε­ρες απαι­τή­σεις μιας δρα­στή­ριας κα­μπά­νιας). Από την άλλη, υπάρ­χει το προη­γού­με­νο της αναρ­ρί­χη­σης του Εμ­μα­νου­έλ Μα­κρόν πάνω στα ερεί­πια των πα­ρα­δο­σια­κών κομ­μά­των -και η γαλ­λι­κή πο­λι­τι­κή σκηνή πα­ρα­μέ­νει κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη και ρευ­στή. Μέρος της απά­ντη­σης βρί­σκε­ται στη στή­ρι­ξη που μπο­ρεί ή δεν μπο­ρεί να εξα­σφα­λί­σει ο Ζε­μούρ από τμήμα της άρ­χου­σας τάξης ή του υπάρ­χο­ντος πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού, για να κα­λύ­ψει το μειο­νέ­κτη­μα. Αυτές οι ανα­ζη­τή­σεις ίσως εξη­γούν την απρο­θυ­μία του να βια­στεί να ανα­κοι­νώ­σει αν θα είναι τε­λι­κά υπο­ψή­φιος. 

Άλλα άγνω­στα αφο­ρούν τις τε­λι­κές του επι­δό­σεις, τον αντί­κτυ­πο που θα έχουν στις επι­δό­σεις των άλλων πα­ρα­τά­ξε­ων (της ίδιας της Λεπέν, του μα­κρο­νι­σμού, της πα­ρα­δο­σια­κής Δε­ξιάς), με βα­σι­κό­τε­ρο άγνω­στο το αν θα προ­σθέ­σει δυ­νά­μεις στην ακρο­δε­ξιά «πο­λυ­κα­τοι­κία» ή απλά θα «δι­χο­το­μή­σει» το κοινό της. 

Αυτή η συ­ζή­τη­ση είναι πολύ νωρίς για να γίνει και πολύ εστια­σμέ­νη στον εκλο­γι­κό αντί­κτυ­πο του φαι­νο­μέ­νου Ζε­μούρ. Κατά τη γνώμη μας, το ίδιο το φαι­νό­με­νο οφεί­λει να απα­σχο­λή­σει σο­βα­ρά ανε­ξαρ­τή­τως της κάλ­πης.   

Η θε­μα­το­λο­γία και η ρη­το­ρι­κή του Ζε­μούρ πα­τά­ει σε μια ήδη υπαρ­κτή πα­ρά­δο­ση αντι­στρο­φής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας της κα­τα­πί­ε­σης (οι στρέιτ άν­δρες ως θύ­μα­τα, η ύπαρ­ξη «αντι-λευ­κού ρα­τσι­σμού», η επερ­χό­με­νη «ισλα­μο­ποί­η­ση» της Ευ­ρώ­πης κ.ο.κ.). Ο Ζε­μούρ την οδη­γεί σε πα­ρο­ξυ­σμό και απο­κτά ακρο­α­τή­ριο που συμ­με­ρί­ζε­ται αυτή την οπτι­κή. Όταν η ακρο­δε­ξιά υπερ­βά­λει για τη δύ­να­μη του αντι­πά­λου (αν πάρει κα­νείς τοις με­τρη­τοίς τη μυ­θο­λο­γία της σύγ­χρο­νης Alt-Right, θα πι­στέ­ψει ότι μια συμ­μα­χία μαρ­ξι­στών-φε­μι­νι­στριών-ομο­φυ­λό­φι­λων-μου­σουλ­μά­νων-μαύ­ρων βρί­σκε­ται στην εξου­σία) και ταυ­τό­χρο­να πε­ρι­γρά­φει το προ­νο­μια­κό ακρο­α­τή­ριό της ως θύμα υπό διωγ­μό ή και απει­λή εξα­φά­νι­σης, το κάνει για να προ­ε­τοι­μά­σει το έδα­φος στις γραμ­μές του για την ανά­γκη «δρα­στι­κών» μέ­τρων. 

Γύρω από αυτήν τη θε­μα­το­λο­γία είχε συ­γκρο­τη­θεί το νε­ο­φα­σι­στι­κό κί­νη­μα «Generation Identitaire» (Γενιά της Ταυ­τό­τη­τας), για το οποίο βγήκε εντο­λή διά­λυ­σης τον πε­ρα­σμέ­νο Μάρτη, μια από­φα­ση που προ­κά­λε­σε οξυ­μέ­νες κα­ταγ­γε­λί­ες από τον Ζε­μούρ (και δυ­σφο­ρία σε τμήμα στε­λε­χών της Λεπέν που «τους αφή­σα­με ανυ­πε­ρά­σπι­στους»). Το όνομα της νε­ο­εμ­φα­νι­ζό­με­νης «Generation Zemmour» (Γενιά του Ζε­μούρ) δεν αφή­νει πολλά πε­ρι­θώ­ρια πα­ρερ­μη­νεί­ας για τις κα­τα­βο­λές και το ποιόν αυτής της «ορ­γά­νω­σης νε­ο­λαί­ας» που στη­ρί­ζει τις συ­γκε­ντρώ­σεις του… 

Σε ένα ζο­φε­ρό πε­ρι­βάλ­λον όπου οι ιδέες της ακρο­δε­ξιάς γί­νο­νται η «κα­νο­νι­κό­τη­τα» του πο­λι­τι­κού δια­λό­γου, η δη­μο­φι­λία του Ζε­μούρ απο­τυ­πώ­νει την ανά­δυ­ση ενός ακραί­ου πε­ρε­ταί­ρω «ρι­ζο­σπα­στι­σμού» στην κοι­νω­νι­κή βάση της ακρο­δε­ξιάς. 

Ιτα­λία: Ενί­σχυ­ση των νε­ο­φα­σι­στών

Στην άλλη με­γά­λη χώρα όπου η συ­νο­λι­κή δεξιά με­τα­τό­πι­ση και η εδραί­ω­ση της ακρο­δε­ξιάς απο­τε­λούν μια ζο­φε­ρή «κα­νο­νι­κό­τη­τα», έχουν εμ­φα­νι­στεί πα­ρό­μοια δείγ­μα­τα «ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης» της ακρο­δε­ξιάς, αν και με δια­φο­ρε­τι­κές δια­δρο­μές και μορ­φές.  

Στις 3-4 Οκτώ­βρη, έγι­ναν αυ­το­διοι­κη­τι­κές εκλο­γές σε μια σειρά από με­γά­λες πό­λεις, όπου -με μειω­μέ­νη συμ­με­το­χή- επι­βε­βαιώ­θη­καν τά­σεις που είχαν φανεί και στις πε­ρι­φε­ρεια­κές εκλο­γές ένα χρόνο πριν, αλλά ενι­σχυ­μέ­νες. 

Το Κί­νη­μα 5 Αστέ­ρων (Κ5Α) συ­νέ­χι­σε την ελεύ­θε­ρη πτώση του, πέ­φτο­ντας σε μο­νο­ψή­φια πο­σο­στά σχε­δόν πα­ντού και αδυ­να­τώ­ντας να βρε­θεί στο δεύ­τε­ρο γύρο ακόμα και σε δή­μους που μέχρι πρό­τι­νος ήλεγ­χε. Η κε­ντρο­α­ρι­στε­ρή συμ­μα­χία γύρω από το Δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα (PD), κέρ­δι­σε με άνεση από τον πρώτο γύρο το Μι­λά­νο, τη Μπο­λό­νια και τη Νά­πο­λι (εκεί σε συμ­μα­χία με το Κ5Α). Στο δεύ­τε­ρο γύρο κα­τέ­κτη­σε με με­γά­λη δια­φο­ρά και τη Ρώμη και το Το­ρί­νο, πα­ρό­τι εκεί οι υπο­ψή­φιοί της ξε­κι­νού­σαν από τη δεύ­τε­ρη θέση και οι υπο­ψή­φιοι της Δε­ξιάς έδει­χναν να έχουν ελ­πί­δες νίκης. 

Η Δεξιά κα­τέ­βη­κε πα­ντού ενω­μέ­νη, σε μια συμ­μα­χία του μπερ­λου­σκο­νι­κού Φόρ­τσα Ιτά­λια, της ακρο­δε­ξιάς Λέ­γκας και των με­τα­φα­σι­στών Φρα­τέ­λι Ντ’ Ιτά­λια. Καθώς δεν έχτι­σε επι­πλέ­ον δυ­να­μι­κή, το εν­δια­φέ­ρον στρά­φη­κε στον εσω­τε­ρι­κό συ­σχε­τι­σμό. Η Φόρ­τσα Ιτά­λια οδή­γη­σε τη Δεξιά συμ­μα­χία σε νίκη στο Τριέ­στε, δεί­χνο­ντας «ση­μά­δια ζωής» για το κόμμα του Μπερ­λου­σκό­νι, το οποίο ωστό­σο πα­ρα­μέ­νει ο «μι­κρός εταί­ρος» των ακρο­δε­ξιών κομ­μά­των. Η Λέγκα, που αντι­με­τώ­πι­ζε μια κάμψη ήδη από τις μέρες της εξό­δου της από την πρώτη κυ­βέρ­νη­ση Κόντε, συ­νε­χί­ζει να αντι­με­τω­πί­ζει προ­βλή­μα­τα. Είδε την θέση της στη δεξιά συμ­μα­χία να υπο­βαθ­μί­ζε­ται, με πιο εμ­βλη­μα­τι­κή την υπο­χώ­ρη­ση στο 10% στο Μι­λά­νο, την πρω­τεύ­ου­σα της Λομ­βαρ­δί­ας, ιστο­ρι­κού «κά­στρου» της εκλο­γι­κής δύ­να­μης του κόμ­μα­τος του Σαλ­βί­νι. 

Με τη σχε­τι­κή ανά­καμ­ψη του PD και τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τω­πί­ζουν η Λέγκα και το Κ5Α, εμ­φα­νί­στη­καν και πάλι ανα­λύ­σεις για τo «θά­να­το του λαϊ­κι­σμού» ή/και «αυ­λαία στα πει­ρά­μα­τα αντι­κα­θε­στω­τι­κής πο­λι­τι­κής». Αλλά τα προ­βλή­μα­τα της Λέγκα, απο­δει­κνύ­ο­νται ευ­και­ρί­ες για τους ακόμα πιο αντι­δρα­στι­κούς Φρα­τέ­λι. Αυτή η τε­λευ­ταία εκ­δο­χή των δια­δο­χι­κών με­τεν­σαρ­κώ­σε­ων με τις οποί­ες πα­ρου­σιά­στη­κε ο με­τα-μου­σο­λι­νι­κός χώρος τις δε­κα­ε­τί­ες μετά το 1945, κερ­δί­ζει σε «κα­νο­νι­κο­ποί­η­ση» ως ανα­πό­σπα­στο μέρος της Δε­ξιάς εκλο­γι­κής συμ­μα­χί­ας, ενώ ταυ­τό­χρο­να επω­φε­λεί­ται από την θέση του ως μο­να­δι­κή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση στον Ντρά­γκι. Δη­μο­σκο­πι­κά αντα­γω­νί­ζο­νται πλέον στα ίσια τη Λέγκα για την πρω­το­κα­θε­δρία, ενώ στις πρό­σφα­τες δη­μο­τι­κές εκλο­γές κα­τέ­γρα­ψαν βελ­τιω­μέ­νο συ­σχε­τι­σμό εντός Δε­ξιάς σε μια σειρά Δή­μους. Μά­λι­στα στη Ρώμη ήταν ο δικός τους υπο­ψή­φιος που πέ­ρα­σε στο δεύ­τε­ρο γύρο (και ως πρώ­τος στο σκορ). Η Ρα­κέ­λε Μου­σο­λί­νι, υπο­ψή­φια δη­μο­τι­κή σύμ­βου­λος, ήρθε πρώτη σε ψή­φους. Πα­λιό­τε­ρα, η Αλε­σά­ντρα Μου­σο­λί­νι (υπε­ρα­σπι­ζό­με­νη κατά και­ρούς «τη μνήμη» του παπ­πού της), είχε χτί­σει μια δική της ανα­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα ως μο­ντέ­λο, ηθο­ποιός, πο­λι­τι­κός για να εκλε­γεί σε διά­φο­ρες θέ­σεις με την Φόρ­τσα Ιτά­λια. Η μικρή προ­σω­πι­κή δια­δρο­μή της Ρα­κέ­λε Μου­σο­λί­νι κάνει εξαι­ρε­τι­κά αμ­φί­βο­λο τον ισχυ­ρι­σμό ότι ψη­φί­στη­κε «παρά το όνομά της κι όχι εξαι­τί­ας του» και μάλ­λον λέει πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρα για το «κλίμα» στις γραμ­μές των ψη­φο­φό­ρων των Φρα­τέ­λι. 

Λίγες μέρες μετά τις κάλ­πες, αυτή η μου­σο­λι­νι­κή νο­σταλ­γία πήρε μια πολύ πιο άγρια μορφή: Στις 9 Οκτώ­βρη, 100 χρό­νια μετά την κα­τα­στρο­φή των Ερ­γα­τι­κών Κέ­ντρων από τους με­λα­νο­χί­τω­νες, η νε­ο­φα­σι­στι­κή Φουόρ­τσα Νουό­βα, έχο­ντας κάνει πα­νε­θνι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση (με τρένα και λε­ω­φο­ρεία), τέ­θη­κε επι­κε­φα­λής μιας δια­δή­λω­σης 10 χι­λιά­δων αν­θρώ­πων ενά­ντια στο «Green Pass» (επί­δει­ξη πι­στο­ποι­η­τι­κού εμ­βο­λια­σμού, αρ­νη­τι­κού τεστ ή πι­στο­ποι­η­τι­κού νό­ση­σης στη δου­λειά) και την κα­θο­δή­γη­σε σε ει­σβο­λή στα κε­ντρι­κά γρα­φεία της CGIL, της με­γα­λύ­τε­ρης και ιστο­ρι­κό­τε­ρης «αρι­στε­ρό­στρο­φης» ερ­γα­τι­κής συ­νο­μο­σπον­δί­ας της χώρας. Οι νε­ο­φα­σί­στες τρα­μπού­κοι έφτα­σαν ως τον πέμ­πτο όροφο, κα­τα­στρέ­φο­ντας τα πάντα. Ήταν η κο­ρυ­φαία «στιγ­μή» στην έως τώρα δράση της νε­ο­φα­σι­στι­κής ορ­γά­νω­σης. Όπως το έθεσε ο Φράν­κο Του­ρι­λιά­το: «Μια πο­λι­τι­κή και συμ­βο­λι­κή επί­θε­ση των φα­σι­στι­κών δυ­νά­με­ων στην ιστο­ρι­κή ορ­γά­νω­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης. Μια επί­θε­ση ενά­ντια στα συν­δι­κά­τα που, ανε­ξάρ­τη­τα από την τρέ­χου­σα γραμ­μή τα­ξι­κής συ­νερ­γα­σί­ας της ηγε­σί­ας, εκ­προ­σω­πούν μια ολό­κλη­ρη ιστο­ρι­κή εποχή τα­ξι­κής ορ­γά­νω­σης».

Ευ­τυ­χώς υπήρ­ξαν αντα­να­κλα­στι­κά. Την ίδια νύχτα βγήκε κά­λε­σμα και την επό­με­νη μέρα όλα τα το­πι­κά γρα­φεία της CGIL άνοι­ξαν με συ­νε­λεύ­σεις-πε­ρι­φρου­ρή­σεις. Μετά την επι­τυ­χη­μέ­νη άμεση αντι-κι­νη­το­ποί­η­ση, το Σάβ­βα­το 16 Οκτώ­βρη ορ­γα­νώ­θη­κε μια με­γά­λη αντι­φα­σι­στι­κή παν­κι­νη­το­ποί­η­ση στη Ρώμη, όπου συ­γκε­ντρώ­θη­καν 200 χι­λιά­δες άν­θρω­ποι από όλη την Ιτα­λία, για να τρα­γου­δή­σουν το Bella Ciao και να απαι­τή­σουν την απα­γό­ρευ­ση της δρά­σης των φα­σι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων.

Η ανά­τα­ση που προ­κά­λε­σε η μα­ζι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση είναι κα­λο­δε­χού­με­νη και πο­λύ­τι­μο «οξυ­γό­νο» στο ζο­φε­ρό τοπίο της Ιτα­λί­ας των τε­λευ­ταί­ων χρό­νων. Ωστό­σο, η προ­σέγ­γι­ση «εθνι­κής ενό­τη­τας» με την οποία αντι­με­τω­πί­ζει το ζή­τη­μα η ηγε­σία της CGIL είναι προ­βλη­μα­τι­κή. Μετά την επί­θε­ση, ο Ντρά­γκι έσπευ­σε να αγκα­λιά­σει τον πρό­ε­δρο της CGIL, Λα­ντί­νι, ως έν­δει­ξη «αλ­λη­λεγ­γύ­ης» μπρο­στά στις κά­με­ρες. Ο Φράν­κο Του­ρι­λιά­το έγρα­ψε: «Μας ανη­συ­χεί αυτή η “αγκα­λιά”, γιατί είναι η “αγκα­λιά της τα­ξι­κής συ­νερ­γα­σί­ας”. Βοηθά τον επι­κε­φα­λής της κυ­βέρ­νη­σης να τσι­με­ντώ­σει τη σύ­γκλι­ση και τη σχέση δια­λό­γου με την CGIL (αυτή τη συ­νο­μο­σπον­δία που εξα­κο­λου­θεί να υπό­κει­ται ακόμα σε κά­ποια αγω­νι­στι­κή πίεση από τη βάση) όσον αφορά τη δια­χεί­ρι­ση του Σχε­δί­ου Ανά­καμ­ψης και την επερ­χό­με­νη οι­κο­νο­μι­κή νο­μο­θε­σία». 

Ο σύ­ντρο­φος εξη­γεί ότι «Οι φα­σι­στι­κές και ακρο­δε­ξιές ορ­γα­νώ­σεις πρέ­πει να απα­γο­ρευ­τούν, αλλά δεν μπο­ρούν να υπάρ­ξουν αυ­τα­πά­τες ότι οι αστι­κοί θε­σμοί θα λύ­σουν το πρό­βλη­μα. Μπο­ρού­με να κα­λω­σο­ρί­σου­με κάθε συμ­μα­χία με άλλες δη­μο­κρα­τι­κές δυ­νά­μεις στον αγώνα ενά­ντια στους φα­σί­στες. Είναι χρή­σι­μες και ανα­γκαί­ες, αλλά η ανε­ξαρ­τη­σία από το αστι­κό κρά­τος και η οι­κο­δό­μη­ση ενός ανε­ξάρ­τη­του στρα­τη­γι­κού πόλου τα­ξι­κής πάλης είναι απο­φα­σι­στι­κή για να τα κα­τα­φέ­ρου­με και να μην κα­τα­λή­ξου­με είτε συ­ντε­τριμ­μέ­νοι είτε  υπο­ταγ­μέ­νοι στις κυ­βερ­νη­τι­κές πο­λι­τι­κές». 

*Φωτό από τη με­γά­λη αντι­φα­σι­στι­κή δια­δή­λω­ση των συν­δι­κά­των στη Ρώμη

**Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Ετικέτες