Η απεργιακή συμμετοχή των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα της οικονομίας στην απεργιακή κινητοποίηση που είχε προκηρυχθεί από την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ για την 3η Δεκεμβρίου, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο, κινήθηκε σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα.

Τα εργοστάσια, τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, οι δημόσιες υπηρεσίες εκπαίδευσης, νοσοκομείων, οι υπηρεσίες κλπ. λειτούργησαν σ’ ολόκληρη τη χώρα σαν να μην πραγματοποιούνταν καμία πανελλαδική πανεργατική απεργία. Η μοναδική συμμετοχή που καταγράφηκε αφορούσε ένα μικρό τμήμα της φοιτητικής νεολαίας, ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα των συνταξιούχων,  όπως επίσης ορισμένων καθαρά πολιτικών δυνάμεων της κοινοβουλευτικής και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Ο στρουθοκαμηλισμός χειρότερη υπηρεσία στο εργατικό κίνημα

Από αυτή την άποψη προσφέρουν την χειρότερη υπηρεσία στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα εκτιμήσεις που αναδεικνύονται από ορισμένους πολιτικούς φορείς όπως και συνδικαλιστικές παρατάξεις, που παραμυθιάζοντας τον εαυτό τους, και εκπέμποντας ψευδή μηνύματα, κάνουν λόγο για επιτυχημένη απεργιακή κινητοποίηση που μπορεί να ανατρέψει την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική στο ασφαλιστικό ζήτημα και τους καταναγκασμούς που επιχειρείται να επιβληθούν από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς της ζώνης του ευρώ και τις διευθυντικές ελίτ του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Όσοι ακολουθούν αυτή την φαντασιακή οδό της υποτιθέμενης αγωνιστικής απογείωσης του εργατικού κινήματος, όχι μόνον δεν συμβάλουν στην αναγνώριση της αλήθειας και στην ανίχνευση δρόμων αποτελεσματικής κινητοποίησης της εργατικής τάξης, αλλά συντείνουν στην αναπαραγωγή αυτής της στείρας κοινωνικής κατάστασης.

Στα σίγουρα προφανώς κατ’ αυτό τον τρόπο της έλλειψης εργατικής απεργιακής συμμετοχής, που κυμάνθηκε σε ποσοστά που λίγο απέχουν από μηδενικά επίπεδα, η ίδια η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ παραφθείρουν και ακυρώνουν τον ίδιο  το θεσμό της πανεργατικής απεργίας, αν δεν επιδιώκουν αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα, όπου συνήθως λειτουργούν διαφορετικές εργατικές συνομοσπονδίες, και που στις περισσότερες περιπτώσεις συμπαρατάσσονται αγωνιστικά μεταξύ τους, δεν βλέπει κανείς ένα τέτοιο φιάσκο, μια πανεργατική απεργία – οπερέτα, που εξαγγέλλεται και πραγματοποιείται στα χαρτιά των εγχώριων συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών. Και μόνον αυτό το γεγονός θα έπρεπε να οδηγήσει τις γραφειοκρατικές ηγεσίες των εργατικών συνομοσπονδιών ιδιωτικού και δημόσιου τομέα σε καθολικές παραιτήσεις. Ωστόσο είναι το μόνο που δεν μπορεί να περιμένει κανείς από τους καρεκλοκένταυρους του εργοδοτικού συνδικαλισμού (γνήσια τέκνα της ρουσφετολογίας των αστικών κομμάτων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ να στελεχώνουν τις δημόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες με υπαλλήλους που για να διοριστούν είχαν υπογράψει γραμμάτια πίστης εφόρου ζωής), που δεν δίστασαν στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου να συνταχθούν ανοιχτά με το μαύρο αστικό μέτωπο του «ναι» στα μνημόνια.

Κι’ αν έτσι έχουν τα πράγματα για τον σύγχρονο συνδικαλιστικό «μακρηθεοδωρισμό», μπορούν δυνάμεις του αριστερού κινήματος να κλείνουν τα μάτια σε μια αλήθεια που τριγυρνάει στους δρόμους, και να συνεχίζουν έτσι να συμβάλουν στην αναπαραγωγή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων ; Γιατί βέβαια για να επιλύσεις ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα όπως είναι η μηδενική συμμετοχή των εργαζομένων στην πανεργατική απεργία, χρειάζεται πρώτα να αναγνωρίσεις αυτή την αλήθεια, την πραγματικότητα που έχεις μπροστά σου. Όταν όμως στρουθοκαμηλίζεις, αντικρύζεις την πραγματικότητα με όρους ιδεοληπτικούς και φαντασιακούς, προκειμένου να «δικαιώσεις» τον δικό σου και μόνον υποκειμενισμό, τότε γίνεσαι μέρος του προβλήματος και όχι της επίλυσής του. Ας σκεφτεί κανείς και μόνον το γεγονός ότι με τι σθένος μπορούν οι εργαζόμενοι να κινητοποιηθούν σε μια επόμενη πανεργατική απεργία, όταν έχουν διαπιστώσει ότι η απεργία της 3ης Δεκεμβρίου είχε χαρακτηριστικά φιάσκου. Άλλωστε οι πολιτικές συνθηματολογίες, όσο αντιμνημονιακές, ριζοσπαστικές, ταξικές, αντικαπιταλιστικές και αν είναι, παραμένουν στο κενό όταν δεν μπορούν να συνδεθούν αγωνιστικά και οργανικά με την πραγματική κατάσταση και κίνηση της μισθωτής εργασίας στην κοινωνική παραγωγή.

Ενωτικά και αποτελεσματικά, με διαφωτισμό και αγωνιστικότητα

Εφόσον αναγνωρίζεται αυτή η αλήθεια, και εφόσον καίρια αναγκαιότητα σε κάθε περίπτωση είναι η ενεργός (πραγματική μαζική) κινητοποίηση της εργατικής τάξης, των ανέργων, των συνταξιούχων και της νεολαίας (είτε βρίσκονται απέναντι σε αστικές μνημονιακές κυβερνήσεις είτε απέναντι σε κεντροαριστερές μορφές υλοποίησης των μνημονιακών καταναγκασμών των θεσμών εκπροσώπησης του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου), τότε χρειάζεται, η αναφορά σε ορισμένα ορόσημα, μεταξύ άλλων, για μια πορεία ανάταξης του κινήματος των λαϊκών τάξεων. Προφανώς και είναι γνωστή και δεδομένη η πολυδιάσπαση της μισθωτής εργασίας και ο κατακερματισμός των όποιων συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων, καθώς και η παραλυτική επίδραση της υπερμεγέθους ανεργίας, που συντρίβει τους ανέργους και καθηλώνει τους ενεργούς εργαζόμενους. Εντούτοις δεν είναι δυνατό να κινηθούν πλέον τα πράγματα, αποτελεσματικά και μαζικά, παρά ξεπερνώντας αυτούς τους διαχωρισμούς της μισθωτής εργασίας σε διαφορετικούς κόσμους.

Πρώτα από όλα η απόρριψη της μνημονιακής, γραφειοκρατικής και εργοδοτικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που καταπνίγει κυριολεκτικά κάθε μορφή ταξικής και αγωνιστικής έκφρασης του κινήματος. Πώς Εργατικά Κέντρα και ΓΣΕΕ μπορούν να διεκπεραιώσουν αποτελεσματικά την κινητοποίηση των εργαζομένων για την προάσπιση του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, τη στιγμή που βαρύνονται με την σύνταξή τους με το αστικό μέτωπο του «ναι» στο δημοψήφισμα, τη συναινετική τους στάση σ’ ολόκληρη την προηγούμενη πενταετία της άγριας μνημονιακής επέλασης, της πλήρους υπαγωγής τους στα κελεύσματα της ελληνικής αστικής τάξης;

Άρα, κατά δεύτερο, η ανάδειξη ενός αγωνιστικού ταξικού μετώπου Εργατικών Ομοσπονδιών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αντίστοιχων Εργατικών Κέντρων, καθώς και κάθε μορφής σωματείου ή συνδικαλιστικής οργάνωσης που κινούνται σε πρωτοβάθμιο επίπεδο. Η ανάληψη έτσι της κοινωνικής ευθύνης διεξαγωγής αυτής της ταξικής πάλης κατά τρόπο αυτόνομο από αυτές τις εργατικές ριζοσπαστικές δυνάμεις, θέτοντας τελεσίδικα στο περιθώριο τις εργοδοτικές γραφειοκρατίες των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο προγραμματισμός έτσι κινητοποιήσεων με πραγματικούς όρους και όχι «στα χαρτιά», η ανάδειξη μορφών κλιμακωμένης διεξαγωγής των αγώνων, η επιδίωξη επίτευξης συγκεκριμένης αποτελεσματικότητας.

Κατά τρίτο, η επικέντρωση στα καίρια ζητήματα αιχμής της συγκυρίας που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση (π.χ. συνταξιοδοτικό όριο στα 62 ή 65 και όχι στα 67, αποτροπή του επανυπολογισμού των συντάξεων στη βάση του Νόμου 3863/ 2010, κατάργηση της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, διατήρηση της κρατικής συμμετοχής στους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών ταμείων και όχι μείωσής της κατά τις επιταγές του 3ου Μνημονίου κλπ.), πράγμα που θα σηματοδοτούσε, εφόσον υλοποιούνταν, μια τακτική νίκη του εργατικού κινήματος απέναντι στις υπαγορεύσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και την συνακόλουθη κυβερνητική πολιτική. Στα σίγουρα το αντικείμενο μιας τέτοιας κινητοποίησης δεν μπορεί να είναι στο άμεσο επίπεδο η απαγκίστρωση από την ζώνη του ευρώ ή η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που αντιπροσωπεύουν ζητήματα στρατηγικού χαρακτήρα, τοποθετούνται στο ευρύτερο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο και εγκαλούν σε συνολικότερες ριζοσπαστικές απαντήσεις.

Τέλος, η δρομολόγηση μιας συστηματικής εκστρατείας διαφωτισμού και πρόσκλησης σε κινητοποίηση σε όλους τους εργασιακούς χώρους (βιομηχανικούς, δημόσιων υπηρεσιών, εμπορίου κ.ά.), καθώς και στους δήμους και συνοικίες των μεγάλων αστικών συγκροτημάτων, έτσι ώστε να αναδειχθεί μια αγωνιστική πορεία εν επιγνώσει των ζητημάτων και των προοπτικών επίλυσής τους.  Από αυτή την άποψη είναι αλήθεια ότι μόνον οι πολιτικές δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας διοργανώνουν τέτοιου είδους συγκεντρώσεις δημόσιου διαλόγου αυτή την περίοδο, και θα ήταν αναγκαίο να διοργανώνονται τέτοιες παρεμβάσεις και από άλλες σχηματοποιήσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (λ.χ. Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δυνάμεις από τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ κλπ.), και μάλιστα κατά τρόπο ενωτικό και μετωπικό.