Απόσπασμα από την ομιλία στο Φεμινιστικό Φεστιβάλ 2025
Στη Χιλή, από το 2018 ήδη ξέσπασε με ορμή ένα φεμινιστικό κύμα, μέσα σε μια πολιτική συγκυρία που χαρακτηρίζεται από μαζικές φεμινιστικές κινητοποιήσεις σε διεθνές επίπεδο.
Αυτή η φεμινιστική έκρηξη συνέπεσε με έναν μακρύ κύκλο διαμαρτυριών ενάντια στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που επιβλήθηκε στη Χιλή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τα τελευταία 20 χρόνια, σχεδόν όλοι οι τομείς κοινωνικών δικαιωμάτων είχαν γνωρίσει κύματα κινητοποιήσεων: εργατικές, φοιτητικές, κοινωνικο-περιβαλλοντικές, των αυτόχθονων λαών, ενάντια στο ιδιωτικό σύστημα συντάξεων κ.ά.
Τον Μάιο του 2018, εν μέσω των φεμινιστικών καταλήψεων των πανεπιστημίων σε όλη τη χώρα, σε μια μεγάλη συνέλευση, διάφορες φεμινιστικές οργανώσεις συμφωνήσαμε να καλέσουμε για τις 8 Μαρτίου 2019 την πρώτη φεμινιστική γενική απεργία στη Χιλή, ακολουθώντας το διεθνές παράδειγμα. Θέλαμε να ανακτήσουμε τη γενική απεργία ως ιστορικό εργαλείο αγώνα της εργατικής τάξης, που στη Χιλή είχε εξαλειφθεί για πάνω από 50 χρόνια με τη δικτατορία, αλλά θέλαμε και να της δώσουμε νέο νόημα: δεν ήταν απλώς μια γενική απεργία, ήταν μια φεμινιστική γενική απεργία που καλούσε να παύσουν όλες οι μορφές εργασίας, όχι μόνο η μισθωτή.
Η φεμινιστική γενική απεργία της 8ης Μαρτίου 2019 ήταν η πιο μαζική κινητοποίηση που είχε καταγραφεί στην ιστορία της Χιλής μέχρι τότε.
Εκείνη τη στιγμή, δεν γνωρίζαμε ότι η απεργία θα ήταν το προοίμιο της κοινωνικής έκρηξης και της εξέγερσης που λίγους μήνες αργότερα θα ξεσπούσε στη χώρα. Η απεργία δεν αποτέλεσε μόνο το προοίμιό της, αλλά ανέδειξε επίσης την ικανότητα του φεμινιστικού κινήματος, να αφουγκράζεται και να ερμηνεύει τα κοινωνικά προβλήματα που σημαδεύουν τη ζωή και την αγωνιστική διάθεση ενός ολόκληρου λαού.
Η 18η Οκτωβρίου 2019 σηματοδότησε την έναρξη της μεγαλύτερης κοινωνικής εξέγερσης που έχει ζήσει η Χιλή τον 21ο αιώνα.
Εν μέσω της εξέγερσης, στις 15 Νοεμβρίου 2019, τα κοινοβουλευτικά κόμματα ανακοίνωσαν μια συμφωνία για να κηρύξουν την έναρξη μιας συντακτικής διαδικασίας. Σε λιγότερο από έναν μήνα, χάρη σε μια λαϊκή εξέγερση, επιτεύχθηκε κάτι που ήταν αδύνατο να επιτευχθεί θεσμικά για 40 χρόνια: να ανοίξει η δυνατότητα να αλλάξει το Σύνταγμα του Πινοσέτ, το ίδιο Σύνταγμα της δικτατορίας που θεμελίωσε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο στη χώρα μας.
Το Κοινοβούλιο είχε έναν ξεκάθαρο στόχο με την ανακοίνωσή του: να αποδυναμώσει «τον δρόμο», να διαλύσει τη δυναμική των κινητοποιήσεων. Και, εν μέρει, το πέτυχε. Μετά από σχεδόν έναν μήνα αδιάκοπης κινητοποίησης, η κόπωση ήταν εμφανής.
Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν μέχρι τη δεύτερη φεμινιστική γενική απεργία, στις 8 Μαρτίου 2020. Εκείνη την ημέρα, περισσότερα από δύο εκατομμύρια γυναίκες και κουήρ άτομα (αντιφρονούντα φύλων και σεξουαλικοτήτων) βγήκαμε στον δρόμο μόνο στο Σαντιάγο. Ήταν μια εντυπωσιακή επίδειξη συλλογικής δύναμης. Όμως μόλις μια εβδομάδα αργότερα, ολόκληρη η χώρα μπήκε σε καραντίνα λόγω του COVID.
Αυτό που ακολούθησε ήταν η προετοιμασία για τη συμμετοχή στη συντακτική διαδικασία. Πολλές δυνάμεις των κοινωνικών κινημάτων συμμετείχαν με αυτόνομο τρόπο απέναντι στα θεσμικά κόμματα, συγκροτώντας δικά τους ψηφοδέλτια. Οι φεμινίστριες εξέλεξαν ένα σημαντικό αριθμό αντιπροσώπων.
Η συντακτική διαδικασία στη Χιλή, καρπός της λαϊκής εξέγερσης, μετατράπηκε στο πρώτο θεσμικό όργανο της χώρας που συγκροτήθηκε με ποσόστωση, με έδρες δεσμευμένες για αυτόχθονες εκπροσώπους και με αντιπροσώπευση ευρύτερων τομέων που ιστορικά είχαν αποκλειστεί από κάθε διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Αν και η διαδικασία υπέστη εκλογική ήττα, αυτό ποτέ δεν θα σβήσει τη σημασία της σε ιστορικό επίπεδο. Αυτό που ακολούθησε ήταν η συντηρητική παλινόρθωση, και ήρθε από δύο κατευθύνσεις.
Πρώτα, από τη συντηρητική αριστερά, η οποία απέδωσε την ήττα στο φεμινισμό και στα κινήματα των αυτόχθονων πληθυσμών που αγωνίζονται για αυτονομία, υποστηρίζοντας ότι έθεσαν ζητήματα που δήθεν δεν ήταν προτεραιότητα για την κοινωνία και ότι πρότειναν υπερβολές μόνο για «ιδεολογική ικανοποίηση». Αυτό ειπώθηκε, για παράδειγμα, για το ζήτημα της άμβλωσης. Η πραγματικότητα όμως είναι πως τη στιγμή του δημοψηφίσματος όπου απορρίφθηκε το νέο Σύνταγμα, πάνω από το 60% του πληθυσμού στήριζε το δικαίωμα στην άμβλωση.
Και δεύτερον, από τη δεξιά, που ερμήνευσε τη δική της εκλογική νίκη ως μια πλέρια πολιτική νίκη, με την έννοια ότι ολόκληρη η κοινωνία ήταν υποτίθεται ικανοποιημένη με το δικτατορικό μοντέλο, παραβλέποντας όλο τον πολιτικό κύκλο των τελευταίων σχεδόν 20 ετών.
Το φεμινιστικό κίνημα στη Χιλή αγωνιζόταν πάντα ενάντια σε κάθε πατριαρχικό αυταρχισμό. Ιστορικά είχε αυτή την πολιτική ικανότητα σύνθεσης για να τον αμφισβητήσει τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Γιατί το ζήτημα της δημοκρατίας παίζεται τόσο έξω από τις πόρτες όσο και μέσα στο σπίτι —κι αυτό η άκρα δεξιά το ξέρει, όσο κι αν το αρνείται· γι’ αυτό και η πατριαρχική πειθάρχηση των ζωών μας είναι κεντρικό στοιχείο του σχεδίου της.
Σήμερα, η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη είναι η εκλογική και κοινωνική άνοδος της άκρας δεξιάς. Εμείς όμως πλαισιώνουμε αυτό το πρόβλημα σε κάτι πιο γενικό: σε αυτό που ονομάζουμε αυταρχική στροφή των φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Αυτό το φαινόμενο το καθοδηγεί η άκρα δεξιά, αλλά δεν αποτελεί αποκλειστικά δικό τους μονοπώλιο. Στη Λατινική Αμερική το βλέπουμε στο καθεστώς του Ντανιέλ Ορτέγκα στη Νικαράγουα ή στην πρώην κυβέρνηση του Λενίν Μορένο στο Εκουαδόρ.
Ακόμη όμως και στη σημερινή προοδευτική κυβέρνηση του Γκαμπριέλ Μπόριτς στη Χιλή, η προγονική γη των Μαπούτσε παραμένει στρατιωτικοποιημένη για πάνω από τρία χρόνια. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ πριν. Αν και θα ήταν λάθος να πούμε ότι η κυβέρνηση Μπόριτς είναι αυταρχικό καθεστώς, μπορούμε να πούμε ότι η παγκόσμια τάση είναι ξεκάθαρη: η καπιταλιστική συσσώρευση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να διασφαλιστεί χωρίς αυταρχικές οπισθοχωρήσεις.
Όλο και πιο συχνά κάθε κυβέρνηση χρησιμοποιεί και μονιμοποιεί, μηχανισμούς εξαίρεσης. Για αυτό λέμε ότι η αυταρχική στροφή είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό της εποχής, που πολλές φορές ξεπερνά ακόμη και τη βούληση των ίδιων των κυβερνήσεων.
Οι συνέπειες του νεοφιλελεύθερου συνεχούς γίνονται όλο και πιο επικίνδυνες και καταστροφικές. Η μεγαλύτερη απειλή σήμερα για τις εργαζόμενες πλειοψηφίες, τις γυναίκες, τα παιδιά, τα κουήρ υποκείμενα, αντιφρονούντα σε σχέση με το φύλο ή/και τη σεξουαλικότητά τους, τα μεταναστά και φυλετικοποιημένα άτομα, είναι η άνοδος της άκρας δεξιάς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι κύριες πολιτικές και προγραμματικές της σημαίες συνιστούν μια ευθεία επίθεση στις ζωές μας:
• Φτωχοποίηση των εργαζόμενων πλειοψηφιών για να πλουτίζει μια ολοένα και μικρότερη μειοψηφία.
• Όξυνση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας απέναντι σε φυλετικοποιημένα και μετανάστριες/μετανάστες και μεταναστά.
• Πατριαρχική παλινόρθωση ενάντια στις γυναίκες και στα κουήρ άτομα.
Γι’ αυτό, η αντιμετώπιση της άκρας δεξιάς είναι προτεραιότητα επείγουσα και άμεση. Όμως υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα: με ποια πολιτική μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε;
Δεν μπορούμε να πολεμήσουμε την άκρα δεξιά χωρίς να πολεμήσουμε την επισφάλεια της ζωής, που την θρέφει. Και ούτε μπορούμε να πολεμήσουμε την επισφάλεια με νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι οποίες είναι ακριβώς αυτές που εξακολουθούν να εφαρμόζουν οι σοσιαλ-φιλελεύθερες κυβερνήσεις, παρουσιάζοντάς τες ως εκλογική εναλλακτική απέναντι στην άκρα δεξιά.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά