Πολύς λόγος γίνεται για την επιστροφή στην Κουμουνδούρου στελεχών της ΔΗΜΑΡ ή και ολόκληρου του κόμματος. Επιστροφή βέβαια σε ένα άλλο κόμμα (τον ΣΥΡΙΖΑ) από αυτό που είχαν φύγει πριν τέσσερα χρόνια (τον Συνασπισμό) επειδή ακριβώς διαφωνούσαν κάθετα με τη διεύρυνση και τη μετατροπή του σε Σύριζα. Ακόμη κι αν καλύπτεται από ρητορικές προφυλάξεις, πρόκειται για την έμπρακτη ομολογία ενός λάθους. Είμαστε λοιπόν όλοι χαρούμενοι.

Είμαστε; Δυστυχώς δεν είναι στρογγυλεμένα όλα. Στην πολιτική και στη ζωή υπάρχουν αιχμές, αποφάσεις που παίρνονται, νόμοι που ψηφίζονται, μαγαζιά που κλείνουν, νέοι που μεταναστεύουν, απελπισμένοι που αυτοκτονούν. Και κάποιοι πάνω από αυτά, παίζουν τους συνετούς και τους ουδέτερους. Είναι όμως;

Η ΔΗΜΑΡ δεν υπήρξε ποτέ ουδέτερη. Πριν συσταθεί ως κόμμα, όντας ακόμα η Ανανεωτική Πτέρυγα – τάση του Συνασπισμού, είχε ένα σαφές πολιτικό σχέδιο: την προώθηση «εκσυγχρονιστικών» μεταρρυθμίσεων με τη στήριξη όλων, από την άρχουσα τάξη μέχρι τους πιο περιθωριακούς. Και έδωσε σκληρές μάχες εναντίον αυτών (βασικά εντός Αριστεράς) που έβαζαν σε κίνδυνο το σχέδιό της.

Για να φρεσκάρουμε λίγο τις μνήμες, την εποχή που το πανεπιστημιακό κίνημα κατέβαινε στους δρόμους για το άρθρο 16, καταφέρνοντας να διασπάσει τη συμμαχία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων και να αποτρέψει τη συνταγματική μεταρρύθμιση, τα στελέχη της Πτέρυγας συνωστίζονταν στον προθάλαμο της Υπουργού κυρίας Γιαννάκου, με πρώτη τη σημερινή πρωτοπόρα της προσέγγισης, κυρία Ρεπούση. Και ακολούθησε η δημιουργία μιας παράταξης μέσα στους πανεπιστημιακούς, η οποία συγκρούστηκε αλύπητα με την τότε αριστερή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ, σχημάτισε μια τρικομματική ηγεσία του συνδικάτου πολύ πριν από την αντίστοιχη της Βουλής, στήριξε αναφανδόν (αλλά με βελτιωτικές παρατηρήσεις) τους νόμους Γιαννάκου, Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλου, βοήθησε όσο μπορούσε στη μετάλλαξη του πανεπιστημίου σε επιχείρηση, ενίσχυσε τα Συμβούλια Ιδρύματος και όλες τις μετατροπές προς το αυταρχικότερο. Και σήμερα ακόμη, ενόψει του συνεδρίου της ΠΟΣΔΕΠ, συνεχίζει την ίδια τακτική, παρά τις όποιες «προσεγγίσεις» σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών.

Όταν η Πτέρυγα αυτονομήθηκε ως ΔΗΜΑΡ, περιείχε απ’όλα, όπως κάθε κόμμα: από ακραιφνείς ιδεολόγους που απέβλεπαν στην πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας μέχρι ιδιοτελείς καιροσκόπους που νοιάζονταν μόνο για την προσωπική τους ανάδειξη και ευμάρεια. Εμφανίστηκε σαν κάτι το φρέσκο, σαν η ζητούμενη ανανέωση του πολιτικού προσωπικού την εποχή που η κρίση είχε συγκλονίσει το πολιτικό σκηνικό και τινάξει στον αέρα το δικομματισμό. Κατάφερε εκ του μηδενός να φτάσει στο 6% και να βγάλει βουλευτές όταν οι γνήσιοι εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού (Ανδριανόπουλος, Μάνος, Τζήμερος) δεν έχουν ποτέ καταφέρει να βγάλουν βουλευτές αυτόνομα. Και αποδείχτηκε φούσκα.

Δύο χρόνια μετά τις εκλογές η φούσκα κατέρρευσε. Τη σκυτάλη της ανανέωσης εντός συστήματος την έχει παραλάβει το Ποτάμι – άγνωστο το πόσο θα κρατήσει κι αυτό. Πολιτική φυσιογνωμία δεν κατάφερε να αποκτήσει, μια φιλοκυβερνητική και μια αντιπολιτευόμενη (στρογγυλεμένα), μια υπέρ των γάμων των ομοφυλοφίλων και μια εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων τους οποίους ο νόμος Μανιτάκη θέτει σε διαρκή ομηρία. Πολιτική χωρίς ακροατήριο, χωρίς συγκρότηση, χωρίς συνοχή. Μόνος συνεκτικός τους κρίκος ήταν η διαφοροποίηση από τη «λαϊκίστικη» Αριστερά. Και αυτός σήμερα κατέρρευσε.

Τι μένει; Μένει μια Κοινοβουλευτική Ομάδα με ημερομηνία λήξης. Το αν η θητεία τους θα παραταθεί για ενάμιση χρόνο, εάν θα λήξει, εάν θα επανεκλεγούν και με ποιο ψηφοδέλτιο δεν είναι πρώτο μέλημα του ελληνικού λαού – και φαντάζομαι ούτε καν του 1% που τους ψήφισε στις ευρωεκλογές. Μέχρι σήμερα δεν έχουν καν τοποθετηθεί σαφώς ότι θα καταψηφίσουν την οποιαδήποτε πρόταση Προέδρου Δημοκρατίας, ενώ τόχουν κάνει ήδη κάποιοι ανεξάρτητοι βουλευτές και το 180, απ’ότι φαίνεται, δεν πιάνεται με τίποτα. Όταν κάνεις μπλόφα ενώ όλοι ξέρουν πως δεν έχεις φύλλο δεν κερδίζεις ποτέ. Και αυτό το έχουν καταλάβει αρκετοί, που ακολουθούν προσωπικές στρατηγικές ώστε να περισώσουν το πολιτικό τους μέλλον.

Είναι εφικτή σήμερα μια σύμπραξη, και μάλιστα προεκλογική (καθώς μετεκλογικά κανείς δεν ξέρει αν θα υπάρχει ΔΗΜΑΡ); Πέρα από το ότι μια σύμπραξη κομμάτων αφαιρεί το μπόνους των 50 εδρών, άρα μιλάμε για προσχωρήσεις στελεχών πλέον, μπαίνει το θέμα της πολιτικής που θα ακολουθηθεί.

Ο Φώτης Κουβέλης μίλησε για προγραμματικές συγκλίσεις. Σωστά. Αλλά μπορεί να υπάρχει προγραμματική σύγκλισή ανάμεσα σ’ αυτούς που στήριξαν τους νόμους Διαμαντοπούλου και Μανιτάκη και σ’ αυτούς που έχουν δεσμευτεί για την κατάργησή τους; Κι αν κάποιοι υποχωρήσουν σε όλα προκειμένου να μπουν σε ψηφοδέλτια, σκίζοντας αυτό μέχρι χτες που προσκυνούσαν, δεν θα κάνουν το ίδιο μεθαύριο εάν τα πράματα σφίξουν;

Κοντολογίς, ενδεχόμενη σύμπραξη με τη ΔΗΜΑΡ όχι μόνο δε θα φέρει κόσμο στο Σύριζα, αλλά θα διώξει. Θα διώξει όσους μυρίσουν άρωμα συναλλαγής επιβεβαιώνοντας ότι «όλοι ίδιοι είναι». Πέρα από ψήφους, θα διώξει όσους έφαγαν τα χημικά της αρκούδας όχι για να κάνουν βουλευτές (μήπως και υπουργούς;) τους συνομιλητές της κυρίας Γιαννάκου αλλά για μιαν άλλη Παιδεία. Και άλλους θα διώξει - αφήνεται στον αναγνώστη.

Αλλά για μια σύμπραξη χρειάζονται δύο. Θα δεχτεί ο Σύριζα μια τέτοια σύμπραξη; Σίγουρα υπάρχουν στελέχη που την επιδιώκουν, με γνώμονα το μαγικό αριθμό 180 και το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών. Ξεχνώντας ότι η πολιτική δεν ανάγεται στα Μαθηματικά, κι ότι τα Μαθηματικά είναι κάτι πολύ παραπάνω από απλές αθροίσεις. Αλλά δεν πιστεύω ότι θα επικρατήσουν, καθώς ούτε καν η μακιαβελλική αντιμετώπιση της πολιτικής δεν συνηγορεί υπέρ μιας τέτοιας σύμπραξης - πόσο μάλλον μια αριστερή στάση. Και έχω εμπιστοσύνη στα αντανακλαστικά αυτών που κατέβηκαν στους δρόμους της Αθήνας, της Γένοβας ή του Ελληνικού, όπως και στο πολιτικό αισθητήριο του Προέδρου του Σύριζα, ότι δεν θα πατήσουν αυτή την πεπονόφλουδα. 

*Δημοσιευμένο στο Δρόμο της Αριστεράς , 4 οκτ. 2014:

Ετικέτες