Το κυρίαρχο αφήγημα ότι «η χώρα βγαίνει από την κρίση» και πως το 2018 είναι η χρονιά του «τέλους των μνημονίων», δέχεται ισχυρό πλήγμα από τα ίδια τα στοιχεία.

Διότι, παρά τους αναιμικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και τη μείωση της ανεργίας, εντούτοις με πραγματικούς όρους εξακολουθεί η ανεργία να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα από αυτά που δίνουν οι επίσημοι φορείς. Η προοπτική αυτή επιβεβαιώνεται και από προηγούμενες εκτιμήσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ότι ακόμη και εάν υπάρχει μια θετική μεταβολή του ΑΕΠ, θα πρόκειται για μια μακρά περίοδο «άνεργης ανάπτυξης» και με την προϋπόθεση ότι δεν θα αναιρεθούν από ένα ενδεχόμενο νέο κύκλο υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας.

Ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που ξεκινάει από το 2008 και των περιοριστικών μνημονιακών πολιτικών από το 2010, φαίνεται ότι έχουμε μια διαρκή άνοδο της ανεργίας, η οποία κορυφώνεται το 2013, και μία αντίστοιχη διαρκή μείωση των απασχολουμένων. Το ποσοστό των ανέργων από 7,3% του εργατικού δυναμικού το 2008, εκτοξεύτηκε στο 27,3% το 2013. Από εκεί και μετά φαίνεται να υπάρχει μια τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας και αύξησης της απασχόλησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το πρόβλημα έχει λυθεί.

Σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, αν αξιοποιηθούν και άλλοι εναλλακτικοί δείκτες μέτρησης της ανεργίας (π.χ. η μερική απασχόληση, η προσωρινή εργασία, οι αποθαρρημένοι άνεργοι κλπ.), τότε το ποσοστό ανεργίας, το 2017, εμφανίζεται υψηλότερο κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες (27,5% και 1.500.000 άνεργοι έναντι του επίσημου ποσοστού που είναι 20% και 970.000 άνεργοι). Θυμίζουμε ότι η μερική απασχόληση, από 232.000 άτομα περίπου το 2008 έχει ανέλθει στις 350.000, εκ των οποίων η πλειονότητα θέλει να εργάζεται με πλήρη και σταθερή εργασία. Στους παραπάνω δείκτες μέτρησης της ανεργίας δεν προσμετρούνται και όσοι/-ες Έλληνες/-ίδες έχουν μεταναστεύσει τα χρόνια των μνημονίων, οι οποίοι υπολογίζονται σε 500.000 άτομα περίπου. Πράγματι θα είχε ενδιαφέρον η ενσωμάτωση των ατόμων που μεταναστεύουν στον δείκτη ανεργίας, διότι έτσι θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένας δείκτης για την ικανότητα της οικονομίας να προσφέρει εργασία στον πληθυσμό.

Βέβαια, η άνοδος του ποσοστού της ανεργίας έχει συμβάλλει τα μέγιστα στη μείωση των μισθών. Άρα, πως γίνεται να πέφτει το ποσοστό ανεργίας, όπως ισχυρίζονται οι κρατούντες, και να μην αυξάνονται οι μισθοί, όπως θα ήταν φυσιολογικό; Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι επισφαλούς απασχόλησης. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εργαζομένων που λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 700 ευρώ, ανέρχεται σε 37,5% το 2017 (από 13% το 2009). Αθροιστικά οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα με μισθό κάτω από 900 ευρώ αποτελούν το 61%. Αυτό δείχνει μια τεράστια μεταφορά πλούτου από την εργασία προς το κεφάλαιο, η οποία υπολογίζεται σε 11 δις ευρώ κάθε έτος από το 2010 και μετά. 

Έτσι, παρά την ζημιά που έχει υποστεί το παραγωγικό σύστημα της χώρας, το οποίο μάλιστα είναι συγκρίσιμο με αυτό της Γαλλίας και της Ιταλίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντούτοις η αύξηση της κερδοφορίας είναι εντυπωσιακή. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2010-16, ενώ οι  μισθοί μειώθηκαν κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών, αντίθετα τα κέρδη του κεφαλαίου στην μεταποιητική βιομηχανία παρουσίασαν αλματώδη αύξηση της τάξης του 56%. Και παρ’ ότι η κερδοφορία παρουσίασε αύξηση, εντούτοις οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ήταν αρνητικές από το 2012 μέχρι το 2015, που σημαίνει ότι συρρικνώθηκε το παραγωγικό δυναμικό της χώρας.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι παρά τις δραματικές μειώσεις των μισθών στη βιομηχανία, εντούτοις τα προβλεπόμενα μνημονιακά μέτρα όσον αφορά τις αντίστοιχες μειώσεις των τιμών, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν απέδωσαν, αλλά μετατράπηκαν σε αυξήσεις κερδών και όχι σε επενδύσεις. Συνεπικουρούμενα όλα αυτά από τους ιδεολογικούς και οργανωτικούς παράγοντες, όπως είναι ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης για τα συνδικάτα στο εσωτερικό των επιχειρήσεων και στην κοινωνία, συνθέτουν την τραγική εικόνα που έχει περιέλθει ο κόσμος της εργασίας.

Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Μεταξύ 2011-17, έχουν υπογραφεί αθροιστικά 2.680 επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας έναντι μόνο 126 κλαδικών-ομοιοεπαγγελματικών. Ουσιαστικά, είναι η περίοδος κατά την οποία θεσμοθετείται, η υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, επιβεβαιώνοντας μια σταθερή επιδίωξη της εργοδοτικής πλευράς να μεταφέρει την διαδικασία διαπραγμάτευσης στο επίπεδο της επιχείρησης όπου η εργατική πλευρά είναι πιο αδύναμη συνδικαλιστικά και επομένως διαπραγματευτικά.

Κατά συνέπεια, όσο κι αν η κυβέρνηση πιστεύει ότι «έχει ανατείλει η ελπίδα της επαναφοράς της κανονικότητας στην αγορά εργασίας» και πως ζούμε «την ‘’επανάσταση’’ των συλλογικών συμβάσεων», η πραγματικότητα την διαψεύδει.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι είναι πλέον αναγκαίες άλλου τύπου δράσεις, που θα ενοποιούν τους εργαζόμενους στη μαύρη αγορά εργασίας και στην επισφάλεια, τους άνεργους και τους μετανάστες, με τους εργαζόμενους που ακόμη έχουν εργασία, και που θα βασίζεται στην εργατική αλληλεγγύη, την εργατική δημοκρατία και την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων στις αποφάσεις. Διότι, τελικά, το ζητούμενο είναι να βρεθούν τρόποι για την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της εργασίας και, το κυριότερο, να μείνουν ενεργοί οι άνθρωποι.

(*) Ο Δ. Κατσορίδας είναι επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Το εν λόγω άρθρο είναι αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών, 1-6-2018.

Ετικέτες