Η νέα πρωτοβουλία «Rise Up» βαδίζει σε επικίνδυνα µονοπάτια
Τα γεγονότα που συνέβησαν στο Κέµνιτς της Σαξονίας τον προηγούµενο µήνα αναµφισβήτητα έφεραν στην επιφάνεια τη διαµόρφωση ενός νέου πολιτικού σκηνικού στη Γερµανία. Το ρατσιστικό πογκρόµ, η ανοχή του αστικού κράτους και οι ταλαντεύσεις της Αριστεράς απέναντι στην προσφυγική κρίση είναι το σηµείο τοµή στη νέα κατάσταση. Οι παραδοσιακοί πολιτικοί συσχετισµοί ανατρέπονται, η ακροδεξιά αναπτύσσεται και η Αριστερά καλείται να δώσει καθαρές απαντήσεις άµεσα.
Το AfD, το µαζικότερο ακροδεξιό κόµµα, αναδείχθηκε τρίτη δύναµη στις εκλογές του 2017, συγκεντρώνοντας το ποσοστό του 12,7% και ξεπερνώντας τόσο το αριστερό Die Linke, όσο και τους πράσινους. Το AfD είναι ένα κόµµα που µετράει µόλις λίγα χρόνια ζωής, όµως κατάφερε να δυναµώσει µέσα από την καθίζηση των δύο µεγάλων συστηµικών κοµµάτων, υιοθετώντας ρατσιστικό λόγο και φασιστικές πρακτικές. Δεν είναι τυχαίο ότι πρωταγωνίστησε στις ακροδεξιές συγκεντρώσεις του Κέµνιτς, δίνοντας θεσµική κάλυψη την ώρα που ανοιχτά φασιστικές οργανώσεις, όπως το γνωστό PEGIDA, έκαναν τη δουλειά του δρόµου, κυνηγώντας µετανάστες και αλληλέγγυους.
Η Αριστερά και το προσφυγικό
Το Die Linke στις τελευταίες εκλογές έµεινε πίσω από το AfD. Αυτό άνοιξε µια συνολική συζήτηση προσανατολισµού στο κόµµα, το οποίο εγκολπώνει διάφορες παραδόσεις και χιλιάδες αγωνιστές, αποτελώντας ένα ετερογενές µείγµα. Το προσφυγικό αποτελεί ένα καυτό ζήτηµα στη Γερµανία και τα τελευταία χρόνια έχει δηµιουργήσει τριβές στο κόµµα. Παρότι στο τελευταίο συνέδριό του στη Λειψία το καλοκαίρι υπερψηφίστηκε προγραµµατικά η θέση για ανοιχτά σύνορα και αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, η στάση του κόµµατος παραµένει προβληµατική. Εµβληµατικά στελέχη όπως ο Όσκαρ Λαφοντέν και η Σάρα Βάγκενκνεχτ έχουν διατυπώσει θέσεις οι οποίες αποκλίνουν από τις επίσηµες θέσεις του κόµµατος και ρέπουν προς µια ξενοφοβική αντιµετώπιση του προσφυγικού.
Ο Λαφοντέν αποτελεί ένα από τα ιδρυτικά και ηγετικά µέλη του Die Linke και σόκαρε µεγάλη µερίδα της Αριστεράς, τονίζοντας ότι η απώλεια ψήφων για το κόµµα του οφείλεται στη φιλοµεταναστευτική πολιτική του, η οποία, όπως τόνισε, παραµερίζει τους ντόπιους εργαζόµενους. Υιοθέτησε µια συντηρητική και δεξιά ρητορική, ισχυριζόµενος ότι η Γερµανία κατακλύζεται από πάρα πολλούς πρόσφυγες, που αναπόφευκτα επηρεάζουν το επίπεδο ζωής των χαµηλόµισθων Γερµανών. Αυτά τα λόγια έρχονται σε αντίθεση µε τη δράση χιλιάδων γερµανών ακτιβιστών, αλλά και πολλών µελών του κόµµατος που οργανώνουν την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, διεκδικούν το «καλωσόρισµά» τους και αντιστέκονται στην ακροδεξιά. Την ίδια στιγµή η Σάρα Βάγκενκνεχτ, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής οµάδας και προβεβληµένο στέλεχος του κόµµατος, κάνει αντίστοιχες δηλώσεις µε εκείνες του Λαφοντέν. Το βασικό της επιχείρηµα είναι ότι η Γερµανία µπορεί να δεχθεί µόνο ένα συγκεκριµένο ποσοστό µεταναστών, το οποίο έχει ξεπεραστεί. Αυτό µάλιστα, µε βάση την ίδια, αντανακλάται στα µεγάλα αντιµεταναστευτικά κινήµατα που έχουν αναπτυχθεί. Παρότι η ίδια έχει καταγγείλει επανειληµµένως τις στρατιωτικές και οικονοµικές πολιτικές που προκαλούν τους πολέµους και τις προσφυγικές ροές, παράλληλα δείχνει πολύ συντηρητικά αντανακλαστικά στο ζήτηµα των ανοιχτών συνόρων και του αντιρατσισµού.
Το «Rise Up» και η µετα-αριστερά
Τα επιχειρήµατα του Λαφοντέν και της Βάγκενκνεχτ δυστυχώς αποπροσανατολίζουν την κουβέντα και µάλλον όχι τυχαία. Προσπαθούν να αποδείξουν ότι η εκλογική στασιµότητα ή ακόµη και συρρίκνωση της απήχησης του Die Linke βασίζεται στη φιλοµεταναστευτική πολιτική του και όχι στην υποχώρηση της ριζοσπαστικότητάς του. Και οι δύο φαίνεται πως υιοθετούν περισσότερο µια καθαρά εκλογική αντίληψη που δεν θέλει να τροµάξει χτυπηµένα από την κρίση και την κυρίαρχη πολιτική εργατικά και µεσαία στρώµατα, που νιώθουν να απειλούνται από τους πρόσφυγες. Αντίθετα θέλουν να κερδίσουν αυτά τα κοµµάτια µέσω µιας νέας ευρείας εν δυνάµει πολιτικής συµµαχίας, που θα ενσωµατώνει ακροατήρια που δεν θεωρούν απαραίτητα τον εαυτό τους αριστερό. Πρόκειται για την καµπάνια του «Rise Up» στην οποία πρωταγωνιστεί η Βάγκενκνεχτ.
Το «Rise Up» είναι µια νέα υπό σύσταση πολιτική πρωτοβουλία στη Γερµανία, η οποία, σύµφωνα µε την ίδια τη Βάγκενκνεχτ, δεν σκοπεύει να λειτουργήσει αντιπαραθετικά µε το Die Linke. Προτεραιότητά της θα είναι να συσπειρώσει ευρύτερα ακροατήρια και να ασκήσει πίεση στο SPD για αλλαγή πολιτικής. Πρόκειται στην πραγµατικότητα για ένα από τα πολλά «µετα-αριστερά» εγχειρήµατα που εµφανίζονται στην Ευρώπη, υποτιµώντας την αναφορά στο εργατικό κίνηµα, τις αξίες του, τα κόµµατα και τις οργανώσεις του, προς όφελος µιας πολιτικής διαχείρισης της κρίσης µέσα από την απεύθυνση «στο λαό». Σύµφωνα µε τη Βάγκενκνεχτ η αντίσταση στο νεοφιλελευθερισµό και τον αχαλίνωτο καπιταλισµό βρίσκεται στην οικοδόµηση ενός κράτους πρόνοιας, που θα δίνει έµφαση στην κοινωνική προστασία σε εθνικό επίπεδο ενάντια στις επιδράσεις της παγκοσµιοποίησης. Με αυτήν την αφετηρία, καταλήγει να φλερτάρει µε πολιτικές που θυµίζουν «εθνική προτεραιότητα» για τους Γερµανούς εργάτες.
Η ίδια τονίζει ότι το SPD έχασε 10 εκατοµµύρια ψήφους τα τελευταία 20 χρόνια εκ των οποίων µόνο τα 2 εκατοµµύρια κερδήθηκαν από το Die Linke. Με βάση αυτή την εκλογικίστικη λογική, η πρόταση του «Rise Up» στην πραγµατικότητα προσπαθεί να κερδίσει την απογοητευµένη βάση του SPD, αλλά και τα αποπροσανατολισµένα τµήµατα της εργατικής τάξης που στράφηκαν στο AfD. Το πρόβληµα όµως βρίσκεται στον τρόπο που το επιδιώκει. Παρότι η ίδια ανήκει στην αριστερή πτέρυγα του Die Linke και έχει επανειληµµένα αναγνωρίσει ως αποτέλεσµα της κρίσης την ύπαρξη ενός µεγάλου στρώµατος χαµηλά αµοιβόµενων εργαζοµένων, η ίδια φαίνεται στο ζήτηµα του προσφυγικού να υιοθετεί µια αντίληψη που βρίσκεται όχι µόνο στα δεξιά της τάσης της στο κόµµα, αλλά στα δεξιά ακόµη και των επίσηµων θέσεων του Die Linke. Μια πολιτική γραµµή που κινδυνεύει να αποτύχει ακόµα και στο στόχο που βάζει, µιας και είναι αδύνατο να περιορίσεις την επιρροή της ακροδεξιάς, νοµιµοποιώντας τις ιδέες της.
Η κριτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς
Η κρίση στη γερµανική Αριστερά άνοιξε µια µεγάλη συζήτηση. Δυνάµεις της αριστερής πτέρυγας του Die Linke άσκησαν σκληρή κριτική στη Βάγκενκνεχτ. Σε άρθρο του ο Μάνουελ Κέλνερ, στέλεχος της τάσης «Αντικαπιταλιστική Αριστερά» υποστηρίζει ότι το πρότζεκτ του Rise Up: α) δεν έχει τεθεί προς συζήτηση στο σώµα του κόµµατος, β) προσαρµόζεται στην ακροδεξιά ρητορική, γ) µπορεί να προκαλέσει φθορά στο ίδιο το Die Linke. Η οργάνωση Marx21, επίσης της αριστερής πτέρυγας του κόµµατος, εξέδωσε µια ανακοίνωση µε τίτλο «Rise Up: Μια λάθος στρατηγική για να αντιµετωπίσεις τη Δεξιά», η οποία περιλάµβανε εννέα σηµεία κριτικής. Κάποια από αυτά ανέφεραν «το βασικό πρόβληµα στην καµπάνια του Rise Up είναι ότι αντιπαραθέτει τις ανάγκες των προσφύγων µε τις ανάγκες της ντόπιας εργατικής τάξης», όπως και ότι «µια αναδιάταξη στη γερµανική Αριστερά δεν µπορεί να γίνει µέσα σε ένα κλίµα απρόκλητου ρατσισµού και ξενοφοβίας».
Ο προβληµατισµός γύρω από το Rise Up είναι απολύτως εύλογος. Ο γερµανικός καπιταλισµός παραµένει πανίσχυρος και µε τεράστια κεφαλαιακά αποθέµατα, τα οποία αρκούν για να καλύψουν κοινωνικές ανάγκες και παροχές ντόπιων και µεταναστών. Το ερώτηµα λοιπόν δεν είναι πόσους πρόσφυγες χωράει το γερµανικό κράτος, αλλά σε ποιους ανήκουν αυτά τα κεφαλαιακά αποθέµατα. Η ανασύνταξη της γερµανικής Αριστεράς προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού προγράµµατος, που θα προκρίνει τους κοινούς αγώνες ντόπιων και µεταναστών απέναντι στον νεοφιλελευθερισµό και την άνοδο της ακροδεξιάς και όχι τη στοχοποίηση των προσφύγων και την όξυνση των πιο συντηρητικών αντανακλαστικών. Το Die Linke θα συνεχίσει να σηµειώνει απώλειες όσο σέρνεται πίσω από πλατιές εκλογικές συµµαχίες µε το απαξιωµένο στα µάτια των εργαζοµένων SPD (εφαρµόζοντας νεοφιλελεύθερα µέτρα σε διάφορα κρατίδια που συγκυβερνά, που έχουν οδηγήσει σε εκλογική πτώση σε αυτά ακριβώς τα κρατίδια) αντί να επιδιώξει να συγκρουστεί µε όσους µέσα από τις πολιτικές που εφάρµοσαν, όπλισαν το χέρι των φασιστών.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά