Είναι πλέον επίσημο. Η Χρυσή Αυγή με δικαστική απόφαση είναι εγκληματική οργάνωση.

Έπρεπε να σημειωθούν δύο αναγνωρισμένες δολοφονίες, αρκετές απόπειρες ανθρωποκτονίας, εκατοντάδες επιθέσεις και τραμπουκισμοί σε μετανάστες και αγωνιστές, για να αναγνωριστεί θεσμικά αυτό που το αντιφασιστικό κίνημα δηλώνει τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Ότι το κόμμα Μιχαλολιάκου ήταν μια ναζιστική εγκληματική οργάνωση. Και αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι με εγκληματική καθυστέρηση αναγνωρίστηκε αυτό το έγκλημα.

Διαχρονική ανοχή και συναίνεση

Πριν λίγα χρόνια σε εκδήλωση του κόμματός του, ο Νίκος Μιχαλολιάκος δήλωνε ανενδοίαστα «είμαστε η σπορά των ηττημένων του 1945, αυτοί είμαστε, οι εθνικιστές, οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες, εμείς είμαστε οι μαχητές που θα ακονίσουν αν χρειαστεί τις ξιφολόγχες στο πεζοδρόμιο». Ο ναζί Μιχαλολιάκος είχε πλέον βγει για τα καλά από την τρύπα του. Κάποιοι όμως του έδωσαν αυτό το δικαίωμα. Η Χρυσή Αυγή διαχρονικά στη διαδρομή της αξιοποιήθηκε από το σύστημα ως το μαντρόσκυλο που θα κάνει τη βρώμικη δουλειά. Και αυτό ξεκινάει από αρκετά παλιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η περίοδος του μακεδονικού και της εθνικιστικής έξαρσης στις αρχές της δεκαετίας του ’90 υπήρξε η κατάλληλη περίσταση, ώστε η Χρυσή Αυγή να επιχειρήσει να «βγει στον αφρό» δημόσια ως ένα «εθνικιστικό κίνημα» που παλεύει για την πατρίδα. Ήταν η ίδια περίοδος που ο Αντώνης Σαμαράς έριχνε από τα δεξιά την κυβέρνηση της ΝΔ και που ο Ανδρέας Παπανδρέου λίγα χρόνια αργότερα σε μια στιγμή «εθνικής πυγμής» επέβαλλε εμπάργκο στη Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Το παραπάνω είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα στα οποία δόθηκαν χρυσές ευκαιρίες από το σύστημα στη Χρυσή Αυγή. Και η Χρυσή Αυγή δεν τις άφηνε να πέσουν κάτω. Προτού ο Μπάμπης Παπαδημητρίου αναζητήσει τηλεοπτικά μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή», το είχαν κάνει άλλοι πολύ νωρίτερα. Την περίοδο της αντιμεταναστευτικής υστερίας, των Ιμίων και των δολοφονικών επιθέσεων τη δεκαετία του 1990, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ως βουλευτής τότε της ΝΔ, καλούσε τηλεοπτικά τους φιλοχουντικούς και τους Χρυσαυγίτες να συνεργαστούν για το καλό της πατρίδας. Είναι η ίδια περίοδος που ο Δημήτρης Κουσουρής κατά τύχη γλιτώνει το θάνατο από επίθεση χρυσαυγιτών το 1998 και που η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κάνει αρχικά λόγο για «σύγκρουση ακροκινούμενων ομάδων» κι έπειτα αδυνατεί (;) να βρει τον επικεφαλής της επίθεσης, μέχρι αυτός να παραδοθεί μόνος του στις αρχές το 2005(!). Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανοχής του πολιτικού κατεστημένου στη ναζιστική βία. Εδώ αναφέρονται μόνο μερικά. Το μεγάλο έγκλημα όμως τελέστηκε την τελευταία δεκαετία.

Ναζί και πολιτικό κατεστημένο

Λίγο πριν αλλά και λίγο μετά την έκδοση της απόφασης, γέμισε ο τόπος όψιμους αντιφασίστες. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες που αλληθώριζαν προς τη σβάστικα ξαφνικά έγιναν πολέμιοι του νεοναζισμού ξεπλένοντας τις ευθύνες τους στο δικαιωμένο αίμα του Φύσσα και του Λουκμάν. Η μνήμη όμως είναι ακόμη νωπή, ειδικά για όσα συνέβησαν από το 2010 κι έπειτα. Ο Σαμαράς και οι συν αυτώ καυχιούνται ότι συνέβαλαν καθοριστικά στη δίωξη των χρυσαυγιτών. Κάποιοι μάλιστα κάνουν λόγο και για νίκη του δημοκρατικού τόξου. Ξεχνάνε όμως κάτι σημαντικό, ότι στο τόξο αυτό υπήρχαν και κάποια βέλη που δεν ήταν καθόλου δημοκρατικά. Ότι κάποιοι συνέβαλαν καθοριστικά στην εκτόξευση των Κασιδιάρηδων. Ο Σαμαράς ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός που επιχείρησε να υιοθετήσει μια ξεκάθαρα ακροδεξιά και ρατσιστική ρητορική δίνοντας χώρο και ώθηση στους νεοναζί. Ο ίδιος δήλωνε ότι πρέπει να γίνει μια «ανακατάληψη του κέντρου της Αθήνας από τους μετανάστες», ο ίδιος θέσπισε τον περίφημο «Ξένιο Δία», ο ίδιος συνομιλούσε μαζί τους μέσω των Μπαλτάκων, ο ίδιος χρησιμοποίησε κατά κόρον τη θεωρία των δύο άκρων ταυτίζοντας τους νεοναζί με τα εργατικά συνδικάτα και την Αριστερά.

Την περίοδο της κρίσης, της επιβολής των μνημονίων, της απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, της ανόδου των κινημάτων και της Αριστεράς, η Χρυσή Αυγή χρησιμοποιήθηκε για να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Για να βάλει φρένο απέναντι σε μια εξ αριστερών ριζοσπαστικοποίηση μετακυλώντας το βάρος της ευθύνης για την κρίση από τις πλάτες των βιομηχάνων, των εφοπλιστών και των τραπεζιτών, στις πλάτες των προσφύγων, των μεταναστών και της οργανωμένης Αριστεράς που αντιστεκόταν. Τι μπορεί να πει κανείς όμως, όταν αυτοαποκαλούμενα δημοκρατικά κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ συγκυβερνούσαν εκείνη την περίοδο με πρωτοκλασάτα ακροδεξιά στελέχη όπως ο Γεωργιάδης και ο Βορίδης; Ένα ολόκληρο σύστημα έκλεισε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το μάτι στη Χρυσή Αυγή. Οι διώξεις απέναντι στους ναζί έγιναν μόνο όταν αυτοί ξεπέρασαν τα όρια που τους είχε θέσει το πολιτικό σύστημα. Όταν δηλαδή το Σεπτέμβριο του 2013 διεκδίκησαν την ηγεμονία στα δεξιά ακροατήρια στο Μελιγαλά, όταν αντί να τραμπουκίσουν παραλίγο να σκοτώσουν τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα και όταν τελικά δολοφόνησαν έναν Έλληνα, τον Παύλο Φύσσα. Γιατί δολοφονημένος υπήρχε ήδη και ήταν ο Σαχζάτ Λουκμάν. Μέχρι τότε, οι δεκάδες φάκελοι που «ανακάλυψε» σε μια νύχτα ο Νίκος Δένδιας, μάζευαν σκόνη στο συρτάρι του…

Αστυνομία και ΜΜΕ

Η Χρυσή Αυγή, λοιπόν, δεν κατέβηκε από τον ουρανό. Είχε σαφείς δεσμούς με το λεγόμενο βαθύ κράτος και στηρίχθηκε δυναμικά από το μιντιακό κατεστημένο. Οι ζωγραφισμένες σβάστικες, τα ss και οι ελληνικές σημαίες σε κράνη ματατζήδων είναι απλές ενδείξεις της σχέσης με την ελληνική αστυνομία. Τα περιστατικά ανοχής στη ναζιστική βία (φτάνοντας ως την προκλητική αδράνεια της ομάδας ΔΙΑΣ μπροστά στη δολοφονία του Παύλου) ή και «από κοινού» επιχειρήσεων της αστυνομίας και των ταγμάτων εφόδου είναι άφθονα. Από τη δίκη προέκυψαν πολύ πιο εμπεριστατωμένα στοιχεία απόδειξης της ανοιχτής συνεργασίας των νεοναζί με αστυνομικούς. Υπήρχαν και υπάρχουν θύλακες εντός της αστυνομίας που τους έδιναν πληροφορίες, που φρόντιζαν να τους απαλλάξουν από ενοχοποιητικά στοιχεία, που τους κάλυπταν και που στήριζαν το κόμμα Μιχαλολιάκου. Μόνο τα εκλογικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής στα τμήματα που ψήφιζαν οι αστυνομικοί να δει κανείς, αντιλαμβάνεται το τι επιρροή είχαν οι ναζί στην αστυνομία. Στις εκλογές του 2015, μετά δηλαδή τη δολοφονία Φύσσα και έχοντας ξεκινήσει η δίκη της εγκληματικής οργάνωσης σε ορισμένα εκλογικά τμήματα όπως αυτό των Αμπελοκήπων, δίπλα στη ΓΑΔΑ, η Χρυσή Αυγή ψηφίζεται από αστυνομικούς σε ποσοστά που αγγίζουν ή και ξεπερνούν το 50%. Για αυτό το καρκίνωμα, καμιά κυβέρνηση (ούτε του ΣΥΡΙΖΑ) δεν έπραξε ποτέ το παραμικρό. 

Αντίστοιχος ήταν και ο ρόλος των ΜΜΕ. Οι χρυσαυγίτες παρελαύνουν από τηλεοπτικές εκπομπές, ενίοτε χαστουκίζουν ή μπουγελώνουν άλλους προσκεκλημένους, συνεντευξιάζονται με το κιλό και ξεπλένονται σε ρεπορτάζ που τους παρουσιάζουν ως τα «καλά παιδιά που βοηθούν τις γριούλες στα ΑΤΜ». Πίσω βέβαια από αυτές τις εικόνες κρύβοντας αμέτρητες επιθέσεις που κατέγραφαν διεθνείς οργανισμοί κρούοντας επανειλημμένα τον κώδωνα του κινδύνου για την ιλιγγιώδη αύξηση της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα. Όλοι αυτοί, όμως που τώρα επαίρονται για τα δημοκρατικά και αντιφασιστικά τους αισθήματα, απλώς αδιαφορούσαν ή έκλειναν τα αυτιά τους. Μέχρι τότε άλλωστε η Χρυσή Αυγή έκανε τη δουλειά που ήθελαν. Ακόμη και μετά τη δολοφονία Φύσσα, οι νεοναζί συνέχιζαν να χαίρουν της εκτίμησης παρουσιαστών της τηλεόρασης, ανθρώπων της εκκλησίας όπως ο μητροπολίτης Πειραιώς αλλά και μερίδας του νομικού κόσμου. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης ο Αλέξης Κούγιας έσπευσε να δηλώσει ότι στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής καταστρατηγήθηκε το… τεκμήριο αθωότητας.

Αντιφασιστικό κίνημα

Η Χρυσή Αυγή ως τέτοια τελείωσε με την καταδικαστική απόφαση. Και αυτό είναι μια τεράστια και ιστορική νίκη. Είναι μια νίκη που επιτεύχθηκε τόσο στα δικαστήρια όσο και στο δρόμο. Εκδηλώσεις, πορείες, ακτιβισμοί, δράσεις, αφιερώματα, πολιτικές εξορμήσεις έδωσαν τη μάχη όλα αυτά τα χρόνια. Από τη μία η πολιτική αγωγή και η Μάγδα Φύσσα και από την άλλη οι χιλιάδες αντιφασίστες σε κάθε κοινωνικό χώρο περιόρισαν και απονομιμοποίησαν τη Χρυσή Αυγή. Αυτός είναι και ο λόγος που στις εκλογές του 2019 ο Μιχαλολιάκος δεν κατόρθωσε να μπει στη Βουλή και που ένα-ένα τα άλλοτε γενναία πρωτοπαλίκαρά του άρχισαν να πηδούν από το καράβι είτε συγκροτώντας νέες γκροτέσκο εθνικιστικές κινήσεις όπως του Λαγού, είτε ακροδεξιά μορφώματα με θεσμικό προκάλυμμα όπως του Κασιδιάρη. 

Με τη Χρυσή Αυγή τελειώσαμε. Με αυτούς που την ανέχτηκαν, τη χρησιμοποίησαν ή και τη στήριξαν δεν έχουμε τελειώσει όμως. Όπως και με τους επίδοξους συνεχιστές της. Είναι μια ανοιχτή πολιτική μάχη, την οποία το εργατικό κίνημα, οι αντιφασιστικές κινήσεις και η Αριστερά, οφείλουν να μην εγκαταλείψουν λεπτό. Στη μνήμη του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν –και για να μην υπάρξουν ποτέ ξανά άλλα θύματα. 

Ο λαός στο δρόμο, οι ναζί στη φυλακή!

Επτά χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και πεντέμισι χρόνια μετά την έναρξη της δίκης, η Χρυσή Αυγή είναι με τον πλέον επίσημο τρόπο εγκληματική οργάνωση. Το σύνθημα «οι ναζί στη φυλακή» που δονούσε όλη τη χώρα τους τελευταίους μήνες, από λαϊκή απαίτηση έγινε δικαστική απόφαση. Οι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν έξω από το Εφετείο στις 7 Οκτώβρη έστειλαν ένα ισχυρό αντιφασιστικό μήνυμα στην Ευρώπη αλλά και ολόκληρο τον κόσμο.

Παραδειγματική νίκη

Η μάχη απέναντι στη Χρυσή Αυγή κερδήθηκε. Ο πόλεμος απέναντι στο φασισμό όμως, σε όλες του τις εκφάνσεις, έχει πολλά ποδάρια ακόμη. Παρόλα αυτά έχει σημασία να εστιάσουμε στο πώς κερδήθηκε αυτή η μάχη. Έχει σημασία να δώσουμε τη βαρύτητα που αρμόζει στη μεγαλύτερη μεταπολιτευτικά αντιφασιστική κινητοποίηση και να εξάγουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα. Η ανακοίνωση της καταδίκης των νεοναζί ήταν η κορύφωση μιας μακράς διαδικασίας κατά την οποία το αντιφασιστικό κίνημα και η Αριστερά έδρασε υποδειγματικά και διττά. Από τη μία δόθηκε μια σκληρή και επίπονη νομική μάχη από τη μεριά της πολιτικής αγωγής, ενώ από την άλλη το αντιφασιστικό κίνημα δεν άφηνε σπιθαμή ζωτικού χώρου στους μαχαιροβγάλτες νεοναζί. Ύστερα από πεντέμισι χρόνια μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτές οι δύο μάχες ήταν αλληλένδετες και όχι ανεξάρτητες.

Η πολιτική συσπείρωση και συγκέντρωση δυνάμεων γύρω από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, είναι ένα μοντέλο που εφαρμόστηκε και πέτυχε. Και αυτός είναι ο λόγος που το συγκεκριμένο μοντέλο το φοβούνται περισσότερο οι αντίπαλοί του απ’ ότι το σέβονται όσοι συνειδητά ή ασυνείδητα το εφάρμοσαν. Κάπως έτσι γέμισε ο τόπος όψιμους αντιφασίστες που με κάθε τρόπο επεδίωξαν να λάβουν λίγη από τη δόξα της αντιφασιστικής νίκης τις τελευταίες ημέρες, προκειμένου τα εύσημα της πολύχρονης μάχης απέναντι στη Χρυσή Αυγή να διαμοιραστούν σε όλο το «συνταγματικό τόξο» και όχι σε όσους πάλευαν καθημερινά τους ναζί είτε στα δικαστήρια είτε στους κοινωνικούς χώρους. Η πραγματικότητα όμως διαψεύδει όλους τους παραπάνω. 

Βλέποντας κανείς τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής καταλαβαίνει τι λέμε. Δεν είναι καριερίστες που επεδίωξαν προσωπική φήμη, είναι δικηγόροι με πολιτική τοποθέτηση που πάλεψαν για όλη την κοινωνία. Και παρότι έχουν αναφορές σε διαφορετικούς χώρους του φάσματος της ευρύτερης Αριστεράς, αυτή η τελευταία τους συνδέει και τους διαφοροποιεί από όσους πούλησαν μιντιακό αντιφασισμό λίγες ώρες μετά τη δίκη. Είναι οι ίδιοι δικηγόροι που μπήκαν στην πρώτη συνεδρίαση έχοντας από πίσω τους σωματεία, φοιτητικούς συλλόγους, μαθητικές ομάδες, αντιρατσιστικές συλλογικότητες, αντιφασιστικές πρωτοβουλίες, οργανώσεις και κόμματα της Αριστεράς και που πεντέμισι χρόνια μετά βγήκαν νικηφόρα και απευθύνθηκαν στους ίδιους συλλογικούς φορείς αλλά σε πολλαπλάσιο επίπεδο αυτή τη φορά. Αυτή η συνεργασία στη δράση, ο συνδυασμός της μαζικότητας, της ενότητας και του ριζοσπαστισμού είναι το καλύτερο αποτύπωμα της καταδίκης των ναζί.

Αντιφασιστική συνέχεια

Κάπως έτσι επιτεύχθηκε αυτή η μαγική εικόνα της 7ης Οκτώβρη. Ο κόσμος με μια πρωτοφανή ορμή κατέκλυσε τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και τα γύρω στενά. Άνθρωποι κάθε ηλικίας πλημμύρησαν τους δρόμους απαιτώντας την καταδίκη των ναζί. Στο άκουσμα της απόφασης κυριάρχησε ένας ήχος χαράς και μια αίσθηση συλλογικής λύτρωσης. Οι ντουντούκες ηχούσαν πιο δυνατά, τα πανό σηκώνονταν πιο ψηλά και ο κόσμος ύψωνε χαρούμενος τη γροθιά του. Ο Μιχαλολιάκος και η παρέα των βουλευτών του καταδικαζόταν για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, ενώ οι δολοφόνοι και ένα σωρό παραπαίδια του καταδικάζονταν για τα αδικήματα που έκαναν στο σκοτάδι. Αλλά πλέον όλα ήταν στο φως. Λυπηρές φιγούρες οι άλλοτε «ατρόμητοι» και «περήφανοι» νεοναζί που επιστράτευαν κάθε μέσο για να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ελαφρυντικά. Έγιναν όλοι φιλόζωοι, οικογενειάρχες, μέχρι και… ποιητές. Στα όρια της γελοιότητας όμως έφτασε ο Γιάννης Λαγός όταν την τελευταία στιγμή προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν είχε ναζιστική εγκληματική δράση φέρνοντας ως δικηγόρο τον αρχιμέντορα του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού Κωνσταντίνο Πλεύρη.

Μιλάμε πάντα για τον πατέρα του βουλευτή της ΝΔ Θάνου Πλεύρη και άλλοτε προσκεκλημένου του νυν υπουργού της ΝΔ Άδωνι Γεωργιάδη στις γραφικές τηλεκπομπές του. Οι συνδέσεις αυτές δεν είναι τυχαίες. Η ακροδεξιά στην Ελλάδα διαχρονικά είχε πολλές εκφάνσεις και προσαρμοζόταν ανάλογα με τις συνθήκες. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Κασιδιάρης επεδίωξε να φτιασιδώσει την εικόνα τους κρύβοντας τη σβάστικα στο μπράτσο με κοστούμι. Με τους Κασιδιάρηδες μπορεί να τελειώσαμε, αλλά με όσους τους έκλεισαν το μάτι έχουμε ακόμη ανοιχτούς πολιτικούς λογαριασμούς. Οι Μπαλτάκοι, οι Κρανιδιώτηδες, οι Βελόπουλοι, οι Βορίδηδες, ανήκουν στη μεγάλη ακροδεξιά οικογένεια που άλλοτε συνεργάστηκε, άλλοτε κάλυψε, άλλοτε δικαιολόγησε και άλλοτε ανέχτηκε τους εγκληματίες νεοναζί. Τα κόμματα, τα έντυπα, οι ιερείς και οι αστυνομικοί που φλέρταραν με τους χρυσαυγίτες είναι ακόμη εδώ, κρυμμένοι καλά πίσω από τους ρόλους τους. Όμως με την πρώτη ευκαιρία θα ξεμυτίσουν και πάλι.

Σε μια χώρα που τα ακροδεξιά απομεινάρια επιβίωσαν τόσο μεταπολεμικά, όσο και μεταπολιτευτικά, πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι. Μεγάλη η σημασία της καταδίκης της Χρυσής Αυγής, αλλά η πάλη απέναντι στο φασισμό δεν τελείωσε. Αυτό μας το επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο ο Κωνσταντίνος Πλεύρης, που ως κατάλοιπο αυτής της ακροδεξιάς που για δεκαετίες συνδέεται με το βαθύ κράτος και παρακράτος, εμφανίστηκε στο δικαστήριο ως υπερασπιστής του Λαγού. Ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι οι φασίστες του πεζοδρομίου αλλά και η ακροδεξιά της γραβάτας είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Απέναντί τους, λοιπόν, χρειάζεται να βρούμε τους δικούς μας κοινούς τόπους, να ενώσουμε τις δικές μας δυνάμεις, να αρθρώσουμε το δικό μας λόγο. Και σε αυτό πρέπει να διδαχθούμε από τη μάχη που δώσαμε από κοινού απέναντι στην εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, όλα αυτά τα χρόνια.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες