Με αφορμή τις αντεργατικές αλλαγές στο Ασφαλιστικό το 2014.
Σήμερα, σε μία περίοδο που επιχειρείται διαρκώς η διάσωση του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου σε βάρος των δημόσιων κρατικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, η κοινωνική ασφάλιση δε θα μπορούσε να βρίσκεται εκτός του σχεδίου ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών. Με βασικό επιχείρημα τα χρηματοοικονομικά ελλείμματα των ταμείων, ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης αντιμετωπίζεται ως βαρίδι για την εθνική οικονομία που πρέπει να πεταχτεί. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται να αποτελεί και ένα ιδιαίτερα κερδοφόρο πεδίο για να επενδύσει το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Ηκοινωνική ασφάλιση δημιουργήθηκε για να παρέχει στον άνθρωπο το αίσθημα της ασφάλειας, της προστασίας και κατ’ επέκταση της ζωής, απαλλάσσοντάς τον από την αγωνία και το φόβο των γηρατειών και των πιθανών κινδύνων, όπως η ανεργία, η αρρώστια, τα οικογενειακά βάρη, η αναπηρία, το εργατικό ατύχημα, ο θάνατος και κάθε τι άλλο που δεν του επιτρέπει να πουλήσει την εργατική του δύναμη για να ζήσει. Παρότι η ασφάλιση όπως και η υγεία έχουν κοινωνικό χαρακτήρα, η πολιτική παροχής των υπηρεσιών τους έχουν ταξικό πρόσημο και υπόκεινται στους νόμους της ταξικής πάλης. Γι αυτό και η κατάκτησή τους είναι αποτέλεσμα σκληρών εργατικών αγώνων για ανθρώπινες εργασιακές συνθήκες και αξιοπρεπή ζωή και όχι προϊόν γενναιοδωρίας των εκάστοτε κυβερνήσεων και εργοδοτών.
Στο «Κεφάλαιο» ο Μαρξ παρατηρεί:«Το κεφάλαιο όμως, που έχει τόσο «σοβαρούς λόγους» ν’ αρνιέται τα βάσανα της εργατικής γενεάς που το περιβάλλει σήμερα, καθορίζεται τόσο λίγο στην πραχτική κίνησή του από την προοπτική του μελλοντικού σαπίσματος της ανθρωπότητας, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση από το ασυγκράτητο ξεκλήρισμα του πληθυσμού, όσο και από την ενδεχόμενη πτώση της γης πάνω στον ήλιο… Γι’ αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει».
Στη Γερμανία, όταν πρώτος ο καγκελάριος Βίσμαρκ εισήγαγε την κοινωνική ασφάλιση στα τέλη της δεκαετίας του 1880, δεν παρακινήθηκε από την αυξανόμενη δυστυχία των εργατών αλλά από την εκδήλωση του ριζοσπαστισμού και την ικανότητα οργάνωσης της εργατικής τάξης. Ομοίως στην Βρετανία, προκειμένου να υπερκεραστεί η αριστερά, το 1908 χορηγήθηκε κρατικό επίδομα στους ηλικιωμένους και το 1911 εισήχθη ένα πρώτο εθνικό ασφαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο κατόπιν επεκτάθηκε με τους αγώνες των εργατών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην Βρετανική Κοινωνική Υπηρεσία. Στις ΗΠΑ, μια ανεπανάληπτη έκρηξη της μαχητικότητας της εργατικής τάξης, ήταν η καθοριστική πίεση πάνω στον Ρούζβελτ για να ιδρύσει τον νόμο Κοινωνικής Ασφάλισης το 1935.
Την περίοδο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1945-1970), περίοδος οικονομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης, ιδρύθηκε το κράτος πρόνοιας ως υποχρεωτική παραχώρηση της αστική τάξης για να αποτρέψει την απειλή των εργατικών αγώνων και την άνοδο της αριστεράς και γιατί η μεγάλη αύξηση του ποσοστού κέρδους των καπιταλιστών τότε έδινε αυτή τη δυνατότητα. Από την δεκαετία του ’80 με επικεφαλής τις κυβερνήσεις Θάτσερ και Ρήγκαν ξεκίνησε μια άγρια νεοφιλελεύθερη επίθεση, που υιοθετείται από τις αρχές του ΄90 και από τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, ενάντια στο δημόσιο σύστημα των υπηρεσιών υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης.
Στην Ελλάδα τη δεκαετία του '20 η εργατική τάξη εμφανίζει έντονα στοιχεία ριζοσπαστικοποίησης. Το 1918 ιδρύεται η ΓΣΕΕ και το 1919 πραγματοποιούνται οι πρώτες μαζικές συγκεντρώσεις την Πρωτομαγιά με κεντρικό αίτημα την κοινωνική ασφάλιση. Σε πρώτο επίπεδο, η υγεία και η ασφάλιση θεσμοθετούνται με το νόμο 2868/1922 για την ασφάλιση των μισθωτών, βάση του οποίου συγκροτήθηκαν τα πρώτα ταμεία κατά κλάδους στους πιο δυναμικούς τομείς ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού εκείνη την εποχή όπως των καπνεργατών, των μυλεργατών, των τυπογράφων κλπ. Την δεκαετία του ‘30 η κυβέρνηση Βενιζέλου κάτω από την απειλή της οικονομικής κρίσης του ‘29 και της ανόδου του εργατικού κινήματος ψηφίζει το νόμο 5733/1932 «Περί κοινωνικών ασφαλίσεων» με την πρόβλεψη για ενιαίο φορέα υγείας των μισθωτών, το ΙΚΑ. Η ήττα όμως του αριστερού κινήματος και η συγκρότηση του μεταμφυλιακού κράτους τη μεταπολεμική περίοδο ανέβαλε την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους σε αντίθεση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Το 1965, σε συνθήκες έκρηξης του εργατικού κινήματος, σύγκρουσης με τη δεξιά και το παλάτι και ανόδου της αριστεράς επιχειρείται ένα σύστημα πλήρους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης μέσω της σύστασης ενός ενιαίου φορέα υγείας, αλλά η ελληνική αστική τάξη κάτω από την απειλή του εργατικού κινήματος αποσύρεται από τις επιλογές της πολιτικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης και στηρίζει το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης το εργατικό κίνημα κατέκτησε τα περισσότερα από τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα που γνωρίζουμε σήμερα και τα οποία κινδυνεύουν να χαθούν μέσα στη δίνη των μνημονίων, όπως το ΕΣΥ, το οποίο θεσμοθετήθηκε το 1983.
Στις μέρες μας, η ύπαρξη σοβαρών οικονομικών προβλημάτων στο κοινωνικό σύστημα ασφάλισης αποτελεί αληθινή παραδοχή αλλά η εμφάνιση τους δεν ήταν αντικειμενική συνθήκη και σίγουρα όχι αναπόφευκτη. Διότι η διαρκής «νόμιμη» καταλήστευση των αποθεματικών των ταμείων από την αρχή κιόλας της δημιουργίας τους αποτελεί την κυριότερη αιτία των τεράστιων ελλειμμάτων τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα τους να αντέξουν στις πιέσεις της σημερινής οικονομικής κρίσης.
Τα ασφαλιστικά ταμεία αποτελούσαν ανέκαθεν μία τεράστια βάση αποταμίευσης, έναν κουμπαρά γεμάτο λεφτά, ο οποίος υφίστατο αφαίμαξη αρχικά για χάρη της ανάπτυξης και αργότερα για τη διάσωση της εθνικής οικονομίας. Αρχικά, τη δεκαετία του '50 τα αποθεματικά των ταμείων δεσμεύονταν υποχρεωτικά από την τράπεζα της Ελλάδος με ευτελές επιτόκιο, χαμηλότερο από το επιτόκιο καταθέσεων και κατά πολύ χαμηλότερο από τον πληθωρισμό. Το 1992 όταν τα ταμεία χρειάστηκαν χρήματα για συντάξεις δανείστηκαν από τις εμπορικές τράπεζες με 32% ενώ τα αποθεματικά τους δεσμεύονταν με επιτόκιο 18%! Τις δεκαετίες '60 και '70 τα αποθεματικά των ταμείων χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των «δωρεάν» δανείων προς τους βιομήχανους και τις δεκαετίες '80 και '90 για την ανάπτυξη των τραπεζών. Στη συνέχεια τα χρήματα των εργαζομένων έγιναν αντικείμενο τζόγου για να στηρίξουν τη χρηματιστηριακή φούσκα, η οποία όταν έσκασε οι απώλειες ξεπέρασαν τα 3 δισ. Μετά τις μετοχές ήρθαν τα δομημένα ομόλογα. Δισεκατομμύρια υποθηκεύτηκαν και έκαναν φτερά για την στήριξη των εξοπλιστικών προγραμμάτων και την κάλυψη της μαύρης τρύπας του προϋπολογισμού επί υπουργίας Αλογοσκούφη. Τέλος ήρθε και το υποχρεωτικό κούρεμα του psi. Τoαξιοσημείωτο είναι ότι ενώ για όλες τις παραπάνω «κλεψιές» τα χρήματα των ταμείων θεωρούνταν δημόσιο χρήμα και άρα οι κυβερνήσεις μπορούσαν να βάζουν χέρι, για να μπορέσουν να κουρευτούν, θεωρήθηκαν μέσα σε μία νύχτα ιδιωτικό χρήμα και άρα ιδιωτικό πρόβλημα.
Την πολύχρονη καταλήστευση των αποθεματικών συμπλήρωσε η τεράστια και διαρκής εισφοροδιαφυγή, κυρίως μεγαλοοφειλετών, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού δημοσίου και οι χαριστικές ρυθμίσεις χρεών. Τα τελευταία χρόνια, η αύξηση της ανεργίας και της ανασφάλιστης εργασίας, οι περικοπές στους μισθούς, καθώς και η συνεχώς μειούμενη κρατική ενίσχυση, προκάλεσαν δραματικές απώλειες εσόδων και επιδείνωσαν την οικονομική βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων.
Δυστυχώς, οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν από τις κυβερνήσεις για την «επίλυση» του ασφαλιστικού, όπως και οι πρόσφατες αλλαγές που δρομολογούνται το 2014, δεν αφορούν μέτρα ενίσχυσης της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αφορούν μέτρα σαρωτικών περικοπών και καταργήσεων ασφαλιστικών κεκτημένων που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσουν στη χειροτέρευση και υποβάθμιση της κοινωνικής ασφάλισης από δημόσιο κοινωνικό αγαθό σε φιλανθρωπικό επίδομα. Συγκεκριμένα:
– Με την εφαρμογή του νέου κανονισμού του ΕΤΕΑ (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης) παύει η εγγύηση του ύψους των συντάξεων και εφεξής θα εφαρμόζεται η ρήτρα του μηδενικού ελλείμματος των ταμείων. Οι μειώσεις στις επικουρικές από αυτή την αλλαγή αναμένεται να ξεπεράσουν το 20%. Ειδικά για τους ασφαλισμένους από την 1/1/2001 και μετά, η επικουρική σύνταξη θα υπολογίζεται εξολοκλήρου με βάση το ατομικό- κεφαλαιοποιητικό σύστημα, δηλαδή, το ποσό της σύνταξης είναι ακαθόριστο και ατομικό και θα προσδιορίζεται από δημογραφικά δεδομένα, από το ατομικό ποσό συσσώρευσης εισφορών από το επιτόκιο προεξόφλησης, ενώ από το 2015 οι επικουρικές θα αλλάζουν με βάση τριμηνιαίες μελέτες βιωσιμότητας των ταμείων. Ουσιαστικά οι επικουρικές συντάξεις θα εξαφανιστούν καθώς τα ταμεία δε θα έχουν επαρκείς πόρους και θα αποκλείεται η μεταφορά πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό.
– Στην περίπτωση των πρόωρων επικουρικών συντάξεων λόγω εργατικού ατυχήματος, αν ο ανίκανος προς εργασία ασφαλισμένος δεν έχει θεμελιώσει τη στιγμή του ατυχήματος δικαίωμα στη σύνταξη δεν θα του αποδίδεται αναπηρική σύνταξη αλλά θα του επιστρέφονται μόνο οι εισφορές του. Οι επικουρικές συντάξεις χηρείας θα αποδίδονται στον/στην δικαιούχο με τη συμπλήρωση του 62ου έτους ηλικίας τους και όχι άμεσα, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, στην περίπτωση που δεν εργάζονταν.
– Εφαρμόζεται νέος τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ που οδηγεί σε νέες μειώσεις πάνω από 25%.
– Από 01/01/2014 το ΕΚΑΣ κόβεται για όσους είναι κάτω των 65 ετών αφήνοντας εκτός χιλιάδες συνταξιούχους. Επιπλέον δε θα ισχύει για όσους ασφαλισμένους έχουν αναπηρία κάτω του 80% με αποτέλεσμα η μεγάλη πλειοψηφία των ΑμΕΑ, που βρίσκονται μεταξύ ποσοστού αναπηρίας 67%-80%, να μην το λαμβάνουν.
– Από το 2015 θα εφαρμοστεί η βασική σύνταξη των 360 ευρώ που και αυτή ακόμα δε θα είναι σίγουρη αλλά θα εξαρτάται από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας, τα οικονομικά των ταμείων και από τα περιουσιακά στοιχεία του ασφαλισμένου.
– Αναμένεται περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών μέχρι και 3,9% έως το 2016 ενώ σε ΔΕΚΟ και τράπεζες θα εφαρμοστεί άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στα επίπεδα του ΙΚΑ (20%) με ανάλογες μειώσεις στις συντάξεις.
– Το όριο συνταξιοδότησης αυξάνεται κατά ένα εξάμηνο στις γυναίκες ασφαλισμένες πριν το 1993, κατά ένα έτος στους εργαζόμενους στα ΒΑΕ και κατά ενάμιση έτος στους ένστολους.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν προσαρμογή στην στρατηγική επιλογή κυβερνήσεων-κεφαλαίου στο σύστημα τριών πυλώνων ασφάλισης. Ο ίδιος ο υπουργός εργασίας σε πρόσφατο συνέδριο του ελληνοαμερικανικού εμπορικού επιμελητηρίου με τίτλο «Συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την προαγωγή της απασχόλησης και της ασφάλισης» έκανε λόγο για άμεση μετάβαση σε ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα, μέσω του πορίσματος της επιτροπής σοφών που θα συσταθεί το επόμενο διάστημα. Επίσης μίλησε για πλήρη αλλαγή του υφιστάμενου ασφαλιστικού συστήματος που θα δρομολογηθεί από το 2015, με την καθιέρωση της εθνικής σύνταξης των 360 ευρώ και της αναλογικής - ανταποδοτικής σύνταξης και υπενθύμισε τη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης από 12,6 δισ. ευρώ που ήταν το 2013 στα 10,5 δισ. ευρώ το 2014 (46,5%) και στα 9,7 δισ. ευρώ το 2015 και 2016.
Με βάση τους σχεδιασμούς αυτούς, ο πρώτος πυλώνας θα αφορά το ποσό της εθνικής βασικής σύνταξης των 360 ευρώ και ενός συμπληρώματος, ανάλογο των εισφορών όλων των χρόνων ασφάλισης και της περιουσιακής κατάστασης του ασφαλισμένου. Για τις πρόσθετες παροχές, συμπληρωματικής σύνταξης και υπηρεσίες υγείας, αυτές θα αποτελούν προσωπική επιλογή των ασφαλισμένων μέσω των επαγγελματικών ταμείων και της ιδιωτικής ασφάλισης, δηλαδή του δεύτερου και τρίτου πυλώνα αντίστοιχα.
Ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης καταργείται ως δημόσιο κοινωνικό αγαθό και μετατρέπεται σε πενιχρό κρατικό επίδομα και σε εμπόρευμα του ιδιωτικού ασφαλιστικού κεφαλαίου, παραδομένο στην λειτουργία των αγορών και πλήρως αποξενωμένο από τις αρχές και τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών και τον σκοπό της καθολικής προστασίας και εξασφάλισης αξιοπρεπούς και ασφαλής διαβίωσης των εργαζομένων, των ανέργων, των μητέρων, των ανίκανων για εργασία συνανθρώπων μας.
Για αυτό και η υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης είναι άμεσο καθήκον του εργατικού κινήματος και της αριστεράς. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε κατακτήσεις που χτίστηκαν με τον ιδρώτα και τα χρήματα των εργαζομένων να χρησιμεύσουν ως σωσίβιο για τη διάσωση των χρεοκοπημένων ασφαλιστικών. Οι τελευταίες εξαγγελθείσες ρυθμίσεις δεν πρέπει να εφαρμοστούν γιατί η εφαρμογή τους θα αποτελέσει την αρχή του τέλους για το ασφαλιστικό. Άλλωστε οι περισσότερες από αυτές αφορούν σε παλαιότερους αντιασφαλιστικούς νόμους, οι οποίοι εφαρμόστηκαν σταδιακά προκειμένου να περιοριστεί η κοινωνική αντίδραση.
Τα ασφαλιστικά ταμεία, όσα απέμειναν, χρειάζονται εδώ και τώρα ουσιαστική κρατική ενίσχυση από τον εθνικό προϋπολογισμό για να αποτραπεί η οικονομική κατάρρευσή τους. Η επιστροφή των αποθεματικών, τουλάχιστον όσων κουρεύτηκαν με το psi, αποτελεί δίκαιη και αυτονόητη απαίτηση των εργαζομένων. Ο αγώνας κατά των απολύσεων και το κλείσιμο οργανισμών, καθώς και η διεκδίκηση πλήρους απασχόλησης είναι απαραίτητες συνθήκες για τον περιορισμό μεγέθυνσης των ελλειμμάτων. Παράλληλα, μέτρα όπως η επαναφορά των εργοδοτικών εισφορών στα προηγούμενα επίπεδα και η υποχρεωτική ασφάλιση όλων των μεταναστών που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα είναι προφανώς δίκαια αλλά επιπλέον μπορούν να τονώσουν γρήγορα τα έσοδα των ταμείων. Η αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής και εισφοροκλοπής πρέπει πρωτίστως να προσανατολιστεί στις μεγάλες επιχειρήσεις και τους μεγαλοοφειλέτες και να μην εξαντλείται όλη η αυστηρότητα στις μικροεπιχειρήσεις και τα μικρομάγαζα που στενάζουν από την ύφεση.
Η αριστερά που αναγνωρίζει στον εαυτό της το καθήκον υπεράσπισης των λαϊκών και εργατικών συμφερόντων πρέπει όχι μόνο να στηρίξει και να καλύψει πολιτικά τους αγώνες του λαού για τη διάσωση της κοινωνικής ασφάλισης, όταν αυτοί προκύψουν, αλλά να βοηθήσει στη οργάνωση και σχεδιασμό των αγωνιστικών κινητοποιήσεων. Οι αριστεροί συνδικαλιστές και αγωνιστές στους χώρους δουλειάς πρέπει μπουν μπροστά στην πρόκληση γενικών συνελεύσεων, να σπάσουν το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας, να εμπνεύσουν και να ξαναθυμίσουν τη δύναμη του συλλογικού μαζικού αγώνα που κατάφερε να βάλει στο συρτάρι αντιασφαλιστικούς νόμους όπως του Γιαννίτση το 2001 και ακόμα περισσότερο, κατάφερε να ρίξει κυβερνήσεις όπως την κυβέρνηση ΓΑΠ το φθινόπωρο του 2011.
Η αριστερά που παλεύει για την ανατροπή χρειάζεται να συμβάλει στο πολιτικό προχώρημα των οικονομικών αιτημάτων για να ξανανοίξει η συζήτηση για μία κοινωνική ασφάλιση πραγματικά καθολική και δημόσια με εργατικό έλεγχο, ως αποκλειστική υποχρέωση του κράτους και των εργοδοτών που κερδίζουν από την απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης.