Η Μικρασιατική Εκστρατεία, μέρος Δ’

Την άνοιξη του 1921, η κυβέρνηση των μοναρχικών και των συμμάχων τους -παρότι είχε εκλεγεί από τον Νοέμβριο του 1920 με σύνθημα τον τερματισμό του πολέμου- αποφάσισε τον προέλαση προς την Άγκυρα, εγκαταλείποντας οριστικά και τα τελευταία προσχήματα ότι επρόκειτο για εκστρατεία «απελευθέρωσης των αλύτρωτων αδελφών»: ήταν πια μια απροσχημάτιστη ιμπεριαλιστική εκστρατεία για την κατάληψη ξένων εδαφών και την υποδούλωση ξένων πληθυσμών και κυρίως για την καταστροφή του επαναστατικού στρατού του Κεμάλ.

Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ και Αφιόν-Καραχισάρ). Ταυτόχρονα Γάλλοι και Ιταλοί εγκατέλειπαν τις θέσεις τους στη Μ. Ασία και πολλές από τις περιοχές αυτές καταλήφθηκαν από τον ελληνικό στρατό (π.χ. Έφεσος που εγκατέλειψαν οι Ιταλοί). Ωστόσο η προέλαση του ελληνικού στρατού τερματίστηκε με τη Μάχη στο Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Από εκεί κι έπειτα και επί ένα χρόνο υπήρξε στασιμότητα. Διεξαγόταν ένας μακρόσυρτος πόλεμος χαρακωμάτων, ο οποίος κόστιζε καθημερινά στον ελληνικό λαό 8 εκατ. δραχμές, ένα ποσό ιλιγγιώδες για την εποχή.

Κρίση και κατάρρευση

Υπό το βάρος των εξελίξεων και των αυξανόμενων αντιπολεμικών διαθέσεων του λαού (βλ. μέρος Γ’ της σειράς) τον Μάιο του 1922 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Γούναρη και ανέλαβε ο Ν. Στράτος. Για να αντιμετωπιστεί η οικονομική καταστροφή που διαγραφόταν ο υπουργός Οικονομικών -και μετέπειτα πρωθυπουργός- Π. Πρωτοπαπαδάκης διχοτόμησε το νόμισμα και επέβαλε αναγκαστικό δάνειο στον πληθυσμό (ίσο με τη μισή αξία του κάθε χαρτονομίσματος) διογκώνοντας περαιτέρω τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Μπροστά σε αυτή τη λαϊκή δυσαρέσκεια, τις μαζικές λιποταξίες, τις στρατιωτικές δυσκολίες και την ενίσχυση του Κεμάλ (είχε ήδη έρθει σε συνεννόηση με τον γαλλικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό), η νέα κυβέρνηση θέλησε να παρουσιάσει μια επιτυχία: ζητά από τους συμμάχους το «πράσινο φως» για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά αυτοί αρνούνται.

Σε όλη αυτή την περίοδο εκτός από ήττες και παραιτήσεις κυβερνήσεων, σημειώνονται και διαδοχικές αλλαγές της στρατιωτικής ηγεσίας της μικρασιατικής εκστρατείας έπειτα από παραιτήσεις ή αρνήσεις να αναλάβουν την ηγεσία (Παρασκευόπουλος, Παπούλας, Χατζανέστης, Μεταξάς).

Στα μέσα Αυγούστου 1922 επήλθε η κατάρρευση του μετώπου καθώς ο ελληνικός στρατός διασπάστηκε από το στρατό του Κεμάλ. Κυρίως στο νότιο τμήμα οι ήττες ήταν συντριπτικές καθώς ολόκληρες μεραρχίες κυκλώθηκαν και παραδόθηκαν, όπως το σώμα στρατού υπό τον Νικ. Τρικούπη. Στο βορρά η υποχώρηση έγινε πιο συντεταγμένα, ωστόσο ο στόχος του στρατού ήταν πάντα να φθάσει στη θάλασσα, εγκαταλείποντας όπως όπως τους πριν από λίγους μήνες «απελευθερωμένους αδελφούς».

Σφαγές

Στην Ελλάδα είναι γνωστές οι περισσότερες σφαγές που διέπραξε ο στρατός του Κεμάλ καθώς και τα αντάρτικα τουρκικά σώματα σε βάρος των Ελλήνων και άλλων εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων. Όμως είναι σχεδόν άγνωστες οι ελληνικές θηριωδίες. Ο Βρετανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι έγραψε ότι υπήρξαν οργανωμένες σφαγές κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης. Ανέφερε ότι ο ίδιος και η γυναίκα του ήταν αυτόπτες μάρτυρες των ελληνικών κτηνωδιών -όπως τις περιγράφει- στις περιοχές ΓιάλοβαςΚίου (Gemlik) και Νικομήδειας (İzmit) και ότι όχι μόνο βρήκαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις στη μορφή «καμένων και λεηλατημένων σπιτιών, πτωμάτων που είχαν σφαχτεί πρόσφατα και τρομοκρατημένων επιζώντων», αλλά είδαν επίσης Έλληνες πολίτες να ληστεύουν και στρατιωτικούς να προβαίνουν σε εμπρησμούς. Σύμφωνα με τον Τόινμπι με την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων εκδιώχθηκε ο άμαχος τουρκικός πληθυσμός, και εξαναγκάστηκαν χιλιάδες άστεγοι πλέον να φύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές.

Όμως ήταν στην υποχώρηση που ξεκίνησε τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1922 που ο ελληνικός στρατός διέπραξε τα μεγαλύτερα εγκλήματα, καίγοντας, λεηλατώντας και σκοτώνοντας τους ντόπιους πληθυσμούς. Στο χωριό Καρατεπέ, π.χ., ο ελληνικός στρατός μάζεψε και τους 400 κατοίκους στο τζαμί του χωριού και του έβαλε φωτιά -όσοι διέφυγαν από τη φωτιά τουφεκίστηκαν. Αντίστοιχα εγκλήματα διέπραξε και στο Σαλιχλί. Η πόλη Αλασεχίρ παραδόθηκε στις φλόγες και σκοτώθηκαν 3.000 Τούρκοι κάτοικοί της.

Στις 6-7 Σεπτεμβρίου το έγκλημα συνεχίστηκε στην πόλη Μανισά όπου σκοτώθηκαν σχεδόν 4.500 Τούρκοι και η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες. Ο Αμερικανός υποπρόξενος στην Κωνσταντινούπολη Τζέιμς Λόουντερ Παρκ, που επισκέφτηκε την περιοχή μετά την εκκένωσή της από τον ελληνικό στρατό, έγραψε: «Η Μανισά… σχεδόν εξαφανισμένη από τη φωτιά: [καταστράφηκαν] 10.300 σπίτια, 15 τζαμιά, 2 δημόσια λουτρά, 2.278 μαγαζιά, 19 ξενοδοχεία, 26 μέγαρα».

Το πιο τραγικό χωριό ήταν ο Κασαμπάς (σήμερα Τουργκουτλού), όπου ο υποχωρών ελληνικός στρατός κατέστρεψε το 90% των κτιρίων και σκότωσε τουλάχιστον 1.000 κατοίκους (η τουρκική πλευρά μιλά για πολλαπλάσιους νεκρούς). Λίγες ημέρες μετά, κι ενώ στην πόλη είχαν φτάσει Έλληνες πρόσφυγες από άλλες περιοχές, μπήκε ο τουρκικός στρατός και τους εξόντωσε όλους, δηλ. περίπου 4.000 ανθρώπους.

Τα εκατέρωθεν τερατουργήματα ολοκληρώθηκαν στη Σμύρνη, όπου βρήκαν το θάνατο δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, Αρμένιοι και άνθρωποι από άλλες εθνότητες, όταν η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες, προφανώς από Τούρκους εθνικιστές.

Ήττα

Με την ήττα και την καταστροφή της Σμύρνης, ενταφιάστηκε οριστικά και η «Μεγάλη Ιδέα», βασική συνεκτική ουσία της συγκρότησης του ελληνικού εθνισμού –και εθνικισμού– για δεκαετίες και ο κύριος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για σχεδόν 100 χρόνια. Εφαρμοσμένη αυτή πολιτική –που όσο ήταν απλώς ιδεολογία φάνταζε σαν ρομαντικό όραμα επιστροφής στα υπαρκτά ή ανύπαρκτα μεγαλεία του παρελθόντος– δοκιμάστηκε στην πράξη πάνω στα κορμιά εκατομμυρίων ανθρώπων: άλλοι από αυτούς σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν και οι περισσότεροι ξεριζώθηκαν χάνοντας τα πάντα. Και μάλιστα οι μισοί περίπου από αυτούς ήταν τα «σκλαβωμένα αδέλφια» που δήθεν θα απελευθερώνονταν.

Διπλωματικά η Μικρασιατική Εκστρατεία τελείωσε με την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών την 13 Οκτωβρίου 1922 και την Συνθήκη της Λοζάνης στις 24 Ιουλίου 1923.

Η ήττα οδήγησε σε κατακλυσμιαίες εξελίξεις και στην ελληνική κεντρική πολιτική σκηνή: Βενιζελικοί αξιωματικοί έκαναν μίνι πραξικόπημα στις 11/9/1922 και απαίτησαν την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και τη σύσταση νέας κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Αντάντ (των Αγγλογάλλων). Ο βασιλιάς έφυγε για μία ακόμη φορά στο εξωτερικό, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και συστάθηκε έκτακτο στρατοδικείο, όπου παραπέμφθηκαν υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.

Η δίκη έγινε με συνοπτικές διαδικασίες: Από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας ήταν γνωστό στις αστικές τάξεις ότι οι μεγάλες στρατιωτικές ήττες μπορεί να οδηγήσουν σε τέτοιου μεγέθους λαϊκές εκρήξεις που να θέτουν σε κίνδυνο συνολικά το σύστημα. Προκειμένου λοιπόν να σωθεί συνολικά το αστικό καθεστώς οι έξι (Δ. Γούναρης, Ν. Θεοτόκης, Γ. Χατζανέστης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής και Ν. Στράτος) καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν ώστε να εκτονωθεί η λαϊκή οργή.

Η ηττημένη Ελλάδα υπέγραψε τελικά (διά χειρός Βενιζέλου) τη Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών.

Παρά την ήττα η ελληνική αστική τάξη παρέμεινε μέχρι σήμερα προσανατολισμένη στον μιλιταρισμό που σε συνδυασμό με τις συμμαχίες με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες, θεωρούσε ότι της δίνει πλεονεκτήματα για τις οικονομικές και πολιτικές εξορμήσεις της στην περιοχή. Η νίκη επί των δυνάμεων του Άξονα το 1940, μοναδική περίπτωση μέχρι το 1943, ήταν ενδεικτική της ποιότητας του ελληνικού στρατού. Αλλά φυσικά τον ίδιο δρόμο επέλεξε και η άλλη πλευρά σε ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι εξοπλισμών, κρίσεων και, όπως απέδειξε η Κύπρος, και πολέμων, από το οποίο απολύτως τίποτε δεν κέρδισε ο λαός.

Τα αίτια της ήττας

Η κλασική εξήγηση της ήττας του ελληνικού στρατού επικεντρώνεται στον «εθνικό διχασμό», δηλ. στη σύγκρουση βενιζελικών-αντιβενιζελικών. Αν υπήρχε «ομόνοια» η έκβαση της εκστρατείας θα ήταν διαφορετική, λένε πολλοί, σε μια βαρετή επανάληψη των ανιστορικών και ανιστόρητων σχημάτων του τύπου «οι Έλληνες μονιασμένοι μπορούν να κάνουν θαύματα».

Η κριτική επικεντρώνεται στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο επειδή μετά τον Νοέμβριο του 1920, όταν πήρε την κυβέρνηση, αντικατέστησε τους παλιούς και έμπειρους αξιωματικούς με άπειρους και ανίκανους. Ασφαλώς η εξέλιξη αυτή έπαιξε κάποιο ρόλο, ωστόσο δεν ήταν καθοριστικός. Εξάλλου οι εκκαθαρίσεις ήταν αμοιβαίες και μάλιστα όταν είχε έρθει στην κυβέρνηση ο Βενιζέλος το 1917 είχε αποπέμψει πολύ περισσότερους στρατιωτικούς ηγέτες που ήταν έμπειροι από τους Βαλκανικούς Πολέμους: απομάκρυνε περίπου 1.500 ανώτατους αξιωματικούς ενώ οι αντιβενιζελικοί (όταν πήραν την κυβέρνηση) μόνο 500.

Οι κάθε λογής επίγονοι του βενιζελισμού υποστηρίζουν ότι η πρώτη φάση της εκστρατείας (δηλ. αυτή του Βενιζέλου) ήταν σωστή και ότι το εγκληματικό λάθος ήταν η προέλαση προς την Άγκυρα που έκαναν οι αντιβενιζελικοί. Όμως η πορεία του πολέμου ήταν προδιαγεγραμμένη από τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός πάτησε το πόδι του στη Σμύρνη. Ο μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε να αναλάβει, ως στρατιωτικός που ήταν, την ηγεσία της εκστρατείας καθώς είχε πάντοτε την άποψη ότι ο πειθαναγκασμός του Κεμάλ να υπογράψει ειρήνη με τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών ήταν αδύνατος «διότι η τουρκική αντίστασις θα μετετίθετο περαιτέρω εις το εσωτερικόν». Έτσι «θα έπρεπε να καταληφθεί ολόκληρος η Μικρά Ασία δια να πεισθούν οι Νεότουρκοι να συνθηκολογήσουν». Μάλιστα ο ίδιος θεωρούσε «ανεπαρκή την Ελλάδα δια την κατάληψη ολοκλήρου του νέου τουρκικού κράτους» και πάντως δεν έβλεπε το τέρμα του διεξαγομένου πολέμου.

Η άλλη αιτία που προβάλλεται είναι η στάση των συμμάχων. Όμως γιατί θα έπρεπε πάντα οι σύμμαχοι να υποστηρίζουν τις ελληνικές ιμπεριαλιστικές βλέψεις; Το ότι η Αντάντ ήταν μια λυκοσυμμαχία στο εσωτερικό της οποίας η καθεμία ιμπεριαλιστική δύναμη προσπαθούσε να «ρίξει» διαρκώς τις συμμάχους της και να αποσπάσει για την ίδια τη μεγαλύτερη δυνατή λεία, ήταν γνωστό από την αρχή. Το κρυφτούλι με την Ιταλία ήταν παρόν σε όλη την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ακόμη πριν από αυτή: για να μην καταλάβει περισσότερα εδάφη η Ρώμη αναγκάστηκε το Παρίσι να αποδεχτεί την άποψη του Λονδίνου ότι η Αθήνα έπρεπε να καταλάβει τη Σμύρνη (βλ. μέρος Α’ και Β’).

Όταν και η Γαλλία και η Αγγλία απέκτησαν αυτά που ποθούσαν, όταν δηλ. έγινε η μοιρασιά της Μ. Ανατολής και των πετρελαίων της, και όταν διαπιστώθηκε ότι ο Κεμάλ δεν είχε «μπολσεβίκικες προθέσεις», οι ιμπεριαλιστικές αυτές δυνάμεις δεν είχαν λόγο να συνεχίσουν τον πόλεμο. Ειδικά όταν στον ελληνικό θρόνο είχε παλινορθωθεί ένας σύμμαχος των Γερμανών.

Ο ρόλος του Κεμάλ

Το κίνημα του Κεμάλ ήταν ο δίδυμος αδελφός του κινήματος στο Γουδή στην Ελλάδα, εκπροσωπούσε δηλ. τα συμφέροντα της αστικής τάξης που ήθελε ένα σύγχρονο δικό της κράτος για να προωθεί τα συμφέροντά της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Ο Κεμάλ αντιτάχθηκε στον σουλτάνο και διεξάγοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα ταυτόχρονα εμφύλιο πόλεμο και αντάρτικο κατά των εισβολέων (Ελλήνων και λοιπών), μπόρεσε να συσπειρώσει πίσω του την ανερχόμενη αστική τάξη. Αλλά κυρίως μπόρεσε να ξεσηκώσει τους τουρκικούς και άλλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς τόσο κατά του σουλτάνου όσο και κατά της ιμπεριαλιστικής επέμβασης.

Επίσης ο στρατός του Κεμάλ, όπως όλοι οι επαναστατικοί στρατοί σε μια σειρά εξεγέρσεις, μπόρεσε να αποκτήσει και άλλα όπλα, καθώς τα εγκατέλειπαν μετά τις ήττες ή τις υποχωρήσεις τους άλλοι στρατοί, κυρίως ο γαλλικός και ο ιταλικός. Ταυτόχρονα ο Κεμάλ είχε την ευφυΐα να κλείσει τα άλλα μέτωπα συνάπτοντας συνθήκες ειρήνης με Αρμενία, Γεωργία και Αζερμπαϊτζάν τον Οκτώβριο 1921.

Είναι αλήθεια ότι σε στρατιωτικό επίπεδο ο Κεμάλ πήρε βοήθεια από την επαναστατημένη Ρωσία (οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν όλα τα εθνικοαπαλευθερωτικά κινήματα που υπονόμευαν το ιμπεριαλιστικό στάτους κβο), ενώ το ελληνικό κράτος υπό τον Βενιζέλο είχε προσπαθήσει, σε συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές, να καταπνίξει τη Ρωσική Επανάσταση με την εκστρατεία στην Κριμαία (βλ. Μέρος Α’). Κι όμως οι μπολσεβίκοι προσπάθησαν να φέρουν τα δύο μέρη σε συνεννόηση για να τερματιστεί ο πόλεμος, ακόμη και με αυτονόμηση της περιοχής της Σμύρνης με ελληνική διοίκηση (φυσικά δεν εισακούστηκαν). Όταν ωστόσο μπόρεσαν να παίξουν κάποιο ρόλο στην πράξη, τα πράγματα είχαν ως εξής: Ο ίδιος ο μητροπολίτης Τραπεζούντας και αργότερα αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος γράφει ότι το νεοσυσταθέν σοβιέτ των Ρώσων στρατιωτών της Τραπεζούντας βοήθησε και εξόπλισε τις ομάδες αυτοάμυνας της «Εθνικής Ένωσης Νέων» οι οποίες αντιστάθηκαν στους επελαύνοντες τσέτες [σ.σ. αντάρτικά σώματα Τούρκων εθνικιστών] και με αυτό τον τρόπο, όπως λέει πάντα ο Χρύσανθος, διασώθηκε ο μισός ελληνικός πληθυσμός της πόλης.

Όμως, σε κάθε περίπτωση, ο παράγοντας ήττας της ελληνικής εκστρατείας που αποσιωπάται συστηματικά από την ελληνική πλευρά ήταν οι μαζικές λιποταξίες και ανυποταξίες των Ελλήνων (τόσο από την Ελλάδα όσο και από τις κατακτημένες περιοχές της Μ. Ασίας), η αντιπολεμική δράση του ΣΕΚΕ και οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης στο εσωτερικό της Ελλάδας (βλ. μέρος Γ’).

Η ανταλλαγή πληθυσμών

Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων η Ελλάδα είχε σχεδόν διπλασιάσει την επικράτεια και τον πληθυσμό της. Ωστόσο οι μειονότητες έφταναν πλέον το 13% του πληθυσμού και μετά τον τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το 20%! Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού ήταν μουσουλμάνοι.

Αντίστοιχα «προβλήματα» είχε και το νεαρό τουρκικό κράτος, κυρίως με τους Έλληνες. Βενιζέλος και Κεμάλ σκέφτηκαν (και συναποφάσισαν) ότι μπορούσε να συνεχιστεί με άλλα μέσα η εθνοκάθαρση που έγινε στους Βαλκανικούς Πολέμους και στη Μικρασιατική Εκστρατεία: να ανταλλαγούν οι «λάθος» πληθυσμοί. Η σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπογράφτηκε στη Λοζάνη στις 30 Ιανουαρίου του 1923, έξι μήνες πριν υπογραφεί η ομώνυμη Συνθήκη. Επρόκειτο για υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεγάλης κλίμακας, ή αλλιώς, συμφωνημένη αμοιβαία εκτόπιση. Ήταν η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία που υπαγορευόταν από διακρατική σύμβαση.

Σχεδόν 1.500.000 Έλληνες ή χριστιανοί ήρθαν στην Ελλάδα (οι περισσότεροι είχαν ήδη φύγει από την Τουρκία καθώς υποχωρούσε ο ελληνικός στρατός). Από την άλλη 500.000 άνθρωποι απελάθηκαν από την Ελλάδα: Τούρκοι, ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, μουσουλμάνοι Ρομά, Πομάκοι, Τσάμηδες, Βλαχομογλενίτες και Ντονμέ.

Κατά εκατοντάδες χιλιάδες απελάθηκαν μουσουλμάνοι από τη Λάρισα, τον Λαγκαδά, τη Δράμα, την Έδεσσα, τις Σέρρες, τη Φλώρινα, το Κιλκίς, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη. Η πληθυσμιακή σύνθεση της Κρήτης άλλαξε επίσης δραματικά, καθώς ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού εκτοπίστηκαν επίσης.

Πολλοί από αυτούς απελάθηκαν ενώ δεν ήταν και δεν αισθάνονταν Τούρκοι. Π.χ. οι Αλβανοί της Τσαμουριάς απελάθηκαν κατά χιλιάδες παρά τις διαμαρτυρίες των αντιπροσώπων τους στη Λοζάνη. Συνολικά πολλές άλλες εθνικές ομάδες αντιτάχθηκαν κοινωνικά και νομικά εναντίον των όρων της συνθήκης, επί δεκαετίες μετά την υπογραφή της.

Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα μπόρεσε να «ελληνοποιήσει» τη Μακεδονία, λύνοντας το «πρόβλημα» που της κληροδότησαν οι κατακτήσεις της, ενώ σε μικρότερο βαθμό μπόρεσε να λύσει τα μειονοτικά ζητήματα και η Τουρκία. Κανείς βέβαια δεν ρώτησε τη γνώμη των θυμάτων αυτών των μαζικών ξεριζωμών.

*Αναδημοσίευση από "Εργατική Αριστερά" φ.393 (11/10/17)