Οι τελευταίες εξελίξεις στη Γαλλία ήρθαν να υπενθυµίσουν ότι η πολιτική/καθεστωτική κρίση στην οποία έχει µπει η χώρα τα τελευταία χρόνια, ξεδιπλώνεται αργόσυρτα, αλλά είναι βαθιά.

Η συζήτηση είχε ανάψει από το καλοκαίρι, όταν έγινε γνωστό ότι ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού ετοιµάζει περικοπές 44 δισ. για τον προϋπολογισµό του επόµενου έτους, παγώνοντας κοινωνικές δαπάνες και καταργώντας αργίες. Μεταφέροντας το κλίµα, τα καθεστωτικά ΜΜΕ εκτιµούσαν ότι -πέρα από τις γραµµές της κυβέρνησης µειοψηφίας- κανείς δεν πρόκειται να στηρίξει αυτά τα µέτρα, παρότι «υπάρχει ευρύτερη συναίνεση ως προς την ανάγκη να αντιµετωπιστεί το έλλειµµα». Μετέφεραν επίσης ότι υπάρχει «ευρύτερη συναίνεση ως προς την ανάγκη εξοπλισµών». 

Αυτές οι συναινέσεις λένε πολλά για την κατάσταση πνευµάτων στον πολιτικό κόσµο της Γαλλίας, αλλά και όλης της Ευρώπης. Όχι στα ελλείµµατα και την αύξηση του χρέους. Αλλά ναι στις θηριώδεις πολεµικές δαπάνες! Αυτή η αντίφαση προφανώς µπορεί να επιλυθεί µόνο µε µια ένταση της λιτότητας σαν αυτή που εισηγείται ο Μπαϊρού. 

Στις 25 Αυγούστου, ο Γάλλος πρωθυπουργός πέταξε τη βόµβα, ανακοινώνοντας ότι θα ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης από ένα κοινοβούλιο στο οποίο δεν διαθέτει επαρκείς συµµάχους και στηρίγµατα για να επιβιώσει. Στο διεθνή Τύπο, κάποιοι εκτιµούν ότι πρόκειται για «ηρωική έξοδο» µε το βλέµµα στις προεδρικές του 2027. Ο Μπαϊρού θα απευθυνθεί στο κεντρώο ακροατήριο που επιθυµεί «σταθερότητα», ως ο άνθρωπος που προειδοποίησε πρώτος για την απειλή που θα αντιµετωπίσει η Γαλλία, αλλά δεν εισακούστηκε. Από την άλλη, κάποιες «ανώνυµες πηγές» από το προεδρικό κοινοβουλευτικό µπλοκ, εκτιµούν ότι πετώντας το γάντι της «αστάθειας», πόνταρε στην ανταπόκριση του  ακροδεξιού Εθνικού Συναγερµού της Μαρίν Λεπέν. Το σενάριο είναι αποκαλυπτικό για το σε ποια «αντισυστηµική» πολιτική παράταξη εκτιµούν ότι είναι ευκολότερο να στραφούν οι οπαδοί της λιτότητας µπροστά στις δυσκολίες τους. 

Σε κάθε περίπτωση, αν δεν προκύψει κάποια µεγάλη κοινοβουλευτική κωλοτούµπα, στις 8 Σεπτέµβρη πέφτει µια ακόµα γαλλική κυβέρνηση. Ο Μπαϊρού άντεξε στη θέση του πρωθυπουργού για 9 µήνες, καλύτερα από τους 3 µήνες του Μισέλ Μπαρνιέ. Κανείς από τους δύο δεν κατάφερε να ψηφίσει προϋπολογισµό του γαλλικού κράτους.

Μετά τον Μπαϊρού, τι;

Στον γαλλικό Τύπο, ως πιθανοί διάδοχοι που θα πάρουν το χρίσµα από τον Μακρόν, παρουσιάζονται ο Σεµπαστιάν Λεκορνί και ο Ζεράλντ Νταρµανίν. Πρόκειται για πολιτικά στελέχη που προέρχονται από τις γραµµές της κεντροδεξιάς (Ρεπουµπλικάνοι), αλλά προσχώρησαν στον «µακρονισµό» όταν ο Γάλλος Πρόεδρος πλιατσικολογούσε στα ερείπια των δύο πρώην µεγάλων κοµµάτων της Γαλλίας (Σοσιαλιστές και Ρεπουµπλικάνοι). 

Ο Λεκορνί είναι ο υπουργός Άµυνας που δηµόσια ισχυρίζεται ότι µπορεί να συγκροτήσει κυβέρνηση «και της Αριστεράς και της Δεξιάς», αλλά ιδιωτικά «διαφηµίζει» ως προσόν τον δίαυλο και την λειτουργική επικοινωνία που έχει αναπτύξει µε την Μαρίν Λεπέν (οποία έκπληξη για τον κάτοχο αυτού του υπουργείου…). 

Ο Νταρµανίν υπήρξε διαχρονικά η ακροδεξιά φωνή στις κυβερνήσεις Μακρόν, κλιµακώνοντας την καταστολή ως υπουργός Εσωτερικών, κηρύσσοντας (πρωτοπόρα τότε…) τον πόλεµο στο «woke» και κάνοντας… δεξιά κριτική στην Λεπέν στο ζήτηµα του ρατσισµού. Αυτός ο αντιδραστικός δεν έχει κρύψει τη φιλοδοξία του για τις προεδρικές του 2027 (όταν ο Μακρόν δεν θα έχει δικαίωµα να κατέβει), οπότε ίσως αρνηθεί µια «αποστολή αυτοκτονίας». 

Σε κάθε περίπτωση, τα ονόµατα δείχνουν προς τα πού κινούνται οι αναζητήσεις του Γάλλου Προέδρου. Ασφαλώς κανείς δεν ξέρει αν θα µπορέσει να προκύψει νέα κυβέρνηση και αν αυτή θα καταφέρει κάπως να αποφύγει τη µοίρα των προηγούµενων. Τον περασµένο Ιούλη έκλεισε ένας χρόνος από τις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές και πλέον υπάρχει η δυνατότητα εκ νέου προσφυγής στις κάλπες. Αυτό φαίνεται να ζητά µια πλειοψηφία στις δηµοσκοπήσεις.

Δεν δείχνει πιθανό αυτή τη στιγµή ούτε δείχνει (δηµοσκοπικά) ικανό να ανατρέψει θεαµατικά τον σηµερινό παραλυτικό συσχετισµό. Αν µια νέα κάλπη δεν επιλύσει το κοινοβουλευτικό αδιέξοδο, η δηµοσκοπική πλειοψηφία ζητά την παραίτηση του Μακρόν. Αυτό δείχνει ακόµα πιο απίθανο. Η παραίτηση δεν είναι µια σκέψη που απασχολεί τους Βοναπάρτες, ειδικά όταν µπορούν να οχυρωθούν πίσω από ένα προεδροκεντρικό σύστηµα κοµµένο και ραµµένο στα µέτρα των «ισχυρών ηγετών». 

Όµως το σκηνικό στη Γαλλία δεν είναι οµαλό. Στον οικονοµικό Τύπο, κάποιοι απειλούν µε «οικονοµική καταστροφή» λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας. Άλλοι είναι πιο ψύχραιµοι, εκτιµώντας ότι δραµατοποιείται η οικονοµική κατάσταση. Σε αυτούς τους διαλόγους µεταξύ καθεστωτικών φωνών, τα όρια µεταξύ πραγµατικών οικονοµικών δεδοµένων και πολιτικής σκοπιµότητας είναι θολά. 

Παρέµβαση των «από κάτω»

Τα πιο ενδιαφέροντα νέα θα έρθουν στις 10 Σεπτέµβρη. Εκείνη τη µέρα θα παρέµβει στους δρόµους της Γαλλίας το κοινωνικό κίνηµα, που από καιρό προετοιµάζεται µέσα από την πρωτοβουλία «Να Μπλοκάρουµε τα Πάντα», µε άλλες δυνάµεις να επιδιώκουν µια νέα εκδοχή «Κίτρινων Γιλέκων» και άλλες µια νέα εκδοχή των µεγάλων απεργιών για το συνταξιοδοτικό. 

Η δυναµική που αναπτύσσεται γύρω από αυτή τη δράση, επιτρέπει σε συντρόφους µας (ανακοίνωση του NPA-L’ Anticapitaliste) να διατυπώνουν τον ισχυρισµό ότι η 10η Σεπτέµβρη έπαιξε ρόλο στην επιλογή του Μπαϊρού για «έξοδο» πριν από αυτήν. 

Αν δεν οδήγησε στην διαφαινόµενη πτώση της κυβέρνησης, σίγουρα τη συµπληρώνει. Με τα λόγια ενός συµβούλου του Μακρόν που µίλησε στο Politico: «Μια πολιτική κρίση στις 8 Σεπτέµβρη, µια κοινωνική κρίση στις 10 Σεπτέµβρη. Αυτό είναι µια καθεστωτική κρίση, έτσι δεν είναι;». 

Η επιτυχία της ίδιας της 10ης Σεπτέµβρη θα είναι εξίσου κρίσιµη µε την συνειδητή προσπάθεια να αποτελέσει αυτή αφετηρία για µια παρατεταµένη εργατική-λαϊκή κινητοποίηση. 

Αυτό θα είναι απολύτως κρίσιµο για να µην λειτουργήσει η πολιτική κρίση προς όφελος του κόµµατος της Λεπέν. Για να τεθεί µαζικά η ταξική-αριστερόστροφη απάντηση στις παραλλαγές λιτότητας που συζητούν τα αστικά κόµµατα. Γιατί χωρίς την δυναµική παρέµβαση της εργατικής τάξης, των κοινωνικών κινηµάτων και της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο δρόµο, η «κεντρικοπολιτική» δυναµική µπορεί να φέρει δυσάρεστες εξελίξεις. 

Έχει διαφανεί τον τελευταίο ένα χρόνο ότι ο Εθνικός Συναγερµός κερδίζει πόντους -µέσα στο καθεστώς- ως επόµενη κυβερνητική δύναµη και αυτό του δίνει και εκλογικό ρεύµα. Ποια άλλη δύναµη µπορεί να πουλήσει πιο αποτελεσµατικά την ανάγκη  λιτότητας µε όρους «άµυνας της πατρίδας» στον καιρό της εξοπλιστικής φρενίτιδας, διεξάγοντας χωρίς «κρατήµατα» τον κοινωνικό πόλεµο που θα απαιτηθεί για να επιβληθεί µια τέτοια λιτότητα; Ενώ στο «αριστερό ηµισφαίριο», το Σοσιαλιστικό Κόµµα δείχνει να προσανατολίζεται στον «απεγκλωβισµό» του από την τακτική του Νέου Λαϊκού Μετώπου, διχασµένο στο πρόσφατο συνέδριό του ανάµεσα σε όσους τον επιχειρούν «βελούδινα» (50,9%) και όσους απαιτούν ρητή δέσµευση για «καµία προγραµµατική συµφωνία µε την Ανυπότακτη Γαλλία» (49,1%)…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες