Συζητούν για ειρήνη, προετοιμάζοντας τους επόμενους πολέμους
Ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων σχετικά με τις πιθανότητες και τις μορφές ενός τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία, τόσο μεταξύ των Τραμπ και Πούτιν στην Αλάσκα, όσο και μεταξύ του Τραμπ και των ευρω-ηγεσιών μαζί με τον Ζελένσκι στην Ουάσινγκτον, ολοκληρώθηκε χωρίς να βγάλει ουσιαστικά αποτελέσματα.
Παρόλα αυτά παρουσίασε χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα, τόσο για τις στρατηγικές κατευθύνσεις όλων των πλευρών της διαπραγμάτευσης, όσο και για τις πραγματικές προοπτικές της ουκρανικής κρίσης που ενέχει πιθανότητες εφιαλτικές όχι μόνο για τους πληθυσμούς της Ουκρανίας και της Ρωσίας αλλά για ολόκληρη τον πλανήτη.
Η αμερικανική ηγεσία στην εποχή του Τραμπ επιθυμούσε μια συμφωνία τερματισμού των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία, ή έστω ένα θεαματικό τάιμ άουτ «εκεχειρίας». Όχι βέβαια γιατί η διοίκηση Τραμπ είναι φιλειρηνική δύναμη. Η άμεση υποστήριξή της στη δολοφονική πολιτική του Κράτους του Ισραήλ και η αμερικανική επίθεση στο Ιράν, ελπίζουμε να έχουν διαλύσει τις σχετικές αυταπάτες, που αν και ήταν εξαρχής παράλογες, παρέμεναν ισχυρές.
Αμερικανική σκοπιμότητα
Οι σκοπιμότητες του Τραμπ είναι προφανείς. Σε μια αντεστραμμένη εκδοχή του δόγματος Κίσιγκερ του 1971, όταν οι ΗΠΑ σχεδίασαν και υλοποίησαν το «άνοιγμα» προς την Κίνα του Μάο προκειμένου να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους προς την απομόνωση της ΕΣΣΔ, οι Αμερικανοί σήμερα προσπαθούν να επαναφέρουν τη Ρωσία του Πούτιν σε πολιτική ανοχής ή και «φιλικής ουδετερότητας» προς τους αμερικανικούς χειρισμούς απέναντι στην Κίνα.
Μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας υπάρχουν και άλλα, λιγότερο φανερά, μεγάλα ζητήματα «αμοιβαίου ενδιαφέροντος». Δεν είναι τυχαίο ότι η συνάντηση των Τραμπ-Πούτιν έγινε στην Αλάσκα, ούτε είναι τυχαίες οι σκανδαλώδεις απαιτήσεις που ο Τραμπ έχει εγείρει με τον πιο χυδαίο τρόπο απέναντι στον Καναδά και τη Γροιλανδία. Οι δραματικές αλλαγές με το λιώσιμο των πάγων στο Βόρειο Πόλο, δημιουργούν για τους αδίστακτους ολιγάρχες και των δυο πλευρών «ευκαιρίες», όπως η κυριαρχία στο νέο βόρειο ναυτικό διάδρομο, αλλά και το εξορυκτικό Ελ Ντοράντο στον πολικό Βορρά, που θέτουν στην ημερήσια διάταξη ζητήματα μοιρασιάς και ταυτόχρονα αποκλεισμού όλων των άλλων υποψήφιων ανταγωνιστών.
Ο Τραμπ γνωρίζει ότι η ουκρανική κρίση είναι δυσεπίλυτη. Απαιτώντας μια θεαματική κίνηση «εκεχειρίας» άμεσα, επιδιώκει να ξεπαγώσει το πεδίο των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων και, ταυτόχρονα, να μεταφέρει το βάρος και το κόστος της αντιμετώπισης κάθε αστάθειας και ευθραστότητας αυτής της «λύσης» στις πλάτες των ευρωηγεσιών. Είναι το συμπλήρωμα της γενικότερης αμερικανικής «στροφής» που απαίτησε την αύξηση των πολεμικών δαπανών όλων των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ και προανάγγειλε τη σταδιακά «απαγκίστρωση» των ΗΠΑ από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του ΝΑΤΟ στο ευρωπαϊκό έδαφος. Όσοι συγχέουν αυτές τις επιλογές με πολιτική ειρήνης ή, έστω, αναδίπλωσης των ΗΠΑ, οφείλουν να σκεφτούν ότι είναι αλλαγή προτεραιοτήτων και μετατόπιση εμφάσεων προς τη Μέση Ανατολή και κυρίως προς τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Ρωσικά συμφέροντα
Τα συμφέροντα του καθεστώτος του Πούτιν «συνομιλούν» με αυτόν το νέο αμερικανικό προσανατολισμό.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει βαλτώσει σε μια επικίνδυνη και κοστοβόρα στασιμότητα. Πράγματι οι ρωσικές δυνάμεις κατέχουν σήμερα περίπου το 20% του ουκρανικού εδάφους. Όμως εξ’ αυτού, το 9% (δηλαδή η Κριμαία) είχε προσαρτηθεί πριν την εισβολή του 2022. Σχεδόν 4 χρόνια μετά την εισβολή του ρωσικού στρατού και τη σχεδόν ανεμπόδιστη προέλασή του μέχρι τα προάστια του Κιέβου, οι μάχες σήμερα μαίνονται στην ανατολική Ουκρανία και κυρίως στα πεδία του Ντονμπάς, που η ολοκληρωτική κατάληψή του το 2022 έμοιαζε σαν μια εύκολη υπόθεση.
Αυτήν την αιματοβαμμένη ιστορία δεν πρέπει να προσεγγίζουμε (μόνο) με στρατιωτικά κριτήρια. Το διάγγελμα του Πούτιν που προανάγγειλε την εισβολή, είχε παρουσιάσει τους στόχους της επιδιωκόμενης σαφούς «ρωσικής νίκης», που δεν περιορίζονταν στο εδαφικό ζήτημα των προσαρτήσεων, αλλά απλώνονταν στον πολιτικό έλεγχο όλης της Ουκρανίας και τη μετατροπή της σε ένα κράτος-μαριονέτα, ένα προστατευτικό μαξιλάρι στα σύνορα μεταξύ των ρωσικών δυνάμεων και των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ που είχαν πράγματι νωρίτερα προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ.
Οι τρομακτικές απώλειες της Ουκρανίας που κάνουν πιθανή μια ουκρανική στρατιωτική «κατάρρευση», είναι την ίδια στιγμή ο παράγοντας που κάνει απίθανη τη δυνατότητα του πολιτικού ελέγχου του συνόλου της Ουκρανίας από φιλορωσικές δυνάμεις. Όποιος θυμάται τις εμπειρίες του Αφγανιστάν και του Ιράκ γνωρίζει ότι είναι άλλο πράγμα η στρατιωτική ισοπέδωση μιας χώρας και τελείως άλλο πράγμα ο πολιτικός έλεγχός της σε βάθος χρόνου.
Σε πείσμα των αναλύσεων που βλέπουν τις χώρες-BRICS να αναδύονται σαν μια συνεκτική εναλλακτική απέναντι στη «συλλογική Δύση», οι ρωσο-κινεζικές σχέσεις είναι πολύ πιο σύνθετες και αντιφατικές. Η ανισότητα στις οικονομικές σχέσεις είναι τόσο μεγάλη που κάνει θεμιτές τις προβλέψεις δορυφοροποίησης της Ρωσίας. Η Κίνα προελαύνει με μεγάλα βήματα στην Κεντρική Ασία, κατοχυρώνοντας ηγετική παρουσία σε χώρες που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αυλή της Μόσχας. Στη συζήτηση για τις «ευκαιρίες» στον Αρκτικό Κύκλο, η Κίνα υπογραμμίζει ότι δεν θα παραμείνει αμέτοχη και υπενθυμίζει την «ιστορική παρουσία» της κινεζικής παράδοσης στην ανατολική Σιβηρία.
Τέλος, είναι γεγονός ότι οι δυτικές κυρώσεις δεν γονάτισαν τη ρωσική οικονομία. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχαν συνέπειες. Οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και πρώτων υλών συνεχίστηκαν προς την Ινδία και κυρίως την Κίνα, αλλά σε τιμές κατά πολύ κατώτερες από αυτές που μέχρι το 2022 πετύχαιναν στις αγορές της Δύσης. Το «σπάσιμο της απομόνωσης» δεν αφορά κυρίως τις δυνατότητες του Πούτιν να συνομιλεί με τους Δυτικούς, αλλά την επιστροφή των Ρώσων ολιγαρχών στις δραστηριότητες, τα δίκτυα και τις αλυσίδες της παγκοσμιοποίησης, που έχουν έδρα στη συλλογική Δύση.
Γι’ αυτούς τους λόγους το τραγούδι του Τραμπ είναι ευχάριστο στα αφτιά του Πούτιν και του Λαβρόφ. Το έδειξαν με την εύγλωττη σιωπή τους μπροστά στα εγκλήματα του Νετανιάχου στη Γάζα, αλλά και όταν έκαναν ότι δεν έβλεπαν την ώρα που οι Αμερικανοί βομβάρδιζαν την Τεχεράνη. Και προσήλθαν στην Αλάσκα με στόχο να κατοχυρώσουν την κυριαρχία στο μεγαλύτερο ποσοστό των κατειλημμένων ουκρανικών εδαφών (κατ’ ελάχιστο στο Ντονμπάς…) και, κυρίως, να αποφύγουν το ενδεχόμενο να πάρουν οι «εγγυήσεις» της εκεχειρίας στην Ουκρανία τη μορφή άμεσης παρουσίας δυτικών στρατευμάτων στα όρια της σημερινής πολεμικής γραμμής.
Ευρω-ηγεσίες
Η τρίτη πλευρά του τριγώνου της διαπραγμάτευσης ήταν οι ευρωηγεσίες, που προσήλθαν στην Ουάσινγκτον ως συνοδοί του Ζελένσκι. Έχοντας το ζήτημα της εγγύτητας με την ουκρανική πυριτιδαποθήκη και γνωρίζοντας ότι στο μέλλον θα κληθούν σε μεγάλο βαθμό να βγάλουν κάστανα από τη φωτιά, παρά τη γλοιώδη στάση τους απέναντι στον Τραμπ, πρόβαλαν την πιο άκαμπτη γραμμή. Στην Ουάσινγκτον υπήρξαν σημαντικές μετατοπίσεις από το «κλίμα» που οι Τραμπ και Πούτιν διέρρεαν κατά τις συζητήσεις στην Αλάσκα. Οι Αμερικανοί δήλωσαν τελικά ότι θα παρέχουν αεροπορική κάλυψη στις δυνάμεις που θα αναλάβουν τη χερσαία επίβλεψη και εγγύηση της όποιας μορφής «ειρήνευσης» επιλεγεί. Το χειρότερο είναι η σύνδεση αυτής της «εγγυητικής» παρουσίας δυτικών δυνάμεων με το Άρθρο 5 του καταστατικού του ΝΑΤΟ. Που σημαίνει ότι η όποια πιθανή στρατιωτική εμπλοκή κατά της «εγγυητικής» στρατιωτικής παρουσίας στην Ουκρανία θα (μπορεί να) θεωρηθεί πολεμική ενέργεια κατά της ευρωατλαντικής συμμαχίας συνολικά. Σε αντίβαρο, οι Ευρωπαίοι ανέλαβαν την υποχρέωση να πληρώσουν στις ΗΠΑ τα 100 δισ. δολάρια που θα στοιχίσει η άμεση ενίσχυση του ουκρανικού στρατού με πρόσθετα νατοϊκά όπλα.
Οι κίνδυνοι αυτής της κατάληξης είναι μεγάλοι. Πολύ δύσκολα η Ρωσία θα δεχτεί μια «λύση» που, ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις στο εδαφικό, θα οδηγεί στην εγκατάσταση δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στις όχθες του Δνείπερου, ελάχιστα χιλιόμετρα από τα ρωσικά σύνορα. Πολιτικά, θα είναι σχεδόν αδύνατο στους Πούτιν-Λαβρόφ να παρουσιάσουν στο εσωτερικό της Ρωσίας μια τέτοια «λύση» ως ρωσική νίκη, όσο κι αν αυτή περιγραφεί σαν προσωρινή και μεταβατική. Αυτός ο παράγοντας ήδη λειτουργεί ως κινητήρας για την εντατικοποίηση των μαχών, με την άγρια μορφή των διαρκών βομβαρδισμών και των πυραυλικών επιθέσεων. Η Ρωσία προσπαθεί να αποδείξει ότι η πολεμική δυναμική της είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι εκτιμούν οι Δυτικοί, ενώ ο στρατός του Ζελένσκι -με μια νέα δόση μεγάλης νατοϊκής ενίσχυσης σε όπλα- θα προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης αλλά αντίθετα, διατηρεί αξιόμαχες δυνάμεις και δυνατότητες αντεπιθέσεων. Η πολεμική κρεατομηχανή, που καθημερινά αλέθει ανθρώπινες ζωές, έχει μέλλον μπροστά της.
Το χειρότερο είναι ότι η προοπτική της «λύσης» που διαφάνηκε στις διαπραγματεύσεις οδηγεί σε μια μηχανική με τεράστιους κινδύνους γενίκευσης του πολέμου. Η εγκατάσταση δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων ως εγγυητών της «ειρήνης» στο κέντρο της ανατολικής Ουκρανίας και οι αναφορές (ακόμα κι αν αποδειχθούν μόνο φραστικές) στο πολεμοχαρές Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, προειδοποιούν για τους κινδύνους μετατροπής του πολέμου σε ανεξέλεγκτη πανευρωπαϊκή ή και παγκόσμια αντιπαράθεση.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι στις τάχα ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στην Αλάσκα και στην Ουάσινγκτον επικράτησε τελικά «το κόμμα του πολέμου». Όχι τυχαία: οι αντιπροσωπείες που διαπραγματεύτηκαν δεν αποτελούνταν από ανεξάρτητες ηγετικές «προσωπικότητες», αλλά από εκπροσώπους των κυρίαρχων τάξεων της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ρωσίας.
Και κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά στις σημερινές συνθήκες τη θεμελιώδη αρχή ότι η τάση για ανταγωνισμούς, συγκρούσεις και πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ κρατών και συνασπισμών τους, είναι άρρηκτα δεμένη με την τάση των καπιταλιστικών κυρίαρχων τάξεων για μεγαλύτερα μερίδια στις αγορές, στην πρόσβαση σε πρώτες ύλες, στην εκμετάλλευση και καταπίεση μεγαλύτερων τμημάτων εργαζομένων και λαϊκών μαζών. Και αυτό αφορά εξίσου τους καπιταλιστές στην Αμερική και την Ευρώπη, αλλά και τους ολιγάρχες στη Ρωσία.
Αριστερά
Για τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία η σαφής οριοθέτηση του «κόμματος του πολέμου».
Ασφαλώς ο ευρωατλαντισμός παραμένει η αποκρουστική και κυρίαρχη εκδοχή του. Στην Ουάσινγκτον αναδείχθηκε, για άλλη μια φορά, ότι οι αμερικανο-ευρωπαϊκές συμμαχικές σχέσεις είναι πιο πυκνές και συνεκτικές απ’ ό,τι γενικά πιστεύεται. Είναι κυριολεκτικά γελοίες οι «αναλύσεις» (ακόμα κι ενός τμήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς) που περιγράφουν τους Ευρωπαίους ως τους κυρίως «πολεμοχαρείς» και τους Αμερικανούς ως, τάχα, πιο διαλλακτικούς και ίσως πιο φιλειρηνικούς. Στη δεκαετία του 1970, ένα τμήμα του μαοϊσμού «διέγνωσε» ότι οι Αμερικανοί ήταν το «κόμμα του φασισμού» και οι Ευρωπαίοι το «κόμμα της αστικής δημοκρατίας», με αποτέλεσμα να στραφεί στην αναζήτηση συμμαχιών με την ντόπια «ευρωπαιόδουλη αστική τάξη» για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους πραξικοπήματος από τους «αμερικανόδουλους» αστούς. Τα αποτελέσματα ήταν ασφαλώς διαλυτικά, την ώρα που ο Καραμανλής δήλωνε πίστη στο «Ελλάς-Γαλλία-συμμαχία» και έβαζε τη χώρα στην ΕΟΚ. Σήμερα, η αντεστραμμένη εκδοχή αυτής της «ανάλυσης» εμπεριέχει μεγαλύτερους κινδύνους. Όποιος, έστω κι ανεπαίσθητα, εξωραΐζει τον Τραμπ -σε σύνδεση με τη «φιλική» αντιμετώπισή του από τους Πούτιν και Λαβρόφ- θα χάσει από τα μάτια του το γεγονός ότι η Πρεσβεία (μία είναι η Πρεσβεία…) είναι το καθοδηγητικό «κέντρο» της επέκτασης και γιγάντωσης των νατοϊκών βάσεων στην Ελλάδα, το «κέντρο» της συγκρότησης του άξονα με το Ισραήλ, η καθοδηγητική δύναμη που απαιτεί διαρκή μεγέθυνση των πολεμικών δαπανών κ.ο.κ. Στην ουρά για να δώσουν διαπιστευτήρια στην αναμενόμενη Κίμπερλι Γκιλφόιλ συνωστίζονται σήμερα όχι λίγοι «παράγοντες» της ντόπιας Δεξιάς, αλλά και της κεντροαριστεράς. Θα ήταν λυπηρό να διαπιστώσουμε ότι αυτή η λίστα της ντροπής διευρύνεται και με διάφορους «αντι-ιμπεριαλιστές» που θεωρούν ότι μπορούν να αξιοποιήσουν ρωγμές στις αμερικανο-ευρωπαϊκές σχέσεις, με στόχο την ταχύτερη μετάβαση στον «πολύ-πολικό» κόσμο που είναι, τάχα, πιο δίκαιος και πιο ειρηνικός…
Δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το καθεστώς του Πούτιν είναι εξέχον τμήμα του διεθνούς «κόμματος του πολέμου». Η εισβολή του 2022, η επίθεση μιας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης με το δεύτερο σε ισχύ πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο, ενάντια στην πιο φτωχή χώρα στο ευρωπαϊκό έδαφος, είναι ένα μείζον γεγονός που δεν είναι δυνατόν να υποβαθμίζεται. Όσοι επέλεξαν να υποστηρίξουν τη Ρωσία, θεωρώντας ότι έτσι κάνουν ένα είδος «αντι-ιμπεριαλισμού» ή, τουλάχιστον, αντιδυτικής-αντινατοϊκής πολιτικής, κινδυνεύουν σήμερα έχοντας «αγοράσει» τον Πούτιν να πιέζονται να «αγοράσουν» και τον Τραμπ…
Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μια εν γένει λανθασμένη πολιτική, δεν είναι μια φιλοπόλεμη και φιλομιλιταριστική «απόφυση» του συστήματος. Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο ανώτατο στάδιο της ανάπτυξής του. Στο έδαφος του μαρξισμού δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για τον χαρακτηρισμό μεγάλων δυνάμεων όπως η Ρωσία, η Κίνα κ.ά., με όποιον άλλο προσδιορισμό πέραν του ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Απέναντι σε όλες αυτές τις δυνάμεις είναι απαραίτητη στο ιδεολογικό πεδίο η απόλυτη ανεξαρτησία του κινήματος και της Αριστεράς. Στο πολιτικό πεδίο, ζώντας σε μια χώρα της Δύσης και του ΝΑΤΟ, είναι σαφής η υποχρέωση της απόλυτης προτεραιότητας στην πάλη κατά του ευρωατλαντισμού. Όμως αυτή δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματική αν ξεδιπλωθεί κάτω από «ξένες σημαίες». Με όποιο πρόσχημα, η υποστήριξη και πολύ περισσότερο η ένταξη σε κάποιον από τους «πόλους» του σημερινού ανταγωνιστικού και αλληλοσπαρασόμενου «πολύ-πολισμού» είναι αποτέλεσμα ιδεολογικοπολιτικής υποχώρησης που προετοιμάζει νέες ιδεολογικοπολιτικές ήττες.
Γιατί στην Αλάσκα και στην Ουάσινγκτον δεν έγιναν οι προετοιμασίες για μια νέα «ειρηνική» στροφή στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις, αλλά προετοιμάστηκε το έδαφος για πιο σκληρό ανταγωνισμό που θα δημιουργήσει περισσότερες και πιο επικίνδυνες «εστίες» πολεμικών αναμετρήσεων.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά