Βαρουφάκης και Τσίπρας προς την ολέθρια συμφωνία με το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου 2015
Προειδοποίηση: Η σειρά άρθρων που αφιερώνω στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, Ανίκητοι Ηττημένοι, αποτελεί έναν οδηγό για τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της αριστεράς που δεν θέλουν να αρκεστούν στην κυρίαρχη αφήγηση που δίνουν τα μεγάλα ΜΜΕ και οι κυβερνήσεις της τρόικας. Αναγνώστες και αναγνώστριες που δεν ικανοποιούνται επίσης από την εκδοχή που προτείνει ο πρώην υπουργός οικονομικών[1]. Σε αντίστιξη με την διήγηση του Βαρουφάκη, αναφέρω γεγονότα τα οποία αποσιωπά και εκφράζω μια γνώμη διαφορετική από την δική του περί του τί έπρεπε να πράξει και τί έπραξε. Η διήγησή μου δεν υποκαθιστά την δική του, διαβάζεται παράλληλα.
Είναι ουσιαστικό ν’αφιερώσει κανείς χρόνο στο να αναλύσει την πολιτική που εφάρμοσαν ο Βαρουφάκης κι η κυβέρνηση Τσίπρα διότι, για πρώτη φορά στον 21ο αιώνα, μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής αριστεράς εκλέχτηκε στην Ευρώπη. Η κατανόηση των ελλείψεων και η εξαγωγή διδαγμάτων από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τα προβλήματα που συναντούσε είναι μείζονος σημασίας αν θέλουμε να έχουμε μιαν ευκαιρία να μην καταλήξουμε σε νέο φιάσκο.
Το διακύβευμα της κριτικής της πολιτικής που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση το 2015 δεν συνίσταται κυρίως στον προσδιορισμό των ευθυνών που αντιστοιχούν σε Τσίπρα ή Βαρουφάκη ως άτομα. Το θεμελιώδες είναι να γίνει μια ανάλυση του πολιτικο-οικονομικού προσανατολισμού που εφαρμόστηκε ώστε να προσδιορίσουμε τα αίτια της αποτυχίας, να δούμε τί θα μπορούσε να είχε επιχειρηθεί σε αντικατάσταση και να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με το τί μπορεί να πράξει μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής αριστεράς σε μια χώρα της περιφέρειας της ευρωζώνης.
Τις μέρες και βδομάδες που ακολουθούν την επίθεση της ΕΚΤ κατά της Ελλάδας, στις 4 Φεβρουαρίου 2015, εκτυλίσσονται έντονες διαπραγματεύσεις που οδηγούν στην ολέθρια συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου η οποία επιβεβαιώθηκε στις 24 Φεβρουαρίου. Με την συμφωνία αυτό, που επέκτεινε κατά τέσσερις μήνες το δεύτερο μνημόνιο που είχε απορρίψει ο ελληνικός λαός, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δεσμεύτηκε να αποπληρώσει όλους τους πιστωτές βάσει του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος (για ένα σύνολο 7 δις € μεταξύ Φεβρουαρίου και τέλους Ιουνίου 2015, εκ των οποίων 5 δις στο ΔΝΤ) και να υποβάλλει στο Eurogroup νέα μέτρα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων.
Σε αυτό το μέρος, θα παρακολουθήσουμε και θα αναλύσουμε την σειρά των γεγονότων. Η διήγηση των διαπραγματεύσεων με το Eurogroup από τον Βαρουφάκη αξίζει να γίνει γνωστή και σας συνιστώ να την διαβάσετε στο σύνολό της.
Στις 5 Φεβρουαρίου 2015, συνοδευόμενος από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο Γιάνης Βαρουφάκης βρίσκεται στο Βερολίνο για να συναντήσει, αφενός, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε[2], τον Γερμανό ομόλογό του, και αφετέρου τον Σίγκμαρ Γκάμπριελ, αντικαγκελάριο και ομοσπονδιακό υπουργό οικονομίας στα πλαίσια του μεγάλου συνασπισμού μεταξύ CDU-CSU της Άνγκελα Μέρκελ και του SPD.
Η επαφή με τον Σόιμπλε ξεκινά στραβά καθώς αυτός αρνείται να του σφίξει το χέρι. Ο Βαρουφάκης υπογραμμίζει τα δυο παρακάτω σημεία: «Πρώτον, δεν του ζητούσα διαγραφή του χρέους και η ανταλλαγή χρεών που πρότεινα θα ήταν σε όφελος τόσο της Γερμανίας όσο και της Ελλάδας. Δεύτερον, υπογράμμισα την σημασία που έδινα στην πάταξη της φοροδιαφυγής και στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα ενθάρρυναν την επιχειρηματικότητα, την δημιουργικότητα και την ακεραιότητα σε όλη την ελληνική κοινωνία»[3].
Schauble - Varoufakis
Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως η ατμόσφαιρα χαλάρωσε, καθώς ο Σόιμπλε του πρότεινε να απευθύνονται ο ένας στον άλλον στον ενικό και να του στείλει πεντακόσιους Γερμανούς εφοριακούς. «Τον ευχαρίστησα για την γενναιοδωρία του, αλλά φοβόμουν πως θα αποκαρδιώνονταν συνειδητοποιώντας πως δεν κατάφερναν να διαβάσουν τις ελληνικές φορολογικές δηλώσεις ούτε τα συναφή έγγραφα. Αντίθετα, είχα μια καλύτερη ιδέα: γιατί να μην διόριζε ο ίδιος τον επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων;»[4]
Ο Βαρουφάκης σημειώνει πως η πρότασή του ήταν πολύ σοβαρή. Επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να εξηγήσει στον Σόιμπλε κάτι που ο Γερμανός υπουργός σίγουρα γνώριζε ήδη: ότι στο ελληνικό υπουργείο οικονομικών, η υπηρεσία είσπραξης των φόρων είχε ανατεθεί σε ένα πρόσωπο από τον ιδιωτικό τομέα. Εξηγεί ο Βαρουφάκης: «ο επικεφαλής της ούτε διοριζόταν, ούτε ήταν υπόλογος σε μένα ή στο ελληνικό κοινοβούλιο, αν και εγώ ήμουν υπεύθυνος για τις πράξεις του. Η πρότασή μου ήταν η εξής: θα επέλεγε εκείνος έναν αδιάφθορο Γερμανό εφοριακό με ανεπίληπτα διαπιστευτήρια και άψογη φήμη που θα διοριζόταν αμέσως και θα ήταν πλήρως υπόλογος και στους δυο μας. Αν αυτός ή αυτή χρειάζονταν ενισχύσεις από το υπουργείο του, δεν θα είχα καμιά αντίρρηση.» Στο σημείο αυτό, ο Βαρουφάκης προτείνει μια λύση που θα αποτελούσε, αν εφαρμόζονταν, ακόμη σημαντικότερη παραχώρηση κυριαρχίας και, αυτό, σε άμεσο όφελος της γερμανικής κυβέρνησης.
Όμως, ο Σόιμπλε δεν ενδιαφέρεται και περνά στο θέμα που είναι στην καρδιά όλης του της στρατηγικής και των βαθύτερων κινήτρων του: «η θεωρία του ότι το «υπερβολικά γενναιόδωρο» ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο δεν ήταν βιώσιμο κι έπρεπε να αποκαθηλωθεί. Συγκρίνοντας το κόστος συντήρησης του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη με την κατάσταση σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα, όπου δεν υπάρχει καμιά κοινωνική προστασία, υποστήριξε πως η Ευρώπη χάνει σε ανταγωνιστικότητα και θα βαλτώσει αν δεν λειωθούν δραστικά οι κοινωνικές παροχές. Ήταν σαν να μου έλεγε ότι από κάπου έπρεπε να γίνει η αρχή και ότι αυτό το κάπου ήταν η Ελλάδα.»[5]
Αν οι Βαρουφάκης, Τσακαλώτος και ο ηγετικός κύκλος περί τον Τσίπρα είχαν πάρει στα σοβαρά το μήνυμα που ήθελε να περάσει ο Σόιμπλε και που ο Ιταλό ομόλογός του είχε ήδη διαμηνύσει στον Βαρουφάκη δυο μέρες νωρίτερα κατά το πέρασμα του τελευταίου από την Ρώμη, θα είχαν καταλάβει ότι η πρόταση ανταλλαγής χρεών δεν είχε καμιά πιθανότητα να πείσει ούτε την γερμανική κυβέρνηση ούτε και καμιά άλλη από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης για τις οποίες η αύξηση της ανταγωνιστικότητας (σε όφελος των μεγάλων εξαγωγικών ιδιωτικών επιχειρήσεων) είναι ο κύριος στόχος[6]. Το κεντρικό διακύβευμα γι’αυτές είναι να μειώσουν, παντού στην Ευρώπη, τους μισθούς, τις συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα, να καταστήσουν πρόσκαιρες τις συμβάσεις εργασίες, να περιορίσουν το δικαίωμα στην απεργία, να μειώσουν τις κοινωνικές δαπάνες από τον προϋπολογισμό του Κράτους, να ιδιωτικοποιήσουν, κλπ. Αν η πρόταση Βαρουφάκη είχε γίνει δεκτή, θα είχε επιτρέψει στην ελληνική κυβέρνηση να χαλαρώσει τον κλοιό του χρέους. Όμως, η γερμανική κυβέρνηση και οι περισσότερες άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης (αν όχι όλες) χρειάζονται τον κλοιό του χρέους για να επιβάλλουν την συνέχιση της εφαρμογής του μοντέλου τους και να προσεγγίσουν τους στόχους που έχουν ορίσει. Επιθυμούσαν επίσης διακαώς να υπονομεύσουν το σχέδιο του Συριζα για να δείξουν στους λαούς των άλλων χωρών ότι είναι μάταιο να φέρουν στην εξουσία δυνάμεις που θέλουν την ρήξη με την λιτότητα και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Για να επιβάλλουν τις κοινωνικές υποχωρήσεις, οι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν επίσης στη διάθεσή τους το ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, καθώς αυτό επιτρέπει να επιβάλλουν αυτό που λέγεται εσωτερική υποτίμηση[7] και που συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στην μείωση των μισθών.
Ο Συριζα δεν είχε ζητήσει από τους ψηφοφόρους του να του δώσουν εντολή για να βγει από την ευρωζώνη. Αντίθετα, η κυβέρνηση του Τσίπρα είχε ξεκάθαρη εντολή να ενεργήσει έτσι ώστε να διαγραφεί το μεγαλύτερο τμήμα του δημόσιου χρέους. Έτσι, ήταν θεμελιώδες να δοθεί προτεραιότητα σε αυτόν τον στόχο. Ο Βαρουφάκης και ο ηγετικός πυρήνας περί τον Τσίπρα αποφάσισαν να παρακάμψουν ή να εγκαταλείψουν αμέσως τον στόχο αυτόν.
Πριν ολοκληρωθεί η συνάντηση, ο Βαρουφάκης αφιερώνει χρόνο για να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του υπέρ της ανταλλαγής χρεών και παραδίδει στον Σόιμπλε την γραπτή πρόταση που είχε ήδη υπερασπιστεί σε Παρίσι, Λονδίνο, Ρώμη και Φρανκφούρτη. Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, ο Σόιμπλε δεν καταδέχτηκε να ρίξει ούτε μια ματιά στο έγγραφό του. Το έδωσε αυτόματα σε έναν από τους Γραμματείς ενημερώνοντάς τον ότι ήταν για τους «θεσμούς» της τρόικας.
Στη συνέχεια, έδωσαν μαζί μια συνέντευξη τύπου. Απομακρύνοντας κάθε πιθανότητα κοινού εδάφους, ο Σόιμπλε δήλωσε κατευθείαν: «Συμφωνήσαμε ότι διαφωνούμε» (σελ. 220 / σ. 352 ελλ. έκδ.).
Στη συνέχεια, μετά από ένα αστείο, ο Βαρουφάκης υιοθέτησε έναν οικουμενικό τόνο: «Πρώτα ήρθα να επισκεφτώ έναν Ευρωπαίο πολιτικό άνδρα για τον οποίον η ευρωπαϊκή ενότητα αποτελεί έργο ζωής, έναν άνδρα του οποίου το έργο παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον από την δεκαετία του 1980.» Κατά την διάρκεια της παρέμβασής του υπογράμμισε: «Όσο για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ γενικότερα, πρότεινα να σεβαστούμε τις καθιερωμένες Συνθήκες της Ένωσης και τις υπάρχουσες διαδικασίες, χωρίς να προσβάλλουμε το ευαίσθητο άνθος της δημοκρατίας» (σ. 221 / σ. 354, ελλ. έκδ.). Πώς μπορεί κανείς σοβαρά να φαντάζεται ότι η τήρηση των Συνθηκών και των διαδικασιών της ΕΕ είναι συμβατά με την άνθιση του ευαίσθητου λουλουδιού της δημοκρατίας; Το σύνολο του βιβλίου του Βαρουφάκη αποδεικνύει εξ άλλου πως ο κλοιός της ΕΕ πρόσβαλε την ελληνική δημοκρατία.
Δεν έπρεπε να γίνει επίκληση, από ελληνικής πλευράς, της τήρησης των Συνθηκών διότι αυτό έδινε ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα στους ευρωπαίους ηγέτες για να απαιτήσουν την εφαρμογή τους από την Αθήνα. Έπρεπε να αποφευχθεί οπωσδήποτε διότι τα δυο μνημόνια που είχε υπογράψει η Ελλάδα το 2010 και το 2012 είχαν ισχύ διεθνών συνθηκών.
Πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, κατά την διάρκεια της συνέντευξης τύπου, ένας γερμανός δημοσιογράφος τον ρώτησε αν, ως υπουργός οικονομικών, θα υπενθύμιζε στον Σόιμπλε ότι η γερμανική κυβέρνηση υποχρεούνταν να εκδώσει στην Ελλάδα τον Μιχάλη Χριστοφοράκο, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της ελληνικής θυγατρικής της Siemens.
Είχε αποδειχθεί πως ο Μιχάλης Χριστοφοράκος είχε δωροδοκήσει, για λογαριασμό της Siemens, έλληνες πολιτικούς για να επιτύχει κρατικές συμβάσεις. Οι ελληνικές αρχές είχαν επιχειρήσει να τον συλλάβουν, αλλά ο Χριστοφοράκος είχε διαφύγει στην Γερμανία όπου και είχε συλληφθεί. Έκτοτε, τα γερμανικά δικαστήρια αρνούνται να τον εκδώσουν στην Ελλάδα.
Ο Βαρουφάκης εξηγεί πόσο σκανδαλώδες έβρισκε το γεγονός οι γερμανικές αρχές να αρνούνται την παράδοση του Χριστοφοράκου στην ελληνική δικαιοσύνη αλλά δεν μπορούσε να το εκφράσει έτσι σε μια συνέντευξη τύπου[8]. Έτσι, απάντησε στον δημοσιογράφο: «- Είμαι βέβαιος πως οι γερμανικές αρχές θα βοηθήσουν το χειμαζόμενο κράτος μας να καταπολεμήσει την διαφθορά. Είμαι βέβαιος πως οι γερμανοί συνάδελφοί μου αντιλαμβάνονται πως δεν τίθεται θέμα να εφαρμόζονται δυο μέτρα και δυο σταθμά οπουδήποτε στην Ευρώπη» (σ. 222-223 / σ. 355, ελλ. έκδ.).
Sigmar Gabriel - Yanis Varoufakis
Η συνάντηση που ακολούθησε με τον Σίγκμαρ Γκάμπριελ, αντικαγκελάριο, υπουργό οικονομίας και ηγέτη του SPD, θυμίζει την συνάντηση με τον Μισέλ Σαπέν, την 1η Φεβρουαρίου (βλ. https://www.contra-xreos.gr/arthra/1285-varoufakis-5.html). Ο Γκάμπριελ δηλώνει πως συμμερίζονταν τους στόχους της κυβέρνησης του Συριζα και, στη συνέχεια, πραγματοποιεί τελείως διαφορετικές δηλώσεις μπροστά στους δημοσιογράφους. «Βρήκα μόνο επιθετικότητα απέναντι στην κυβέρνησή μου και μια άκαμπτη ερμηνεία των υποχρεώσεων απέναντι στους πιστωτές. Κερασάκι στην τούρτα: ο Γκάμπριελ έφτασε στο σημείο να μιλήσει περί «ευελιξίας» της τρόικας» (σ. 225 / σ. 360 ελλ. έκδ.).
Σε απάντηση: «ατάραχος, έβγαλα τον κλασσικό μου λόγο περί αποφασιστικότητάς μας να βρούμε βιώσιμη ισορροπία χάρη σε λογικές προτάσεις αναθεώρησης του προγράμματος της τρόικας που ήταν μια αποτυχία…» (σελ. 225 / σ. 361, ελλ. έκδ.).
Επιστροφή στην Αθήνα
6 Φεβρουαρίου. Από τις 6 Φεβρουαρίου, ο Βαρουφάκης στρώνεται στη δουλειά με τους συνεργάτες του (για μια παρουσίαση της ομάδας που επέλεξε ο Βαρουφάκης, βλ. https://www.contra-xreos.gr/arthra/1281-varoufakis-4.html) για να ετοιμάσει την πρώτη συνάντηση του Eurogroup στην οποία ήταν προσκεκλημένη η κυβέρνηση Τσίπρα και που θα λάμβανε χώρα στις Βρυξέλλες, στις 11 Φεβρουαρίου. «Επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες, στον πέμπτο όροφο του υπουργείου εξελίσσονταν ένα ατέλειωτο πήγαιν’έλα απεσταλμένων της Lazard, των στενότερων συνεργατών μου, ειδικότερα του Γκλεμ Κιμ, και της Έλενας Παναρίτη» (σ. 227 / σ. 363 ελλ. έκδ.). Ο James Galbraith, που μόλις είχε φθάσει από τις ΗΠΑ, προστέθηκε στην ομάδα αυτή.
Συγχρόνως, ο Βαρουφάκης καταδύεται στην βουλευτική δραστηριότητα και συμμετέχει στην πρώτη σύσκεψη της κυβέρνησης. Στις 6 Φεβρουαρίου, πηγαίνει στο κοινοβούλιο για να συμμετάσχει ως βουλευτής στην εκλογή της νέας προέδρου της Βουλής. «Η εκλογή της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ατίθασης βουλευτού του Συριζα, στη θέση της Προέδρου της Βουλής ήταν ένα σύμβολο. Κατά τις δυο προηγούμενες κυβερνητικές θητείες, εκείνη είχε αποδείξει πως οι μέθοδοι που είχαν επιλεγεί για να ψηφιστούν οι νόμοι που επέβαλε η τρόικα παραβίαζαν τις συνήθεις διαδικασίες. Ήμουν ευτυχής που ψήφισα υπέρ της, διότι ήταν ένα μήνυμα: ποτέ ξανά η Βουλή δεν θα καταντούσε ένας απλός επικυρωτής της ίδιας της υποτέλειάς της» (σ. 229 / σ. 369, ελλ. έκδ.).
Είναι η μόνη φορά που το όνομα της Ζωής Κωνσταντοπούλου αναφέρεται στο βιβλίο του Βαρουφάκη που περιλαμβάνει περισσότερες από 500 σελίδες. Σε κανένα σημείο ο Βαρουφάκης δεν αναφέρεται στην δημιουργία και στην δουλειά της επιτροπής λογιστικού ελέγχου του ελληνικού χρέους, ενώ είχε παραστεί στην εναρκτήρια συνεδρίασή της, στις 4 Απριλίου 2015 (http://www.cadtm.org/4-avril-2015-Journee-historique http://www.cadtm.org/Chronique-des-interventions-de-l)[9]. Ούτε και αναφέρεται στην επιτροπή πολεμικών επανορθώσεων που απαιτεί η Ελλάδα από την Γερμανία. Ενώ η Ζωή Κωνσταντοπούλου επέδειξε έντονη δραστηριότητα, ενώ προσπάθησε να συμβάλλει στο να ξαναδοθεί νόημα στην κοινοβουλευτική δράση, ενώ συμμετείχε σε δημόσιες και εσωτερικές συζητήσεις σχετικά με τις επιλογές που έπρεπε να γίνουν, ο Βαρουφάκης δεν αναφέρει τίποτε για όλα αυτά.
Προκαλεί επίσης μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι δεν αναφέρει παρά μόνο μια φορά στο βιβλίο του το όνομα και την δράση της υφυπουργού του, Νάντιας Βαλαβάνη, που ήταν επιφορτισμένη με τον σημαντικό φάκελο των οφειλών προς την εφορία. Η Νάντια Βαλαβάνη είναι πρωταγωνιστική μορφή της αντίστασης κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Πλήρωσε προσωπικά την δράση της. Ως υφυπουργός, πραγματοποίησε σημαντικό έργο[10]. Ενώ ένα πρόσωπο σαν την Έλενα Παναρίτη αναφέρεται περισσότερο από σαράντα φορές από την Βαρουφάκη, η Βαλαβάνη δικαιούται μια και μόνο αναφορά σε σχέση με την οριστικοποίηση του σχεδίου νόμου για την ανθρωπιστική κρίση.
7 Φεβρουαρίου. Πρώτη συνάντηση της κυβέρνησης σε απαρτία
«Σάββατο πρωί, 7 Φεβρουαρίου, παρέστην στο πρώτο μου υπουργικό Συμβούλιο.» Μπορούμε να φανταστούμε πως ο Βαρουφάκης μιλά για την πρώτη συνάντηση της κυβέρνησης σε απαρτία, αλλά δεν είναι σίγουρο. Είναι μόνο μια υπόθεση. Σχετικά με την συνεδρίαση αυτή, συνεχίζει: «Στο μυαλό μου γυρνούσε η περίφημη φράση του Όσκαρ Γουάιλντ για την δημοκρατία: «Είναι ανεφάρμοστη, είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση. Γι’αυτό αξίζει να την εφαρμόσεις.» Έχοντας χάσει μερικές πολύτιμες ώρες σε αυτήν την πολύ τελετουργική συνεδρίαση όπου πολλοί άνθρωποι μίλησαν για πολύ ώρα, έσπευσα στο γραφείο όπου οι σύμβουλοι της Lazard και οι συνεργάτες δούλευαν πάνω στα τρία non papers [πρόκειται για έγγραφα εργασίας χωρίς επίσημη ισχύ. Σημείωση του Éric Toussaint] που σκόπευα να πάρω μαζί μου στις Βρυξέλλες» (σ. 231 / σ. 372, ελλ. έκδ.). Αυτό είναι όλα όσα έχει να πει ο Βαρουφάκης για την συνεδρίαση αυτή. Η λακωνικότητα του σχολίου αυτού σχετικά με την πρώτη συνεδρίαση της κυβέρνησης λέει πολλά ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο Βαρουφάκης αντιλαμβάνεται τον τρόπο άσκησης της πολιτικής και ως προς την περιφρόνησή του ή μη κατανόησή του των μαχών που θα έπρεπε να δοθούν εντός της κυβέρνησης όπως και στο σύνολο της κοινωνίας, αν θες να ασκήσεις την δημοκρατία. Ο Βαρουφάκης περιορίστηκε, χωρίς να προσπαθήσει να «ξε-περιοριστεί» και χωρίς να αμφισβητήσει την στάση του αυτή σήμερα, στο οικείον του ερμητικού κύκλου που ο Τσίπρας είχε φτιάξει γύρω του και στον οποίο είχε προσκληθεί να συμμετέχει όταν ο πρίγκηψ το θεώρησε απαραίτητο.
Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου. Ο Βαρουφάκης δεν επιδεικνύει επίσης πραγματικό ενδιαφέρον για τις συζητήσεις στην ελληνική Βουλή. Η μοναδική φορά όπου αναπτύσσει κάπως έναν λόγο είναι κατά την συνεδρίαση της Βουλής της Δευτέρας 9 και της Τρίτης 10 Φεβρουαρίου όπου παρουσίασε και υπερασπίστηκε τις προτάσεις που θα υπέβαλλε κατά την συνάντηση του Eurogroup που θα λάμβανε χώρα δυο μέρες αργότερα, στις Βρυξέλλες.
«Αύριο θα είμαι με τους συναδέλφους μου του Eurogroup στους οποίους θα δηλώσω πως σεβόμαστε την αρχή της συνέχειας μεταξύ των δεσμεύσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων και της εντολής της δικής μας κυβέρνησης» (σ. 233). Είναι απαράδεκτο από πλευράς της εντολής που οι ψηφοφόροι έδωσαν στην κυβέρνηση στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε το σημείο αναφοράς του Συριζα κατά την προεκλογική εκστρατεία έλεγε πως «Δεσμευόμαστε, απέναντι στον ελληνικό λαό, να αντικαταστήσουμε από τις πρώτες μέρες της νέας κυβέρνησης – και ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα που αναμένονται από την διαπραγμάτευσή μας – το μνημόνιο με ένα εθνικό Σχέδιο ανασυγκρότησης» (βλ. πλαίσιο σχετικά με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, στο 5ο Μέρος: https://www.contra-xreos.gr/arthra/1285-varoufakis-5.html). Αν οι λέξεις έχουν κάποιο νόημα, αυτό σημαίνει πως ο Τσίπρας δεσμεύονταν ως αρχηγός της κυβέρνησης να δηλώσει στο Eurogroup και παντού αλλού πως η κυβέρνησή του αρνούνταν την αρχή της συνέχειας των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, όσον αφορά τα μνημόνια. Αυτό δεν αφορά μόνο την έννοια των λέξεων αλλά την πραγματική εφαρμογή μιας πολιτικής αλλαγής. Επιβεβαιώνοντας την αρχή της συνέχεια χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, ο Βαρουφάκης έκλεινε την διαπραγμάτευση στο στενό και καταναγκαστικό πλαίσιο της εφαρμογής του μνημονίου. Και, δυστυχώς, αυτό είναι που επρόκειτο να συμβεί, ειδικότερα λόγω αυτής της πρώτης παραίτησης από την εφαρμογή του προγράμματος για το οποίο ο Συριζα είχε εκλεγεί να κυβερνήσεις.
Πρέπει να διαβάσουμε προσεκτικά τον συλλογισμό του Βαρουφάκη που οδηγούσε στην συνθηκολόγηση: «Το έγγραφο που παρουσίαζε το πρόγραμμα της τρόικας, αυτό που ονομάζουμε Memorandum of Understanding (MoU – Μνημόνιο), όριζε μια λίστα μεταρρυθμίσεων (μελετημένη λιτότητα, κατάργηση κοινωνικών παροχών, στοχευμένες ιδιωτικοποιήσεις, διοικητικές και δικαστικές αλλαγές, και ούτω καθεξής) για τις οποίες η προηγούμενη κυβέρνηση είχε δεσμευτεί, καθώς και τους όρους (ή «conditionalities», για να τα λέμε όπως η τρόικα) που έπρεπε να τηρηθούν για την δεύτερη δόση. Ήταν αδύνατον να τηρηθούν πλήρως καθώς συνεπάγονταν πόνο δυσανάλογο με τα οφέλη, ενώ 90% του δανείου διάσωσης είχαν ήδη δοθεί πριν εκλεγούμε. Όμως, εξετάζοντας αυτό το Μνημόνιο του 2012, είχα καταλάβει πως αρκετά από τα μέτρα μπορούσαν να εφαρμοστούν χωρίς να προκληθούν ιδιαίτερα κοινωνικά προβλήματα. Ήταν λοιπόν στρατηγικό να τα δεχτούμε, πράγμα που σήμαινε αποδοχή του 70% του μνημονίου, σε αντάλλαγμα αυτών που απαιτούσαμε και απόρριψη των υπόλοιπων 30% καθαρά τοξικών μέτρων» (σ. 234). Η θέση αυτή, στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης, αποτελούσε παραίτηση από την δέσμευση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης σύμφωνα με το οποίο το μνημόνιο θα αντικαθιστούνταν από ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης. Λέει πως δήλωσε στην Βουλή: «Καθώς είμαστε λογικοί εταίροι, θα περιλάβουμε στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεών μας μέχρι 70% των μεταρρυθμίσεων του υφιστάμενου προγράμματος» (σ. 234).
Και υπογράμμιζε, σε αυτήν την λογική υποταγής, το ακόλουθο: «Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, δεσμεύομαι να μην περάσω κανέναν νόμο που θα παρέκκλινε από τον στόχο μας: την επίτευξη ενός ελάχιστου πρωτογενούς πλεονάσματος» (σ. 233). Αυτό σήμαινε πως ο υπουργός οικονομικών θα αντιτίθετο σε οποιονδήποτε νόμο, όσο καλός κι απαραίτητος κι αν ήταν, του οποίου η επίπτωση στον προϋπολογισμό θα είχε σαν αποτέλεσμα την αδυναμία επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος[11]. Πρόκειται για την δικτατορία του πρωτογενούς πλεονάσματος που συνεχίζεται και που είναι θανατηφόρα. Δεν είναι θεωρητικό το θέμα, είναι πολύ πρακτικό. Την στιγμή που λέει αυτό, ο Βαρουφάκης γνωρίζει πως οι πιστωτές, αρχής γενομένης από την ΕΚΤ, δεν είχαν την πρόθεση να παρέχουν στην Ελλάδα χρηματοοικονομικά μέσα (όπως αναφέρεται πιο πάνω, «90% του πακέτου διάσωσης είχαν δοθεί πριν εκλεγούμε» και ο Βαρουφάκης γνώριζε πως η τρόικα δεν προτίθετο να καταβάλλει το υπόλοιπο 10%). Όμως, στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, η δυνατότητα επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος βασίζονταν στο ότι το οφειλόμενο στην Ελλάδα ποσό θα της καταβάλλονταν (επρόκειτο ειδικότερα για τα 2 δις κερδών της ΕΚΤ επί των ελληνικών τίτλων και για το υπόλοιπο του ποσού που η τρόικα έπρεπε να καταβάλλει στην Ελλάδα στα πλαίσια του 2ου μνημονίου που θα ολοκληρώνονταν στις 28 Φεβρουαρίου 2015)[12]. Ο Βαρουφάκης γνώριζε πως αυτό δεν θα συνέβαινε, γεγονός που σημαίνει ξεκάθαρα πως το ποσό που προβλέπονταν για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την αναζωογόνηση της οικονομίας δεν θα ήταν διαθέσιμο αν η Ελλάδα δεν δεσμεύονταν να τηρήσει τις παλαιότερες δεσμεύσεις: αποπληρωμή των πιστωτών (πάνω από 5 δις προς το ΔΝΤ, πριν τις 30 Ιουνίου) και επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος. Απέφυγε να το εξηγήσει στους βουλευτές οι οποίοι, στην πλειοψηφία τους, δεν είναι οικονομολόγοι, και τους τύλιξε σε ένα σύννεφο καπνού, όπως πράττουν τακτικά οι περισσότεροι υπουργοί οικονομικών.
«Η τακτική μου ξεσήκωσε θύελλα: τα κλασσικά κόμματα με κατηγορούσαν ότι δεν παραχωρούσα αρκετά στην τρόικα, ενώ η αριστερά με κατηγορούσε ότι παραχωρούσα υπερβολικά πολλά» (σ. 234).
Έκλεινε την εισαγωγή του με δυνατές κουβέντες που, στην πραγματικότητα, θα εφαρμόζονταν πολύ σύντομα στην γραμμή που είχε παρουσιάσει στην Βουλή σε συμφωνία με τον Τσίπρα: «Αν δεν μπορείς να σκεφθείς την πιθανότητα να αποχωρήσεις από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καλύτερα να μην καθίσεις καθόλου. Αν η ιδέα του να φτάσεις σε αδιέξοδο σου είναι αδιανόητη, θα είναι σαν να περιορίζεσαι στον ρόλο του ικέτη που εκλιπαρεί τον αφέντη για κάποια προνόμια, αλλά καταλήγει να αποδεχτεί ό,τι του δώσει ο Αφέντης» (σ. 233).
Αυτό το είδος δηλώσεων είναι χαρακτηριστικό της προσέγγισης του Βαρουφάκη και του Τσίπρα: υιοθέτηση μια πολύ μετριοπαθούς στάσης στην διαπραγμάτευση που είναι μυστική, πολλαπλασιάζοντας τις παραχωρήσεις, ενώ, ταυτόχρονα, εκφράζουν επανειλημμένα έντονα ριζοσπαστικό λόγο δημόσια. Δεδομένου ότι τα κυρίαρχα ΜΜΕ, η τρόικα, τα ελληνικά κόμματα της δεξιάς, καταφέρονταν κατά των Βαρουφάκη και Τσίπρα ως ανεύθυνων αριστεριστών, το ταχυδακτυλουργικό λειτούργησε. Η ριζοσπαστικότητά τους και η θέλησή τους να αντισταθούν στην τρόικα μοιάζουν αναμφισβήτητες[13].
Στην περίληψη της παρουσίασης της πολιτικής του στην ελληνική Βουλή, ο Βαρουφάκης δεν αναφέρεται ποτέ στην διεκδίκηση της διαγραφής του μεγαλύτερου τμήματος του χρέους που είναι εγγεγραμμένη στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ομιλία, στον ίδιο χώρο, της Ζωής Κωνσταντοπούλου κατά την εκλογή της ως Προέδρου της Βουλής, στις 6 Φεβρουαρίου 2015: «Πρωτοβουλίες (…)θα αναληφθούν ούτως ώστε η Βουλή να συμβάλλει ουσιαστικά στην προώθηση των διεκδικήσεων διαγραφής του μεγαλύτερου τμήματος του χρέους και στην ενσωμάτωση ρητρών ανάπτυξης και εγγυήσεων αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης και βοήθειας προς τον λαό μας. Η κοινοβουλευτική διπλωματία δεν είναι ένα τελετουργικό ούτε και ένα αντίστοιχο των δημόσιων σχέσεων. Είναι ένα πολύτιμο εργαλείο που πρέπει να τεθεί σε λειτουργία, τόσο όσον αφορά τον Πρόεδρο των επιτροπών διεθνών σχέσεων ή των επιτροπών φιλίας, ούτως ώστε η ελληνική υπόθεση, το αίτημα δίκαιης και επωφελούς για τον λαό μας επίλυσης, με διαγραφή του χρέους και μορατόριο πληρωμών του να αποτελέσει αντικείμενο μιας διακοινοβουλευτικής εκστρατείας διεκδίκησης δυναμικής, βασισμένης στην δια ζώσης ενημέρωση των άλλων Κοινβουλίων και κοινοβουλευτικών συνελεύσεων αλλά και των λαών της Ευρώπης που ήδη κινητοποιούνται αλληλέγγυα προς τον λαό μας» (βλ. http://www.cadtm.org/Discours-prononce-par-Zoe ) (υπογραμμίσεις του συγγραφέα)[14]. Η πρόεδρος του ελληνικού Κοινοβουλίου είχε δίκιο να επιμένει στην αναγκαιότητα κήρυξης μορατόριου στην αποπληρωμή του χρέους ώστε να υπάρξει αποτελεσματική διαγραφή του μεγαλύτερου τμήματός του. Ήταν μια αναγκαία και απαραίτητη συνθήκη της τήρησης των δεσμεύσεων του Συριζα και της εκκίνησης των αλλαγών που είχε υποσχεθεί στον πληθυσμό.
10 Φεβρουαρίου. Ο Βαρουφάκης επιζητά την στήριξη του ΟΑΣΑ. Το βράδυ της 10ηςΦεβρουαρίου, ο Βαρουφάκης οργάνωσε μιαν επισημότατη δεξίωση για την αντιπροσωπεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ο Angel Gurria, γενικός γραμματέας της οργάνωσης, είχε έρθει στην Αθήνα. Μπορούμε απόλυτα να κατανοήσουμε το ενδιαφέρον για μια κυβέρνηση να αναζητήσει να σταματήσει ο στιγματισμός της από πλευράς του κυρίαρχου διεθνούς τύπου και της τρόικας. Όμως, ο Βαρουφάκης προσθέτει κι άλλα: «Την επομένη το πρωί συναντηθήκαμε και πάλι στο Μαξίμου, με κάθε επισημότητα, μπροστά στις κάμερες όλου του κόσμου. Ο Πρωθυπουργός υποδέχονταν τον Γενικό Γραμματέα του ΟΟΣΑ, παρουσία του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Δραγασάκη, του υπουργού οικονομίας Σταθάκη, και εμού. Ήταν ένας τρόπος να δείξουμε πως η κυβέρνηση Συριζα θα συνεργάζονταν χέρι με χέρι με την λέσχη των πλουσιότερων χωρών του κόσμου για υποβάλλει μια ατζέντα υπέρ της ανάπτυξης (…) Η συμβολή ενός τόσο μεγάλου κύρους παγκόσμιου θεσμού, που θα στήριζε την ατζέντα όταν οριστικοποιούνταν, θα ήταν ένα εξαιρετικό μέσο αντιμετώπισης των αναπόφευκτων κριτικών» (σ. 235-236). Ας υπενθυμίσουμε πως ο ΟΟΣΑ είναι ένας διεθνής οργανισμός που συμμετέχει άμεσα στην ενίσχυση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών κατά κύριο λόγω παρέχοντάς τους μια ψευδο-επιστημονική επικύρωση[15]. Το να επιζητάς την παύση του στιγματισμού δεν σημαίνει ότι πρέπει να πλέκεις το εγκώμιο θεσμών εχθρικών προς την εγκατάλειψη των νεοφιλελεύθερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
11 Φεβρουαρίου. Η πρώτη συνάντηση του Eurogroup με την ελληνική κυβέρνηση.
Η μαρτυρία του Βαρουφάκη σχετικά με την σύνθεση και την λειτουργία του Eurogroup είναι πολύ χρήσιμη και είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους αξίζει να διαβάσει κανείς το βιβλίο του.
«Το Eurogroup είναι ένα παράξενο πλάσμα. Οι συνθήκες της ΕΕ δεν του παρέχουν κανένα νομικό καθεστώς, αλλά είναι το όργανο που λαμβάνει τις σημαντικότερες αποφάσεις για την Ευρώπη. Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών, δεν γνωρίζουν ακριβώς περί τίνος πρόκειται, πώς λειτουργεί, αλλά θα σας εξηγήσω. Οι συμμετέχοντες κάθονται γύρω από ένα μεγάλο ορθογώνιο τραπέζι και οι υπουργοί οικονομικών κάθε χώρας κατανέμονται από την μια και την άλλη πλευρά.» Προσθέτει, και είναι σημαντικό: «η πραγματική εξουσία βρίσκεται στα δυο άκρα του τραπεζιού.
Από την μια πλευρά, αριστερά μου, κάθονταν ο Γερούν Ντάισελμπλουμ. Δεξιά του, ήταν ο Τόμας Βίζερ, πρόεδρος της ομάδας εργασίας (euroworking group) και κάτοχος της πραγματικής εξουσίας σε αυτό το άκρο. Αριστερά του, βρίσκονταν οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ και Πουλ Τόμσεν. Στο άλλο άκρο του τραπεζιού, κάθονταν ο Βάλντις Ντομπρόφσκις, επίτροπος για το ευρώ και τον κοινωνικό διάλογο, του οποίου η πραγματική δουλειά ήταν να εποπτεύει (για λογαριασμό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε) τον Πιέρ Μοσκοβισί, που κάθονταν στα αριστερά του Λετονού οικονομολόγου. Στα δεξιά του Ντομπρόφσκις, ο Μπενουά Κερέ και, στην συνέχεια, ο Μάριο Ντράγκι που εκπροσωπούσε την ΕΚΤ. Από την ίδια πλευρά με τον Ντράγκι, αλλά στην επιμήκη πλευρά του τραπεζιού, δεξιά του, κάθονταν ο Σόιμπλε. Η εγγύτητά τους δημιουργούσε σπίθες, αλλά ποτέ φως» (σ. 237 / σ. 382, ελλ. έκδ.).
Κατά κάποιον τρόπο, το Eurogroup είναι η θεσμοθέτηση της τρόικας διότι συγκεντρώνει την ΕΚΤ, το ΔΝΤ, τους υπουργούς οικονομικών της ευρωζώνης και τους εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Οι συνεδριάσεις του Eurogroup ακολουθούν ένα τελετουργικό που δείχνει σε ποιο βαθμό η τρόικα και οι συνήθειές της έχουν κλέψει την διακυβέρνηση της ηπειρωτικής Ευρώπης» (σ. 237).
«Κάθε φορά που συζητείται ένα θέμα - για παράδειγμα, ο γαλλικός προϋπολογισμός, ή η ανάπτυξη των κυπριακών τραπεζών – ο Ντάισελμπλουμ το ανακοινώνει φωναχτά και στη συνέχεια καλεί κάθε εκπρόσωπο των θεσμών να εκφραστεί επί του θέματος: Ο Μοσκοβισί για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Κριστίν Λαγκάρντ για το ΔΝΤ (ή ο Πουλ Τόμσεν, αν εκείνη λείπει), τέλος, ο Μάριο Ντράγκι για την ΕΚΤ (ενώ ο Μπενουά Κερέ παρεμβαίνει εκείνες τις, σπάνιες, μέρες όπου ο Ντράγκι λείπει). Αφού καθένας από τους μη εκλεγμένους εκπροσώπους δώσει τον τόνο μέσα από την δήλωσή του και υπαγορεύσει τους όρους της συζήτησης, οι εκλεγμένοι υπουργοί μπορούν να εκφραστούν. Σε κάθε σχεδόν συνάντηση όπου συμμετείχα, οι υπουργοί δεν δικαιούνταν κανέναν χρόνο για την ουσιαστική παρουσίαση του υπό συζήτηση θέματος» (σ. 237-238).
Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη: «Το Eurogroup δεν υπάρχει παρά μόνον για να εγκρίνουν οι υπουργοί και να νομιμοποιήσουν τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί προηγουμένως από τους τρεις θεσμούς» (σ. 238).
Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως συνοδεύονταν από τους Δραγασάκη και Χουλιαράκη, τον Πρόεδρο του Συμβουλίου των οικονομολόγων (που ο Δραγασάκης είχε τοποθετήσει στην ομάδα του Βαρουφάκη).
«Η κυβέρνησή μας βρίσκεται εδώ για να κερδίσει ένα πολύ πολύτιμο νόμισμα χωρίς να κατασπαταλήσει ένα κεφαλαιώδες αγαθό εφόσον πρέπει να αξίζουμε την εμπιστοσύνη σας χωρίς να χάσουμε εκείνην του λαού μας» (σ. 238) (ο συγγραφέας υπογραμμίζει).
Εξηγεί στην συνέχεια πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ελληνική κυβέρνηση να λάβει νέα μέτρα για να διορθώσει τα, άδικα, προηγούμενα και να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση (επαναπρόσληψη απολυθέντος προσωπικού, αύξηση των συντάξεων εκείνων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, αποκατάσταση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα).
«Τα μέλη του Eurogroup μπορούσαν να βασίζονται σε μένα, είπα, ώστε αυτά τα μέτρα μικρής κλίμακας να μην έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο» (σ. 239/σ. 385 ελλ.έκδ.).
«Ανέφερα τον δεσμό μας με τον ΟΟΣΑ και πρότεινα να συνεργαστούμε στενά με το ΔΝΤ και την ΕΚΤ στους τομείς τεχνογνωσίας τους» (σ. 239).
Εξηγεί πως, στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, η κυβέρνηση δεν θα είναι δογματική. Ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να λάβουν χώρα.
Εκφράζει την θέληση δημιουργίας μια δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας και να προσθέσει μιαν άλλη δημόσια τράπεζα, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, για την διαχείριση των κόκκινων δανείων των ιδιωτικών τραπεζών.
Προφέρει μια φοβερή φράση, στη συνέχεια των όσων είχε αναγγείλει στο Κοινοβούλιο: «η κυβέρνησή μας (...)είχε δεσμευτεί να τηρήσει το πρόγραμμα των προκατόχων της» (σ. 239)
Στην συνέχεια, προσεγγίζει το θέμα του χρέους: «Η τρόικα απαιτούσε από το πτωχευμένο ελληνικό Κράτος να πληρώσει κάτι λιγότερο από 5 δις ευρώ στο ΔΝΤ μέχρι τον Ιούλιο του 2015 και έπειτα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2015, ακόμη 6.7 προς την ΕΚΤ. Πρότεινα να ξεκινήσουμε με μια πρώτη, μετριοπαθή συμφωνία: η ΕΚΤ να καταβάλει στην Ελλάδα το 1,9 δις ευρώ που της όφειλε για τα κέρδη επί των SMP ομολόγων μας [δηλαδή, τους τίτλους που η ΕΚΤ είχε αγοράσει από τις ιδιωτικές τράπεζες μεταξύ 2010 και 1012 – Σημείωση του Eric Toussaint]. Αυτά τα χρήματα ανήκαν στην Ελλάδα. Αν οι πιστωτές ήθελαν να τους συνεχίσουμε τις αποπληρωμές, το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να μας δώσουν πρόσβαση στα χρήματά μας. Οτιδήποτε λιγότερο θα ήταν πρόκληση για να αθετήσουμε την πληρωμή.»
Ο Βαρουφάκης προσθέτει σε μια σημείωση στο υποσέλιδο αυτό που εξηγήσαμε στο μέρος που αφιέρωνε στην παρουσίασή του στο ελληνικό Κοινοβούλιο δυο μέρες νωρίτερα, ότι δηλαδή γνώριζε πως όταν το είπε αυτό, «η τρόικα αποφάσισε να κρατήσει τα χρήματα αυτά». Τό γνώριζε ήδη από την παραμονή των εκλογών, χάρη στο έγγραφο του Τόμας Βίζερ, αντιπροέδρου του Eurogroup, που είχε έρθει στα χέρια του (κεφάλαιο 8, σελ 513, σημ. 7 / γαλλική έκδοση). Από πλευράς μου, ανέφερα το ίδιο στην αρχή του 5ου μέρους https://www.contra-xreos.gr/arthra/1285-varoufakis-5.html.
Βέβαια, ο Βαρουφάκης είχε δίκιο που ζητούσε αυτό το ποσό των σχεδόν 2 δις € να καταβληθεί στην ελληνική κυβέρνηση.
Καταλήγει λέγοντας πως η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί «ειλικρινείς διαπραγματεύσεις, με καλή πίστη, ώστε να σφυρηλατήσουμε ένα διαφορετικό συμβόλαιο το οποίο θα βασίζεται σε έναν ρεαλιστικό στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος και αποτελεσματικών και δίκαιων διαρθρωτικών πολιτικών – συμπεριλαμβανομένων και πολλών στοιχείων του προηγούμενου προγράμματος που αποδεχόμαστε.Χρειαζόμαστε διαβεβαιώσεις επ’αυτού» (σ. 240/σ. 387 ελλ. έκδ.).
Και προσθέτει: «Ένα τέτοιο άνοιγμα δεν πρέπει να εκληφθεί ως αποδοχή της λογικής της προηγούμενης ατζέντας την οποία οι Έλληνες έχουν απορρίψει» (σ. 240). Αυτό όμως είναι σε τέλεια αντίθεση με ένα άλλο τμήμα του λόγου του, που αναφέραμε παραπάνω, όπου δηλώνει: «η κυβέρνησή μας (...)είχε δεσμευτεί να τηρήσει το πρόγραμμα των προκατόχων της».
Στην συζήτηση που ακολούθησε, ο Σόιμπλε δήλωσε αμέσως: «Οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάζουν την οικονομική πολιτική» (σ. 241 / σ. 389 ελλ. έκδ.). Την άποψη αυτήν στήριξαν οι παρεμβάσεις των υπουργών οικονομικών των χωρών της Βαλτικής, της Σλοβενίας, της Σλοβακίας, της Φινλανδίας, του Βελγίου, της Ισπανίας, της Αυστρίας, της Ιρλανδίας…
Ο Βαρουφάκης λέει πως, στην απάντησή του, δήλωσε: «αν συμφωνείτε με τον Βόλφγκανγκ, σας καλώ να το δηλώσετε ρητά προτείνοντας οι εκλογές σε χώρες όπως η Ελλάδα να ανασταλούν μέχρι να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμά τους» (σ. 242 / σ. 391 ελλ. έκδ.).
Οι Γερούν Ντάισελμπλουμ και Τόμας Βίζερ (αντιπρόεδρος του Eurogroup) αρνούνται τότε να διανεμηθούν τα τρία έγγραφα που είχε συντάξει ο Βαρουφάκης για το Eurogroup.
Φθάνουμε στο προσχέδιο δελτίου τύπου που έπρεπε να δημοσιευτεί με το τέλος της συνάντησης. Ο Βαρουφάκης διηγείται: «Έριξα μια ματιά στο κείμενο και κατάλαβα αμέσως πως ήταν απαράδεκτο: Δέσμευε ρητά την Ελλάδα να εφαρμόσει μέχρι τέλους το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης εφαρμόζοντας το σύνολο του μνημονίου «με την μέγιστη δυνατή ευελιξία στο πρόγραμμα, ώστε να υπάρξει συμφωνία με τις προτεραιότητες των νέων ελληνικών αρχών»» (σ. 243 / σ. 393 ελλ. έκδ. ).
Ο Βαρουφάκης ζητά να προστεθεί η λέξη «τροποποιημένο» μετά την λέξη «πρόγραμμα». Ο Σόιμπλε αρνείται την τροποποίηση αυτή λέγοντας πως αν υπάρξει τροποποίηση του μνημονίου θα πρέπει να υποβληθεί εκ νέου στην γερμανική βουλή, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει.
Ο Βαρουφάκης αρνείται. Έτσι, απειλούν την Ελλάδα: αν δεν υπάρξει συμφωνία, η ΕΚΤ θα διακόψει πλήρως την ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες στο τέλος του δεύτερου μνημονίου, δηλαδή, στις 28 Φεβρουαρίου. Ο Βαρουφάκης αρνείται αυτό το τελεσίγραφο. Ο Ντάισελμπλουμ του προτείνει να παραιτηθεί από την λέξη «τροποποιημένο» και να το αντικαταστήσει με την λέξη «προσαρμοσμένο». Ο Βαρουφάκης δέχεται υπό τον όρο το κείμενο να αναφέρει πως στην Ελλάδα υπάρχει ανθρωπιστική κρίση. Ο Ντάισελμπλουμ αρνείται. Η Κριστίν Λαγκάρντ, γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, πιέζει τον Βαρουφάκη.
Τότε, ο Βαρουφάκης συμβουλεύεται τους Τσίπρα και Παππά οι οποίοι βρίσκονταν επίσης στις Βρυξέλλες, σε ένα ξενοδοχείο, αναμένοντας την πρώτη τους ευρωπαϊκή συνάντηση κορυφής που θα ξεκινούσε την επομένη. Η συζήτηση διαρκεί μια ώρα. Ο Βαρουφάκης διηγείται: «Πρέπει να άλλαξα γνώμη τρεις ή τέσσερις φορές, ταλαντευόμενος μεταξύ του «Άντε στα τσακίδια!» και «ας δεχτούμε το καταραμένο ανακοινωθέν και θα παλέψουμε τη μέρα που θα χρειαστεί να ορίσουμε επακριβώς αυτό το ‘προσαρμοσμένο πρόγραμμα'.» Εν τω μεταξύ, ο Δραγασάκης μου έκανε νόημα να συμβουλέψω τον Αλέξη να υποχωρήσει» (σ. 247 / σ. 399 ελλ. έκδ. ).
Τελικά, ο Τσίπρας λέει στον Βαρουφάκη να μην δεχτεί το κείμενο, πράγμα που θέτει τέλος σε αυτήν την συνεδρίαση του Eurogroup. Ο Βαρουφάκης κάνει περίληψη αυτού του πρώτου γύρου του Eurogroup: «Οι υπουργοί οικονομικών των δεκαεννέα ευρωπαϊκών χωρών, οι ηγέτες της ΕΚΤ, του ΣΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για να μην αναφέρουμε τους συμβούλους, τους διερμηνείς και το βοηθητικό προσωπικό, μόλις είχαν χάσει δέκα ώρες εκβιάζοντας έναν υπουργό. Τί σπατάλη».
Πηγαίνει στο γραφείο της αντιπροσωπείας και καλεί τον Τσίπρα για έναν σύντομο απολογισμό.
«- Χαμογέλα! Είπε. Οι άνθρωποι γιορτάζουν στους δρόμους, μας στηρίζουν. Είναι φανταστικό!
Μια συγγραφέας μου έδειξε ένα τουίτ στον λογαριασμό της, με την φωτογραφία μιας συγκέντρωσης και το ακόλουθο μήνυμα: «Σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας και της Ευρώπης, ο κόσμος δίνει την μάχη μαζί μας. Αυτοί είναι η δύναμή μας.» Ήταν αλήθεια. Το ανακάλυψα την επομένη: χιλιάδες κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στο Σύνταγμα ενώ ήμουν κλεισμένος στο Eurogroup, χορεύοντας και σηκώνοντας πανό που έγραφαν «πτωχευμένοι αλλά ελεύθεροι» ή «τέλος στην λιτότητα». Την ίδια στιγμή, σε ένα ακόμη πιο συγκινητικό σκηνικό, χιλιάδες Γερμανοί διαδηλωτές, με επικεφαλής το κίνημα Blockupy περικύκλωναν το κτίριο της ΕΚΤ, στην Φρανκφούρτη, σε ένδειξη αλληλεγγύης» (σ. 249 / σ. 403 ελλ. έκδ.).
Αθήνα, 5 Φεβρουαρίου 2015 (Photo Louisa Gouliamaki. AFP)
Αυτό δείχνει ακριβώς το δυναμικό κινητοποίησης που θα είχε υπάρξει αν, τις μέρες που ακολούθησαν, οι Τσίπρας και Βαρουφάκης είχαν διατηρήσει την γραμμή άρνησης των τελεσιγράφων, αν είχαν εφαρμόσει την αναστολή των πληρωμών, τον λογιστικό έλεγχο του χρέους, το μονομερές κούρεμα των τίτλων που κατείχε η ΕΚΤ, αν είχαν εφαρμόσει ένα σύστημα παράλληλων πληρωμών, αν είχαν ασκήσει το δικαίωμα ψήφου στις ελληνικές τράπεζες κι αν είχαν αποφασίσει έλεγχο των κινήσεων των κεφαλαίων.
Αλλά, ας επανέλθουμε στην αφήγηση του Βαρουφάκη. Εξηγεί πως, αφού πέρασε από το γραφείο της ελληνικής αντιπροσωπείας και με χαρά έλαβε γνώση των κινητοποιήσεων, έδωσε ως όφειλε μια συνέντευξη τύπου. Σύμφωνα με την αφήγησή του, δήλωσε τα ακόλουθα σχετικά με την συνάντηση του Eurogroup: «Η υποδοχή ήταν θερμότατη και είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω τις αναλύσεις μας, τις απόψεις μας και τις προτάσεις μας, τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς τον οδικό χάρτη.Γνωρίζοντας ότι θα ξαναειδωθούμε την Δευτέρα, θα συνεχίσουμε κανονικά και απόλυτα φυσιολογικά με αυτήν την δεύτερη συνεδρίαση. (σ. 250 / σ. 404 ελλ. έκδ. ).
«Φίλοι και επικριτές με κατηγόρησαν ότι απογοήτευσα τον πληθυσμό. Πολλές φορές με ρώτησαν: Γιατί δεν αποκάλυψα τι συνέβη; Γιατί δεν μίλησα για τον εκβιασμό και την περιφρόνησή τους απέναντι στην δημοκρατία; Η απάντηση που δίνω είναι: διότι δεν είχε έρθει ακόμη η στιγμή» (σ. 250 / σ. 404 ελλ. έκδ.).
Πράγματι, από την στιγμή εκείνη και, πέραν ενός γεγονότος που συνέβη πέντε μέρες αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου, ο Βαρουφάκης μπαίνει σε αυτήν την καταχθόνια λογική: ποτέ δεν θα είναι η κατάλληλη στιγμή για να πει την αλήθεια σχετικά με το τι συμβαίνει στον τομέα των διαπραγματεύσεων. Από τις 20 Φεβρουαρίου και ως την τελική συνθηκολόγηση του Ιουλίου του 2015, ο Βαρουφάκης θα υιοθετήσει μια στάση που συμβαδίζει με την πολιτική της μυστικής διπλωματίας.
Ενώ τόσα μικρόφωνα και κάμερες στρέφονταν προς εκείνον όταν ήταν υπουργός, ποτέ δεν χρησιμοποίησε, εκτός από την 16η Φεβρουαρίου, την δυνατότητα που του παρέχονταν να ενημερώσει την κοινή γνώμη σχετικά με τα όσα διαδραματίζονταν πραγματικά στις διαπραγματεύσεις. Το ίδιο συνέβαινε με τον Αλέξη Τσίπρα εκτός από ένα πολύ σύντομο διάστημα, στα τέλη του Ιουνίου 2015, όταν τέθηκε το θέμα προκήρυξης του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου.
12 Φεβρουαρίου. Μια παραχώρηση, αλήθεια;
Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως αυτή η άρνηση υπογραφής έπεισε τους ευρωπαίους ηγέτες να κάνουν μια παραχώρηση. Ο Ντάισελμπλουμ, προφανώς κατ’εντολή της Άγκελα Μέρκελ, επικοινωνεί με τον Τσίπρα προτείνοντας να ανακοινώσει πως η ελληνική κυβέρνηση και το Eurogroup θα συζητούσαν τις τεχνικές παραμέτρους για να προχωρήσουν στην εκτέλεση του τρέχοντος προγράμματος λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της νέας κυβέρνησης. Μπορούμε να αναρωτηθούμε αν ο Βαρουφάκης έχει δίκιο όταν λέει πως επρόκειτο περί παραχώρησης. Δεν φαίνεται καθόλου σίγουρο. Οι ευρωπαίοι ηγέτες, μιλώντας περί εκτέλεσης του προγράμματος, διατηρούσαν την δική τους θέση. Συγχρόνως, ήθελαν να δώσουν την εντύπωση πως ήταν ανοικτοί στην διαπραγμάτευση αποδεικνύοντας ταυτόχρονα πως η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να φερθεί με τρόπο υπεύθυνο και δημιουργικό.
Εξ άλλου, ο Βαρουφάκης εξηγεί πως, από την στιγμή εκείνη, καθιερώθηκε άμεση επικοινωνία μεταξύ Μέρκελ και Τσίπρα, πράγμα που, στην συνέχεια, θα είχε αρνητικές επιπτώσεις.
Angela Merkel et Alexis Tsipras
Προσθέτει πως ο Τσίπρας άρχισε απομακρύνεται από αυτόν που ήταν ο μόνος υπουργός που ήταν πεπεισμένος πως έπρεπε να είναι έτοιμοι να λάβουν μονομερή μέτρα όπως το κούρεμα των τίτλων που κατείχε η ΕΚΤ ή η αναστολή πληρωμών. Γράφοντας αυτό, παραβλέπει το γεγονός ότι ο Λαφαζάνης, που ήταν ένας από τους έξι κύριους υπουργούς, ήταν επίσης υπέρ μονομερών ενεργειών, ξεκινώντας από την αναστολή πληρωμών. Για να μην αναφερθούμε στους τέσσερις υφυπουργούς μέλη της Αριστερής πλατφόρμας (Νάντια Βαλαβάνη, Δημήτρης Στρατούλης, Κώστας Ήσυχος, Νίκος Χουντής) και στην Πρόεδρο του Ελληνικού Κοινοβουλίου, Ζωή Κωνσταντοπούλου. Στην πραγματικότητα, ο Βαρουφάκης αποκαλύπτει έτσι ότι δεν είχε ποτέ σκεφτεί σοβαρά να δημιουργήσει ένα μέτωπο με άλλα μέλη της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου για να θέσει σε εφαρμογή έναν προσανατολισμό αντάξιο των επιθέσεων της τρόικας. Εξηγώντας στους αναγνώστες πως ήταν μόνος, ο Βαρουφάκης αναζητεί εν μέρει ασυνείδητα ελαφρυντικά για την δειλή στάση του.
13-14-15 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες
Ο Βαρουφάκης παρέμεινε στις Βρυξέλλες μετά την συνεδρίαση της 11ης ως την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup που είχε συγκληθεί για τις 16 Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη: «Η γερμανίδα καγκελάριος ήθελε η τεχνική μας ομάδα να συναντηθεί με εκείνην της τρόικας για να ξεκινήσει συζήτηση σχετικά με τις προτάσεις και τις προτεραιότητες της κυβέρνησής μας» (σ. 255 / σ. 411 ελλ. έκδ.). Ο Βαρουφάκης συγκεντρώνει μια ομάδα αποτελούμενη από τον Χουλιαράκη, τέσσερις συμβούλους του Δραγασάκη, την Έλενα Παναρίτη και τον Γκλεν Κιμ που είναι επιφορτισμένοι να εργαστούν με την ομάδα της τρόικας, σε μια απόπειρα προσέγγισης (για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτούς τους συμβούλους, βλ. https://www.contra-xreos.gr/arthra/1281-varoufakis-4.html) Στα παρασκήνια , σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, είχε επίσης στείλει έναν απεσταλμένο της Τράπεζας Lazard και τον James Galbraith. Περαιτέρω, ο Βαρουφάκης δέχονταν τις εξ αποστάσεως συμβουλές των Jeffrey Sachs και William Buiter (επικεφαλής οικονομολόγο της βορειοαμερικανικής τράπεζας Citigroup).
Στο περιθώριο των επίσημων συναντήσεων εργασίας που εξελίχθηκαν τις μέρες εκείνες στις Βρυξέλλες, ο Βαρουφάκης υιοθέτησε μια θέση σχετικά με τον έλεγχο των κεφαλαίων: αντιτάχθηκε σε αυτόν. Δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που οι σύμβουλοί του της τράπεζας Lazard και της Citigroup, όπως και εκείνοι που είχαν περάσει από την Παγκόσμια Τράπεζα, όπως η Παναρίτη κι ο Sachs, ήταν τελείως αντίθετοι προς κάθε έλεγχο κεφαλαίων. Το ίδιο και ο Galbraith.
Ήταν ένα σοβαρό λάθος. Είναι το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς. Έπρεπε να επιβληθεί έλεγχος ώστε να αποφευχθεί η φυγή κεφαλαίων. Βεβαίως, δεν έπρεπε να εμποδίζονται οι αποστολές μικρών ποσών στο εξωτερικό. Χρειαζόταν ένας επιλεκτικός έλεγχος επί των σημαντικών κεφαλαιακών ροών. Ήταν απολύτως εφικτό.
Στις 14 Φεβρουαρίου, ο Τσίπρας παραδίδει στον Βαρουφάκη ένα δελτίο τύπου που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλωντ Γιούγκερ, του είχε στείλει. Το προσχέδιο αυτό ήταν σε τελείως διαφορετικό τόνο από αυτό που ο Ντάισελμπλουμ και ο Σόιμπλε είχαν θελήσει να επιβάλουν στις 11 Φεβρουαρίου, αλλά ήταν μόνο ένα δόλωμα. Από την επομένη, ο Βαρουφάκης χρειάστηκε να αφήσει κατά μέρος κάθε ψευδαίσθηση. Ενώ το απόγευμα της 15ης είχε ξεκινήσει καλά, με μια συνάντηση με τον Μοσκοβισί που του υπέβαλε το κείμενο του Γιούγκερ που ο Βαρουφάκης ήταν έτοιμος να υπογράψει, λίγο αργότερα, ο Ντάισελμπλουμ του μετέφερε ένα άλλο κείμενο. Ο Βαρουφάκης διηγείται: «Διάβασα.Ήταν ακόμη χειρότερο από εκείνο που είχαμε απορρίψει στην πρώτη συνεδρίαση. Το κείμενο δέσμευε την ελληνική κυβέρνηση να «εφαρμόσει το τρέχον πρόγραμμα», επιτρέποντάς μας να προωθήσουμε την εντολή μας μόνο στα πλαίσια της «υπάρχουσας ευελιξίας που περιλαμβάνεται στο τρέχον πρόγραμμα.»Όλες οι παραχωρήσεις που πρότεινε ο Γιούγκερ την παραμονή και ο Πιέρ μερικές στιγμές προηγουμένως είχαν παραληφθεί. Ακόμη κι η έκφραση «προσαρμοσμένο πρόγραμμα» είχε εξαφανιστεί. Η εκδοχή του αυτή σήμαινε την επιστροφή στο πρόγραμμα ως είχε, χωρίς το παραμικρό επίθετο που θα το απάλυνε.»(σ. 265 / σ. 426, ελλ. έκδ.).
16 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες, δεύτερη αποτυχία στο Eurogroup
Στις 16 Φεβρουαρίου, η δεύτερη συνεδρίαση του Eurogroup ολοκληρώνεται γρήγορα με μια αποτυχία, αφού το κείμενο που υποβλήθηκε στην Ελλάδα ήταν χειρότερο από αυτό που είχε αρνηθεί μερικές μέρες νωρίτερα.
Κατά την συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, είναι σχεδόν η μοναδική φορά που ο Βαρουφάκης εξήγησε δημόσια πως υπάρχει ασυμφωνία. Αναφέρει εν συντομία αυτά που δήλωσε στον τύπο: «Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω πως οι διαπραγματεύσεις εκτυλίχθηκαν σε πνεύμα συναδελφικότητας που αποκάλυψε μια πραγματική κοινότητα απόψεων […]για να εγκαθιδρυθεί ένα πεδίο συνεννόησης και να φτάσουμε σε μια βιώσιμη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας, επίσημης Ευρώπης και ΔΝΤ. Δεν έχω αμφιβολία ότι θα συνεχιστούν αύριο και μεθαύριο έως ότου πετύχουμε μια τέτοια συμφωνία. Αν είναι έτσι, γιατί δεν συμφωνήσαμε σχετικά με ένα ανακοινωθέν, μια διατύπωση που θα ξεκλείδωνε τις συζητήσεις;
Ο πραγματικός λόγος είναι πως υπάρχει μια βαθιά παρεξήγηση ως προς την αποστολή μας: πρέπει να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα το οποίο εκλεχτήκαμε για να το αμφισβητήσουμε; Ή πρέπει να καθίσουμε, με ανοικτό μυαλό, να ξαναδούμε από την αρχή αυτό το πρόγραμμα που - κατά την εκτίμησή μας αλλά και το ίδιο εκτιμούν όσοι έχουν λογική – απέτυχε να σταθεροποιήσει την Ελλάδα, οδήγησε σε ανθρώπινη τραγωδία και κατέστησε την Ελλάδα ακόμη πιο δύσκολη να μεταρρυθμιστεί;» (σελ. 266-267 / σ. 431-432, ελλ. έκδ.).
Ο Βαρουφάκης εξηγεί στον τύπο τι συνέβη μεταξύ 11ης και 16ης Φεβρουαρίου και προσθέτει για τους αναγνώστες πως, για δεύτερη φορά μέσα σε πέντε μέρες, η ελληνική κυβέρνηση είχε πει όχι στην τρόικα.
Η δεύτερη αυτή άρνηση έγινε δεκτή με εκδηλώσεις στήριξης προς την κυβέρνηση στην Ελλάδα και το ποσοστό δημοφιλίας της κυβέρνησης έφτασε το 75%.
Αλλά, οι Βαρουφάκης και Τσίπρας δεν απηύθυναν ποτέ κάλεσμα στήριξης από τους πληθυσμούς της Ευρώπης και άλλων. Αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην δυσκολία ανάπτυξης ενός σημαντικού κινήματος διεθνούς αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό. Βεβαίως, θα έπρεπε επίσης να χρησιμοποιηθούν όλες οι δυνατότητες επικοινωνίας που έδιναν τα κοινωνικά δίκτυα, πράγμα που δεν έγινε από την ελληνική κυβέρνηση και τον ηγετικό πυρήνα γύρω από τον Τσίπρα.
Το να λειτουργούν σε πλαίσια μυστικής διπλωματίας ενθάρρυνε επίσης τους ευρωπαίους ηγέτες να διατηρήσουν τις χειρότερες πρακτικές εκβιασμού χωρίς να κινδυνεύουν να καταγγελθούν.
17-18-19 Φεβρουαρίου στην Αθήνα, η στροφή προς την συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και η παράταση του μνημονίου
Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως κατά την πρώτη συνεδρίαση αυτού που ονομάζει «πολεμικό συμβούλιο», μετά την αποτυχία της 16ης Φεβρουαρίου, οι Τσίπρας, Παππάς και Δημήτρης Τζανακόπουλος, διευθυντής του γραφείου του Τσίπρα, ήταν θετικά διακείμενοι ως προς το να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις. Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως ο Τζανακόπουλος του ούρλιαξε: «Αν θέλεις να υπογράψεις το μνημόνιο, θα το κάνεις χωρίς εμένα, στο εγγυώμαι! » Σχετικά με τον Τσίπρα, γράφει: «του συνέβαινε να χάνει την ψυχραιμία του και να απειλεί να θέσει τέλος στις διαπραγματεύσεις» (σ. 269 / σ. 434, ελλ. έκδ.). Ο Σπύρος Σαγιάς (γραμματέας της κυβέρνησης) και ο Βαρουφάκης ήταν υπέρ της συνέχισης των διαπραγματεύσεων.
Ο Βαρουφάκης κατέληξε να πείσει το υπόλοιπο πολεμικό συμβούλιο πως έπρεπε να πετύχουν παράταση του μνημονίου. «Η άποψή μου, την οποία μοιράζονταν οι Σαγιάς και Δραγασάκης, ήταν η εξής: να ζητήσουμε παράταση αποτελούσε μέρος της εντολής μας, από την στιγμή που δεν δεσμευόμασταν να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα ως είχε» (σ. 271).
Στο επόμενο άρθρο θα παραθέσω επιχειρήματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να μη γίνει δεκτή μια παράταση του δεύτερου μνημονίου.
Ο Βαρουφάκης, από την πλευρά του, ήθελε παράταση του μνημονίου ενώ γνώριζε καλά πως το Βερολίνο έθετε τέσσερις απαιτήσεις: συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (αυτό σήμαινε ξεκάθαρα την συνέχιση των επιθέσεων κατά των μισθών, της κοινωνικής ασφάλισης και την συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων), διατήρηση του ΔΝΤ στην μελλοντική συμφωνία (πράγμα που σήμαινε την παράταση του τρέχοντος δεύτερου μνημονίου με ένα τρίτο μνημόνιο, ακόμη κι αν ο Βαρουφάκης δεν το αναγνωρίζει[16]), ορισμός της βιωσιμότητας του χρέους και, προπάντων: «Αναγνώριση των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων της Ελλάδας προς τους πιστωτές της» (σ. 271).
Το τελευταίο αυτό σημείο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο συμβούλιο. Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, διευθυντής του γραφείου, ήταν αντίθετος: «-Γιατί πρέπει να αναγνωρίσουμε το χρέος μας έναντι όλων των πιστωτών;»
Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως του απάντησε: «Θα μπορούσαμε να «αναγνωρίσουμε» το χρέος μας επιμένοντας σε άμεση αναδιάρθρωση και – υπογράμμισα το σημείο αυτό – για να πάρουν τα χρήματά τους οι δανειστές μας[17]. Η πτέρυγα του Συριζα που απαιτούσε άμεσα και μονομερή κουρέματα επειδή το χρέος ήταν παράνομο αφ’εαυτού θα ταράζονταν, αλλά η επιλογή κατέληξε να γίνει δεκτή από το πολεμικό συμβούλιο. Προβλέπονταν να γράψω στο Eurogroup για να υποβάλλω επίσημο αίτημα παράτασης.» (σ. 271-272).
Η απόφαση αυτή ήταν ξεκάθαρα αντίθετη με το πρόγραμμα του Συριζα και της κυβέρνησης.
Εξ άλλου, ο Βαρουφάκης εξηγεί πως «το πιθανότερα σενάριο» από πλευράς ευρωπαίων ηγετών, ήταν το ακόλουθο: «η παράταση ήταν παγίδα, καθυστερώντας την λύση. Περίμεναν να πέσει η δημοφιλία μας, μαζί με τα αποθέματα ρευστότητάς μας, ως την ημερομηνία λήξης, τον Ιούνιο, όπου η κυβέρνησή μας θα ήταν εξουθενωμένη και θα συνθηκολογούσε.» (σ. 272 / σ. 442, ελλ. έκδ.).
Ο Βαρουφάκης δηλώνει πως, μπροστά στο σενάριο αυτό, πέτυχε την συμφωνία του πολεμικού συμβουλίου να «ζητήσουμε την επέκταση αυτή καθιστώντας σαφή στην τρόικα τρία πράγματα: σε κάθε προσπάθεια εξουθένωσης μέσω περιορισμού της ρευστότητας, θα απαντούσαμε με άρνηση πληρωμής των οφειλόμενων στο ΔΝΤ. Σε κάθε προσπάθεια να μας κλείσουν στον ζουρλομανδύα ενός σαθρού προγράμματος ή άρνησης αναδιάρθρωσης, θα απαντήσουμε με διακοπή των διαπραγματεύσεων. Σε κάθε απειλή κλεισίματος των τραπεζών και ελέγχου κεφαλαίων, θα απαντήσουμε με το μονομερές κούρεμα των ομολόγων SMP και εφαρμογή του παράλληλου συστήματος πληρωμών και τροποποίηση των κανόνων της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας με σκοπό την αποκατάσταση της κυριαρχίας της Βουλής επί της εν λόγω τράπεζας.»
Το πρόβλημα είναι πως ποτέ, ποτέ των ποτών, η απειλή αυτή δεν διαβιβάστηκε στην τρόικα. Ούτε και δημοσιεύτηκε ποτέ. Ο Βαρουφάκης το αναγνωρίζει. Όσο για την εφαρμογή της, όπως θα το δούμε στην συνέχεια, ο Τσίπρας και η πλειοψηφία του συμβουλίου αντιτάχθηκαν σαφώς και ο Βαρουφάκης το αποδέχτηκε ως την τελική συνθηκολόγηση του Ιουλίου 2015.
Εξ άλλου, σήμερα, διαθέτουμε μόνο την μαρτυρία του Βαρουφάκη. Θα έχουμε κάποτε μια μαρτυρία που θα επιβεβαιώνει την δήλωσή του; Είναι τελείως απίθανο ο Τσίπρας να επιβεβαιώσει την εκδοχή του Βαρουφάκη, διότι αυτό θα αποτελούσε ομολογία της δικής του ενοχής.
Όλα συνέβησαν σε πολύ κλειστό κύκλο και η υπόλοιπη κυβέρνηση δεν ενημερώθηκε ποτέ, ούτε η διεύθυνση του Συριζα. Ο ελληνικός πληθυσμός κρατήθηκε τελείως στην άκρη.
Η απειλή για την οποία μιλά ο Βαρουφάκης, ούτως ή άλλως, δεν διαβιβάστηκε ποτέ στην τρόικα.
Γράφει ο Βαρουφάκης: «Το χειρότερο θα ήταν να ζητήσουμε επέκταση, να την πετύχουμε και να μην σηματοδοτήσουμε την αποφασιστικότητά μας να περάσουμε στην πράξη αν οι πιστωτές παραβίαζαν το πνεύμα της ενδιάμεσης συμφωνίας. Αν κάναμε το σφάλμα αυτό, θα μας έσερναν στον βούρκο για όσο διαρκούσε η επέκταση ως ότου εξουθενωθούμε τελείως και καταφέρουν να μας αποτελειώσουν» (σ. 272 / σ. 442 ελλ. έκδ.). Όμως, αυτό ακριβώς είναι που συνέβη. Ο Βαρουφάκης, με τη σύμφωνη γνώμη του πυρήνα γύρω από τον Τσίπρα, ζήτησε την επέκταση του μνημονίου χωρίς να αναφέρει κάποια απόφαση να περάσει στην πράξη, και οι πιστωτές έσυραν στη λάσπη την κυβέρνηση πριν την οδηγήσουν να συνθηκολογήσει επίσημα.
Ο Βαρουφάκης έστειλε στο Eurogroup, στις 18 Φεβρουαρίου, μια επιστολή της οποίας αναφέρει φοβερά αποσπάσματα:
«Οι ελληνικές αρχές αναγνωρίζουν τις οικονομικές υποχρεώσεις έναντι όλων των πιστωτών». Πρόκειται να «συνεργαστούν με όλους τους εταίρους τους ώστε να ξεπεραστούν τα τεχνικά εμπόδια στα πλαίσια της συμφωνίας δανεισμού την οποία αναγνωρίζουμε ως ισχύουσα.»[18] Ο Βαρουφάκης προσθέτει πως δεν μπορούσε «να αποδεχθεί περισσότερα για να ικανοποιήσει το Βερολίνο» (σ. 273 / σ. 444 ελλ. έκδ.). Είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε.
20 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες: καθοδόν για την συνθηκολόγηση
Ο Βαρουφάκης πηγαίνει στις Βρυξέλλες και, ακριβώς πριν την έναρξη του Eurogroup, ο Ντάισελμπλουμ ανακοινώνει δυο άσχημα νέα, που όμως ο Βαρουφάκης δεν θεωρεί άσχημα: 1. Το υπόλοιπο των 11 δις € του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, πάνω στο οποίο βασίζονταν η κυβέρνηση Τσίπρα για να υλοποιήσει ένα μέρος των προεκλογικών υποσχέσεών της μεταφέρεται στο Λουξεμβούργο αντί να βρίσκεται στην διάθεση της Ελλάδας (ο Βαρουφάκης θεωρεί πως αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα). 2. Το μνημόνιο παρατείνεται έως τις 30 Ιουνίου (αυτό βολεύει τον Βαρουφάκη).
«Είπα στον Γερούν (Ντάισελμπλουμ) πως, εντάξει με αυτά τα δυο σημεία, χωρίς επιπτώσεις κατά την γνώμη μου, υπό τον όρο να μου δώσει σε αντάλλαγμα ένα πράγμα: ένα κάποιο περιθώριο δράσης.» (σ. 274 / σ. 446, ελλ. έκδ.). Συνεχίζει: «Απαίτησα το μνημόνιο και, πάντως το 30% των άρθρων του που θεωρούσα απαράδεκτα, να αντικατασταθούν με έναν κατάλογο μεταρρυθμίσεων που θα προτείνουμε εμείς, ενώ ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος έπρεπε να μειωθεί από 4,5% σε 1,5% του εθνικού εισοδήματος.» (σ. 274 / σ. 446, ελλ. έκδ.).
Ο Βαρουφάκης προσθέτει: «Έκπληξη: ο Γερούν συμφωνούσε.» Όμως, είναι η αλφαβήτα της διαπραγμάτευσης: αν εξ αρχής ο εχθρός σας δέχεται τους όρους σας, αυτό σημαίνει ότι την πηγαίνετε λάθος.
Ο Ντάισελμπλουμ δέχονταν επίσης η Ελλάδα να δώσει έναν κατάλογο προτάσεων μεταρρυθμίσεων που οι θεσμοί της τρόικας θα μπορούσαν να εγκρίνουν ή να απορρίψουν.
Γράφει ο Βαρουφάκης: «Αν η εισαγωγή αυτή περνούσε τον πήχυ και αναφέρονταν στο τελικό ανακοινωθέν, θα ήταν μια νίκη για τις πιο αδύναμες χώρες της ευρωζώνης. Για πρώτη φορά, μια χώρα αιχμάλωτη ενός προγράμματος διάσωσης θα είχε το δικαίωμα να αντικαταστήσει το μνημόνιο της τρόικας με την δική της ατζέντα μεταρρυθμίσεων.» (σ. 275 / σ. 447, ελλ. έκδ.). Πρόκειται για απόλυτο παραλήρημα. Βλέπετε στο παρακάτω πλαίσιο αποσπάσματα από την συμφωνία που υπέγραψε ο Βαρουφάκης με το Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου, στις Βρυξέλλες.
Η συμφωνία που υπέγραψε ο Βαρουφάκης κατά την συνεδρίαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου[19]
(Αποσπάσματα)
«Οι ελληνικές αρχές θα υποβάλλουν έναν πρώτο κατάλογο μεταρρυθμιστικών μέτρων, βάσει της τρέχουσας συμφωνίας, το αργότερο ως την Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου. Οι θεσμοί (πρόκειται για την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σημείωση του Eric Toussaint) θα εκφράσουν μια πρώτη άποψη για το κατά πόσον ο κατάλογος αυτός είναι αρκούντως πλήρης ώστε να θεωρηθεί ως ικανοποιητικό σημείο έναρξης για την επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Ο κατάλογος αυτός θα εξειδικευτεί περαιτέρω και, μετά, θα υποβληθεί προς έγκριση στους θεσμούς ως τα τέλη Απριλίου.
Μόνον η έγκριση, από καθέναν από τους θεσμούς, της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης της παρατεταμένης συμφωνίας θα επέτρεπε το ξεμπλοκάρισμα της δόσης που απέμενε στα πλαίσια του τρέχοντος προγράμματος του EFSF [Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας] και την μεταφορά των κερδών του 2014 που επιτεύχθηκαν στα πλαίσια του SMP [Προγράμματος των αγορών τίτλων]. Τα δυο υποβάλλονται εκ νέου στην έγκριση του Eurogroup.»
(…)
«Οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την ξεκάθαρη δέσμευσή τους ότι θα τηρήσουν πλήρως και εγκαίρως τις οικονομικές τους υποχρεώσεις έναντι όλων των πιστωτών τους.
Οι ελληνικές αρχές δεσμεύτηκαν επίσης να εξασφαλίσουν τα απαιτούμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ή τα απαραίτητα προϊόντα χρηματοδότησης για να εγγυηθούν την βιωσιμότητα του χρέους, σύμφωνα με την δήλωση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012.»
(…)
«Εν όψει των δεσμεύσεων αυτών, εκφράζουμε την ικανοποίησή μας για το ότι σε ορισμένους τομείς, οι πολιτικές προτεραιότητες της Ελλάδας μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση και την καλύτερη εφαρμογή της τρέχουσας συμφωνίας. Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να απέχουν από οιαδήποτε κατάργηση των μέτρων και από μονομερείς αλλαγές των πολιτικών και των διαρθρωτικών αλλαγών που θα είχαν αρνητικές επιπτώσεις στους δημοσιονομικούς στόχους, στην οικονομική ανάκαμψη ή στην χρηματοοικονομική σταθερότητα, όπως αξιολογούνται από τους θεσμούς.»
Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, παρά την ευφορία που αισθάνονταν, υπήρχε ένα προβληματάκι: «Το ανακοινωθέν είχε ένα μειονέκτημα: δεν προβλέπονταν καμιά χαλάρωση σχετικά με τον περιορισμό ρευστότητας» (σ. 275). Εν ολίγοις, η ασφυξία της Ελλάδας ξεκίνησε επίσημα στις 4 Φεβρουαρίου και συνεχίζονταν.
Το σκοινί γύρω από τον λαιμό της Ελλάδας θα λειτουργούσε σαν θηλιά: ενώ εκείνη έπρεπε να πληρώσει 7 δις χρεών πριν τις 30 Ιουνίου 2015, οι πιστωτές δεν θα κατέβαλαν κανένα ποσό φρέσκου χρήματος και, χειρότερο, η ΕΚΤ θα συνέχιζε να περιορίζει την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στην ρευστότητα έκτακτης ανάγκης. Αυτό θα μείωνε την ικανότητά τους να αγοράζουν τίτλους που εξέδιδε το ελληνικό Δημόσιο για να χρηματοδοτηθεί και θα ενίσχυε την ασφυξία της κυβέρνησης.
Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως κατά την διάρκεια του Eurogroup έλαβε ένα SMS από τον Εμμανουέλ Μακρόν που του ζητούσε νέα κι αυτός απάντησε: «Είχαμε ένα καλό αποτέλεσμα. Τώρα, πρέπει να σηκώσουμε τα μανίκια. Ευχαριστώ για την βοήθειά σας.». Ο Βαρουφάκης προσθέτει: «Αντέδρασε ως σύντροφος: «Να συνεχίσουμε να μαχόμαστε» (σ. 278).
Στη συνέχεια, ο Βαρουφάκης έδωσε μια συνέντευξη τύπου: «Ευχαρίστησα τον Γερούν που κράτησε το τιμόνι γερά και πρόσθεσα πως ήταν ευκαιρία ν’αρχίσουμε να εργαζόμαστε σκληρά. Για όλο το σαββατοκύριακο, η ομάδα μου κι εγώ θα συντάσσαμε τον κατάλογο με τις μεταρρυθμίσεις που θα υποβάλαμε εντός τριών ημερών.
- Θα πρέπει να δουλέψουμε σκληρά, αλλά θα εργαστούμε με χαρά αφού ξεκινούμε στα πλαίσια μιας σχέσης μεταξύ ίσων.»[20] (σελ. 279 / σ. 455, ελλ. έκδ.)
Στην πραγματικότητα, η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου αντιστοιχεί στην πράξη του υποτελούς που υποκύπτει στον αφέντη ενώ δηλώνει πως είναι ίσος με τον αφέντη. Ας θυμίσουμε τα λόγια που είπε ο Βαρουφάκης δέκα μέρες νωρίτερα στο ελληνικό κοινοβούλιο: «Αν δεν μπορείς να σκεφθείς την πιθανότητα να αποχωρήσεις από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καλύτερα να μην καθίσεις καθόλου.Αν η ιδέα του να φτάσεις σε αδιέξοδο σου είναι αδιανόητη, θα είναι σαν να περιορίζεσαι στον ρόλο του ικέτη που εκλιπαρεί τον αφέντη για κάποια προνόμια, αλλά καταλήγει να αποδεχτεί ό,τι του δώσει ο Αφέντης» (σ. 233).
Ο Βαρουφάκης αναφέρει τις έντονα διαφορετικές αντιδράσεις: Ο Jeffrey Sachs τον συγχαίρει ενώ ο Μανώλης Γλέζος, σύμβολο της αντίστασης και βουλευτής Συριζα στο Ευρωκοινοβούλιο, του ασκεί δριμεία κριτική όπως και ο Μίκης Θεοδωράκης – δυο ήρωες της παιδικής του ηλικίας, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του (σ. 282). Σε ένα δημόσιο ανακοινωθέν, ο Μανώλης Γλέζος ζήτησε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό που τον είχε καλέσει να ψηφίσει Συριζα τον Ιανουάριο του 2015.
Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως, από την 21η Φεβρουαρίου, ξεκινά την σύνταξη των προτάσεων μεταρρυθμίσεων προς «ενσωμάτωση στο μνημόνιο» και υποβολή στο Eurogroup της 23ης Φεβρουαρίου. Ο Βαρουφάκης λοιπόν δεν διστάζει να πει σήμερα ότι ο στόχος ήταν η τροποποίηση του τρέχοντος μνημονίου ενώ, την εποχή εκείνη, ο Τσίπρας κι εκείνος έλεγαν στον κόσμο πως επρόκειτο περί νέας συμφωνίας κι ότι η Ελλάδα είχε βγει από την φυκακή του μν ημονίου και της τρόικας, που είχε ξαναβαφτιστεί «οι θεσμοί».
Ο Βαρουφάκης γράφει πως την Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου, το απόγευμα, «το κείμενο θα στέλνονταν στην Κριστίν Λαγκάρντ, στον Μάριο Ντράγκι και τον Πιέρ Μοσκοβισί που θα είχαν το επόμενο πρωινό για το εξετάσουν πριν από την τηλεδιάσκεψη του Eurogroup, την Τρίτη το απόγευμα. Αυτοί οι τρεις θα αξιολογούσαν τα μέτρα πριν δώσουν το πράσινο φως ή το βέτο τους, ενώ οι υπουργοί δεν θα είχαν κανέναν λόγο» (σ. 283 / σ. 463, ελλ. έκδ.). Πως μπορεί λοιπόν να πει κανείς, όπως το έκανε ο Βαρουφάκης δημόσια εκείνη την εποχή, πως η τρόικα δεν υπήρχε πλέον κι ότι η Ελλάδα είχε ανακτήσει την ελευθερία της; Αναγνωρίζει ακόμη πως δέχτηκε να υποβάλλει στους Λαγκάρντ (ΔΝΤ), Ντράγκι (ΕΚΤ) και Μοσκοβισί (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) τις προτάσεις που η ελληνική κυβέρνηση σκόπευε να στείλει στην συνέχεια, επίσημα, στο Eurogroup.
Συμπέρασμα
Υπογράφοντας στις 20 Φεβρουαρίου 2015 μια συμφωνία με το Eurogroup βάσει της οποίας «Οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την ξεκάθαρη δέσμευσή τους ότι θα τηρήσουν πλήρως και εγκαίρως τις οικονομικές τους υποχρεώσεις έναντι όλων των πιστωτών τους» και «δεσμεύονται να απέχουν από την κατάργηση των μέτρων και από μονομερείς αλλαγές των πολιτικών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», οι Βαρουφάκης και Τσίπρας αθετούσαν την δέσμευσή τους να θέσουν τέλος στο μνημόνιο και να το αντικαταστήσουν με ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης. Παραιτούνταν από το να αμφισβητήσουν την νομιμότητα του χρέους και να αναστείλουν την πληρωμή του. Υπέβαλαν και πάλι την Ελλάδα στις επιθυμίες της τρόικας. Ήταν σίγουρα πως η τελευταία δεν θα ενέκρινε ένα πρόγραμμα μέτρων που θα επέτρεπαν στην κυβέρνηση να υλοποιήσει τις υποσχέσεις της. Η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου είναι το πρώτο επίσημο έγγραφο με το οποίο ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας εγκαταλείπουν τις κύριες προτάσεις του προγράμματος για το οποίο ο Συριζα είχε εκλεγεί.
Όπως έγραφε ο Στάθης Κουβελάκης σε μια συνέντευξη στον Alexis Cukier, το 2015: «Τα πράγματα είναι αρκετά απλά, στην πραγματικότητα: οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θέλουν να χτίσουν ένα σιδερένιο κλουβί μες στο οποίο θέλουν με κάθε τίμημα να κλείσουν την νέα κυβέρνηση για να την εμποδίσουν να υλοποιήσει το πρόγραμμά της. Ο στόχος είναι να δείξουν πως μια πολιτική εξόδου από την λιτότητα και τον νεοφιλελευθερισμό είναι αδύνατη στα σημερινά πλαίσια και ότι, όποια κι αν είναι η εντολή που δίνει ο λαός στην κυβέρνηση, όποια κι αν είναι τα αποτελέσματα των εκλογών, πάντα οι ίδιες πολιτικές είναι που θα εφαρμόζονται. Ο πρώτος τους στόχος είναι ξεκάθαρα να ταπεινώσουν τον Συριζα και να γονατίσουν την νέα ελληνική κυβέρνηση. Είναι επίσης μια προειδοποίηση προς τους Podemos και σε κάθε άλλη δύναμη που, στην Ευρώπη, θα μπορούσε να ανεβεί στην εξουσία και να αμφισβητήσει τις πολιτικές λιτότητας και τον μηχανισμό χρέους.»[21]
Από την πλευρά της, η CADTM Ευρώπης είχε δημοσιεύσει την 31η Δεκεμβρίου 2014 ένα ανακοινωθέν που ακούγεται σαν προειδοποίηση: «Οι ισχυροί της Ευρώπης και όλου του κόσμου δεν περίμεναν καν την διάλυση του Ελληνικού Κοινοβουλίου και την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας για να ξεκινήσουν την νέα τους επίθεση με ψέματα και εκβιασμούς που στόχο έχουν να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες πολίτες ώστε να μην ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου υπέρ του Συριζα, του συνασπισμού της ελληνικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πράγματι, με την στήριξη των μεγάλων ευρωπαϊκών ΜΜΕ, οι «από πάνω» με ονόματα όπως Γιούγκερ, Μέρκελ, Ολλάντ, Ρέντζι ή Μοσκοβισί ξεκινούν την νιοστή ωμή παρέμβασή τους στις εσωτερικές υποθέσεις αυτής της Ελλάδας που έχουν ήδη μετατρέψει σε ένα βουνό κοινωνικών ερειπίων από τότε που της επέβαλαν τις απάνθρωπες και βάρβαρες πολιτικές λιτότητάς τους.
Η CADTM δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ως προς τις πραγματικές προθέσεις εκείνων που μετέτρεψαν την Ελλάδα σε ευρωπαϊκό εργαστήρι των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών τους και τους Έλληνες σε πραγματικά πειραματόζωα της δικής τους οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής θεραπείας σοκ. Πρέπει να αναμένουμε μια κλιμάκωση της επίθεσής τους καθώς δεν έχουν τα περιθώρια να πετύχει ο Συριζα και να τον αντιγράψουν στην Ευρώπη! Θα χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα που διαθέτουν καθώς γνωρίζουν καλά πως αυτό που διακυβεύεται στις επόμενες ελληνικές εκλογές είναι η επιτυχία ή η αποτυχία του κοινωνικού πολέμου που πραγματοποιούν κατά της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαών όλης της Ευρώπης! Εξ άλλου, επειδή το διακύβευμα είναι τόσο σημαντικό, πρέπει να αναμένουμε πως «οι από πάνω» της Ευρώπης και της Ελλάδας δεν θα τηρήσουν την ετυμηγορία της κάλπης που αναμένεται να φέρει, για πρώτη φορά στην ιστορία, την νίκη της ελληνικής αριστεράς.Χωρίς καμιά αμφιβολία, θα προσπαθήσουν στην συνέχεια να οδηγήσουν σε ασφυξία την αριστερή κυβέρνηση που θα βγει από τις εκλογές, καθώς η ενδεχόμενη επιτυχία της θα ερμηνευτεί σίγουρα ως εξαιρετική ενθάρρυνση στην αντίσταση από τους εργαζόμενους και τους λαούς της Ευρώπης.»(http://www.cadtm.org/Bas-les-pattes-devant-la-Grece-qui )
Στο επόμενο μέρος θα δούμε πως ο Βαρουφάκης, με την σύμφωνη γνώμη του Τσίπρα, θα υπογράψει μερικές μέρες μετά την 20ή Φεβρουαρίου 2015 ένα κείμενο που συντάχθηκε από την τρόικα και αναγνωρίζει την υπεροχή του μνημονίου σε σχέση με τα προτεινόμενα από την κυβέρνηση μέτρα.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman
Σημειώσεις
[1] Οι τρεις πρώτες παράγραφοι του μέρους αυτού προέρχονται από την εισαγωγή του προηγούμενου άρθρου https://www.contra-xreos.gr/arthra/1281-varoufakis-4.html
[2] Ομοσπονδιακός υπουργός οικονομικών από τις 28Οκτωβρίου 2009 ως τις 24 Οκτωβρίου 2017. Έκτοτε είναι πρόεδρος του Bundestag.
[3] Γ. Βαρουφάκη, Conversations entre adultes. Dans les coulisses secrètes de l'Europe, (Συζητήσεις μεταξύ ενηλίκων. Στα μυστικά παρασκήνια της Ευρώπης. Γαλλική έκδοση του «Ανίκητοι ηττημένοι. Για μιαν ελληνική Άνοιξη μετά από ατέλειωτους μνημονιακούς χειμώνες), εκδ. Les Liens Qui Libèrent, Paris, 2017, κεφάλαιο 7, σ. 217 (σ. 348, ελλ. έκδοση). (ΣτΜ: η αρίθμηση των κεφαλαίων και των σελίδων παραπέμπουν στην γαλλική έκδοση. Ακολουθεί σε παρένθεση, όποτε έχει ανευρεθεί, η παραπομπή στην αντίστοιχη σελίδα της ελληνικής έκδοσης).
[4] Γ. Βαρουφάκη, οπ.π., κεφάλαιο 7, σ. 218 (σ. 348, ελλ. έκδ).
[5] Γ. Βαρουφάκη, οπ.π., κεφάλαιο 7, σ. 218. (σ. 350, ελλ. έκδ.)
[6] Εξ άλλου, δυσκολεύεται πραγματικά κανείς να πιστέψει πως ο Βαρουφάκης, ο Τσακαλώτος κι ο ηγετικός κύκλος γύρω από τον Τσίπρα μπόρεσαν ειλικρινά να σκεφτούν πως η πρόταση αυτή μπορούσε να πείσει τους ευρωπαίους ηγέτες.
[7] Οι χώρες μέλη της ευρωζώνης δεν μπορούν να προχωρήσουν σε υποτίμηση του νομίσματός τους αφού υιοθέτησαν το ευρώ. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή η Ισπανία είναι λοιπόν στριμωγμένες λόγω του ότι ανήκουν στην ευρωζώνη. Οι ευρωπαϊκές αρχές και οι εθνικές τους κυβερνήσεις, λοιπόν, εφαρμόζουν αυτό που ονομάζεται «εσωτερική υποτίμηση»: επιβάλλουν μειώσεις μισθών σε όφελος των ηγετών των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η εσωτερική υποτίμηση είναι συνεπώς συνώνυμο της μείωσης μισθών. Χρησιμοποιείται για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα αλλά διαπιστώνεται πως είναι ελάχιστα αποτελεσματική για την ανάκτηση της οικονομικής ανάπτυξης καθώς οι πολιτικές λιτότητας και καταπίεσης των μισθών εφαρμόζονται σε όλες τις χώρες. Αντίθετα, από πλευράς εργοδοσίας, η κρίση της ευρωζώνης που πήρε ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα από το 2010-2011 είναι ευλογία: ο νόμιμος κατώτατος μισθός μειώθηκε σημαντικά σε Ελλάδα, Ιρλανδία και άλλες χώρες.
[8] Ο Βαρουφάκης προσθέτει: «Την στιγμή που γράφω, ο Μιχάλης Χριστοφοράκος διάγει ήρεμον βίον στην Γερμανία, ο Στουρνάρας είναι ακόμη διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας, το σκάνδαλο Siemens δεν έχει οδηγήσει ούτε έναν πολιτικό ενώπιον της δικαιοσύνης» (οπ.π., σ. 223). Πρέπει να ξέρουμε πως ο Στουρνάρας είχε προτείνει στο ελληνικό Κοινοβούλιο, το 2012, μιαν εξωδικαστική απόφαση με υπογραφή της Siemens η οποία έθετε τέλος σε κάθε δίωξη. Προσθέτω πως, από τον Σεπτέμβρη του 2017, εξελίσσονται στην Ελλάδα δίκες σχετικά με την δράση της Siemens, με παραπομπή 18 στελεχών της εταιρείας (εκ των οποίων ο Χριστοφοράκος), σε Ελλάδα και Γερμανία, ενώπιον της δικαιοσύνης, για διαφθορά «μη ταυτοποιημένων» υπαλλήλων του Κράτους. Οι ατζέντες του Χριστοφοράκου που παραδόθηκαν από την πρώην γραμματέα του δείχνουν πως είχε επανειλημμένες συναντήσεις με ορισμένες από τις κύριες πολιτικές προσωπικότητες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για να τους παραδώσει προμήθειες σε μετρητά.
[9] Βλ. επίσης: Επίσημη πράξη δημιουργίας της Επιτροπής αλήθειας δημόσιου χρέους, http://www.cadtm.org/Grece-Acte-officiel-de-creation-de
[10] Έλαβε την πρωτοβουλία να επεξεργαστεί το νόμο που αποτελούσε το μόνο μέτρο καταπολέμησης των μοιραίων αποτελεσμάτων της μνημονιακής λιτότητας πάνω στην πραγματική οικονομία, με δυνατότητα καταβολής σε 100 δόσεις των οφειλών προς την εφορία, για ιδιώτες και επιχειρήσεις. Βλ. http://www.cadtm.org/Grece-Troisieme-memorandum-Le
[11] Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος συνεπάγεται γενικά την συμπίεση των δαπανών που δεν αφορούν την πληρωμή του χρέους ούτως ώστε τα έσοδα να είναι περισσότερα από τις δαπάνες. Έτσι, το πρωτογενές πλεόνασμα υπολογίζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πληρωμή του δημοσίου χρέους. Αν η πληρωμή αυτή συνυπολογισθεί, ο προϋπολογισμός παρουσιάζει έλλειμμα και πρέπει να προχωρήσει σε νέα δάνεια για να αντέξει.
[12] Η κυβέρνηση Τσίπρα ήλπιζε επίσης ότι μπορούσε να βασίζεται στο ποσό των 11 δις που αποτελούσε το υπόλοιπο του ποσού για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και που ο Συριζα ήθελε να ανακατευθύνει προς την δημιουργία μια αναπτυξιακής τράπεζας και την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα. Απόσπασμα του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης: «Σε ό,τι αφορά το κόστος του κεφαλαίου έναρξης του δημοσίου, του ενδιάμεσου φορέα και το κόστος εκκίνησης της ίδρυσης τραπεζών ειδικού σκοπού, που συνολικά είναι της τάξης των 3 δις ευρώ, θα το χρηματοδοτήσουμε από το λεγόμενο «μαξιλάρι» των περίπου 11 δις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.»
[13] Ο Στάθης Κουβελάκης μιλά για την αίσθηση πως μια θεμελιώδης αλλαγή ήταν σε εξέλιξη: «ο λόγος του Τσίπρα προς την Βουλή στις 8 Φεβρουαρίου ήταν μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή. Τοποθετείται μετά τις συμβολικές ρήξεις, την στιγμή ανάληψης καθηκόντων της νέας κυβέρνησης, με την πολιτική ορκωμοσία, με την κατάθεση λουλουδιών στην Καισαριανή, στο μνημείο των διακοσίων ηρώων κομμουνιστών της Αντίστασης που εκτέλεσαν οι ναζί την 1η Μαΐου 1940. Πρέπει να υπενθυμίσουμε αυτά τα διακόσια στελέχη κομμουνιστές που εκτελέστηκαν ήταν όλη η διεύθυνση του κόμματος… Η κίνηση αυτή ενέγραψε την κυβέρνηση σε μιαν ισχυρή ιστορική συνέχεια, μες στην βαθειά ιστορία του λαϊκού κινήματος και της κομμουνιστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Και εκεί, στην ομιλία γενικών αρχών, αισθανόταν κανείς ότι η ρήξη ήταν και πάλι, πραγματικά, πολύ κοντά.» Stathis Kouvélakis, La Grèce, Syriza et l’Europe néolibérale. Entretiens avec Alexis Cukier, (Στάθης Κουβελάκης, Η Ελλάδα, ο Συριζα κι η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη. Συζητήσεις με τον Alexis Cukier), La Dispute, Παρίσι, 2015, σ. 17-18). Βέβαια, διάφορες οργανώσεις της αριστεράς δεν παρέλειψαν να επιτεθούν ή να ασκήσουν σκληρή κριτική στον Τσίπρα: ήταν το ΚΚΕ, το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα, μάλλον αδιάλλακτο, και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, είτε εκείνες που έχουν συγκεντρωθεί γύρω από την Ανταρσύα είτε αναρχικές ομάδες που έκαναν κατάληψη στα γραφεία του Συριζα, σύντομα μετά την σύσταση της κυβέρνησης.
[14] Ομιλία της Ζωής Κωνσταντοπούλου κατά την εκλογή της ως Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων (στα γαλλικά: http://www.cadtm.org/Discours-prononce-par-Zoe, στα ελληνικά: https://www.youtube.com/watch?v=uiAWkFi9FTU δημοσιεύτηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2015.
[15] Éric Toussaint, "Comment appliquer des politiques antipopulaires d’austérité ; L’OCDE fournit un vade-mecum pour les gouvernants" (Πώς να εφαρμόζετε τις αντιλαϊκές πολιτικές λιτότητας: ο ΟΟΣΑ παρέχει ένα εγχειρίδιο προς τους κυβερνώντες) http://www.cadtm.org/Comment-appliquer-des-politiques
[16] Πράγματι, δεν υπάρχει άλλη δυνατή ερμηνεία καθώς η παράταση του ισχύοντος μνημονίου συνεπάγονταν αυτομάτως πως οι εταίροι δεν άλλαζαν. Έτσι, η επιμονή του Βερολίνου σχετικά με την παρουσία του ΔΝΤ δεν μπορούσε σημαίνει παρά ένα τρίτο μνημόνιο που έπρεπε να υπογραφεί με την λήξη του τρέχοντος. Αυτό είναι εξ άλλου που πέτυχε το Βερολίνο τον Ιούλιο του 2015.
[17] Η υπογράμμιση είναι του Βαρουφάκη.
[18] Υπογράμμιση του Eric Toussaint.
[19] Το πρωτότυπο κείμενο σε αγγλική γλώσσα βρίσκεται στην διεύθυνση http://www.consilium.europa.eu/en/press/press-releases/2015/02/150220-eurogroup-statement-greece/ Τα αποσπάσματα που αναφέρονται εδώ προέρχονται από την (γαλλική) μετάφραση που έγινε εκείνη την στιγμή από την Ananda Cotentin, βλ. https://blogs.mediapart.fr/ananda-c/blog/250315/communique-de-leurogroupe-sur-la-grece
[20] Υπογράμμιση του Eric Toussaint.
[21] Stathis Kouvélakis, La Grèce, Syriza et l’Europe néolibérale. Entretiens avec Alexis Cukier, (Στάθης Κουβελάκης, Η Ελλάδα, ο Συριζα κι η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη. Συζητήσεις με τον Alexis Cukier), La Dispute, Παρίσι, 2015, σ. 76-77