Την Παρασκευή 14/11/18 στις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες χύθηκε πάλι πολύ αίμα στο χρηματιστήριο, μιας και οι τρεις από αυτές υποβαθμίστηκαν από τον δείκτη (MSCI) της Morgan Stanley αλλά σημειώθηκε και πισωγύρισμα με 1 δισ. ευρώ έπειτα από 12 μήνες, στον μηχανισμό Έκτακτης Ενίσχυσης σε Ρευστότητα (ELA).

Η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών από 8,7 δισ. στην αρχή του 2018 έφτασε σήμερα στα 4,5 δισ. χάνοντας περίπου το μισό της αξίας της. Να θυμίσουμε ότι οι Έλληνες φορολογούμενοι δανείστηκαν για να διασώσουν τις ελληνικές τράπεζες και στις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις της περιόδου 2011 -2015 περίπου 45,4 δισ. ευρώ ενώ σήμερα είναι από το ΤΧΣ «ανακτήσιμα» μόνο 810 εκατ.

Τι άλλαξε τη μαγική εικόνα που ήθελε τις τράπεζες να περνάνε τα stress tests το Μάιο, να βγαίνουμε από τα μνημόνια τον Αύγουστο, «σχεδόν» να αίρονται τα capital controls και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Σεπτεμβρίου, οι τράπεζες να καταθέτουν τα αναθεωρημένα πλάνα τριετίας 19-21 στον SSM, για το ξεκαθάρισμα των «κόκκινων» δανείων;

Φιλόδοξα πλάνα

Σύμφωνα με τα σχέδια που υπέβαλαν οι τράπεζες, πρέπει έως το τέλος του 2021 να μειώσουν περίπου στο μισό το ύψος των «κόκκινων» δανείων, από τα περίπου 88 δισ. που είναι σήμερα. Δηλαδή πρέπει να «σβήσουν» μια τράπεζα. Τα τόσο φιλόδοξα πλάνα που υπέβαλαν στον SSM σκοπεύουν να τα πετύχουν με πωλήσεις ή τιτλοποιήσεις περίπου 25 δισ. δανείων, με 15 δισ. ευρώ ρευστοποιήσεις (δηλαδή γεωμετρική ανάπτυξη στους πλειστηριασμούς), ενώ τα υπόλοιπα με ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις κ.λπ.

Οι «αγορές» ποντάρουν ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν θα τα καταφέρουν «διαβάζοντας» τα μηνύματα από τις αδύναμα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου 2018 στα έσοδα από χορηγήσεις, την απογοήτευση από τα roadshows του Χρηματιστηρίου ή του συνέδριου της Merrill Lynch/BofA στο Λονδίνο, το απαγορευτικό επιτόκιο στην προσπάθεια της Πειραιώς για έκδοση ομολόγου ύψους 500 εκατ. ευρώ, την κακή ποιότητα κεφαλαίων με τον αναβαλλόμενο φόρο να φτάνει τα 21 δισ. ευρώ.

Εκτιμούν επίσης ότι στο ασταθές παγκόσμιο αλλά και ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον η όποια «επιδείνωση» θα είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμη. Η FED θα συνεχίσει να αυξάνει τα αμερικανικά επιτόκια, πράγμα που θα σημάνει αύξηση στην πίεση στις αναδυόμενες οικονομίες, και επιβράδυνση της οικονομική ανάπτυξης, την ίδια ώρα που αυξάνονται οι ανησυχίες του εμπορικού πολέμου USA–Κίνας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ έχει δηλώσει τη λήξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης η στασιμότητα και τα αρνητικά αποτελέσματα της Ιταλίας και της Γερμανίας «ζητούν» παράταση του μέτρου. Την ίδια στιγμή σημαντικός κίνδυνος για την ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει το Brexit αλλά και οι απειλές επιβολής δασμών στην Ευρώπη από τον Τραμπ.

Επιθετικότητα

Όλα αυτά κάνουν τις τράπεζες να γίνουν πολύ επιθετικές το επόμενο διάστημα για πωλήσεις, ρυθμίσεις και εισπράξεις δανείων καθώς και την ΤτΕ και το ΤΧΣ να εκπονούν εργαλεία είτε μέσω του αναβαλλόμενου φόρου σε μια ειδική «bad bank», που με ομόλογα θα διαγράψει τα μισά «κόκκινα» δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες, είτε σε συνδυασμό με κρατικές εγγυήσεις έκδοση τιτλοποιήσεων. Τα παραπάνω φορτώνονται με πολλά ρίσκα «μόχλευσης» και τεράστια ερωτηματικά αποτελεσματικότητας. Για το λόγο αυτό μαζί με την κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσουν όλο το νομικό και θεσμικό οπλοστάσιο που έχουν τροποποιήσει το τελευταίο διάστημα ώστε τα πετύχουν.

Η κατάργηση του τροποποιημένου νόμου Κατσέλη για προστασία της πρώτης κατοικίας υποκαταστάθηκε με υπό όρους επιδότησης στεγαστικών δανείων... Οι ψηφιακοί πλειστηριασμοί αναβαθμίζουν την πλατφόρμα τους ώστε να γίνονται χιλιάδες. Ήδη υπάρχει αυτόματη άρση της προστασίας με απόφαση των τραπεζών, σε περιπτώσεις καθυστερήσεων στις αποπληρωμές των δόσεων. Σε περιπτώσεις όπως μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων σε συγγενικά πρόσωπα ή πώληση ακίνητης περιουσίας σε τρίτα πρόσωπα υπάρχει πριν από τη δικαστική προσφυγή απόρριψη της αίτησης. Σε περιπτώσεις οφειλετών που αιτούνται και πετυχαίνουν την αναβολή των δικαστικών αποφάσεων υπάρχει αυτόματη έξοδος από τις διαδικασίες δικαστικής προστασίας.

Οι τράπεζες είναι πολύ επιθετικότερες και ενάντια στους τραπεζοϋπαλλήλους. Ήδη με τη μέθοδο των «εθελούσιων» απολύσεων έχουν μειωθεί κατά 40% οι θέσεις εργασίας στο κλάδο από το 2009, αλλά αυτό δεν φτάνει. Είτε με δικαιολογία την ψηφιοποίηση είτε τη μεγαλύτερη κερδοφορία, σχεδιάζεται με εθελούσιες ή όχι η «έξοδος» άλλων 10.000 εργαζομένων, αλλά και η γενικότερη χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων.

Διακήρυξη

Σύμφωνα με τη Διακήρυξη του Δικτύου Εργαζομένων στις τράπεζες που αφορά το 32ο Συνέδριο της ΟΤΟΕ που γίνεται τέλη Νοέμβρη:

«Οι συνθήκες εργασίας εντατικοποιήθηκαν συστηματικά, και επεκτάθηκαν οι ελαστικές μορφές απασχόλησης στον κλάδο. Εφαρμόστηκαν συστήματα στοχοθεσίας, που ολοένα και περισσότερο έχουν ατομικά χαρακτηριστικά, ενώ λειτουργούν και ως μοχλός πίεσης για τον πειθαναγκασμό των εργαζομένων, αφού λειτουργούν και ως αξιολογικός μηχανισμός. Η μη τήρηση του συμβατικού ωραρίου έχει γίνει πλέον καθεστώς, τόσο που θεωρείται περίπου αυτονόητο, ότι το ωράριο τελειώνει όταν τελειώνει η δουλειά. Όμως οι εργαζόμενοι στις τράπεζες δεν έχουμε συμβάσεις έργου, αλλά συμβάσεις εργασίας με καθορισμένο ωράριο.

Κι επειδή τα παραπάνω μάλλον δεν τους είναι αρκετά, οι τράπεζες πλέον προχωρούν σε ακόμη επιθετικότερες μεθόδους. Την τελευταία τριετία βιώσαμε εκδικητικές μεταθέσεις και υπηρεσιακή απαξίωση ως απάντηση στην άρνηση εργαζόμενων να δεχτούν την “εθελούσια”, προσπάθειες για απόσχιση κλάδων με το αιτιολογικό ότι δεν αποτελούν τραπεζικές εργασίες (φύλαξη, καθαριότητα, καταμέτρηση), ενώ τελευταία αμφισβητείται ακόμη και η σταθερή εργασία, αφού με πρωτεργάτη την Πειραιώς, οι τράπεζες επεξεργάζονται προτάσεις περαιτέρω ελαστικοποίησης της εργασίας, με μοντέλα τύπου “εθελοντικής μερικής απασχόλησης”».

Πως πέρασαν όλα αυτά στην καθημερινότητα των τραπεζοϋπαλλήλων; Γιατί δεν είδαμε αντίστοιχες κινητοποιήσεις; Πέρα από τις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν όλο το συνδικαλιστικό κίνημα, στις τράπεζες που έχουν υψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, έπαιξαν ρόλο οι συμβιβαστικές συνδικαλιστικές λογικές που κυριάρχησαν των κινητοποιήσεων, αλλά και η αδυναμία της Αριστεράς να δώσει πειστική αγωνιστική απάντηση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Στην ίδια διακήρυξη υποστηρίζεται ότι :

«Το στρατηγικό δόγμα που ενστερνίστηκε η πλειοψηφία της ΟΤΟΕ σε όλη την μνημονιακή περίοδο συνοψίζεται στη λογική “από κοινού με τις τράπεζες, σε όρους συνεργασίας και εργασιακής ειρήνης, να βρούμε τις λύσεις για το κοινό συμφέρον”. Λογική, που υποδηλώνει, ότι το βασικό μέλημα για την συνδικαλιστική ηγεσία του κλάδου, και μάλιστα εν μέσω κρίσης, ήταν και είναι η με κάθε τρόπο υπεράσπιση της “σταθεροποίησης” των τραπεζών.

Επιπλέον, στα λόγια αρκετές φορές και η πλειοψηφία βρέθηκε να καταγγέλλει τα μνημόνια και τα συνακόλουθα πλάνα αναδιάρθρωσης των τραπεζών. Στην πράξη, ωστόσο, δεν κατέληξε ποτέ στη διατύπωση μιας άλλης πρότασης διεξόδου υπέρ των εργαζομένων, παρά μόνον τα αναγνώρισε ως μονόδρομη συνθήκη, ως “αναγκαίο κακό”. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που την κρίσιμη περίοδο του δημοψηφίσματος τον Ιούνιο του 2015, ταυτίστηκε στις θέσεις της με την πλευρά της εργοδοσίας και του ΣΕΒ.

Τι φταίει

Μόνιμη επωδός στην ανάλυση που επιχειρείται από την πλειοψηφία της ΟΤΟΕ για την κατάσταση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, είναι ότι η προβληματική συνθήκη σε αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι τράπεζες “αφελληνίστηκαν”. Ότι οι ξένοι μέτοχοι είναι αδυσώπητοι κερδοσκόποι, ότι τοποθετήθηκαν στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών αλλοεθνή στελέχη, που δεν μιλάνε ελληνικά και δεν κατανοούν την ελληνική πραγματι­κότητα. Υπονοώντας, προφανώς, ότι αν οι μέτοχοι και τα μέλη ΔΣ ήταν Έλληνες, θα γυρνούσαμε πίσω στις “χρυσές εποχές” των ‘80s και του σοσιαλδημοκρατικού κορπορατισμού.

Η ελλειμματική αυτή στρατηγική, και τελικά συνδικαλιστική αντίληψη, πέρα από τα εξόφθαλμα σφάλματα ανάλυσης που εμπεριέχει, φέρνει την πλευρά των εργαζομένων σε εξαιρετικά αδύναμη θέση. Κι αυτό δεν προκύ­πτει μόνο από το γεγονός, ότι η απουσία διεκδικητικής πρότασης συμβάλλει στη μοιρολατρική αποδοχή του όλου πλαισίου από τους συναδέλφους, οι οποίοι δεν εμπνέονται να αγωνιστούν και τελικά συμμορφώνονται στην επεκτεινόμενη εργοδοτική αυθαιρεσία».

Δυστυχώς η Αριστερά στις τράπεζες βγαίνει αδυνατισμένη από τη μάχη των μνημονίων αλλά και την «κανονικότητα» της επόμενης μέρας. Η επικράτηση του συμβιβασμένου ή του κυβερνητικού συνδικαλισμού την αφήνει με μικρές δυνάμεις αλλά και μόνη στην ταξική υποστήριξη των επιθέσεων της εργοδοσίας. Διεκδικήσεις για υπογραφή νέας κλαδικής ΣΣΕ με αυξήσεις, επαναφορά επιδομάτων, πολυετίας πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη. Διακοπή των πρακτικών ελαστικής εργασίας και άμεση ένταξη των ενοικιαζόμενων και δανειζομένων εργαζόμενων στο τακτικό προσωπικό των τραπεζών. Επιτέλους η κατακερματισμένη αγωνιστική/ταξική Αριστερά πρέπει να βρει τους τρόπους να συνεννοηθεί, σε ένα ρεαλιστικό σχέδιο αντίστασης στις τράπεζες.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες