Η ολοκληρωτική εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ είναι ένα σημείο καμπής στις διεθνείς εξελίξεις.

Θα υποχρεώσει όλους μας να σκεφτούμε και να εργαστούμε για να κατανοήσουμε το σημείο σήψης/επικινδυνότητας στο οποίο έχει φτάσει ο καπιταλισμός διεθνώς, να συζητήσουμε για τη «συνθήκη» που κάνει αναγκαία και εφικτή την ανάδειξη υπερ-αντιδραστικών κυβερνήσεων, ή την ενίσχυση ακροδεξιών-ρατσιστικών «αντιπολιτεύσεων» (ως κυβερνήσεων εν αναμονή) σε μια σειρά από χώρες, στα πιο διαφορετικά σημεία του πλανήτη.

Το κρίσιμο ζήτημα θα είναι το αν η Αριστερά, και ειδικότερα η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, θα βρει τη δύναμη να διαμορφώσει στην πράξη μια πολιτική «έκτακτης ανάγκης» που θα της επιτρέψει να αναμετρηθεί με τις σκληρές προκλήσεις της περιόδου που έρχεται.

Σε αντιδιαστολή με τη νίκη του Τραμπ, οι εξελίξεις στη Γαλλία ήταν επίσης μια προειδοποίηση από το μέλλον.

Για να κινηθούμε στην κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να ξεκινήσουμε απορρίπτοντας μια σειρά από γενικόλογες κοινωνιολογικές μπούρδες που επιχειρούν να «ερμηνεύσουν» τη νίκη του Τραμπ αποδίδοντας τις ευθύνες… στον κόσμο και μια, τάχα, γενικευμένη αυθόρμητη συντηρητικοποίησή του. Οι απόψεις αυτές οδηγούν σε παθητικότητα και πολιτική παράλυση αλλά, επίσης, δεν ερμηνεύουν το σύνολο της εικόνας: στη Γαλλία, όταν ο κόσμος είδε το «φως» μιας πιθανής πολιτικής νίκης με ουσιαστικό κοινωνικό επίδικο, μπήκε ακαριαία σε κίνηση και άλλαξε τα εκλογικά δεδομένα. Στις ΗΠΑ δεν συνέβη. Αλλά γι’ αυτό υπάρχουν μια σειρά πολιτικοί λόγοι, πολύ πιο συγκεκριμένοι από τη γενική κατηγορία της «συντηρητικοποίησης».

Ήττα των Δημοκρατικών

Ως τις 15 Νοέμβρη, ο Τραμπ είχε συγκεντρώσει 76 εκατ. ψήφους, έναντι των 73,2 εκατ. ψήφων στην Καμάλα Χάρις και των 2,5 εκατ. ψήφων στα μικρότερα «τρίτα κόμματα». Με την ολοκλήρωση της καταμέτρησης, όλοι αυτοί οι αριθμοί θα αυξηθούν κάπως (εκκρεμούν περίπου 4 εκατομμύρια), με μεγαλύτερη λογικά την ενίσχυση της Χάρις (καθώς υπολείπονται ψήφοι κυρίως Δημοκρατικών Πολιτειών όπως η Καλιφόρνια). Πλάι σε αυτούς, βρίσκονται περίπου 110 εκατομμύρια ενήλικες που δεν πήγαν (ή είχαν στερηθεί το δικαίωμα…) να ψηφίσουν. Κατά προσέγγιση, ο Τραμπ ψηφίστηκε από έναν στους τρεις Αμερικανούς που και μπορούσε και ήθελε να πάει στην κάλπη ή γύρω στο 23% του συνολικού πληθυσμού.

Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν την αποτυχία των Δημοκρατικών να «χτίσουν» ένα πειστικό πολιτικό αντίβαρο στον Τραμπ. Όμως, επίσης, δεν επιβεβαιώνουν το προκατασκευασμένο συμπέρασμα ότι ο τραμπισμός νίκησε ως έκφραση της «λευκής» εργατικής τάξης στις ΗΠΑ, παρά τις προόδους που οι Δημοκρατικοί του επέτρεψαν να πετύχει μέσα στα παραδοσιακά εκλογικά «κάστρα» τους. Στους αφροαμερικανούς, η μεγάλη πλειοψηφία ψήφισε κατά του Τραμπ και οι υπόλοιποι κυρίως απείχαν, αφήνοντας μια μικρή (εύκολα εξηγήσιμη) επιρροή στους Ρεπουμπλικάνους. Στους αραβόφωνους και μουσουλμάνους μετανάστες, οι Δημοκρατικοί «πλήρωσαν» τη φιλοσιωνιστική πολιτική τους: σε αυτές τις κοινότητες η Ζιλ Στάιν (που υποστήριξε τις κινητοποιήσεις για την Παλαιστίνη) πήρε υπερπολλαπλάσια ποσοστά από τον εθνικό μέσο όρο του Πράσινου Κόμματος. Στους ισπανόφωνους η επιρροή του Τραμπ, αν και παρέμεινε μειοψηφία, έκανε μια σημαντικότερη πρόοδο. Όμως αυτό οφείλεται κυρίως στη στάση των θρησκευτικών δικτύων, που είναι παραδοσιακά ισχυρά στις λατίνικες κοινότητες και που λειτούργησαν ως τμήματα της προεκλογικής μηχανής του Τραμπ, παρά σε ανεπιβεβαίωτους ισχυρισμούς, όπως ότι «οι μετανάστες παλαιότερων γενεών φοβούνται τις νεότερες μεταναστευτικές αφίξεις» και, κατά συνέπεια, εντάσσονται στο ρατσιστικό παραλήρημα της ρεπουμπλικανικής ακροδεξιάς. Το μοναδικό σημείο της προεκλογικής καμπάνιας όπου η Χάρις είχε καθαρό μέτωπο απέναντι στον Τραμπ ήταν στο ζήτημα του δικαιώματος των γυναικών να αποφασίζουν σχετικά με τις αμβλώσεις. Και στις γυναίκες, ο Τραμπ σημείωσε μια καθαρή εκλογική αποτυχία. Παρεμπιπτόντως, όλες οι παραπάνω κοινωνικές κατηγορίες,  αποτελούν τα κατεξοχήν θύματα των διάφορων «θεσμικών» περιορισμών στο δικαίωμα ψήφου, τόσο των παραδοσιακών (μετανάστες, κατάδικοι κλπ), όσο και των σχετικά νέων (φορολογική ενημερότητα, χρέη κ.ά.) που έχουν επιβάλει μια σειρά Πολιτείες με αποτέλεσμα να υποεκπροσωπούνται ακόμα περισσότερο στις κάλπες. 

Όπως γράφτηκε κατά κόρον, το κεντρικό επίδικο των εκλογών ήταν η οικονομία. Η Αμερική είναι τόπος τεράστιας οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Το πλουσιότερο 0,1% του πληθυσμού διαθέτει πλούτο μεγαλύτερο από το 90% του φτωχότερου τμήματός του, και πολιτική δύναμη ασύγκριτα μεγαλύτερη από κάθε άλλο «ομόλογο» τμήμα της κυρίαρχης τάξης στον κόσμο. Στα χρόνια μετά την πανδημία και μετά την «έφοδο» του πληθωρισμού αυτή η κατάσταση επιδεινώθηκε. Για τα εργατικά νοικοκυριά, αλλά και σημαντικό μέρος των μεσοστρωμάτων, το «να βγει ο μήνας» έγινε αγωνιώδης υπόθεση. Πίσω από τα οικονομικά μεγέθη είναι ο πόνος και η απελπισία εκατομμυρίων ανθρώπων: το ποσοστό των αυτοκτονιών, το ποσοστό των θανάτων από ναρκωτικά, το ποσοστό των φτωχών που ζουν με βαριές ποινές στις φυλακές, το ποσοστό των «τυφλών» ένοπλων επεισοδίων κλπ είναι στις ΗΠΑ υπερπολλαπλάσια από τους αντίστοιχους διεθνείς μέσους όρους.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, η Καμάλα Χάρις εμφανιζόταν να λέει ότι όλα πάνε καλά: Η Αμερική είναι, ήδη, μεγάλη! Ο Τραμπ ούρλιαζε ότι όλα πρέπει να αλλάξουν, προτείνοντας μια βίαιη επιστροφή στον βαθύ Αμερικανικό εθνικισμό: Κάνε Ξανά την Αμερική Μεγάλη (MAGA)! Δεν θέλει φιλοσοφία για να καταλάβει κανείς ποια γραμμή ήταν διεισδυτική, ποια πολιτική πρόσθεσε ακροατήρια, ποια ήταν προορισμένη να νικήσει και ποια να ηττηθεί.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η οργή είχε εκφραστεί, προηγουμένως, με θετικό τρόπο. Κατά την προηγούμενη θητεία του Τραμπ και στην περίοδο Μπάιντεν, υπήρξε στις ΗΠΑ μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη της εργατικής αγωνιστικότητας. Η αντίδραση των Δημοκρατικών ήταν η «παραδοσιακή»: να ενσωματώνουν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, να απομονώνουν πρωτοπόρες κινητοποιήσεις, να διευκολύνουν τη νίκη των εταιριών και των μεγάλων εργοδοτικών οργανώσεων. Σήμερα, ο Μπέρνι Σάντερς τα λέει σωστά: «ένα κόμμα που γύρισε την πλάτη στην εργατική τάξη δεν έχει δικαίωμα να εκπλήσσεται όταν η εργατική τάξη του γυρνάει την πλάτη». Μόνο που ο Σάντερς, οι DSA και οι λοιποί της «αριστερής» πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος, έχουν χάσει το δικαίωμα της κριτικής, γιατί υποστήριξαν διαδοχικά την Χίλαρι Κλίντον, τον Μπάιντεν, την Καμάλα Χάρις, ως το «μικρότερο κακό» απέναντι στους Ρεπουμπλικανούς.

Όλα αυτά έστρωσαν το δρόμο για την επιστροφή του Τραμπ στο Λευκό Οίκο. Η νίκη του Τραμπ ήταν, κυρίως, ήττα των Δημοκρατικών.

Κυριαρχική «δημοκρατία»

Θα πρέπει να απορρίψουμε αποφασιστικά κάθε αυταπάτη ότι στο πρόγραμμα του Τραμπ υπάρχει κάτι που είναι, ή έστω μπορεί να λειτουργήσει έμμεσα, ως «προοδευτική» στροφή στις εξελίξεις.

Η υποχρέωση να ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα μοιάζει παράλογη, όταν ακόμα και πρώην στενοί συνεργάτες του Τραμπ τον χαρακτηρίζουν ως «φασίστα» και προειδοποιούν για την επικινδυνότητα της πολιτικής του. Και όμως μέσα στην Αριστερά, ακόμα και μέσα στη ριζοσπαστική Αριστερά, μπορεί κανείς να διακρίνει φωνές που χαρακτηρίζονται από έναν ιδιόμορφο «φιλο-τραμπισμό». Ένα ρεύμα που έχει αποκόψει τις αντιιμπεριαλιστικές υποχρεώσεις από την αντικαπιταλιστική στρατηγική, μια άποψη που θεωρεί ότι η μετάβαση σε έναν «πολυπολικό κόσμο» είναι θετικό ιστορικό βήμα, στελέχη και ομάδες που ταυτίζουν την πάλη ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό με την υποστήριξη της Κίνας ή της Ρωσίας, ουσιαστικά πανηγυρίζουν την ήττα των «γκλομπαλίστας Δημοκρατικών» έστω κι αν αυτή επιβλήθηκε από τον «τυφώνα Τραμπ». Και από δίπλα, ένα ρεύμα κοινωνικού καθωσπρεπισμού, που επιβιώνει κι αναπαράγεται και μέσα στην Αριστερά, χαίρεται για την ήττα της «woke culture», αδιαφορώντας για την ενίσχυση της «anti-woke culture», που προαναγγέλει μια ακραία επιθετικότητα ενάντια στα δικαιώματα των μεταναστών, των γυναικών, της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας κ.ά.

Είναι, λοιπόν, ο Τραμπ με οποιανδήποτε έννοια «αντισυστημικός»; Η ερώτηση μοιάζει με ανέκδοτο. Ο άπληστος δισεκατομμυριούχος ηγείται ενός συνασπισμού της ελίτ των ελίτ, που θα επιχειρήσει να υλοποιήσει το πρόγραμμα MAGA κάνοντας την κυρίαρχη τάξη της Αμερικής πιο ισχυρή και πιο ανεξέλεγκτη από ποτέ.

Είναι, μήπως, ο Τραμπ αντινεοφιλελεύθερος; Πρόκειται επίσης για ανέκδοτο. Ο Τραμπ υποστηρίζει βίαια τις καθοριστικές επιλογές που αποτελούν την «ψυχή» της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Υποστηρίζει τη δραστική μείωση της φορολόγησης των εταιρειών και του συσσωρευμένου πλούτου, και γι’ αυτό οι «αγορές» πανηγύρισαν άμεσα την εκλογή του. Υποστηρίζει μια επίσης δραστική μείωση των κοινωνικών δαπανών και του «μεγάλου» δημόσιου τομέα, και γι’ αυτό ανέθεσε την εποπτεία του υπουργείου «Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας» στον Έλον Μασκ (!) και τον Βίβεκ Ραμασουάμι που έχει προτείνει την απόλυση του 75% (!!) των δημοσίων υπαλλήλων. Η αποθέωση της κερδοφορίας και η λατρεία του ιδιωτικού τομέα μέσα στη «σχολή» του Τραμπ δεν έχουν όρια και φραγμούς, δεν διστάζουν μπροστά στις προειδοποιήσεις ακόμα και συστημικών επιστημόνων για την απειλή της κλιματικής κατάρρευσης. Την επομένη της νίκης του, οι πανίσχυροι Αμερικανοί πετρελαιάδες ζήτησαν τη γρήγορη συγκεκριμενοποίηση του προεκλογικού προγράμματος Τραμπ που συνοψιζόταν στην κραυγή: «Γεωτρήσεις – Γεωτρήσεις – Γεωτρήσεις!».

Είναι, ίσως, ο Τραμπ αντιγκλομπαλίστας; Σε αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι πιο σύνθετη. Ο Έλον Μασκ, ο Νο2 του σημερινού τραμπισμού, διατηρεί τεράστιας κλίμακας «δουλειές» στην Κίνα. Παρά τη γεωπολιτική όξυνση, σήμερα παραμένει αλήθεια ότι οι γιγάντιες αμερικανικές πολυεθνικές δεν έχουν αποσυρθεί ούτε από την Κίνα, αλλά ούτε και από τη Ρωσία. Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση έχει πίσω της 4 δεκαετίες, έχει δημιουργήσει δεδομένα όπως οι διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, και μια απόφαση για απόσυρση από αυτά τα δίκτυα έχει τεράστιο κόστος και αβέβαιη έκβαση. Ταυτόχρονα όμως η ενίσχυση των μέτρων «προστατευτισμού» δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Η στροφή των ΗΠΑ προς τον προστατευτισμό άνοιξε ως συζήτηση επί Ομπάμα («πίβοτ στην Ασία»), εγκαινιάστηκε στην πρώτη θητεία του Τραμπ και κλιμακώθηκε επί Μπάιντεν (κυρώσεις στην Κίνα), αποδεικνύοντας ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός δίνει διαχρονικά μάχη για κάθε μερίδιο αγοράς, για κάθε «φέτα» κερδοφορίας. Ο Τραμπ στη δεύτερη θητεία του απειλεί να κλιμακώσει αποφασιστικά αυτήν την πολιτική με το πρόγραμμα δασμών που προανήγγειλε (10-20% στις εισαγωγές από την ΕΕ, ως 60% στα κινεζικά προϊόντα, 100% στις εισαγωγές από το Μεξικό!). Δεν πρόκειται για απόφαση αποχώρησης από την παγκοσμιοποίηση, αλλά για ένα σοβαρό βήμα μετάβασης προς την «περιφρουρημένη παγκοσμιοποίηση» που ενισχύει τον κατακερματισμό σε νέες ζώνες επιρροής και προτεραιότητας. Αυτή η πολιτική, στο ξεδίπλωμά της, μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτική εμπορικών πολέμων και η ιστορία του καπιταλισμού αποδεικνύει ότι αυτή η επιλογή λίγο απέχει από μια εποχή ανοιχτών πολεμικών αναμετρήσεων.

Ας πάμε, έτσι, στο τελευταίο ερώτημα. Είναι μήπως ο Τραμπ φιλειρηνιστής; Ακόμα κι αν το ερώτημα τίθεται με την «αντικειμενική» έννοια (της υπόθεσης ότι μια, τάχα, αναδίπλωση των ΗΠΑ στον «απομονωτισμό» θα περιόριζε τις αμερικανικές παρεμβάσεις σε όλα τα «καυτά» σημεία του πλανήτη…) η απάντηση είναι σαφώς αρνητική.

Ο Τραμπ υποσχέθηκε ότι θα αναζητήσει ένα συμβιβασμό με τον Πούτιν -αδιαφορώντας, εν πολλοίς, για τις απώλειες της Ουκρανίας- όχι για να ενισχύσει την παγκόσμια ειρήνη, αλλά για να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Ασία απέναντι στην Κίνα και στη Μέση Ανατολή απέναντι στο Ιράν. Κανείς δεν γνωρίζει αυτή τη στιγμή αν τα αμερικανικά «γεράκια» θα δεχθούν να υποχωρήσουν οικειοθελώς στο μέτωπο της Ουκρανίας, αλλά πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι η εκλογή Τραμπ αποτελεί ένα πολύ κακό νέο για την Παλαιστίνη και τους λαούς της Μέσης Ανατολής, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπει την Ταϊβάν στην πιο επικίνδυνη «εστία» των τελευταίων δεκαετιών σε όλο τον πλανήτη. Τα ανάλογα ισχύουν για το ΝΑΤΟ. Δεν είναι αληθές ότι ο Τραμπ υποστηρίζει την χαλάρωση ή, περισσότερο, τη διάλυση της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Αντίθετα απαιτεί απ’ όλους τους εταίρους στο ΝΑΤΟ να αναλάβουν αναλογικά το κόστος μιας μεγάλης μιλιταριστικής αναβάθμισης, αυξάνοντας τις πολεμικές δαπάνες τους πάνω από το όριο του 2% του ΑΕΠ ετησίως. Η σύμπτωση αυτής της κατεύθυνσης με τις απόψεις που κυριαρχούν μέσα στις ευρωηγεσίες (Έκθεση Ντράγκι) είναι ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό νέο.

Κανείς δεν δικαιούται να υποτιμά το ζήτημα των μεθόδων με τις οποίες ο Τραμπ σκοπεύει να επιβάλει το αντιδραστικό πρόγραμμά του στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Οι ακραίες και χυδαίες ρατσιστικές διακηρύξεις δεν μπορούν να θεωρηθούν δευτερεύον χαρακτηριστικό ενός πολιτικού ρεύματος. Κανείς δεν γνωρίζει αυτήν τη στιγμή αν ο Τραμπ θα κατορθώσει, ή ακόμα αν θα επιχειρήσει πραγματικά, να απελάσει 15 εκατομμύρια μετανάστες από τις ΗΠΑ. Πιθανότατα όχι, αν ληφθούν υπόψη οι οικονομικές και παραγωγικές συνέπειες μιας τόσο ακραίας κατεύθυνσης. Όμως σίγουρα ο ρατσισμός στο πρόγραμμα του Τραμπ δεν είναι κενή δημαγωγία, θα προκαλέσει μια αντεπίθεση της ρατσιστικής ακροδεξιάς, θα προκαλέσει πρόσθετο πόνο και δυστυχία, θα αλλάξει τις συνθήκες στις συνοικίες και στις πόλεις της Αμερικής. Ελπίζουμε ότι θα προκαλέσει και αποφασιστικές συγκρούσεις με την «άλλη Αμερική», που δεν έχει εξαερωθεί όπως το πρόγραμμα των Δημοκρατικών μπροστά στον Τραμπ. Και αυτό μας φέρνει στο τελευταίο ερώτημα, στο ζήτημα της δημοκρατίας.

Εδώ κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Τραμπ ότι «κρύφτηκε» ή μάσησε τα λόγια του. Σε όλη την προεκλογική περίοδο επαναλάμβανε ότι δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει το στρατό για να καταστείλει όποιον θεωρήσει «εσωτερικό εχθρό» της Μεγάλης Αμερικής. Προφανώς πρόκειται για μια έξοδο από το σύνολο των συνταγματικών ρυθμίσεων στις ΗΠΑ. Όμως ο Τραμπ δεν κρύβει πλέον ότι περιφρονεί αυτές τις προαιρετικές πολυτέλειες και ότι δεν προτίθεται να τις σεβαστεί. Έχοντας τον έλεγχο όλων των «σωμάτων» της πολιτικής εξουσίας και την οργανωμένη βάση του «κινήματος» MAGA θα έχει τα περιθώρια να το επιχειρήσει.

Στο τιμόνι της πολιτικής εξουσίας στην ισχυρότερη χώρα του κόσμου εγκαθίσταται ένας πολιτικός συνασπισμός που δηλώνει απερίφραστα ότι όλες οι κρίσιμες αποφάσεις θα παρθούν μεταξύ των ελίτ της κυρίαρχης τάξης, ότι η επιβολή τους επαφίεται στη γυμνή δύναμη των κρατικών μηχανισμών και ότι το «παιχνίδι» της δημοκρατίας, των συνταγματικών «δικλείδων», των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, βαδίζουν προς το σκουπιδοτενεκέ ως προϊόντα άχρηστα και επιζήμια σε σύγκριση με τους στόχους του MAGA.

Σε αυτές τις αντιλήψεις του Τραμπ για την «κυριαρχική» δημοκρατία, ακούγεται καθαρά ο απόηχος των ιδεών του νεοφασίστα συμβούλου του Τραμπ, του Στίβεν Μπάνον, που έχει γίνει ο γκουρού για τα ακροδεξιά ρεύματα στη δυτική αλλά και στην ανατολική Ευρώπη.

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Ο καπιταλισμός διεθνώς παραμένει βυθισμένος στην «πολύ-κρίση». Ο αμερικανικός καπιταλισμός, ειδικότερα, δεν έχει ανακάμψει από τα χτυπήματα της κρίσης του 2008 και από τις συνέπειες της ήττας του στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Σε αυτές τις συνθήκες η απάντηση που χτίζουν είναι μια ποιοτική όξυνση της καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Όταν το σύστημα γνωρίζει ότι θα πάρει αχρείες αποφάσεις, καλεί στην πολιτική εξουσία το πιο αχρείο πολιτικό προσωπικό.

Η απάντηση στην πρόκληση δεν θα κριθεί σε ένα παιχνίδι συναισθημάτων, μεταξύ απαισιοδοξίας και αισιοδοξίας. Οφείλουμε να έχουμε εμπιστοσύνη στους αδελφούς και τις αδελφές μας στο εσωτερικό της Αμερικής. Σε παλιότερες, αλλά και πιο σύγχρονες εποχές, έχουν αποδείξει ότι μπορούν να τα καταφέρουν. Ο Τραμπ έχει και θα έχει «εσωτερικό εχθρό». Πολύ περισσότερο που το παιχνίδι θα κριθεί στο διεθνές πεδίο, από την Παλαιστίνη ως το Παρίσι και από το Κάιρο ως τη Ρώμη και το Λονδίνο. Το σίγουρο είναι ότι η διεθνής Αριστερά, και ειδικότερα η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, καλείται από τις εξελίξεις να δράσει ξεπερνώντας το (σημερινό) μπόι της.

Ετικέτες