Η ταινία, «Η Νηπιαγωγός» (2018), περιγράφει καταστάσεις και υπαρξιακά ζητήματα, τα οποία, λίγο πολύ, όλοι βιώνουμε. Η Λίζα Σπινέλι είναι μια μέσης ηλικίας εκπαιδευτικός-νηπιαγωγός, ευσυνείδητη και με αγάπη για την εργασία της, υπομονετική με τα παιδιά, στοργική μαζί τους, που τα ενθαρρύνει στις προσπάθειές τους.

Όμως η ίδια, μετά την ανατροφή των τριών έφηβων παιδιών της, αισθάνεται ότι ζει μια συμβατική ζωή, ματαιωμένη από τις προσδοκίες και τα όνειρά της, και αυτό είναι μια σκιά που τη στοιχειώνει. Αρχίζει να τσακώνεται με τα παιδιά της, προβάλλοντας σε αυτά τις δικές της ανάγκες. Έτσι, ενώ βρίσκει διέξοδο στα μαθήματα ποίησης, που παρακολουθεί τα απογεύματα, εντούτοις ακόμη και εκεί θεωρεί τον εαυτό της μια ποιητική μετριότητα. 

Μέχρι που ανακαλύπτει ότι ο πεντάχρονος μαθητής της, ο Τζίμι, ένα παιδί χωρισμένων γονιών, με απούσα τη μητέρα του και ένα πολυάσχολο πατέρα, έχει έμφυτο ταλέντο στην ποίηση. Ο μικρός φτιάχνει ποιήματα, χρησιμοποιώντας πλούσιο λεξιλόγιο και μεγάλη φαντασία. Ενθουσιάζεται μαζί του και αποφασίζει να γίνει  μέντοράς του, προκειμένου να καλλιεργήσει το πολύτιμο ταλέντο του. Τον ξυπνάει κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού ύπνου για να μιλήσουν για ποίηση, του μαθαίνει να κοιτάζει από διαφορετικές οπτικές γωνίες την καθημερινότητα, κάνουν περιήγηση σε χώρους τέχνης, και τελικά πείθει τον πατέρα του να τον κρατάει η ίδια, για κάποιες ώρες, μετά το σχολείο για να τον φροντίζει. Ταυτόχρονα, η Λίζα, αρχίζοντας να έχει, με κάποιο παράδοξο τρόπο, την αναγνώριση του δασκάλου της, στα μαθήματα της ποίησης, τα πράγματα μεταξύ τους παίρνουν άλλη τροπή.

Όμως, τι κοινό μπορεί να έχουν δασκάλα και μαθητής; 

Το κοινό τους σημείο είναι η ποίηση, μέσω της οποίας καλύπτουν τις ανασφάλειές τους, εκφραζόμενοι, ο καθένας με τον τρόπο του, μέσα από τη τέχνη. 

Ο ενθουσιασμός της Λίζας και το ενδιαφέρον της για το παιδί, οι προβολές των δικών της ματαιωμένων επιθυμιών και ονείρων επάνω σε αυτό, θα αρχίσουν να φτάνουν σε σημείο υπερβολής, έως του σημείου να γίνουν επικίνδυνη ψύχωση, ξεπερνώντας κάποια στιγμή τα όρια. Μη γίνεις μια σκιά σαν και εμένα, λέει στον Τζίμι.

Μάλλον, η ταινία θέλει να δείξει ότι ενώ όλοι/-ες κάνουμε προβολές στα παιδιά μας, στις σχέσεις μας, στους φίλους μας, στους οικείους μας, και γενικά σε άλλους ανθρώπους, εντούτοις αυτά που βλέπουμε είναι συνήθως και δικά μας κομμάτια, οι δικές μας άμυνες. Όμως, για να μη γίνει υπέρβαση αυτού του ορίου, αυτής της σκιάς, σημείο κλειδί είναι η συνάντηση μαζί της. Αυτό σημαίνει να έρθουμε σε επαφή με τα συναισθήματά μας, να προσπαθούμε να τα εκφράζουμε, να αγκαλιάσουμε τον εαυτό μας σε όλες τις πλευρές του (θετικές και αρνητικές), να αποδεχτούμε την πραγματικότητά μας, να συνειδητοποιήσουμε τις αδυναμίες μας και κυρίως τις δυνατότητές μας. 

«Έχω ένα ποίημα…».

Ετικέτες