Απόσπασμα του κειμένου που εγκρίθηκε από τη Συνδιάσκεψη στις 30-31 Μάρτη
Η Συνδιάσκεψή μας πραγματοποιείται στο χρονικό μεταίχμιο της ολοκλήρωσης μιας κρίσιμης περιόδου και την απαρχή μιας νέας, όπου όλα δείχνουν ότι θα χαρακτηρίζεται από σημαντικούς κινδύνους, αλλά και από σημαντικές ευκαιρίες για το κίνημα και την Αριστερά.
Στην τετραετία που πέρασε, ο καπιταλισμός διεθνώς, ο πλανήτης γύρω μας, άλλαξε.
Η περίοδος της ευφορίας του 2018-19, όταν όλοι εκτιμούσαν ότι το σύστημα είχε οριστικά βγει από τη διεθνή κρίση του 2007-08, όταν οι συζητήσεις για τις προοπτικές περιορίζονταν στα σενάρια προβλέψεων μεταξύ εκρηκτικής ανάπτυξης ή, έστω, σταδιακής απογείωσης της παγκόσμιας οικονομίας, αποδείχθηκε ένα προσωρινό διάλειμμα. Οι «ανακάμψεις» αποδείχθηκαν παντού προσωρινές και αβέβαιες, παρότι μέσα σε αυτές το κυρίαρχο τμήμα των καπιταλιστικών Ομίλων επανήλθε στις υψηλές κερδοφορίες. Σήμερα η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών θεωρείται διεθνώς δεδομένη, ενώ οι προβλέψεις έχουν μετακινηθεί μεταξύ του σεναρίου επίμονης επιδείνωσης και εκείνου της «απότομης προσγείωσης» σε νέα κρίση. Οι κυρίαρχες τάξεις, οι αστικές κυβερνήσεις και οι υπερεθνικοί οργανισμοί όπως η ΕΕ, προετοιμάζονται για αυτές τις προοπτικές με σχέδια που συνδυάζουν την κολοσσιαία ενίσχυση των μεγάλων καπιταλιστικών Ομίλων (με δημόσιους-κρατικούς πόρους, ιδιωτικοποιήσεις και «χαλάρωση» κάθε φραγμού στη δραστηριότητα του κεφαλαίου), αλλά και την άγρια εντατικοποίηση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων σε βάρος των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο κόσμος μας θα αντιμετωπίσει μια οικονομική και κοινωνική πολιτική, κυριολεκτικά, αιματηρή.
Αυτό θα είναι το διεθνές περίγραμμα μέσα στο οποίο θα κινηθεί, εδώ, το πραγματικό πρόγραμμα της δεύτερης «θητείας» της κυβέρνησης της ΝΔ και του Μητσοτάκη.
Στο ίδιο διεθνές περίγραμμα εκδηλώνεται η απειλητική μαζική ανάπτυξη της ακροδεξιάς. Είναι δυνάμεις που υποστηρίζουν ανοιχτά πλέον τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις, διεκδικώντας έναν τάχα «αντι-συστημικό» ρόλο μέσα από την καλλιέργεια της αυταπάτης ότι η βελτίωση της θέσης των λαϊκών μαζών μπορεί να επέλθει μόνο με τη μέθοδο της «εθνικής προτεραιότητας» («Πρώτα οι Γάλλοι», λέει η Λεπέν, «Πρώτα οι Ιταλοί», δηλώνει η Μελόνι κ.ο.κ.) σε βάρος των προσφύγων και μεταναστών. Ο θεσμικός/κρατικός ρατσισμός και ο σεξισμός «στρώνει» ατζέντα για τα ακροδεξιά ρεύματα και κόμματα, και διαμορφώνει πολιτικά και εκλογικά ακροατήρια για τις ηγεσίες τους, οι οποίες επιδιώκουν να εκφράσουν μια εναλλακτική στρατηγική (προστατευτισμός κ.ά.) για τις αστικές τάξεις. Η αντιμετώπισή τους θα είναι ένα από τα πιο κρίσιμα πολιτικά καθήκοντα, της επόμενης περιόδου, και ο βαθμός της επιτυχίας μας σε αυτό θα είναι σε άμεση συνάρτηση με τις δυνατότητες του μαζικού κινήματος να αντιμετωπίσει τις κεντρικές πολιτικές των αστικών κυβερνήσεων και της ΕΕ σε όλη την κλίμακα από την οικονομική πολιτική μέχρι τον ρατσισμό, τον σεξισμό και τις φιλοπόλεμες πολιτικές.
Στην ίδια τετραετία οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έφτασαν σε παροξυσμό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη οδηγήσει σε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, στην καταστροφή μιας ολόκληρης χώρας, στην επικίνδυνη αντιδραστική στροφή στο εσωτερικό της Ρωσίας, αλλά και σε μια πρωτοφανή ενίσχυση του μιλιταρισμού στις χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Οι Δυτικοί που υποκρίνονται ότι υπερασπίζουν ένοπλα το (ένα κάποιο…) Διεθνές Δίκαιο στα πεδία της Ουκρανίας, δεν έκαναν το παραμικρό για να εμποδίσουν την τρομακτική σφαγή των Παλαιστινίων στη Γάζα από την πολεμική μηχανή του Κράτους του Ισραήλ.
Οι κίνδυνοι για κλιμάκωση και επέκταση των πολεμικών αναμετρήσεων είναι προφανείς. Δεν υπάρχει καμιά πλευρά αντικειμενικά «προοδευτική» στις συγκρούσεις για κυριαρχία, είτε μεταξύ των μεγάλων διεθνών «μπλοκ» (Δύση-Ευρασία, με πρωταγωνιστικό ρόλο της Κίνας και της Ρωσίας), είτε μεταξύ των μικρότερων «υπο-ιμπεριαλισμών» για περιφερειακή κυριαρχία/ηγεμονία, στα δεκάδες «καυτά» σημεία στον κόσμο, που εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε επικίνδυνες πολεμικές εστίες.
Ζούμε και παλεύουμε σε μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Εξ’ αυτού προκύπτει η υποχρέωση για βασική και κύρια αιχμή, στο σύνολο της πολιτικής μας, κατά των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ. Όμως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αυταπάτες: Στις συγκρούσεις της σημερινής εποχής είναι αναντικατάστατης αξίας η κληρονομιά του Λένιν και της Λούξεμπουργκ που απαίτησαν την απόλυτη ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς του, μπροστά στις συγκρούσεις μεταξύ «χορτάτων» και «πεινασμένων» ιμπεριαλιστών.
Ήταν κυριολεκτικά λυπηρό στα προηγούμενα χρόνια, να παρακολουθεί κανείς οργανώσεις της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να μετατοπίζονται σταδιακά είτε προς την κατεύθυνση εξωραϊσμού του ΝΑΤΟ και της Δύσης, είτε προς μια πολιτική ουράς στον Πούτιν και στον Σι.
Αυτή η στάση, που συστηματικά επιλέξαμε, είναι αναγκαία αλλά όχι αρκετή. Ζούμε μέσα σε έναν επικίνδυνο και αντιδραστικό ανταγωνισμό για κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο, τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Η πάλη για ρήξη με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η πάλη για να φύγουν οι βάσεις και να διαλυθούν οι διπλωματικο-στρατιωτικοί «άξονες», η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, η απαίτηση για άμεση ειρήνη στην Ουκρανία και για πολιτική λύση δίκαιης ειρήνευσης, οφείλει να συνδυάζεται με την πάλη ενάντια στους εξοπλισμούς του «δικού μας» κράτους, για μια πολιτική ειρήνης-αλληλεγγύης-συνεργασίας με όλους τους λαούς στην περιοχή, και κυρίως με τον τουρκικό λαό.
Η ΔΕΑ στάθηκε σωστά σε αυτές τις πολιτικές δοκιμασίες και η Συνδιάσκεψη δεσμεύει την Οργάνωσή μας στη συνέχεια και εμβάθυνση αυτής της πολιτικής.
Σε αυτό το διεθνές πλαίσιο είχαμε τις σημαντικές εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις που αποτύπωσε ο εκλογικός κύκλος του 2023.
Η εκλογική νίκη της ΝΔ τον περασμένο Μάη-Ιούνη, ήταν μια σημαντική πολιτική νίκη του Μητσοτάκη. Μια τάση υποβάθμισης αυτού του παράγοντα («κάλπικη νίκη») ή ερμηνείας του κυρίως μέσω της μιντιακής υπεροχής της ΝΔ, είναι ελάχιστα πειστική. Ο Μητσοτάκης νίκησε ο πολιτικός εκφραστής ενός κοινωνικού μπλοκ -μιας συμμαχίας της κυρίαρχης τάξης και των ανώτερων μεσοστρωμάτων- που βρισκόταν σε συνθήκες ευφορίας και προσδοκιών διαρκούς ανάπτυξης. Οι ρωγμές σε αυτό το μπλοκ προϋπήρχαν, υπάρχουν σήμερα και θα διογκωθούν. Ο Μητσοτάκης νίκησε επίσης (και κυρίως!) λόγω της διαλυτικής κρίσης αξιοπιστίας της αντιπολίτευσης με κέντρο τον ΣΥΡΙΖΑ. Το «μυστικό» των εκλογών του Μάη-Ιούνη είναι η απογοήτευση των εργαζομένων, των φτωχών και μεγάλου τμήματος της νεολαίας από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ επί Τσίπρα, που εκφράστηκε με την απόσυρσή τους στην αποχή.
Η διαλυτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, που φανερώθηκε με την ανάδειξη του Κασσελάκη στην ηγεσία, είναι αναπόσπαστο συμπλήρωμα των εξελίξεων του 2023. Η ολοκληρωτική μετάλλαξη στο πεδίο των ιδεών, της πολιτικής, της οργάνωσης, προς την κατεύθυνση μιας βαλκανικής εκδοχής των Αμερικανών Δημοκρατικών, φέρνει και στην Ελλάδα -ολοκληρωμένα πλέον- το πολιτικό ρεύμα του «προοδευτισμού»: όπου πρώην ριζοσπάστες και σοσιαλδημοκράτες θα συνωθούνται στο κέντρο, θα ζητούν ψήφους για να κυβερνήσουν «προοδευτικά», δεν θα δεσμεύονται σε τίποτα ουσιαστικό απέναντι στην εργατική τάξη και τους φτωχούς, αλλά θα δεσμεύονται απέναντι στην κυρίαρχη τάξη για συνέχεια της πολιτικής που επιθυμεί, με bonus την υπόσχεση για κοινωνική ειρήνη.
Είναι μια πολιτική που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον Μητσοτάκη, είναι καταδικασμένη να περιμένει το αν και πότε η κυβέρνησή του θα πέσει σαν σάπιο φρούτο, ελπίζοντας ότι τότε η κυβερνητική εξουσία θα περάσει στα δικά τους χέρια, ελλείψει εναλλακτικής.
Χαρακτηριστικό του πόσο αυτή η μετατόπιση είναι βαθιά συντηρητική, φάνηκε ακόμα και στο στίγμα της «αριστερής πτέρυγας» που παρήγε: τα στελέχη της Νέας Αριστεράς που -προς τιμήν τους- αποχώρησαν, επέλεξαν να συγκροτηθούν στη βάση της υπεράσπισης του… κυβερνητικού έργου του 2015-19 και της «παρακαταθήκης» του Αλέξη Τσίπρα. Είναι μια απόπειρα, εκ των πραγμάτων, αυτοϋπονομευμένη και αδιέξοδη.
Η στροφή στον «προοδευτισμό» είναι μια βαθιά προσαρμογή στο συντηρητισμό, ενός αντιπολιτευτικού δυναμικού που κάποτε αυτοπροσδιοριζόταν ως «ριζοσπαστική Αριστερά». Είναι όμως και στροφή σε μια κατεύθυνση αδύναμη και εύθραστη: ο Δούκας κέρδισε το Δήμο της Αθήνας με μια εκλογική επίδοση που απέχει μίλια από τη δημιουργία «πολιτικού ρεύματος». Προς αυτή την κατεύθυνση δεν είναι θεμιτή καμιά αυταπάτη.
Οι εξελίξεις θα καθοριστούν από τη σύγκρουση του Μητσοτάκη με την «κοινωνική αντιπολίτευση» από τα κάτω.
Ελάχιστους μήνες μετά την εκλογική νίκη της ΝΔ είδαμε να εκδηλώνεται αυτή η δυναμική με τη «συνάντηση» στο δρόμο των αγωνιζόμενων φοιτητών-τριών, των αγροτών, των απεργών διαδηλωτών. Είναι απολύτως θεμιτή η πρόβλεψη ότι αυτή η δυναμική θα έχει συνέχειες, καθώς η κυβερνητική πολιτική θα προκαλεί διαρκώς και έντονα τα ανακλαστικά του κόσμου.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια πολιτική «τέλεια ευκαιρία» για το ΚΚΕ. Όμως η ηγεσία του φροντίζει να επαναλαμβάνει το μήνυμα ότι το ΚΚΕ δεν προτίθεται να αναλάβει τις ευθύνες και τα ρίσκα που αναλογούν στις οργανωμένες δυνάμεις του. Οι επιδιώξεις και η προοπτική του ΚΚΕ αφορούν μια σταδιακή και κυρίως ελεγχόμενη ανάπτυξη, έστω κι αν αυτό οδηγεί σε βήμα σαλιγκαριού, έστω κι αν αυτό θυσιάζει ευκαιρίες για την κλιμάκωση του κινήματος.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες θα έχουμε να χαράξουμε την τακτική μας.
Αξίζει μια υπόμνηση από το διεθνές πεδίο. Στο τελευταίο διάστημα έχουμε διεθνώς μια αναζωογόνηση των απεργιακών αγώνων και της εργατικής αγωνιστικότητας (παρατεταμένες και διαδοχικές σημαντικές απεργίες, δημιουργία νέων συνδικάτων, ριζοσπαστικοποίηση κάποιων από τα παλιότερα κ.ο.κ.). Όμως αυτός ο σπουδαίος παράγοντας, προς το παρόν τουλάχιστον, παραμένει αποσπασματικός: οι αγώνες δεν έχουν συνέχεια, δεν γενικεύονται, δεν μπορούν ακόμα να αντιμετωπίσουν κεντρικές κυβερνητικές επιθέσεις. Το κίνημα στη Γαλλία ενάντια στην αντιμεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, έδωσε μεγάλες κινητοποιήσεις αλλά, τελικά, ηττήθηκε μπροστά στην άκαμπτη στάση του Μακρόν.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι ενιαιομετωπικές τακτικές είναι αναντικατάστατη επιλογή. Είναι πλέον κοινή πείρα η σημασία της ενότητας στη δράση από τα κάτω. Ασφαλώς, δεν πρόκειται για το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο στην «κλασσική» μορφή του, όπως μας το κληροδότησε η 3η Διεθνής της εποχής του Λένιν, με τη μορφή που αφορούσε στις σχέσεις μεταξύ μαζικών μεταρρυθμιστικών εργατικών κομμάτων και μικρότερων αλλά ορατών στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης, επαναστατικών κομμάτων. Τέτοιες πολιτικές συγκροτήσεις δεν είναι σήμερα διαθέσιμες ούτε εδώ, ούτε διεθνώς. Γι’ αυτό επιμένουμε να μιλάμε για ενιαιομετωπικές τακτικές και για ενιαιομετωπική λογική.
Η ενότητα στη δράση από τα κάτω μεταξύ των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι απαραίτητη για την στήριξη των αγώνων. Η υποχρέωση αυτή δεν περιορίζεται στους οικονομικούς/συνδικαλιστικούς αγώνες, αλλά επεκτείνεται στις ανάγκες του πολιτικού αγώνα (καταστολή, Παλαιστίνη, εξοπλισμοί κ.ο.κ.). Η ενότητα στη δράση από τα κάτω αφορά, επίσης, το κρίσιμο ζήτημα της ανάπτυξης των κοινωνικών κινημάτων (αντιρατσισμός, αντισεξισμός, περιβάλλον κλπ) και του ιδεολογικο-πολιτικού προσανατολισμού τους σε συντονισμό με το εργατικό κίνημα και τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Γι’ αυτό η ενότητα στη δράση οφείλει να είναι σχεδιασμένη και μακρόπνοη, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να περιορίζεται στο από τα κάτω. Στις συγκεκριμένες συνθήκες, αυτό σημαίνει συντροφικές σχέσεις συνεργασίας μεταξύ των οργανώσεων που κατανοούν αυτό το καθήκον, επιχειρώντας να προσελκύσουν και ένα ανένταχτο δυναμικό, με στόχο να μεγιστοποιήσουν τη συμβολή στην κλιμάκωση του κινήματος.
Με αυτά τα κριτήρια διαμορφώνουμε τις σχέσεις και την πολιτική των συμμαχιών μας.
Με τα ίδια κριτήρια προσεγγίσαμε το ερώτημα μιας ενωτικής παρέμβασης της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις ευρωεκλογές. Για να καλυφθεί το κενό που προκύπτει από την αντίφαση μεταξύ, αφενός, της εμφάνισης ενός νέου μαζικού ριζοσπαστισμού στο δρόμο και, αφετέρου, της μετατόπισης προς τα δεξιά μεγάλου τμήματος της αντιπολίτευσης, δηλώσαμε ότι χρειάζεται η κοινή παρέμβαση ενός «φάσματος» δυνάμεων που: α) Όφειλε να δεσμεύεται σε μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική (μεταβατικό πρόγραμμα αντιλιτότητας, αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική θέση, άρνηση υποταγής στην ΕΕ από εργατική-διεθνιστική σκοπιά, αντιρατσιστική και αντισεξιστική πολιτική κ.ο.κ.). β) Όφειλε να έχει μια μίνιμουμ πλατύτητα, ώστε να μπορεί να διεκδικεί ορατότητα και να ξεφεύγει από την πεπατημένη των εκλογικών παρεμβάσεων «καταγραφής». Για αυτό υποστηρίξαμε την πιθανότητα κοινής παρέμβασης του «φάσματος» από το ΜΕΡΑ25 και την ΛΑΕ, μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Με διαβάθμιση ευθυνών, αυτό δεν έγινε εφικτό. Δεν μας ενδιαφέρει μια προεκλογική «συγκόλληση» της τελευταίας στιγμής, χωρίς περιθώρια σοβαρής πολιτικής καμπάνιας. Δεν μας ενδιαφέρει να ενταχθούμε σε όποιο από τα υποσύνολα του φάσματος που προαναφέραμε και πρόκειται τελικά να συγκροτηθούν σε ευρωψηφοδέλτια. Θα αντιμετωπίσουμε τις ευρωεκλογές με την έκκληση για ψήφο στην (πέραν του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΕΑΡ) Αριστερά, όπως κάναμε και στις εθνικές εκλογές. Με την οριστικοποίηση των διάφορων κατεβασμάτων, μπορεί να χρειαστούν εξειδικεύσεις και εμφάσεις στις παρεμβάσεις και στην επιχειρηματολογία που θα ξεδιπλώσουμε γύρω από αυτήν την βασική επιλογή. Θα εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε την ανάγκη για ενότητα δράσης αλλά και πολιτικής έκφρασης και ενόψει της «επόμενης ημέρας», όπου ο κόσμος μας θα κληθεί να αντιμετωπίσει σοβαρές δοκιμασίες.
Η Οργάνωση στο επόμενο διάστημα θα πρέπει να δώσει έμφαση στην αναβάθμιση της δραστηριότητας, της λειτουργίας και των παρεμβάσεων των Π.Ο. και των υπαρκτών τοπικών ομάδων στις γειτονιές -θα είναι κρίσιμο για την ανάπτυξή μας το επόμενο διάστημα. Επίσης στην αναβάθμιση της δράσης στα «μέτωπα» όπου διατάσσουμε τις δυνάμεις μας (εργατικό, φεμινιστικό-αντισεξισμός, νεολαία κ.ο.κ.), διεκδικώντας σχέσεις, επιρροή, στρατολογήσεις μέσα από τα στοιχεία της νέας αγωνιστικότητας. Αυτό όχι μόνο δεν έρχεται σε αντίφαση, αλλά είναι προϋπόθεση για να είναι κανείς πιο αποτελεσματικός στις ενιαιομετωπικές τακτικές. Μόνο αν κατανοούμε και υλοποιήσουμε αυτά τα (επιφανειακά) αντιφατικά καθήκοντα στην ενότητά τους, θα μπορέσουμε πραγματικά να μεγιστοποιήσουμε την αποτελεσματικότητα της Οργάνωσης.
Στην πολιτικοποίηση της περιόδου υπάρχει ένα ζήτημα-«κλειδί»: η σχέση μεταξύ ενός παλιότερου ακροατηρίου, που έχει εμπειρίες μαζικής πολιτικής, αλλά και το βάρος της ήττας του 2015, και ενός νεότερου τμήματος αγωνιστών-στριών που έχουν την ορμή και τη διαθεσιμότητα της «πρώτης γραμμής», αλλά και σημαντικά κενά εμπειρίας. Η ΔΕΑ, κουβαλώντας πλούσιες εμπειρίες των τελευταίων πολλών χρόνων έχει ειδικές ευθύνες στο να δώσει ένα υπόδειγμα δημιουργικής αντιμετώπισης αυτής της κρίσιμης σχέσης.