Η πολιτική κρίση ωριμάζει. Για να αποτρέψουμε την έκφρασή της προς τα δεξιά και να αποκρούσουμε τη γέννηση «τεράτων», για να ανοίξουμε ένα νέο παράθυρο ευκαιρίας για το κίνημα και την Αριστερά, πρέπει να συντονίσουμε την παρέμβασή μας στο κίνημα και στην κεντρική πολιτική αντιπαράθεση και να «επενδύσουμε» σε έναν νέο κύκλο κινηματικών αντιστάσεων.
Η σαφής υποχώρηση του κινήματος των αγροτών και εν γένει των κινητοποιήσεων ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι μια αρνητική εξέλιξη για το κίνημα αντίστασης στο τρίτο μνημόνιο. Ταυτόχρονα όμως θα ήταν μεγάλο λάθος να εξαγάγουμε από αυτήν την υποχώρηση το συμπέρασμα πως η υποχώρηση είναι οριστική και όχι προσωρινή ή το συμπέρασμα ότι είναι σε εξέλιξη μια διαδικασία ξεπεράσματος των εντάσεων και ανατροπών που εγκυμονεί η πολιτική αστάθεια γενικώς και η αστάθεια της κυβέρνησης ιδιαίτερα. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση, εξαιρετικά σύντομη, πριν από το ξέσπασμα με νέους όρους ενός νέου γύρου πολιτικής και κυβερνητικής αστάθειας σε συνδυασμό με έναν νέο γύρο κοινωνικών αντιστάσεων.
Σημαδιακό στοιχείο αυτής της σύντομης μεταβατικής φάσης είναι η σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών την προσεχή Παρασκευή. Δεν πρόκειται για κίνηση της κυβέρνησης που έχει ηγεμονικά στοιχεία και γίνεται εκ του ασφαλούς. Αντίθετα, είναι κίνηση-προϊόν μεγάλων αδιεξόδων και κινδύνων τόσο για το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του όσο και για την κυβέρνηση, στο φόντο της αναζωπύρωσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και του ξεσπάσματος μιας οξείας κρίσης συνοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όταν η Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται –και αποδεικνύεται– «μικρή» απέναντι στο «τσουνάμι» εξελίξεων πλανητικής σημασίας (συνδυασμός αναζωπύρωσης της οικονομικής κρίσης και πολιτικής-θεσμικής κρίσης της ΕΕ με «πυροκροτητή» το Προσφυγικό), θα ήταν ανόητο να αξιολογήσουμε τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις και να στηρίξουμε τις προβλέψεις μας στην υπόθεση περί κάποιου ξεπεράσματος της κρίσης και αστάθειας του πολιτικού συστήματος και της κυβέρνησης...
Δανειστές: η έλλειψη «κέντρου» μέγιστος κίνδυνος
Η όχι και τόσο νέα ιδέα της κυβέρνησης ότι θα «παίξει» με τις αντιφάσεις στους κόλπους των δανειστών (στον καιρό της πρωθυπουργίας του τέτοια... οράματα είχε δει και ο Αντώνης Σαμαράς), ελπίζοντας να κερδίσει από κάποιου είδους διάσπαση του «μετώπου», διαψεύστηκε σε μια πρώτη φάση με οδυνηρό τρόπο: ακριβώς η αναζωπύρωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν αφήνει περιθώρια για μια τέτοια διάσπαση. Ειδικότερα, η αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα σε μια τέτοια συγκυρία θα πυροδοτούσε αλυσιδωτές αρνητικές εξελίξεις ενάντια στην ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά, αφού οι –ιδιαίτερα ευερέθιστες αυτή την περίοδο– διεθνείς αγορές θα «διάβαζαν» μια τέτοια εξέλιξη ως απόσυρση της «εγγύησης» του ΔΝΤ προς την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή οικονομία. Εντελώς αναμενόμενα, στην προσπάθειά της να «παίξει» με τις αντιθέσεις στους κόλπους των δανειστών, η κυβέρνηση βρέθηκε προ του κινδύνου να «ερεθίσει» τα σκληρά ανακλαστικά όλων και να τους ενοποιήσει ενάντιά της, τώρα.
Αν όμως μέχρι εντελώς πρόσφατα το πρόβλημα για την κυβέρνηση ήταν ότι δεν μπορούσε να διασπάσει το ΔΝΤ από τις ευρωπαϊκές φράξιες των δανειστών, τώρα αντιμετωπίζει ένα ακόμη μεγαλύτερο: την αδυναμία του «κέντρου» του γερμανικού ιμπεριαλισμού και προσωπικά της κ. Μέρκελ να παίξει το ρόλο του κέντρου γύρω από το οποίο συσπειρώνονται όλες οι φράξιες των δανειστών. Αυτή η αποδυνάμωση του γερμανικού κέντρου κάνει την κατάσταση χαοτική και ακόμη πιο επικίνδυνη.
Ήδη το ΔΝΤ είναι σε πορεία τέτοιας απόκλισης με την ελληνική κυβέρνηση αλλά και τις Βρυξέλλες, ώστε να ζεσταίνονται σενάρια για χωριστές-παράλληλες αξιολογήσεις του ελληνικού προγράμματος από το ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς πυλώνες του «κουαρτέτου». Το ΔΝΤ ζητεί μέτρα για την τριετία 2016-2018 διπλάσιου ύψους σε σχέση με την Κομισιόν και άμεση αναδιάρθρωση του Ασφαλιστικού χωρίς μεταβατική περίοδο, με περικοπή κύριων συντάξεων «εδώ και τώρα» και «διαγραφή» εφάπαξ και επικουρικών συντάξεων. Αλλά και οι –πιο ήπιες– προτάσεις της Κομισιόν παραπέμπουν σε σαφώς σκληρότερες ρυθμίσεις για το Ασφαλιστικό καθώς και σε νέα μέτρα ύψους 3-4 δισ. ευρώ για την τριετία 2016-2018.
Έχοντας πάρει τα μηνύματα, η κυβέρνηση άρχισε ήδη να υποχωρεί από τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές»: οι επικουρικές μπήκαν ήδη στο στόχαστρο ενώ ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει τώρα ότι δεν εννοούσε πως «θα υπερασπιστούμε τις υψηλές συντάξεις» (εννοώντας σαφώς ότι η κυβέρνηση θα αποδεχτεί την περικοπή κύριων συντάξεων). Επιπλέον, «παγώνει» για ολόκληρο το 2016 η καταβολή εφάπαξ για 63.000 ώριμες περιπτώσεις δικαιούχων, εμβάλλοντας υποψίες ότι πρόκειται για μεταβατική προετοιμασία σύγκλισης με τις ιδέες του ΔΝΤ περί δραστικής περικοπής ή και ολοκληρωτικής διαγραφής του εφάπαξ!
Ασφαλιστικό, Προσφυγικό και κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε η οξύτατη ευρωπαϊκή κρίση εξαιτίας του προσφυγικού κύματος για να κάνει τα πράγματα ακόμη πιο επικίνδυνα, χαοτικά και επείγοντα. Η κυβέρνηση βλέπει να κυκλώνεται από απειλές των οποίων το μέγεθος ξεπερνά κατά πολύ τις πολιτικές της αντοχές. Η απειλούμενη με κατάρρευση της Σένγκεν ΕΕ και η πανταχόθεν πιεζόμενη Μέρκελ μεταφέρουν τις πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση, προσφέροντας στήριξη αλλά –όπως πάντα– υπό όρους. Οι όροι αυτοί είναι σαφείς:
Πρώτον, η κυβέρνηση εντέλλεται όπως μετακινήσει πάραυτα τις «κόκκινες γραμμές» στο θέμα του Ασφαλιστικού και της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, για να τελειώνει γρήγορα η αξιολόγηση. Η απαίτηση προς την ελληνική κυβέρνηση «τελειώνετε γρήγορα» είναι συνυφασμένη με τις έκτακτες και επείγουσες συνθήκες της πολιτικής και θεσμικής κρίσης εξαιτίας του Προσφυγικού.
Δεύτερον, σε πλήρη αντίθεση με τα παραμύθια πως το Προσφυγικό θα ελαφρύνει τα βάρη στην υλοποίηση του μνημονίου, έχουμε το ακριβώς αντίθετο: για να «στηριχτεί» στο Προσφυγικό, η ελληνική κυβέρνηση καλείται όχι μόνο να κάνει πίσω στο Ασφαλιστικό και το Μεσοπρόθεσμο 2016-2018, αλλά και να «συμμορφωθεί» πλήρως στην πολιτική για το Προσφυγικό, μεταξύ άλλων εισάγοντας πολιτικές στρατιωτικοποίησης και «έκτακτης ανάγκης». Η Μέρκελ ζητεί από την κυβέρνηση την εισαγωγή πολιτικών «έκτακτης ανάγκης» και «εθνική συνεννόηση» ως «εγγύηση» για την εκδήλωση της γερμανικής «αλληλεγγύης».
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει πως είπε στον Κυριάκο Μητσοτάκη κατά τη συνάντησή τους «έλα να αλλάξουμε μαζί τη χώρα», ούτε πως το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών έρχεται σε αυτήν τη στιγμή. Στο πολιτικό σύστημα και στην κυβέρνηση μεταφέρονται τεράστιες πιέσεις, που σπρώχνουν στην «εθνική συνεννόηση»...
Η κρίση αγκαλιάζει όλο το πολιτικό σύστημα
Όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια συντεταγμένη κυβερνητική λύση «εθνικής σωτηρίας» θα ευδοκιμήσει. Οι λόγοι που δεν υπάρχει μια τέτοια βεβαιότητα είναι πολλοί:
Πρώτον, το «εθνικό ζήτημα» του Προσφυγικού δίνει μεν τη δυνατότητα για αναπροσαρμογές τακτικής και αναδιπλώσεις, παραδείγματος χάρη στον Μητσοτάκη που έχει «δεσμευτεί» ότι δεν θα στηρίξει «οικουμενική», αλλά το ενοχλητικό ζήτημα αν σε αυτή την περίπτωση ο Τσίπρας θα παραμείνει πρωθυπουργός δεν μπορεί να λυθεί χωρίς κάποιος από τους δύο να ακυρωθεί θανάσιμα...
Δεύτερον, η επιχείρηση αδειοδότησης των καναλιών και η κυβερνητική «μάχη κατά της διαπλοκής» δημιουργούν γενικευμένη νευρικότητα στο χώρο των «ολιγαρχών», η οποία ενεργοποιεί μη ελεγχόμενες «καραμπόλες» στο ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Τρίτον, τα μικρά μνημονιακά κόμματα και εφεδρείες έχουν καταληφθεί από «υπαρξιακές» αγωνίες. Το Ποτάμι πνέει τα λοίσθια και το ΠΑΣΟΚ φοβάται οποιαδήποτε άλλη λύση πλην της «καθαρής οικουμενικής».
Η πολιτική κρίση ωριμάζει. Για να αποτρέψουμε την έκφρασή της προς τα δεξιά και να αποκρούσουμε τη γέννηση «τεράτων», για να ανοίξουμε ένα νέο παράθυρο ευκαιρίας για το κίνημα και την Αριστερά, πρέπει να συντονίσουμε την παρέμβασή μας στο κίνημα και στην κεντρική πολιτική αντιπαράθεση και να «επενδύσουμε» σε έναν νέο κύκλο κινηματικών αντιστάσεων.