Ένα σχόλιο με αφορμή το κινηματογραφικό έργο “Δουνκέρκη”, σε σκηνοθεσία Κρίστοφερ Νόλαν

Τι κάνει ένας φαντάρος στον πόλεμο; Φοβάται”. Αυτή την εξαιρετικής σημασίας παρατήρηση του Μπρεχτ παίρνει ο Κρίστοφερ Νόλαν στην τελευταία ταινία του και την αποθεώνει. Ποιο είναι το υλικό που έχει στα χέρια του; Σχεδόν 400.000 φαντάροι, πιασμένοι στην ποντικοπαγίδα της Δουνκέρκης τον Μάιο του 1940. Στη γαλλική κωμόπολη της Μάγχης, απέναντι ακριβώς από τη Βρετανία, παίζεται η τελευταία σκηνή από το δράμα της κατάρρευσης του Δυτικού μετώπου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χιλιάδες Βρετανοί και Γάλλοι αναγκασμένοι να υποχωρήσουν, εγκλωβίζονται στη γαλλική ακτή. Παγιδευμένοι, βάλλονται ταυτόχρονα από τρεις πλευρές: το γερμανικό πεζικό καταφτάνει από στιγμή σε στιγμή (στεριά), γερμανικά στούκας θερίζουν ό,τι υπάρχει και κινείται στην ακτή (αέρας), τορπίλες ανατινάζουν πλοία (θάλασσα). Πάνω σε αυτή την τριπλέτα στήνει ο Νόλαν την κλειστοφοβική ιστορία του. Και τη στήνει όμορφα. Τρεις διαφορετικές ιστορίες αφηγημένες σε διαφορετικό χρόνο (το αγαπημένο παιχνίδι του Νόλαν με το στοιχείο του χρόνου ξανά), που τα κομματιαστά μέρη τους έρχονται όλα να δέσουν σε μία σκηνή.

Ο τρόπος που επιλέγει να ξεκινήσει την αφήγησή του είναι ευφυής. Δεν πρόκειται εδώ για την εκκωφαντική αρχή της “Διάσωσης του Στρατιώτη Ράιαν”, που μέσα στα είκοσι πρώτα λεπτά της ταινίας σού ’χει κοπεί η ανάσα με τον ρυθμό και έχεις δει τόσα διαμελισμένα σώματα φαντάρων όσα δεν έχεις δει σε όλες τις πολεμικές και αντιπολεμικές ταινίες μαζί. Ο σκηνοθέτης προκρίνει μια αρχή της ιστορίας του, ειπωμένης αλλιώς. Χαμηλόφωνα - στοιχείο που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακό για τον συχνά φλύαρο και εντυπωσιοθηρικό Νόλαν. Επιλέγει εκείνες τις ελάχιστες στιγμές στις οποίες ένας φαντάρος προσπαθεί μέσα στη φρίκη του πολέμου να περισώσει κάτι από την ανθρώπινη υπόστασή του και να ξαναθυμηθεί ότι είναι άνθρωπος. Βλέπουμε ένα νέο αγόρι, φαντάρο του αγγλικού στρατού, που ήρωα της ταινίας δεν τον λες γιατί η ταινία δεν έχει “ήρωες”, να προσπαθεί να πιει λίγες νερού που είχαν ξεμείνει σ’ ένα παρατημένο λάστιχο, ν’ αρπάξει βιαστικά από ένα ανοιχτό παράθυρο μια μισοσβησμένη γόπα σε ένα τασάκι. Και μετά να προσγειώνεται ξανά απότομα στην πραγματικότητα του πολέμου αρχίζοντας ένα ξέφρενο τρεχαλητό μέσα στην άδεια μικρή πόλη για να σώσει την τελευταία -μόλις- στιγμή τη ζωή του.

Όσο κι αν γίνεται προσπάθεια να κατανεμηθεί το υλικό ισότιμα (στεριά, θάλασσα, αέρας), οι σκηνές στον Μώλο είναι αυτές που ξεχωρίζουν και κάνουν τη “Δουνκέρκη” σημαντική ταινία. Τι είναι αυτό που κάνει εξαιρετικά ο Νόλαν και του πιστώνεται σαν το μεγαλύτερο θετικό στοιχείο της ταινίας; Επιλέγει να χτίσει όλη την ιστορία του προσπαθώντας να συλλάβει και να αποδώσει το συναίσθημα των πιασμένων στη φάκα φαντάρων. “Τι κάνει ένας στρατιώτης στον πόλεμο; Φοβάται”. Είναι εκπληκτική η σκηνή όπου στον πρώτο ήχο της γερμανικής σειρήνας σηκώνονται ένα-ένα τα κεφάλια των φαντάρων προς τον ουρανό με τα πιο τρομαγμένα μάτια του κόσμου και σχηματίζουν σιγά-σιγά ένα ανθρώπινο κύμα, που μεταφέρει τον πανικό από την αρχή ως το τέλος της τεράστιας σειράς των χιλιάδων στρατιωτών καθώς περιμένουν να επιβιβαστούν στα πλοία. Νέοι -παιδιά σχεδόν- έχουν μόλις γλιτώσει από μια συντριπτική ήττα, ο εχθρός βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής, οι σειρήνες των στούκας τούς παραλύουν από τρόμο, ενώ μπροστά τους η θάλασσα τούς στερεί τη δυνατότητα επιστροφής στην Αγγλία. Καθημερινά είναι καταδικασμένοι να βλέπουν τις κορυφές των βρετανικών βουνών κι αυτοί να μην ξέρουν αν θα ζουν το επόμενο λεπτό μετά από τις επιδρομές των γερμανικών μαχητικών. Δεν έχουν νερό, το φαγητό είναι λιγοστό και λιγοστεύει κι άλλο, είναι εκτεθειμένοι στην ακτή, κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβιώσουν, γίνονται μικρόψυχοι, μοχθηροί, άδικοι, κάποιοι τρελαίνονται από απελπισία, βγάζουν το κράνος, παρατούν το όπλο και αυτοκτονούν βουτώντας στη θάλασσα.

Όταν η δράση μεταφέρεται στον αέρα, πέρα από τις εντυπωσιακές αερομαχίες των γερμανικών στούκας με τα βρετανικά σπιτφάιαρ και το παγωμένο βλέμμα των βρετανών πιλότων, δεν έχεις να σχολιάσεις κάτι. Αν δεις τις σκηνές αυτές αποκομμένες από το σύνολο, είναι μάλλον αδιάφορες, παρά τους εντυπωσιακούς ελιγμούς. Είναι ο κρίκος, ωστόσο, που ενώνει τη δράση στη στεριά και την αντίστοιχη στη θάλασσα. Οι ιστορίες που διαδραματίζονται στην ακτή και τη θάλασσα θα ήταν λειψές, αν έλειπε ο τρόμος από τον αέρα, που λειτουργεί καταλυτικά.

Στην ενότητα “θάλασσα” η κινηματογραφική αφήγηση περιορίζεται σε όλα όσα συμβαίνουν σε ένα καΐκι. Είναι ένα από τα πλεούμενα που επιτάχθηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση για να διασχίσουν το κανάλι της Μάγχης και να παραλάβουν όσους βρετανούς φαντάρους ήταν δυνατό, δεχόμενα επιθέσεις από γερμανικά πλοία και αεροπλάνα. Κυβερνήτης του μικρού σκάφους ένας μεσήλικας βρετανός που έχει χάσει ήδη τον έναν του γιο στον πόλεμο και προσπαθεί με τον μικρότερο γιο κι έναν πιτσιρίκο από το ψαροχώρι τους να φτάσουν απέναντι και να επιστρέψουν ζωντανοί μέσα σε μια κόλαση φωτιάς. Και πάλι εδώ δεν πρόκειται για κινηματογραφικούς, ολοκληρωμένους “ήρωες” με μια ιστορία από πίσω τους. Κι αυτό γιατί ο Νόλαν δεν θέλησε κάτι τέτοιο. Αφήνει να μάθουμε ελάχιστα πράγματα γι’ αυτούς, τόσα μόνο όσα χρειάζεται για να προχωρήσει την ιστορία του. Μοναδικός του άξονας, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλα, είναι το στενό κομμάτι γης στον Μώλο, το τμήμα αέρα που του αντιστοιχεί και το επικίνδυνο κανάλι της Μάγχης. Είναι σα να μας λέει: Δεν χρειάζονται “ήρωες” με τις μικρές προσωπικές ιστορίες τους σε κάτι τόσο αντιηρωικό, όπως είναι ο πόλεμος.

Ένα από αυτά που σου τραβούν αμέσως την προσοχή είναι οι έντονες αντιθέσεις, πάνω στις οποίες δομείται όλη η ιστορία: ηρεμία και βαθιές ανάσες/ένταση στο φουλ και ασθματικός ρυθμός δράσης. Βλέπουμε σε μια σκηνή τους βρετανούς φαντάρους να τρώνε φρυγανιές με μαρμελάδα, να γελάνε και να νομίζουν ότι σώθηκαν πια, έχοντας καταφέρει να μπουν σε ένα πολεμικό πλοίο. Στην αμέσως επόμενη σκηνή αντικρίζουμε το εσωτερικό μιας κόλασης, καθώς διαλύεται το σύμπαν από μια τορπίλη και ακούς φωνές ανθρώπων που ουρλιάζουν κάτω από τόνους νερού καθώς πνίγονται. Είναι ο τρόπος του σκηνοθέτη να πει: Στον πόλεμο δεν μπορείς να βρεις ηρεμία. Υπάρχει μόνο η αγωνιώδης προσπάθεια κάθε στιγμή να παραμείνεις ζωντανός.

Η ταινία δεν έχει πολλούς διαλόγους. Για την ακρίβεια έχει ελάχιστους. Γι’ αυτό και οι διάλογοι που έχουν επιλεγεί, έχουν τη σημασία τους. Όταν στο τέλος έχουν κατορθώσει να φτάσουν στη Βρετανία, ένας γεράκος που τους δίνει κουβέρτες καθώς βγαίνουν από τα καΐκια μουσκεμένοι, βρώμικοι, πεινασμένοι και κατάκοποι, συνοψίζει όλη τη φρίκη του πολέμου: “Είσαι ζωντανός. Αυτό είναι αρκετό”. Κανένα μεγαλείο, κανένας ηρωισμός. Τίποτα.

Υπάρχουν σκηνές με τρομακτικές ανθρώπινες απώλειες, αλλά δεν περνάει μπροστά από τα μάτια μας ούτε ένα αιματοβαμμένο πλάνο. Ο Νόλαν καταφέρνει και κάνει ένα σχόλιο για τον πόλεμο χωρίς να δούμε στην οθόνη ούτε μια σταγόνα αίμα. Ούτε καν τη στολή του εχθρού. Κάποιες φορές είναι πιο τρομακτικό αυτό που δεν βλέπεις σε σχέση μ’ αυτό που έχεις μπροστά στα μάτια σου και πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Η αδιόρατη απειλή εντείνει τον πανικό. Ο εχθρός υπάρχει, ωστόσο, και τους έχει περικυκλώσει. Και εδώ είναι το σημείο που έχει συγκεντρώσει τις περισσότερες αρνητικές κριτικές. Γιατί ο εχθρός δεν κατονομάζεται ως τέτοιος; Γιατί σκέτα “εχθρός” και όχι αυτό που πραγματικά ήταν, δηλαδή ναζί; Έχουν φορτώσει στον Νόλαν ό,τι θα μπορούσε να του καταλογίσει άνθρωπος. Από αφέλεια μέχρι πολιτική σκοπιμότητα και υπολογισμό.

Και εδώ ας κάνουμε μια μικρή παύση κι ας προσπαθήσουμε να θυμηθούμε. Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στον κινηματογράφο; Όχι. Είχε προσπαθήσει και καταφέρει κάτι ανάλογο ο Κιούμπρικ στο αιχμηρό αντιπολεμικό σχόλιο του “Paths of Glory” (Σταυροί στο Μέτωπο). Εκεί βλέπουμε τα πάντα αποκλειστικά μέσα από τα μάτια των γάλλων στρατιωτών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ούτε ένας γερμανός φαντάρος – έστω για δείγμα. Ο μόνος γερμανός που εμφανίζεται είναι τελικά… γερμανίδα, μια νεαρή κοπέλα, αιχμάλωτη πολέμου, στην τελευταία αριστουργηματική σκηνή της ταινίας. Κι επειδή του άρεσε του Κιούμπρικ αυτό το εύρημα, το επιχείρησε ξανά στο “Full Metal Jacket” (σε διαφορετικό βαθμό όμως και όχι με την ίδια επιτυχία), όπου βλέπουμε τα πάντα μέσα από τα μάτια μιας διμοιρίας αμερικανών στρατιωτών στο Βιετνάμ, που δέχονται πυρά από “αόρατους” Βιετκόνγκ. Φυσικά ο Νόλαν δεν είναι Κιούμπρικ. Φυσικά η “Δουνκέρκη” δεν είναι “Paths of Glory” ή “Full Metal Jacket”. Η αίσθησή μου όμως είναι ότι η πρόθεση του Νόλαν ήταν ακριβώς αυτή. Παίρνει σα δεδομένο ότι η ιστορία είναι ήδη γνωστή. Παίρνει σα δεδομένο ότι ο εχθρός των Αγγλογάλλων που τους κυκλώνει απειλητικά, ήταν οι Γερμανοί Ναζί –γνωστό αυτό. Και μετά νιώθει ελεύθερος να κάνει το σχόλιο που θέλει. Και αυτό στο οποίο επιλέγει να εστιάσει είναι η ασφυξία και η απόγνωση μέσα στην οποία ζούσαν καθημερινά για δέκα μέρες περίπου οι εγκλωβισμένοι στην ποντικοπαγίδα. Και το καταφέρνει περίφημα.

Η μαστοριά τού να μετατρέπεις το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα

Αυτό που δεν μπορεί να αποφύγει, όμως, ο Νόλαν είναι ένας κοινότοπος πατριωτισμός στο τέλος. Όσο χαμηλόφωνα ξεκινά την ταινία του, με άλλο τόσο πομπώδη τρόπο επιλέγει να την κλείσει. Αλήθεια είναι αυτό και καταλογίζεται στα αρνητικά στοιχεία της ταινίας. Παίρνει την ομιλία του Τσώρτσιλ στη Βουλή, που -για την τάξη του και τα συμφέροντά της- είναι υπόδειγμα του πώς μετατρέπεις μια πανωλεθρία σε αυτό που χτίζει τη διαταξική εθνική ομοψυχία, για να ολοκληρώσει έτσι την κινηματογραφική του αφήγηση.

Επειδή όμως ο Νόλαν είναι ιδιαίτερα ευφυής με τις εικόνες, έρχεται να το αναποδογυρίσει όλο αυτό το σχηματάκι. Ακούμε τον Τσώρτσιλ να λέει: “Θα τους πολεμήσουμε στη στεριά” και δείχνει τα παρατημένα κράνη που ξέμειναν στην έρημη πια ακτή της Δουνκέρκης. Κράνη νεκρών στρατιωτών, αλλά και ζωντανών που έφυγαν όπως-όπως για να σωθούν. “Θα τους πολεμήσουμε στη θάλασσα” και δείχνει τα λείψανα των πλοίων και τα κουφάρια. Κι έτσι, αυτός ο λόγος που εκφωνήθηκε για να μεταδώσει μεγαλείο και εθνική υπερηφάνεια, καταφέρνει εδώ το ακριβώς ανάποδο. Να σου μεταδώσει την αίσθηση ότι αυτό που αφήνει πίσω του ο πόλεμος είναι κράνη σπαρμένα στο έδαφος, συντρίμμια και νεκρούς πιλότους στον πάτο της θάλασσας.

Δεν ξέρω αν ήταν αυτή η πρόθεση του Νόλαν. Μπορεί ναι. Το πιθανότερο είναι πως όχι. Αυτό που ξέρω είναι ότι καταλήγει να λειτουργεί έτσι. Λειτουργεί, βέβαια, αν επιλέξεις να εστιάσεις στην ουσία και όχι να βγάλεις τεφτέρι για να καταγράψεις όλα εκείνα τα σημεία, στα οποία η κινηματογραφική αφήγηση δεν ταιριάζει με την πολιτική σου εκτίμηση. 

Η “Δουνκέρκη” ρίχνει τον προβολέα και φωτίζει σωστά. Παρουσιάζει εντελώς ωμά και χωρίς κανέναν συναισθηματισμό τον φόβο, την απελπισία και τον πανικό των απλών φαντάρων που σέρνονται στην άμμο, πνίγονται, βουλιάζουν μες στο χυμένο πετρέλαιο και καίγονται σαν μαύρες λαμπάδες στη θάλασσα. Και την ίδια στιγμή για κοντράστ, οι αξιωματικοί, καθαροί, στητοί και ατσαλάκωτοι από την αρχή ως το τέλος. Το μόνο που επιτρέπουν στον εαυτό τους είναι να “βουρκώσουν” από συγκίνηση, όταν η Δουνκέρκη εκκενώνεται και από τον τελευταίο βρετανό φαντάρο. Το λες και αντιπαράσταση δύο ολόκληρων κόσμων με εντελώς άλλα συμφέροντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι κλισαρισμένες πατριωτικές ατάκες, που συνοδεύονται από το ανάλογο βούρκωμα για την πατρίδα και την αυτοθυσία των βρετανών με τα καΐκια και τις βάρκες, βγαίνουν αποκλειστικά από τα στόματα των αξιωματικών και όχι των φαντάρων.    

Είναι σημαντική ταινία η “Δουνκέρκη”; Για τους λόγους που προσπάθησα να αναδείξω, ναι.

Είναι πολιτικά σωστή με βάση τις μαρξιστικές μας αναλύσεις και τις επαναστατικές θεωρίες μας; Όχι.

Θα θέλαμε να δείχνει τη συμμετοχή πχ και Ινδών που πολεμούσαν πράγματι στον βρετανικό στρατό και να μην περιοριστεί μόνο στους Βρετανούς; Θα θέλαμε.

Θα θέλαμε να δούμε τι συνέβη και με τους Γάλλους φαντάρους που ξέμειναν στη Δουνκέρκη (που ούτε λίγο ούτε πολύ οι Βρετανοί τούς πούλησαν και τους άφησαν στην τύχη τους); Θα θέλαμε.

Θα θέλαμε να υπάρχει εντονότερα το αντιφασιστικό στοιχείο και η αντίθεση στους ναζί; Θα θέλαμε.

Θα θέλαμε να λείπει η κυρίαρχη βρετανική αφήγηση; Θα θέλαμε.  

Επειδή, λοιπόν, θα τα θέλαμε όλα αυτά, καλό θα ήταν να γράψουμε ένα άρθρο για τη Δουνκέρκη-ιστορικό γεγονός, κομμένο και ραμμένο αυτή τη φορά στις πολιτικές μας προσλαμβάνουσες και επιθυμίες, και κυρίως στα πολιτικά μας συμπεράσματα.

Αυτό που πετυχαίνει η “Δουνκέρκη” είναι να ανοίγει και πάλι τη συζήτηση πάνω στην κεντρική ιδέα πως ο πόλεμος δεν είναι παρά μόνο φρίκη, τρόμος, φόνος και βρωμιά.

Και ερχόμαστε να προσθέσουμε εμείς με τη σειρά μας πως ήρωας δεν είναι όποιος κάνει την προσωπική υπέρβαση και θυσιάζεται “για την πατρίδα”. Ήρωας δεν είναι μόνο όποιος ορμάει στη φωτιά για να σώσει ζωές. Είναι κυρίως αυτός και αυτή που βάζουν τις δυνάμεις τους για να αποτρέψουν το φρικιαστικό ενδεχόμενο του πολέμου. Ήρωας και ηρωίδα είναι αυτός και αυτή που πάνε κόντρα στο μακελειό.