Ανακοίνωση της ΔΕΑ στην τελική ευθεία για τις εκλογές της 21ης Μάη
Οι εκλογές της 21ης Μαΐου είναι μια σημαντική πολιτική μάχη.
Από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών η επιδίωξη πρέπει να είναι ένα σαφές και καθαρό «μαύρισμα» του Μητσοτάκη. Όμως, ταυτόχρονα, πρέπει να αποδοκιμαστεί η προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ σε όλα τα κρίσιμα σημεία της πολιτικής που έχουν απαιτήσει κι έχουν επιβάλει οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες και οι εφοπλιστές μαζί με τους διεθνείς συμμάχους τους της διαβόητης Τρόικας, που διατηρεί τις δυνατότητες «επιτήρησης» μέχρι το… 2060!
Η ενίσχυση των ψηφοδελτίων της Αριστεράς –του ΚΚΕ, του ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ– θα εκφράζει το «μαύρισμα» στον Μητσοτάκη, περιορίζοντας τις δυνατότητές του να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, θα αποτελεί μια «θερμομέτρηση» των αγωνιστικών διαθέσεων του κόσμου μας, θα δίνει δυνατότητες αριστερής αντιπολίτευσης στην επόμενη κρίσιμη μέρα, θα ενισχύει τις πιθανότητες να εκφραστεί ο παράγοντας που μπορεί να αλλάξει αποφασιστικά τα πράγματα: μια ορμητική είσοδος των αγωνιζόμενων εργατικών και λαϊκών μαζών στο πολιτικό προσκήνιο, με βάση τα δικά τους αιτήματα, τις δικές τους ανάγκες, τις δικές τους απελευθερωτικές προοπτικές.
Αυτή η πολιτική διαπίστωση επιβεβαιώνεται σε όλα τα «προγραμματικά» σημεία, εάν και εφόσον αυτά εξεταστούν από τη σκοπιά των εργαζομένων.
Πραγματικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, ενάντια στον πληθωρισμό και τα υπερκέρδη
Ο πληθωρισμός και η εξοντωτική ακρίβεια αποτελούν μια κολοσσιαία μεταφορά πλούτου από το εργατικό και λαϊκό εισόδημα προς τα θησαυροφυλάκια των μεγάλων επιχειρήσεων. Οι λαϊκές αποταμιεύσεις εξαερώνονται με ταχύτερο ρυθμό προς όφελος των τραπεζιτών, ενώ τα άλματα των τιμών στα είδη υποχρεωτικής καθημερινής κατανάλωσης υποβαθμίζουν άγρια το πραγματικό εισόδημα των εργατικών και λαϊκών νοικοκυριών. Την ίδια στιγμή τα ετήσια κέρδη των εμπορικών αλυσίδων, των εταιριών στην ενέργεια, των διυλιστηρίων κ.ά. αυξάνουν από ρεκόρ σε ρεκόρ. Ο Μητσοτάκης αποκλείει κάθε ουσιαστικό μέτρο ελέγχου αυτής της ληστείας και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ αποφεύγουν να δεσμευτούν πραγματικά σε οτιδήποτε ουσιαστικό, αλλά και να το αναδείξουν σε επίδικο της επερχόμενης εκλογικής μάχης.
Τα χρόνια που ακολούθησαν το πρώτο μνημόνιο, είναι χρόνια διαρκούς υποχώρησης του μεριδίου των μισθών και των συντάξεων ως ποσοστού του ετήσιου ΑΕΠ και παράλληλα αύξησης του μεριδίου των εταιρικών κερδών στο παραγόμενο ετήσιο ΑΕΠ. Μια πολιτική αύξησης των μισθών και των συντάξεων σε ποσοστό ίσο και μεγαλύτερο του πληθωρισμού έχει γίνει όρος επιβίωσης σε στοιχειωδώς αξιοπρεπές επίπεδο, για όσους στηρίζονται στη δουλειά. Ο Μητσοτάκης αποκλείει κάθε τέτοια προοπτική, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ αρνούνται να δεσμευτούν, με τρόπο πειστικό και συγκεκριμένο, σε μια πολιτική πραγματικής αύξησης των μισθών και των συντάξεων.
Οι ιδιωτικοποιήσεις σκοτώνουν
Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη απέδειξε με τον πιο σκληρό τρόπο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις σκοτώνουν. Δυστυχώς αυτή η πικρή πείρα δεν περιορίζεται στις μεταφορές. Η πολιτική ασύστολης ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα έχει οδηγήσει τα δημόσια νοσοκομεία και σχολεία στα όρια της κατάρρευσης. Το καπιταλιστικό Ελ Ντοράντο που έχει επιβληθεί στην ενέργεια ετοιμάζεται να επεκταθεί στον τομέα της ύδρευσης. Ο Μητσοτάκης όχι μόνο αποκλείει κάθε προοπτική ελέγχου των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά αντίθετα συνδέει αποφασιστικά την αιματηρή «ανάπτυξη» που επαγγέλεται, με την ποιοτική επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων. Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ αρνούνται να δεσμευτούν για μια πολιτική ανατροπής της ιδιωτικοποίησης στις μεταφορές, στην ενέργεια, στην περίθαλψη και στην εκπαίδευση, στο νερό κ.ο.κ. Πολύ περισσότερο αρνούνται ακόμα και να ψελλίσουν την προοπτική του δημοκρατικού/κοινωνικού/εργατικού ελέγχου στους «στρατηγικούς τομείς» που πρέπει να γίνουν ξανά δημόσια περιουσία, να δεσμευτούν σε μια συστηματική προσπάθεια αντιστροφής της αντιδραστικής κατρακύλας που άρχισε διεθνώς από την εποχή της Θάτσερ και του Ρίγκαν.
Λεφτά για τις ανάγκες μας, όχι για εξοπλισμούς
Η πιο συνηθισμένη αντίρρηση προς όσους απαιτούμε ανάλογα συγκεκριμένα φιλεργατικά-φιλολαϊκά μέτρα, είναι το ψέμα ότι «δεν υπάρχουν οι απαιτούμενοι πόροι». Είναι ένα ψέμα που διαψεύδουν κατηγορηματικά οι κολοσσιαίες «ενισχύσεις» που διατηρούν καλολαδωμένη την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Όμως μια ακόμα πιο φανερή διάψευση είναι το σκάνδαλο των εξοπλισμών. Η τελευταία πράξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη (στο παρά 5’ της διάλυσης της Βουλής) ήταν η έγκριση 2 δισ. ευρώ για πρόσθετες αγορές όπλων (προμήθεια ισραηλινών πυραύλων SPIKE, εκσυγχρονισμός παλαιών φρεγατών του Ναυτικού, αναβάθμιση επιθετικών ελικοπτέρων Στρατού). Αν αυτά προστεθούν στο κόστος του τεράστιου εξοπλιστικού προγράμματος της τετραετίας Μητσοτάκη (Ραφάλ, Μπελχάρα, αναβάθμιση F16, παραγγελία F35 κ.ά.) προκύπτει μια προκλητική εικόνα: στους εξοπλισμούς έχουν διατεθεί δημόσιοι πόροι που ξεπερνούν κατά πολύ το κόστος του καθενός από τα τρία αντιδραστικά μνημόνια. Με ένα μόνο τμήμα αυτής της δαπάνης θα μπορούσε να έχει «απογειωθεί» το δημόσιο σύστημα περίθαλψης και εκπαίδευσης, να έχουν διασφαλιστεί τα κοινωνικά δικαιώματα στην ενέργεια, στις μεταφορές, στο νερό κ.ο.κ. Οι «πόροι» ήταν και είναι πολιτική επιλογή, είναι ζήτημα προτεραιοτήτων στα κοινωνικά συμφέροντα αναφοράς. Ο Μητσοτάκης αποκλείει κάθε αλλαγή στις κυβερνητικές προτεραιότητες και μάλιστα υπογραμμίζει ότι μια ακόμα θρασύτερη ανάλογη πολιτική είναι η μοναδική οδός για την «ανάπτυξη». Η σιωπή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην πρόκληση των εξοπλισμών, περιγράφει με σαφή τρόπο τη σύγκλισή τους με τη ΝΔ στα ουσιαστικά ζητήματα των προτεραιοτήτων, δηλαδή στα ουσιαστικά ζητήματα της πολιτικής και κοινωνικής αναφοράς.
Η τετραετία Μητσοτάκη ήταν μια περίοδος μετατροπής της χώρας σε «προκεχωρημένο νατοϊκό φυλάκιο», χωρίς προσχήματα και επιφυλάξεις. Στη Σούδα, στην Αλεξανδρούπολη, στη Λάρισα και στο Στεφανοβίκι, η ένταξη του ελληνικού κράτους στην ουρά της αμερικανονατοϊκής πολεμικής μηχανής γίνεται πιο φανερή από ποτέ. Ο συμμαχικός «άξονας» με τους σιωνιστές χασάπηδες της Παλαιστίνης, έχει γίνει μια αναβαθμισμένη «σταθερά» της ελληνικής διπλωματίας. Αυτή η φιλοπόλεμη και επικίνδυνη πολιτική ευθυγράμμισης με τον ευρωατλαντισμό (με αναφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και με στόχευση στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό στην Ανατολική Μεσόγειο…) έχει εξασφαλίσει την πλήρη και ουσιαστικά συναίνεση των ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ. Με τον Αλ. Τσίπρα να περιορίζεται να θυμίζει τον πρωτοπόρο ρόλο της δικής του κυβέρνησης στη χάραξη αυτής της πολιτικής και, κάποτε, να μη διστάζει να ξεπερνά τον Μητσοτάκη… από τα δεξιά (όπως με τη δημαγωγική και επικίνδυνη προτροπή του για τη μονομερή κήρυξη ελληνικής κυριαρχίας στα 12 ναυτικά μίλια στο νότιο Αιγαίο και γύρω της Κρήτης).
Ενάντια στις «ευρύτερες συναινέσεις» σε βάρος των εργατικών συμφερόντων
Αυτή η (όχι τόσο) κρυφή σύγκλιση σε όλη τα μεγάλα ζητήματα πολιτικής, με βάση τα συμφέροντα και τις απαιτήσεις των καπιταλιστικών ομίλων, ζυγίζει σημαντικά πάνω στις πολιτικές εξελίξεις και στις κυβερνητικές προοπτικές. Πέρα από τις δημαγωγικές κορώνες, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα έκανε απέναντι στο Μητσοτάκη την πιο συναινετική-εκλογοκεντρική αντιπολίτευση στην περίοδο μετά την Μεταπολίτευση. Αυτό ήταν και το βασικό «χαρτί» που επέτρεψε στον Μητσοτάκη να ολοκληρώσει την κυβερνητική θητεία του, ήταν ο παράγοντας που αφήνει στη Δεξιά ανοιχτές τις ελπίδες να ανανεώσει τον έλεγχό της πάνω στις πολιτικές εξελίξεις. Μετά την αντεργατική-αντιλαϊκή λαίλαπα αυτής της κυβερνητικής τετραετίας, το να παραμένει ο Μητσοτάκης ζωντανός στο κυνήγι μιας νέας «αυτοδυναμίας» μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο πάνω στο έδαφος της πολιτικής ανεπάρκειας των ηγεσιών που είχε να αντιμετωπίσει. Και ακριβώς γι’ αυτό, αν το καταστήσουν αναγκαίο τα αριθμητικά δεδομένα της κάλπης της 21ης Μαΐου, το σενάριο κυβέρνησης «ευρύτερων συναινέσεων» παραμένει ορθάνοιχτο, παρά τις επιφανειακές διαψεύσεις της προεκλογικής περιόδου.
…ψήφο στην Αριστερά
Αυτά τα δεδομένα πρέπει να συνυπολογιστούν για να απαντηθεί το ζήτημα της ψήφου. Η ψήφος στην Αριστερά είναι το πιο αποτελεσματικό «μαύρισμα» στον Μητσοτάκη. Γιατί πέρα από την απόρριψη των κυβερνητικών προοπτικών της ΝΔ, εκφράζει την απόρριψη της «σύγκλισης» γύρω από την πολιτική του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, απαιτεί αριστερή αντιπολίτευση σε αυτή την πολιτική και δημιουργεί τις καλύτερες δυνατές (πολιτικές/εκλογικές) συνθήκες για να εκφραστεί η παρέμβαση του κόσμου από τα κάτω.
…κλιμάκωση και γενίκευση των κοινωνικών αγώνων
Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες. Ο καπιταλισμός διεθνώς μπαίνει σε περίοδο κρισιακής δοκιμασίας και το σοκ θα είναι πιο έντονο για τον αδύναμο ελληνικό καπιταλισμό. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση της επόμενης ημέρας, είτε αυτοδυναμίας, είτε «συναινέσεων», είτε «ειδικού σκοπού», θα είναι μια κυβέρνηση σκληρής ατζέντας, κυβέρνηση επιθετικότητας ενάντια στα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Και η μόνη αποτελεσματική απάντηση θα είναι η κλιμάκωση και η γενίκευση των κοινωνικών αγώνων. Όπως έδειξαν οι κινητοποιήσεις μετά την τραγωδία στα Τέμπη, αυτή η προοπτική είναι εφικτή. Και όπως δείχνουν οι αγώνες στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Βρετανία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, αυτή η απάντηση είναι απολύτως αναγκαία. Για αυτή την προοπτική θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε. Και γι’ αυτό είναι απολύτως επίκαιρη μια μαζική-ενωτική-ριζοσπαστική τακτική παρέμβαση και δράση της Αριστεράς απέναντι στα καθήκοντα που έρχονται με ταχύτητα κατά πάνω μας.