Δύο ιδιόμορφοι άνθρωποι, ο Έντρε και η Μαρία, εργάζονται στο ίδιο εργοστάσιο παραγωγής βόειου κρέατος. Ο Έντρε, του οποίου το αριστερό¬ χέρι είναι παράλυτο, είναι ο οικονομικός διευθυντής του εργοστασίου, ενώ η Μαρία, μια μοναχική και εσωστρεφής γυναίκα, είναι η υπεύθυνη του ποιοτικού ελέγχου. Εκείνος προσπαθεί να την προσεγγίσει, αλλά δυσκολεύεται εξαιτίας των φόβων και των αναστολών της.

Έπει­τα από ένα τυ­χαίο γε­γο­νός θα ανα­κα­λύ­ψουν πως συ­να­ντιού­νται στα όνει­ρά τους, αφού κάθε βράδυ μοι­ρά­ζο­νται ακρι­βώς το ίδιο όνει­ρο. Βλέ­πουν ένα θη­λυ­κό κι ένα αρ­σε­νι­κό ελάφι να κι­νού­νται μαζί σε ένα σιω­πη­λό και χιο­νι­σμέ­νο τοπίο. Και αυτό θα αρ­χί­σει να τους φέρ­νει κοντά. Τo κοινό όνει­ρο.

Βέ­βαια, οι προ­σπά­θειες που κά­νουν να είναι μαζί απο­τυγ­χά­νουν, με συ­νέ­πεια να οδη­γή­σει τη Μαρία σε από­πει­ρα αυ­το­κτο­νί­ας. Η σκηνή στην μπα­νιέ­ρα, όπου κόβει τις φλέ­βες της, και πε­ρι­μέ­νει να πε­θά­νει, αντι­στρέ­φε­ται μέσα από ένα τυ­χαίο γε­γο­νός, το οποίο είναι το τη­λε­φώ­νη­μα του Έντρε, που τις λέει ότι την θέλει και του λεί­πει. Η ανά­δει­ξη ότι κά­ποιος πραγ­μα­τι­κά την ποθεί και ότι δεν είναι μόνη στη ζωή, τις επέ­τρε­ψε να πε­ρά­σει από την νε­κρό­φι­λη αντί­λη­ψη του «είμαι μόνη», «η ζωή μου είναι μί­ζε­ρη», «κα­νείς δεν με αγα­πά­ει», σε μια άλλη βιό­φι­λη θέαση, η οποία, από τη μία στιγ­μή στην άλλη, της άλ­λα­ξε τη ζωή. Και αυτό με ένα απλό τη­λε­φώ­νη­μα. Διότι, η διά­σπα­ση του αν­θρώ­πι­νου ψυ­χι­σμού σε «άλλα πο­θώ-λα­χτα­ρώ και τε­λι­κά άλλα κάνω», κα­τα­λή­γει σε μια πε­ρι­δί­νη­ση προς τα κάτω, προς τον θά­να­το (είτε ψυ­χι­κό είτε σω­μα­τι­κό). Αντί­θε­τα, η λα­χτά­ρα της ψυχής, που είναι η βα­θύ­τε­ρη αγάπη, ενο­ποιεί­ται μέσω του σώ­μα­τος. Είναι αδιά­σπα­στα αυτά τα δύο.

Όπως φαί­νε­ται από τον τίτλο της ται­νί­ας, αντι­πα­ρα­τί­θε­νται με­τα­ξύ τους διά­φο­ρα δί­πο­λα: ψυ­χή-σώ­μα, άντρας-γυ­ναί­κα, ελευ­θε­ρία-σκλα­βιά, όνει­ρο-πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, σω­μα­τι­κή ανα­πη­ρία-ψυ­χι­κή ανα­πη­ρία, φως-σκο­τά­δι, αντί­θε­ση-σύν­θε­ση, κί­νη­ση-στα­σι­μό­τη­τα, κλπ. Και, μάλ­λον, αυτό θέλει να δεί­ξει η σκη­νο­θέ­τι­δα, Ίλ­ντι­κο Ενιέ­τι, ότι οι αντι­φά­σεις είναι μέρος της ζωής. Αντί­θε­τα, αν φο­βά­σαι τις αντι­φά­σεις θα είσαι υπο­χρε­ω­μέ­νος να συ­μπιέ­ζε­σαι, να προ­σπα­θείς να απο­φεύ­γεις την αντί­φα­ση, να την «κρύ­βεις». Αλλά, η αντί­φα­ση θα είναι πάντα εκεί. Αν δεν κι­νεί­σαι στο αντί­θε­το, τα πάντα λι­μνά­ζουν και γί­νο­νται στα­τι­κά και βα­ρε­τά. Αν προ­σκολ­λη­θείς σε κάτι, χά­νεις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Και ο νους έχει την τάση να βρί­σκει αι­τί­ες για να είναι δυ­στυ­χής. Το να εκτε­θείς στον αλ­λη­λο-επη­ρε­α­σμό με ένα άλλο πρό­σω­πο ση­μαί­νει να κι­νη­θείς μέσα στο άγνω­στο. Ση­μαί­νει να δρά­σεις υπαρ­ξια­κά και όχι φα­ντα­σια­κά. Και η αγάπη είναι ευ­και­ρία να ανα­πτυ­χθείς. Είναι ανα­γεν­νη­τι­κή. Και όπως κάθε γέννα ενέ­χει και πόνο. Όμως, ο πόνος φέρ­νει το και­νού­ριο, μια νέα ζωή. Ση­μαί­νει αφήνω πίσω το πα­ρελ­θόν για να δώσω χώρο να γεν­νη­θεί το νέο.

Ο Έντρε κοι­μά­ται, ξυ­πνά­ει, τρώει μόνος, ενώ το ίδιο κάνει και η Μαρία, συν ότι δεν μι­λά­ει σε κα­νέ­ναν στη δου­λειά. Επι­σκέ­πτε­ται έναν ψυ­χο­λό­γο, ο οποί­ος προ­σπα­θεί να την πεί­σει να επι­διώ­ξει το άνοιγ­μα και την επαφή. Εκεί­νη, επει­δή είναι αρ­νη­τι­κή χάνει τη ζωή. Είναι ένας τρό­πος αυ­το­κτο­νί­ας πριν την από­πει­ρα της πραγ­μα­τι­κής αυ­το­κτο­νί­ας. Αν είσαι πα­γω­μέ­νος αγά­πη­σε κά­ποιον, λέει ο Osho, διότι η αγάπη είναι ενέρ­γεια και κί­νη­ση. Πόσοι άν­θρω­ποι δεν κι­νού­νται επει­δή φο­βού­νται, είναι πα­γω­μέ­νοι, είναι κλει­σμέ­νοι στον εαυτό τους λες και εκτί­ουν ποινή φυ­λά­κι­σης; Αντί­θε­τα, όταν σχε­τί­ζε­σαι με άλ­λους αν­θρώ­πους, δη­λα­δή όταν αγα­πάς και νοιά­ζε­σαι, τότε το σώμα ρέει, κι­νεί­ται. Και όταν τα πράγ­μα­τα είναι ρευ­στά, η με­τα­μόρ­φω­ση είναι εύ­κο­λη. Όταν τα πράγ­μα­τα είναι άκαμ­πτα, η με­τα­μόρ­φω­ση είναι δύ­σκο­λη. Όμως, πόσο όμορ­φο είναι να είσαι με κά­ποιον/-α και να μοι­ρά­ζε­σαι κάθε αγω­νία, κάθε χαρά, κάθε πόνο, κάθε στιγ­μή. Πόσο όμορ­φο είναι να μπο­ρείς να επι­κοι­νω­νείς,  να λες τι σου συμ­βαί­νει, να ξέ­ρεις ότι θα σε αγαπά σε όλες τις στιγ­μές, καλές και άσχη­μες, οργής ή χαράς, θλί­ψης ή ευ­τυ­χί­ας.

Είναι αυτά που θέ­λουν η Μαρία και ο Έντρε, τα οποία αρ­χι­κά φο­βού­νται. Όμως, όπως πα­ρα­τη­ρεί ο Κερ­σα­νί­δης (Η Εποχή, 17-12-2017), «ο κό­σμος των ονεί­ρων θα τους δεί­ξει ένα δια­φο­ρε­τι­κό δρόμο. Και έτσι θα αντι­με­τω­πί­σουν νευ­ρώ­σεις, ανα­σφά­λειες και δυ­σλει­τουρ­γί­ες και θα ανα­κα­λύ­ψουν έναν τρόπο συ­ναι­σθη­μα­τι­κής προ­σέγ­γι­σης». Έτσι, όταν τε­λι­κά συ­νευ­ρε­θούν ερω­τι­κά και κοι­μη­θούν μαζί, όταν δη­λα­δή συμ­βο­λο­ποι­η­θεί η ένωση, τότε παύ­ουν να βλέ­πουν το ίδιο όνει­ρο, διότι αυτό έγινε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Η «Ψυχή και το Σώμα»  είναι μια ται­νία που, όπως κάπου διά­βα­σα, «μας θυ­μί­ζει ότι ο έρω­τας είναι παρών ακόμα και σε κα­τα­στά­σεις και συν­θή­κες άκρως αντι-ερω­τι­κές», και πως το ξε­πέ­ρα­σμα των φόβων, των ανα­στο­λών και το άνοιγ­μα του ενός προς τον άλλο, δεί­χνουν πόσο συ­ναρ­πα­στι­κά μπο­ρούν να γί­νουν τα πράγ­μα­τα αν επι­τρέ­ψου­με σε αυτά να συμ­βούν.

Ετικέτες