Ένα κυριακάτικο μεσημέρι, στα τέλη του Νοέμβρη του 2004, έτυχε να βρεθώ στις εγκαταστάσεις του Μέγκα, στην οδό Μεσογείων, στο πλαίσιο μιας περιοδείας σπουδαστών επικοινωνίας και ΜΜΕ και νέων δημοσιογράφων.

Δεν θυμάμαι ποιος από τους αφανείς συντελεστές «πίσω από τις κάμερες» μας έκανε την κατατοπιστική ενημέρωση και την ξενάγηση στην αίθουσα σύνταξης, στα στούντιο, στα κουβούκλια του μοντάζ και του σπικάζ, πάντως στο τέλος της περιήγησης, μπήκαμε στο κοντρόλ ρουμ, προκειμένου να παρακολουθήσουμε από κοντά-πιο κοντά δεν γινόταν… - τη μετάδοση του ζωντανού, μεσημεριανού δελτίου. Παρουσιάστρια του δελτίου – τότε – ήταν η Εύα Καϊλή και βασικό θέμα της ημέρας, η επίσημη επίσκεψη του – τότε- πρωθυπουργού, Κώστα Καραμανλή στην Αίγυπτο .

Από τις θέσεις που μας είχαν ορίσει, μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τη ροή του ότο-κιού, του κειμένου που διαβάζει ο κάθε παρουσιαστής ειδήσεων την ώρα που ο τηλεθεατής νομίζει ότι τον κοιτάει κατάματα μέσα από την κάμερα. Στο ότο-κιού της ημέρας λοιπόν, μέσα σε μια παράγραφο, υπήρχε τριπλή αναφορά στο μνημείο της Μεγάλης Σφίγγας στην Γκίζα, καθώς οι αιγύπτιοι επίσημοι είχαν κανονίσει στον έλληνα πρωθυπουργό μια ξενάγηση στον ιστορικό, αρχαιολογικό χώρο των Πυραμίδων. Η Καϊλή ξεκίνησε να διαβάζει το ότο-κιού και, στην πρώτη αναφορά του μνημείου, αντί για «Σφίγγα», πρόφερε Σφήκα! Ο αρχισυντάκτης του δελτίου παρενέβη από το μικρόφωνο του κοντρόλ και ψιθύρισε στο ακουστικό της ότι «δεν είναι Σφήκα, Εύα, είναι Σφίγγα, πες το σωστά αμέσως μετά». Η Καϊλή συνέχισε απτόητη, σκορπώντας την απελπισία στο κοντρόλ, καθώς η Σφίγγα έγινε… Σφήκα άλλες δύο φορές. Τότε μια φωνή ακούστηκε από τον όμιλο των συντελεστών του δελτίου : «Ρε μαλάκες, ποιος μας την έφερε αυτή!;». Έλα ντε;

Η Καϊλή, ως γνωστόν, έγινε διαδοχικά βουλευτής και σήμερα ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως στο μεσοδιάστημα βελτίωσε και τα ελληνικά της στην ανάγνωση ενός κειμένου και την εκφορά του λόγου. Η… φωνή της απελπισίας, αν έχει παραμείνει στο κανάλι, πιθανότατα πρόκειται να αντιμετωπίσει το φάσμα της ανεργίας, τώρα που το Μέγκα πνέει τα λοίσθια. Το ερώτημα όμως παραμένει αναπάντητο και μετέωρο: Ποιος είχε φέρει την Καϊλή, ή τον Πρετεντέρη, τον Τσίμα, την Τρέμη, τη Σαράφογλου, όλες εκείνες τις ομιλούσες κεφαλές που τα προηγούμενα χρόνια συκοφάντησαν, λοιδόρησαν, ενέπαιξαν τη νοημοσύνη του μέσου τηλεθεατή, που έφτασε πια στο σημείο, σήμερα, να παίρνει μια ρεβάνς, κρύα σαν το πιάτο μιας άτυπης εκδίκησης, να επιχαίρει και να πανηγυρίζει για το (πιθανό) λουκέτο στο πάλαι ποτέ Μεγάλο (χρεοκοπημένο) Κανάλι;

Η απάντηση  βρίσκεται στους ιδιοκτήτες, τους μετόχους, τα διοικητικά συμβούλια, τη διοίκηση του καναλιού, την εσωτερική ιεραρχία όπως σε κάθε συστημικό ΜΜΕ που πριν και μετά την είσοδο στη μνημονιακή εποχή, φρόντισε πρώτα να υφάνει τον ιστό της διαπλεκόμενης αράχνης του, με τις τράπεζες και τον γαλαζοπράσινο δικομματισμό και μετά να εξαπολύσει την προπαγάνδα του από τις οθόνες των σαλονιών, κάνοντας σχεδόν καθολικό το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» στις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις - αυτούς αναγνώριζε ο κόσμος ως δημοσιογράφους, αυτούς καθύβριζε και λοιδορούσε με τη σειρά του για την κατάντια του, καταδικάζοντας και τη δημοσιογραφία στην ανυποληψία.

Θα κλείσει το Μέγκα; Είναι πολύ πιθανό. Πιθανότατα όμως θα νεκραναστηθεί, χωρίς όμως τον διακριτικό τίτλο, το σήμα του και τη μετοχική του σύνθεση, όπως την ξέρουμε έως σήμερα, τα οποία υπήρξαν κόκκινο πανί και ταυτόσημα σύμβολα με τη χειρότερη έκφραση εταιρικών και προσωπικών συμφερόντων της τριανδρίας Μπόμπολα – Ψυχάρη – Βαρδινογιάννη, των ίδιων που μεθοδεύουν τον «θάνατο» του Μέγκα προκειμένου να κάνουν ένα «αναστάσιμο», τηλεοπτικό ρηστάρτ, από μηδενική βάση και χωρίς δανειακές υποχρεώσεις – μέχρι να προκαλέσουν τις επόμενες.

Έχουν βρει και το πάτημα στον διαγωνισμό για τις (νέες) τηλεοπτικές άδειες, γεγονός που καταγράφει – έστω και ελάχιστα κρουστικά και πολύ αμήχανα – και η τελευταία ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ , σε ένα σημείο εξαιρετικά οξυδερκές και εύγλωττο: Η στάση πληρωμών προς τους εργαζόμενους και η απροθυμία κάλυψης της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου από τους παλαιούς και τους τηλεοπτικά νέους μετόχους και ιδιοκτήτες υποκρύπτουν ότι κρατούν κάβα αρκετά κεφάλαια για να χτυπήσουν στον πλειστηριασμό νέα άδεια, βυθίζοντας το παλιό κανάλι. Γενικά, το καλοκαίρι και έως τον Δεκαπενταύγουστο του Νίκου Παππά, προμηνύεται εξαιρετικά θερμό στα δρώμενα των ΜΜΕ, καθώς θα έχουμε σίγουρα πολλές ανακατατάξεις, με τις τράπεζες σε ρόλο εκκαθαριστή και τροχονόμου των νέων συμφερόντων και της αναδυόμενης ή αναπροσαρμοσμένης τηλεοπτικής, καταρχάς ιδιοκτησίας και πραγματικότητας.

Θα έπρεπε να υπάρχει το Μέγκα ή θα έπρεπε να πανηγυρίζουμε για την πτώση και το λουκέτο; Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι το Μέγκα νέμεται δημόσια συχνότητα, δημόσιο αγαθό, χωρίς τη σύννομη, έστω σε παράταση άδεια, εδώ και έξι μήνες και από αυτή τη σκοπιά δεν θα έπρεπε να λειτουργεί από την 1η Ιανουαρίου. Υπάρχει όμως και η σκοπιά αυτής της κρύας εκδίκησης για όσα το κανάλι εξαπέλυσε και εξέθρεψε στο τηλεοπτικό «ενημερωτικό» τοπίο τα τελευταία χρόνια, εκδίκησης που εν μέρει επαναφορτίζεται από το κλίμα κοινωνικού αυτοματισμού που έχουν καλλιεργήσει συστηματικά ΜΜΕ, τράπεζες και παλιά ή νέα, μνημονιακά κόμματα. Νομίζω ότι η ερώτηση είναι εσφαλμένη από τη σκοπιά αυτή. Κανονικά θα έπρεπε να μην υπάρχουν Μπόμπολας, Ψυχάρης, Βαρδινογιάννης (ή Κοντομηνάς και Αλαφούζος και αύριο – μεθαύριο Μαρινάκης ή Σαββίδης, όπως διαδίδεται) και να πανηγυρίζουμε για την εκπαραθύρωση τους από τα ΜΜΕ και την λύση στο δράμα της ανθυγιεινούς και τοξικής μιντιακής επιχειρηματικότητας. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν κλείσει το Μέγκα δεν σημαίνει ότι τερματίζεται ο μιντιακός κύκλος αυτών των κεφαλαιοκρατών – και από κοντά των ομιλουσών κεφαλών και σχολιαστών των δελτίων των 8 ή των 7, και εκεί θα έπρεπε να επικεντρωθεί η δική μας κριτική και πάλη.

Από ‘κει και έπειτα, οι πιθανότητες ως προς την τελική έκβαση είναι ανοικτές – και το τηλεοπτικό καλοκαίρι προδιαγράφει ένα σίριαλ σε συνέχειες με επεισόδια ικανά για κάθε εξέλιξη, σε συμπαραγωγή καναλαρχών και συγκυβέρνησης, που εναλλάσσονται εσχάτως στο ρόλο της Σφίγγας η οποία κρατά ένοχη και αινιγματική σιωπή, συνολικά για τους εργαζόμενους στον Τύπο και τα ΜΜΕ.

Ετικέτες