Ένα χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου Χατζηδάκη, η κυβέρνηση της ΝΔ έχει εντείνει την εφαρμογή της ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής της, μεταφέροντας μάλιστα στις πλάτες του λαού και το κόστος από την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα, πληρώνουν αδρά το μάρμαρο της ακρίβειας και της ασύδοτης κερδοσκοπίας του κεφαλαίου, στο οποίο δίνει «αέρα στα πανιά» του η κυβέρνηση, με: επισιτιστική κρίση, ενεργειακή φτώχεια, επισφάλεια, μειωμένους μισθούς (η αύξηση στον κατώτατο μισθό είναι ένας ωμός εμπαιγμός), συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα, επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και διόγκωση της μαύρης κι ανασφάλιστης εργασίας αλλά και με τους χιλιάδες νεκρούς από την πανδημία.
Ένα χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου Χατζηδάκη, η κυβέρνηση της ΝΔ, με επικοινωνιακά τεχνάσματα, με επιμονή, προσπαθεί να τον επιβάλει, στοχεύοντας να βάλει στον γύψο τους εργατικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες, ώστε να εξασφαλιστεί η υποταγή στις εργοδοτικές και κυβερνητικές επιλογές. Προσπαθεί να εφαρμόσει τις αντεργατικές διατάξεις του (χτύπημα 8ωρου και ευέλικτα ωράρια, καταστρατήγηση της Κυριακάτικης αργίας, διατάξεις σχετικά με τις απολύσεις, σχετικά με το ανώτατο όριο των υπερωριών που έχει αυξηθεί και το κόστος των υπερωριών που έχει μειωθεί κ.λπ.) και τις αντισυνδικαλιστικές του διατάξεις (παρεμβάσεις στη λειτουργία των σωματείων, ποινικοποίηση της απεργίας και των αγώνων, επιβράβευση της απεργοσπασίας και των απεργοσπαστών, παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης στους χώρους εργασίας, στοχοποίηση των συνδικαλιστών, φακέλωμα των συνδικάτων κ.λπ.).
Στο πλαίσιο αυτό, εργαζόμενοι και λαός βιώνουν και έναν ακραίο αυταρχισμό εκ μέρους της κυβέρνησης αλλά και όλων των κέντρων εξουσίας, εργοδοσία, δημοτικές αρχές κ.λπ., με στόχο το χτύπημα κάθε εργατικής και λαϊκής αντίστασης απέναντι στις πολιτικές λιτότητας και στην καταπάτηση των εργασιακών, συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Κάθε εστία ή φωνή αντίστασης, βρίσκει απέναντί της την κρατική βία και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, όπως γίνεται αυτήν την περίοδο στα πανεπιστήμια, αλλά, και στα Δικαστήρια Θεσσαλονίκης, με την απρόκλητη επίθεση από τους αστυνομικούς κατά των 8 απεργών του ΠΑΜΕ, που δικάζονται ουσιαστικά για τη συμμετοχή τους στην απεργία της 6 του περασμένου Απρίλη.
Η ποινικοποίηση της αναπαραγωγής ανακοινώσεων Σωματείων έφερε και την 3μηνη προσωποκράτηση
Κι όπου δεν πίπτει… ράβδος, πίπτει καταδικαστική απόφαση, όπως έγινε στην περίπτωση, με τις διώξεις εναντίον του Γιώργου Χαρίση, συνδικαλιστή, μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ, ο οποίος καταδικάστηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 1097/2022 απόφασή του, για τη συνδικαλιστική του δράση, ή… για την ακρίβεια; Επειδή αναπαρήγαγε (δεν έγραψε ο ίδιος) στο facebook ανακοινώσεις Σωματείων κ.λπ. που κατήγγειλαν το δήμαρχο Αλίμου για τις αντεργατικές του πρακτικές.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή του δημάρχου Αλίμου Ανδρέα Κονδύλη σε βάρος του Γιώργου Χαρίση για τα δημοσιεύματα που αναρτήθηκαν στον προσωπικό του λογαριασμό, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην ιστοσελίδα ErgasiaNET, ανακοινώσεις Συλλόγων εργαζομένων, που κατήγγειλαν την αντιδημοκρατική συμπεριφορά του δημάρχου στους εργαζόμενους. Μάλιστα η απόφαση, εκτός από την χρηματική ποινή, επιβάλλει την ανάκληση-διαγραφή των ανακοινώσεων και την μη δημοσίευση τους στο μέλλον, διαφορετικά θα επιβληθεί νέα ποινή.
Συκοφαντία και προσβολή της προσωπικότητας η πολιτική και συνδικαλιστική κριτική;
Επιπλέον, ο κίνδυνος από τη συγκεκριμένη αντεργατική – αντισυνδικαλιστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο όχι μόνον δεν μπαίνει στην ουσία της υπόθεσης, ούτε καν την εξετάζει, υιοθετώντας πλήρως το σκεπτικό του δημάρχου και απαγγέλλοντας σε βάρος του Γιώργου Χαρίση προσωπική κράτηση, διάρκειας τριών μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης των ανωτέρω; Ότι αντιμετωπίζει ως συκοφαντία και προσβολή της προσωπικότητας την πολιτική και συνδικαλιστική κριτική.
Κι εδώ μπαίνει το ρητορικό ερώτημα: Πιστεύει κανείς ότι αυτή η απόφαση δε θα αποτελέσει «κακή βάση» για να στοχοποιηθούν Σωματεία, συνδικαλιστές και σχήματα αλλά και ιστοσελίδες, ανεξάρτητα ΜΜΕ κ.λπ., και πως δε δεχθούν αγωγές στην παραμικρή άσκηση κριτικής;
«Αν τελεσιδικήσει μια τέτοια απόφαση, δημιουργεί δεδικασμένο»
«Όπως γίνεται φανερό, αν τελεσιδικήσει μια τέτοια απόφαση, δημιουργεί δεδικασμένο και πλέον κανένα συνδικάτο, εργαζόμενος ή συνδικαλιστής δεν θα μπορεί να ασκεί δημόσια κριτική στο κράτος και την εργοδοσία ή να διακινεί, μέσω του διαδικτύου, ανακοινώσεις συνδικάτων, γιατί κινδυνεύει να κατηγορηθεί για συκοφαντική δυσφήμιση», σημειώνει το ΜΕΤΑ προς ενημερωτική του επιστολή προς την εκτελεστική επιτροπή τη ΑΔΕΔΥ, για την καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Γιώργου Χαρίση.
«Επίσης», τονίζει, «ανοίγει το δρόμο να ασκηθούν και νέες αγωγές, από τον δήμαρχο Αλίμου, για την δημοσίευση των ανακοινώσεων και των υπόλοιπων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που δεν συμπεριελήφθησαν στην εκδικασθείσα αγωγή, αλλά και ενάντια στους ίδιους τους προέδρους και στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, στους οποίους είχαν αποσταλεί τότε εξώδικες αναφορές».
«Θεωρούμε», καταλήγει το ΜΕΤΑ «ότι η συγκεκριμένη δίωξη παίρνει πλέον ευρύτερα χαρακτηριστικά, αφορά όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και όλους όσοι αγωνίζονται για την υπεράσπιση των δημοκρατικών, συνδικαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και για το λόγο αυτό η ΑΔΕΔΥ, σε συνεργασία και με την ΠΟΕ-ΟΤΑ οφείλουν να καταδικάσουν την επιχείρηση ποινικοποίησης των αγώνων, τη φίμωση και την απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης, να παράσχουν κάθε συνδικαλιστική, νομική και οικονομική στήριξη στην έφεση που θα ασκηθεί επί της συγκεκριμένης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να πάρουν πρωτοβουλίες για να υπάρξει απόλυτη καταδίκη και στήριξη απ’ όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις».
Η απάντηση δεν είναι υπόθεση του ενός, αλλά ολόκληρου του εργατικού και λαϊκού κινήματος
Απέναντι στους εκφοβισμούς και τις απειλές της κυβέρνησης και της εργοδοσίας, απέναντι σε αποφάσεις κομμένες και ραμμένες στο «κοστούμι» της εκάστοτε εξουσίας, απέναντι στην προσπάθεια «φίμωσης» της ελευθερίας του Τύπου, οι εργαζόμενοι, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ο δημοσιογραφικός κόσμος οφείλουν και πρέπει να απαντήσουν με τα δικά τους όπλα: τη συλλογική μαζική πάλη, την αποφασιστικότητα και την ταξική αλληλεγγύη. Η δίωξη των Σωματείων και η στοχοποίηση των συνδικαλιστών, η προσπάθεια φίμωσης οιασδήποτε φωνής αντίστασης και αποκάλυψης της αλήθειας, επειδή δε συμβιβάζονται με τον εργασιακό μεσαίωνα, επειδή δε δέχονται να σιωπήσουν, δεν μπορεί παρά να είναι υπόθεση όλου του εργατικού και λαϊκού κινήματος.