Ο Νικολάς Μαδούρο πέτυχε άνετη νίκη στις προεδρικές εκλογές στη Βενεζουέλα.

Το 67% που συγκέντρωσε αποτυπώνει τη σημαντική συσπείρωση-κινητοποίηση του σκληρού πυρήνα της κοινωνικής βάσης του «τσαβισμού». Οι 6.200.000 ψήφοι είναι λιγότερες από τις 7.600.000 που του χάρισαν τη νίκη στις προηγούμενες προεδρικές του 2013, αλλά αποτελούν μεγαλύτερο μέγεθος από τα 5 με 5,5 εκατ. που συγκέντρωνε το PSUV σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις (βουλευτικές, περιφερειακές). 

Ο βασικός του αντίπαλος, ο Χένρι Φαλκόν, δεν έπεισε παρά μόνο σχεδόν 2 εκατομμύρια ψηφοφόρους και συγκέντρωσε ένα 20%. Κατά την εκκίνηση της προεκλογικής του καμπάνιας έδειχνε να αποτελεί σοβαρό αντίπαλο δέος: Παλιό πρώην στέλεχος του «τσαβισμού» που αποστασιοποιήθηκε αργότερα, επιχείρησε να εμφανιστεί ως εκπρόσωπος ενός «τρίτου δρόμου» ανάμεσα στο PSUV και τη Δεξιά. Αυτός ο τρίτος δρόμος ήταν ένα χλωμό «Κέντρο» το οποίο τελικά δεν ενέπνευσε στις συνθήκες πόλωσης: Ήδη «αποστάτης» για τους τσαβίστας (και για τους απογοητευμένους, μιας και η ρήξη του με τον μπολιβαριανισμό ήταν προς τα δεξιά), η συμμετοχή του στις εκλογές σε συνδυασμό με το παρελθόν του τον έκανε «αποστάτη» και για τους δεξιούς, που τον κατήγγειλαν ότι σπάει το μποϊκοτάζ και λειτουργεί ως «νομιμοποιητής» των εκλογών. 

Το μποϊκοτάζ της Δεξιάς έπεισε σοβαρό τμήμα της κοινωνικής της βάσης (3 εκατομμύρια περίπου πήγαν ως τις κάλπες για να ψηφίσουν κάποιον αντιπολιτευτικό υποψήφιο). Η συμμετοχή, 46%, είναι πολύ χαμηλή με βάση τα στάνταρ προηγούμενων προεδρικών εκλογών στη Βενεζουέλα. Αλλά η αντιπολίτευση δεν μπορεί να χρεωθεί όλη την αποχή ως δική της πολιτική νίκη. Όπως μετέφερε από το Καράκας ο Άρης Χατζηστεφάνου σε άρθρο του:

«“Δεν πήγα να ψηφίσω γιατί έχω απογοητευτεί από τον Μαδούρο, αλλά παραμένω τσαβίστα”, ήταν η επαναλαμβανόμενη απάντηση που παίρναμε από πολλούς νεαρούς ψηφοφόρους, που συμπλήρωναν ότι απείχαν μόνο επειδή γνώριζαν ότι δεν υπάρχει περίπτωση επικράτησης στελεχών του MUD. “Χρειαζόμαστε μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση, όχι επιστροφή στο παρελθόν”, μου είπε ένας από αυτούς».

Φυσικά, έμφαση στην υψηλή αποχή έσπευσαν να δώσουν αρκετά δυτικά ΜΜΕ, για να αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα. Τα ίδια ΜΜΕ που αντιμετωπίζουν ως «απονομιμοποιημένο» τον Μαδούρο, που ψηφίστηκε χοντρικά από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, δεν έδειξαν την ίδια ευαισθησία για την εκλογή Τραμπ από το 25% των ψηφοφόρων (και με λιγότερες ψήφους από την αντίπαλο!) ή για τον «θριαμβευτή» Μακρόν, για τον οποίο αγωνιστές της γαλλικής Αριστεράς έγραφαν ότι χωρίς τις ιδιαιτερότητες του δεύτερου γύρου και με βάση τη συμμετοχή έπεισε το 18% του εκλογικού σώματος. 

Όμως το παιχνίδι με τη συμμετοχή αφορά περισσότερο τη δημιουργία εντυπώσεων από τα ΜΜΕ. Για τους «μεγάλους παίχτες» μικρή σημασία έχει: Είχαν αποφανθεί ότι οι εκλογές δεν είναι νομιμοποιημένες προκαταβολικά! Πρώτα ήρθε η απόφαση της Δεξιάς να μη συμμετάσχει, χωρίς καμιά σοβαρή δικαιολογία. Και ακολούθησαν οι διεθνείς σύμμαχοί της με πρώτες τις ΗΠΑ, που έσπευσαν να καταγγείλουν προκαταβολικά τις εκλογές ως «φάρσα» – χωρίς καμία σοβαρή δικαιολογία. 

Η «στρατηγική της έντασης» τους προηγούμενους μήνες αποδείχθηκε μπούμερανγκ για την αντιπολίτευση. Όχι μόνο δεν πέτυχε την ανατροπή της κυβέρνησης, αλλά «χρεώθηκε» το οικονομικό και πολιτικό χάος που επικράτησε, όπως και τη συμπόρευσή της με τις ΗΠΑ τη στιγμή που αυτές επέβαλλαν κυρώσεις και απειλούσαν. Αυτά αποτυπώθηκαν στην ήττα της Δεξιάς στις περιφερειακές εκλογές του περασμένου Οκτώβρη. Η απόφαση για μποϊκοτάζ στις προεδρικές πάρθηκε σε αυτό το φόντο – υπό το φόβο μιας νέας ήττας. 

Όμως δεν επρόκειτο για «λευκή πετσέτα», το ακριβώς αντίθετο. Γνωρίζοντας ότι η βενεζουελάνικη Δεξιά δεν θα σταματήσει τις επιθέσεις της μέχρι να πετύχει την ανατροπή του Μαδούρο και του «τσαβισμού», η άρνηση να δοκιμάσει τις τύχες της στην κάλπη και η εγκατάλειψη κάθε προσχήματος στην αυθαίρετη καταγγελία των εκλογών πριν καν αυτές γίνουν ως «παράνομες» προειδοποιούν για κλιμάκωση και για «άλλα μέσα». Ήταν μια επιλογή «σκλήρυνσης» των τακτικών, και με δεδομένη την προηγούμενη αποτυχία της να νικήσει στο «πεζοδρόμιο» το ποιες θα είναι οι επόμενες «σκληρές» τακτικές είναι ανησυχητικό. 

Σαν έτοιμες από καιρό, δεξιές κυβερνήσεις από Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή, Κολομβία, Μεξικό, Παραγουάη κ.α. μαζί με αυτήν του Καναδά ανακάλεσαν τους πρέσβεις τους και υποβαθμίζουν τις διπλωματικές σχέσεις με το Καράκας. Ο Τραμπ ανακοίνωσε νέες κυρώσεις. Η ΕΕ επίσης δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα και κάνει λόγο για «λήψη ανάλογων μέτρων». Δεν πάει να υπερασπίζεται την εκλογική διαδικασία και να ζητά διάλογο ο Θαπατέρο, πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας και υπεράνω πάσης υποψίας για «οπαδός του κόκκινου δικτάτορα», η Δύση έχει αποφασίσει ετσιθελικά ότι έχει να κάνει με ένα «παράνομο καθεστώς»...

Σε πρώτη φάση, ίσως έρθουν νέες κυρώσεις που θα στραγγαλίσουν ακόμα περισσότερο την τσακισμένη οικονομία της χώρας. Θα είναι έγκλημα κατά του βενεζουελάνικου λαού. Αλλά υπάρχουν κι άλλα σενάρια στο τραπέζι: από τις διαρκείς εκκλήσεις στις ένοπλες δυνάμεις της Βενεζουέλας «να δώσουν διέξοδο» μέχρι τις παλιότερες δηλώσεις Τραμπ ότι εξετάζει και το ενδεχόμενο επέμβασης...

Τα δύσκολα είναι μπροστά. Τη φιλεργατική διέξοδο από την οικονομική κρίση μπορούν να την επιβάλουν μόνο οι εργάτες της Βενεζουέλας, που θα χρειαστούν όντως μια «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», στο φόντο της κρίσης και των ορίων του κυβερνητικού «μπολιβαριανισμού». Αλλά η υπεράσπιση των εργατών της Βενεζουέλας από έξωθεν απειλές (με κυρώσεις ή με απειλές επέμβασης) που κάνουν ακόμα πιο δύσκολες τις ζωές τους και τον αγώνα τους είναι υπόθεση και του διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες