Η αποπομπή του διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για τον Ντόναλντ Τραμπ και το πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ συνολικότερα.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια. Όμως είναι «άγραφος νόμος» ότι δεν συμβαίνει εύκολα (έχει γίνει άλλη μια φορά στην αμερικανική ιστορία), ενώ την κατάσταση περιπλέκει η έρευνα του FBI για τους δεσμούς του Τραμπ με τη Ρωσία. Αυτό που δεν έχει το δικαίωμα να κάνει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, είναι να επεμβαίνει για να διακόψει έρευνα εις βάρος του.

Κανείς δεν ξέρει τους πραγματικούς λόγους της αποπομπής Κόμεϊ. Μπορεί να ισχύει από το ενδεχόμενο (πέρα από την υστερική ρωσοφοβία) ο Τραμπ να έχει όντως κάτι να κρύψει μέχρι και την πιθανότητα να θίχτηκε ο ναρκισσισμός του (ο Κόμεϊ είχε δηλώσει πως μετανιώνει για τις διαρροές που έπληξαν την καμπάνια της Κλίντον το φθινόπωρο του 2016). 

Το σίγουρο είναι πως η συζήτηση που έχει ανοίξει για «συνταγματική κρίση» (που φτάνει μέχρι και τη συζήτηση για διαδικασίες αποπομπής του Τραμπ) έχει ως απλή αφορμή το περιστατικό με τον Κόμεϊ. Η διερεύνηση σκανδάλων στην Ουάσινγκτον έχει πάντοτε στο υπόβαθρο πολιτικές επιλογές και όχι μια κάποια τήρηση της «νομιμότητας». Πολλοί (αν όχι όλοι) πρόεδροι των ΗΠΑ έχουν παρανομήσει, ή έχουν κάνει «νόμιμα» εγκλήματα κ.ο.κ., χωρίς να συμβεί τίποτε, ή να πιεστούν να παραιτηθούν. Το Γουότεργκεϊτ που γκρέμισε τον Νίξον, ήταν κι αυτό με τον τρόπο του επεισόδιο μιας ευρύτερης πολιτικής κρίσης. 

Αντίστοιχα και σήμερα, ζούμε το τελευταίο επεισόδιο σε μια χαοτική κρίση, που είναι σε εξέλιξη από την αρχή της διακυβέρνησης Τραμπ και που αφορά διαφωνίες για τις γεωπολιτικές επιλογές των ΗΠΑ, κομματικούς ανταγωνισμούς, ενδοκομματικές έριδες, αλλά και κόντρες μεταξύ προσωπικών «φέουδων». Η απόλυτη εικόνα κρίσης είναι οι διαιρέσεις μέσα στο (πιο βαθύ δεν γίνεται) κράτος, με μηχανισμούς όπως το FBI και η CIA να εμπλέκονται στις διαμάχες.

Ακροδεξιά

Οι πρώτες μέρες της εποχής Τραμπ χαρακτηρίστηκαν από την υπερβολική αυτοπεποίθηση των ακροδεξιών της Alti-Right με ηγέτη τον πρώην αρχισυντάκτη του Breitbart News (μιντιακή «ναυαρχίδα» της σκληρής ακροδεξιάς στο ίντερντ), οι οποίοι επιχείρησαν μια «έφοδο». Ένα ασύλληπτης έκτασης, έντασης (και προχειρότητας) μπαράζ προεδρικών διαταγμάτων, ρητορική κήρυξη πολέμου εναντίον όλων -από τα ΜΜΕ και τους δικαστές, έως την Κίνα, το Μεξικό, τη Γερμανία, ακόμα και την Αυστραλία ή και τη CIA- με τον Μπάνον να διακηρύττει ανοιχτά και δημόσια πως η ομάδα γύρω από τον Τραμπ είναι έτοιμη να υλοποιήσει το στόχο «του ξηλώματος του διοικητικού κράτους».

Αυτή η προσπάθεια να απαλλαγούν από περιορισμούς άλλων κέντρων εξουσίας και να τα αλλάξουν όλα αμέσως, οδήγησε στις πρώτες κρίσεις: την πτώση του Μάικλ Φλιν από τη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, την κατάρρευση της απαγόρευσης εισόδου στους μουσουλμάνους κ.ο.κ. Η κυβέρνηση έμοιαζε με εκτροχιασμένο τρένο, και ο κρατικός μηχανισμός (ή τμήμα του) αποφάσισε να παρέμβει (τότε που ο Μπάνον έχασε τη μόνιμη θέση του στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και περιορίστηκε στο «δικαίωμα να συμμετέχει σε συνεδριάσεις»). Όπως έγραψε ο Αμερικανός μαρξιστής Τζόελ Γκάιερ, έγινε σαφές πως «αν πηγαίναμε σε σύγκρουση της ομάδας Breitbart με το βαθύ κράτος, το βαθύ κράτος θα κέρδιζε».

Έκτοτε επιχειρήθηκε μια αλλαγή στρατηγικής και μια προσπάθεια να υλοποιηθεί η πολιτική Τραμπ όχι σε πείσμα των κέντρων εξουσίας, αλλά σε συνεννόηση και μέσα από αυτά. Στο πολιτικό πεδίο, αρκούσε ένα πυραυλικό χτύπημα στη Συρία για να αναβαπτιστεί ο «νεοφασίστας» σε «ηγέτης του ελεύθερου κόσμου».  

Ο πυρήνας της πολιτικής του Τραμπ ωστόσο δεν έχει αλλάξει. Γιατί πέρα από τα πιο μεγαλήποβαλα «οράματα» του Μπάνον, πρόκειται για μια συγκεκριμένη στρατηγική που επιδιώκει με τον «οικονομικό εθνικισμό» να αποκαταστήσει την αμερικανική βιομηχανική και στρατιωτική δύναμη, ιδιαίτερα στον ανταγωνισμό της με την Κίνα. Ο συγκεκριμένος τρόπος που θα επιδιωχθεί αυτό είναι το αντικείμενο της διαμάχης: αυτό που κατέρρευσε είναι η προσέγγιση «καμικάζι» και όχι η στρατηγική επιλογή, η οποία άλλωστε δεν είναι καπρίτσιο του Τραμπ ή ιδεοληψία του Μπάνον, αλλά έχει τη στήριξη σημαντικών τμημάτων της αστικής τάξης και του κράτους. 

Διευκολύνσεις

Παρά τη «στροφή» του Λευκού Οίκου στον τρόπο χάραξης πολιτικής, οι εντάσεις (γεωπολιτικού προσανατολισμού, κομματικών ανταγωνισμών κ.λπ.) δεν εξαφανίστηκαν, γιατί έχουν στον πυρήνα τους τα υπαρξιακά ζητήματα που αντιμετωπίζει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στην εποχή της κάμψης της ισχύος του. Δεν είναι τυχαίο ότι αντίστοιχες εντάσεις υπήρξαν και επί Ομπάμα (με κέντρο τις διαμάχες γύρω από την «ανερμάτιστη» αμερικανική πολιτική στη Συρία). Η διαφορά είναι πως ο Τραμπ δεν διαθέτει το «πολιτικό κεφάλαιο» του προκατόχου του, ώστε να διασφαλίζει μια στοιχειώδη έστω πειθαρχία γύρω του, ως «ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά».

Όσον αφορά την ίδια τη «δουλειά», μπορεί να υπάρξει συνεννόηση. Ο Τραμπ μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξη της αστικής τάξης και του κράτους για επιλογές που κάνει απέναντι στην Β. Κορέα ή την Κίνα. Στο Πεντάγωνο, οι στρατηγοί, των οποίων «έλυσε τα χέρια» κατά τη δήλωσή του, είναι ικανοποιημένοι. Κάποια από τα οικονομικά μέτρα συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα: ένα είναι η προσπάθεια να ξηλωθεί το Obamacare που έχει γίνει πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στους σκληρούς του Tea Party που θέλουν «να μη μείνει ρουθούνι» και τους μετριοπαθείς που φοβούνται την πολιτική καταστροφή που μπορεί να σημάνει μια τέτοια επίθεση. Ένα άλλο είναι οι δασμολογικές προτάσεις, που μέχρι τώρα δεν έχουν αποκτήσει ομόφωνη στήριξη στην κυβέρνηση Τραμπ. Αλλά στη φορολογική μεταρρύθμιση, είναι όλοι απολύτως σύμφωνοι: Αυτή προτείνει να μειωθεί ο φορολογικός συντελεστής στις επιχειρήσεις από το 35% στο 15%, να δοθούν φορολογικές «διευκολύνσεις» (ακαθόριστης έκτασης) σε επιχειρήσεις που θα «επαναπατρίσουν» τα κεφάλαιά τους, να μειωθεί η φορολόγηση στις συναλλαγές μετοχών, ομολόγων κ.λπ. από 23,8% σε 20%, να καταργηθεί ο φόρος κληρονομιάς που αφορά κυρίως τα πλουσιότερα νοικοκυριά, να καταργηθεί ο «εναλλακτικός μίνιμουμ φόρος» (μια ιδιαίτερη φορολογική ρύθμιση που επιχειρεί να κάνει τους υπερβολικά πλούσιους να καταβάλλουν έστω κάποια αξιοπρεπή ποσά, τα οποία δεν θα πλήρωναν αν αξιοποιούσαν τα διάφορα «παραθυράκια» στο φορολογικό σύστημα). 

Αντίφαση

Αυτήν τη λεηλασία (που δεν έχει καμιά αντιπρόταση για το πώς θα υπάρξουν έσοδα) την υποστηρίζουν όλοι. Αυτό που ανησυχεί τμήματα του κεφαλαίου, του κράτους και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι αν ο Τραμπ μπορεί να είναι αποτελεσματικός στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής ή αν με τον τρόπο που ασκεί πολιτική, έχει καταλήξει να αποτελεί μέρος του προβλήματος, πυροδοτώντας αντιστάσεις και αποσταθεροποιώντας το σύστημα. 

Τα προβλήματα του Τραμπ και η κρίση των «από πάνω» είναι καλοδεχούμενες εξελίξεις. Αρκεί να αξιοποιηθούν από το κίνημα αντίστασης για να βαθύνει αυτή η κρίση και να μην περιοριστούν όσοι απλοί άνθρωποι εχθρεύονται τον Τραμπ για πολύ διαφορετικούς λόγους από έναν διευθυντή του FBI, σε θεατές (ή ακόμα χειρότερα, χειροκροτητές) της μίας ή της άλλης πτέρυγας του κράτους. 

Αυτήν την προσέγγιση υιοθετούν εξαρχής οι Δημοκρατικοί. Οι οποίοι έχουν επιλέξει να κάνουν σημαία τους τους «ύποπτους δεσμούς του Τραμπ με τους Ρώσους ολιγάρχες», αδιαφορώντας επιδεικτικά για το ότι ο Τραμπ έχει γεμίσει την κυβέρνησή του με Αμερικάνους ολιγάρχες. Αυτήν την επίθεση δέχεται σήμερα ο Τραμπ: Ανώνυμες διαρροές πρακτόρων στις υπηρεσίες πληροφοριών που αμφισβητούν τον πατριωτισμό του προέδρου και την ικανότητά του να κρατά ασφαλή τα κρατικά μυστικά. Πρόκειται για τη συντηρητικότερη δυνατή εκδοχή «αντιπολίτευσης», που ως τέτοια βολεύει για να γίνει «λάβαρο» στην ενδοαστική σύγκρουση. 

Το ζήτημα είναι η κρίση που έχει ανοίξει, να αξιοποιηθεί από την Αριστερά και τα κινήματα, για να ενδυναμώσει η «άλλη» αντιπολίτευση, που αφορά το ρατσισμό, τον πόλεμο, τα γυναικεία δικαιώματα, το νεοφιλελεύθερο πλιάτσικο, και αμφισβητεί το ίδιο το σύστημα το οποίο «γέννησε» τον Τραμπ, κι ας επιχειρεί τώρα να του βάλει «χαλινάρι»...

*Προδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες