Το 2024 βρίσκει τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση της ΝΔ κυρίαρχους στο πολιτικό σκηνικό καθώς δεν αντιμετωπίζουν καμία απειλή ή ακόμη και πίεση από την αντιπολίτευση.
Το θατσερικό ΤΙΝΑ (δεν υπάρχει εναλλακτική) εμφανίζεται ανανεωμένο στην Ελλάδα του 2024 απουσία κυβερνητικής εναλλακτικής. Ωστόσο από την εποχή της νεοφιλελεύθερης αυτοπεποίθησης και του δυναμισμού των ιδεών της «απελευθερωμένης αγοράς» και της «παγκοσμιοποίησης», που ενισχύθηκαν από την πτώση του «υπαρκτού Σοσιαλισμού», δεν έχουν απομείνει και πολλά πέρα από τα διαρκώς κλιμακούμενα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος, στην Ευρώπη και όχι μόνο, χωρίς ουσιαστική κυβερνητική εναλλακτική και με αδύναμους μηχανισμούς οικοδόμησης κοινωνικών συναινέσεων, σε κοινωνίες ολοένα αυξανόμενων ανισοτήτων, σε οικονομικό πλαίσιο ακρίβειας, πληθωρισμού και κρατικών παρεμβάσεων υπέρ των «από πάνω», στην εποχή της βάρβαρης κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών πολέμων, στην Παλαιστίνη και στην Ουκρανία, στην εποχή της διακινδύνευσης του ίδιου του ανθρώπινου πολιτισμού δια της κλιμάκωσης της οικολογικής καταστροφής του πλανήτη.
Ο σχεδόν μισός αιώνας νεοφιλελεύθερης (ν/φ) στρατηγικής, η οποία απετέλεσε όχι μόνο μια οικονομική επιλογή αλλά ταυτόχρονα και μία ταξική/ πολιτική αστική αντεπίθεση στις κατακτήσεις του «παγκόσμιου Μάη» και στην αριστερά, απέδωσε συνέπειες όχι μόνο οικονομικές, βυθιζόμενος μετά το 2008 στην κρίση και στην παρακμή, αλλά και πολιτικές αλλάζοντας την «γεωμετρία» του πολιτικού συστήματος, πανευρωπαϊκά (και όχι μόνο). Στην θέση του παλιού διπολισμού δεξιάς – σοσιαλδημοκρατίας (σ/δ) αναδύεται, ως συγχώνευση, το «ακραίο κέντρο» (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μακρόν) με, συχνά, μόνη αντιπολίτευση την ακροδεξιά (από την οποία αντλεί και ενσωματώνει χαρακτηριστικά). Πρόκειται για διαρκή διολίσθηση προς ένα δεξιό ν/φ μοντέλο κράτους, όπου κυριαρχεί η καταστολή και ο αυταρχισμός παρά η συναίνεση. Το πλαίσιο είναι ασφυκτικό τόσο στην οικονομική βάση όσο και στο πολιτικό εποικοδόμημα και δεν επιτρέπει την χάραξη βαθιών αριστερών διαχωριστικών στο εσωτερικό του πέρα από έναν ορισμένο, αδιέξοδο και από κυβερνητικής σκοπιάς υποκριτικό, αταξικό «δικαιωματισμό». Η ν/φ εποχή χαρακτηρίζεται επίσης και από το αντίστοιχο πολιτισμικό πλαίσιο, το λεγόμενο «μετανεωτερικό» ή «μεταμοντέρνο», που έχει μετατρέψει την πάλη των ιδεών από αντιπαράθεση (κοσμο)θεωριών, επιχειρημάτων και γενικεύσεων σε πάλη υποκειμενισμών, στιγμιαίων εντυπώσεων και «επικοινωνίας».
Η πρότερη πολιτική απόπειρα να αμφισβητηθεί η ν/φ στρατηγική, υπό την ώθηση του διεθνούς αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, και να διεκδικηθεί το πολιτικό κενό που δημιουργεί με την δεξιά μετάλλαξή της η σ/δ-κεντροαριστερά, από τα νεοπαγή «πλατιά κόμματα» της ριζοσπαστικής αριστεράς, απέτυχε, με αποκορύφωμα τον ΣΥΡΙΖΑ που έστριψε στο «μονόδρομο» των μνημονίων ως κυβέρνηση. Ωστόσο το πολιτικό κενό παραμένει καθώς οι διαρκώς αυξανόμενες «κοινωνικές ανισότητες» δεν βρίσκουν πολιτική έκφραση και εκπροσώπηση στην εποχή της χρεωκοπίας της μεταρρυθμιστικής αριστεράς/ κυβερνητικής κεντροαριστεράς συγκροτώντας ιστορική πρόκληση για την αντικαπιταλιστική αριστερά του 21ου αιώνα!
Μεταμοντέρνα προπαγάνδα και νεοφιλελεύθερος κυνισμός
Στην Ελλάδα σήμερα, η απουσία ανταγωνιστικής αντιπολίτευσης και ουσιαστικά εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης (που να γίνεται αντιληπτή ως τέτοια από την κοινωνία) συγκροτεί πλαίσιο πολιτικό και ιδεολογικό. Έτσι είναι η ίδια κυβερνητική πολιτική που πνίγει μαζικά αλλά και νομιμοποιεί μετανάστες, ευνοεί την ασυδοσία του κέρδους, την ακρίβεια και τους πλειστηριασμούς και προβάλει πως τιμωρεί με πρόστιμα πολυεθνικές και τράπεζες, δηλώνει αποφασιστικά πως θα νομιμοποιήσει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών την ώρα που ο υπουργός Εξωτερικών λογοκρίνει εικαστικό έργο κατά των γυναικοκτονιών και οι δολοφόνοι του Ζακ Κωστόπουλου κυκλοφορούν ελεύθεροι, ιδιωτικοποιεί την Υγεία και την Παιδεία (παρακάμπτοντας το Σύνταγμα) στο όνομα της βελτίωσης της Δημόσιας Εκπαίδευσης και του ΕΣΥ, τσακίζει τα εργατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα στο όνομα του «δικαιώματος» στην υποπληρωμένη υπερεργασία, υλοποιεί εξοπλιστικό πρόγραμμα «μαμούθ» την ώρα που επιχειρεί εξομάλυνση με την Τουρκία, είναι αλληλέγγυα με το «αμυνόμενο» Ισραήλ και στέλνει πλοίο στην περιοχή την ώρα που δηλώνει ανησυχία για τους αμάχους και προκρίνει την λύση των δύο κρατών...
Φυσικά η εικόνα που παρουσιάζεται αντιστρέφει την πραγματικότητα. Η ουσία της κυβερνητικής πολιτικής κρύβεται (σε κοινή θέα) στον προϋπολογισμό, στα εταιρικά κέρδη, στη διαρκή υποχώρηση των μισθών έναντι του πλούτου, στο ξήλωμα των εργατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, στην οριζόντια φορολόγηση, στο αυταρχικό / αστυνομικό κράτος, στον εφαρμοσμένο εθνικισμό και στον ρατσισμό απέναντι σε μετανάστες, ρομά, γυναίκες και lgbt, νεολαία, φτωχούς. Η συμπεριφορά της αιχμής του δόρατος της κρατικής εξουσίας και βίας, δηλαδή της αστυνομίας και των δικαστηρίων, συχνά τεκμηριώνει την ταξική αλήθεια.
Διεθνή συστημικά μέσα «αποθεώνουν» την κυβέρνηση Μητσοτάκη για τις «μεταρρυθμίσεις» μα κυρίως οι ίδιοι οι Έλληνες καπιταλιστές, όπως ο Μυτιληναίος[i].
Ο Μητσοτάκης διαχειρίζεται την προπαγάνδα δημιουργώντας συχνά σύγχυση στους πολιτικούς του αντιπάλους, φευ και στην αριστερά, όπως στα «εθνικά» ζητήματα ή στο «γάμο των ομόφυλων» αλλά η, προς ώρας, «επιτυχία» του, δεν κρύβει το σκληρό ταξικό πρόσημο της πολιτικής του ούτε λύνει τα ίδια της τα αδιέξοδα, εγχώρια και στα πλαίσια της ευρωπαϊκής και διεθνούς κατάστασης. Έτσι, χωρίς αντίπαλο, υπέστη εμβληματικές ήττες στην αυτοδιοίκηση και ήδη έχει υποχρεωθεί σε ανασχηματισμό. Δημοσκοπικά, παρότι υπερέχει απολαμβάνει επίσης τη μόνιμα πλειοψηφική άποψη ότι η ζωή τους και η χώρα πάει «από το κακό στο χειρότερο»[ii].
Σοσιαλφιλελευθερισμός
Η «εικόνα» είναι πολύ σημαντική κυρίως όταν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ουσία, η νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Αυτό αφορά στα κόμματα του «σοσιαλφιλελευθερισμού», το ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΡΙΖΑ. Το μεν ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα που ανέλαβε, επί πρωθυπουργίας Σημίτη, αποφασιστικά τη νεοφιλελεύθερη στροφή μετά την ήττα από τις εργατικές, λαϊκές αντιστάσεις, της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη. Στα μάτια της κοινωνίας κατέρρευσε ακόμη και ως «αριστερή μνήμη» στα χρόνια των μνημονίων και της συγκυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε οριστικά την αριστερή πορεία με το 3ο μνημόνιο. Η εκλογική κατάρρευσή του ήρθε οχτώ χρόνια μετά. Ο Κασσελάκης αποτελεί τη συνέχεια της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής του Τσίπρα χωρίς τα προσχήματα.
ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν άλλο δρόμο παρά να συγκλίνουν στον ίδιο ακριβώς πολιτικό χώρο, του «σοσιαλφιλελευθερισμού» παρά τις αντιθέσεις των γραφειοκρατιών, προκειμένου να επιχειρήσουν να συγκροτήσουν δεύτερο συστημικό πόλο, κατά το πρότυπο του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, με κυβερνητικές ελπίδες και φιλοδοξίες.
Η Νέα Αριστερά δεν έχει ξεκαθαρίσει το πολιτικό της στίγμα και εμφανίζεται αμήχανη ως προς τη στρατηγική επιλογή. Αν ωστόσο ο δρόμος προς την «αντινεοφιλελεύθερη» ταυτότητα (και πολύ περισσότερο την αντικαπιταλιστική) είναι δύσβατος γεμάτος αυτοκριτική μα και κρίσιμα συμπεράσματα και επανασύνδεση με το κίνημα, ο δρόμος προς τον «σοσιαλφιλελεύθερο» πόλο, ως τρίτη «συνιστώσα», μοιάζει, εκτός από επίσης δύσκολος, εξευτελιστικός καθώς θα τεκμηριώσει μια διάσπαση χωρίς μείζονες πολιτικές/στρατηγικές διαφορές. Αντίστοιχες και οι οργανωτικές επιλογές μεταξύ εκλογικής συγκρότησης μέσω κοινοβουλευτικής ομάδας και απόπειρας οικοδόμησης οργάνωσης με κοινωνική/ κινηματική παρέμβαση. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει!
ΚΚΕ
Στο χώρο της αντινεοφιλελεύθερης, ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής αριστεράς κυριαρχεί σήμερα το ΚΚΕ που βλέπει το τελευταίο διάστημα την εκλογική του επιρροή να αυξάνεται, φτάνοντας δημοσκοπικά έως και το 10%. Το αφήγημά του παρουσίασε ο γραμματέας Κουτσούμπας στην εκδήλωση του κόμματος για τη «συμπαράταξη», στο ΣΕΦ, στις 11/12/2023. Η τοποθέτηση ανέδειξε τη διεκδίκηση του ρόλου βασικού αν όχι μοναδικού «αντίπαλου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη» βασισμένη στην άνοδο του ΚΚΕ εκλογικά, συνδικαλιστικά. Αντικαπιταλιστική κριτική στην κυβέρνηση αλλά και στην «ανασύνθεση της σοσιαλδημοκρατίας» των ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, στο «κράτος – δολοφόνο» Ισραήλ με ξεκάθαρη υποστήριξη του παλαιστινιακού αγώνα. Κάλεσμα για συμπόρευση με το ΚΚΕ χωρίς αναγκαία συνολική συμφωνία. Κατέληξε με τον στόχο για μια «λαϊκή διακυβέρνηση και εξουσία» και «μία διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας, σοσιαλιστική – κομμουνιστική…»[iii].
Είναι προφανές ότι το ΚΚΕ επιχειρεί να διεκδικήσει το κενό στ’ αριστερά του πολιτικού σκηνικού και μια προσέγγιση της «μαζικής πολιτικής» στο όνομα του αντικαπιταλισμού, του Σοσιαλισμού και του Κομμουνισμού. Βέβαια όσο το εκλογικό ποσοστό ανεβαίνει αντίστοιχα μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις για συγκεκριμένη κυβερνητική εναλλακτική πρόταση και πρόγραμμα αλλά και πολιτικό υποκείμενο που θα επιτρέπει και θα μπορεί να διαχειριστεί τις κοινωνικές/ πολιτικές πιέσεις και την αντίστοιχη, αναπόφευκτη, «εσωτερική» ιδεολογικοπολιτική πάλη. Το σχήμα «ΚΚΕ και συμπορευόμενοι» είναι επιεικώς αδύναμο να αντιμετωπίσει τέτοιες προκλήσεις. Το ΚΚΕ δεν προτείνει κανενός είδους πολιτικό μέτωπο της αριστεράς παρά μόνο ατομική «συμπαράταξη» - αντίστοιχα κινείται και στο συνδικαλιστικό πεδίο – διεκδικώντας, με μεγάλο δισταγμό, περιορισμένο μέρος από το πολιτικό κενό στ’ αριστερά.
Όταν ο γραμματέας έφτασε να καταγγείλει το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ ως βοήθεια στο σύστημα προκειμένου να αντιμετωπίσει τις «ρωγμές» του στην περίοδο 2010 – 2015 εκ των πραγμάτων άφησε εκτεθειμένο το ίδιο του το κόμμα στο ερώτημα για τις δικές του επιλογές στην πρόσφατη περίοδο της κρίσης του πολιτικού συστήματος. Το ΚΚΕ σε όλη την περίοδο της διεθνούς κινηματικής και πολιτικής ανάτασης ενάντια στη νεοφιλελεύθερη, καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και εν τέλει στην Ελλάδα ενάντια στα μνημόνια πήρε σαφείς αποστάσεις τόσο από τα κινήματα όσο και από τις πολιτικές διεργασίες στην αριστερά και αυτό δημιουργεί σοβαρή επιφύλαξη για την ουσία του σχεδίου που εμφανίζει σήμερα.
Ταυτόχρονα, στα λεγόμενα «εθνικά θέματα» και τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στην κυβερνητική προσέγγιση των «ελληνοτουρκικών» η επιλογή του εισηγητή ήταν σαφής: «...Γιατί στην πραγματικότητα δρομολογείται μια εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση και στο τραπέζι παραμένουν οι απαράδεκτες διεκδικήσεις της τουρκικής άρχουσας τάξης. Διεκδικήσεις, οι οποίες αφορούν: Και την αποστρατιωτικοποίηση και την αμφισβήτηση των δικαιωμάτων των ελληνικών νησιών. Και την προώθηση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας». Και την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης. Και τον χαρακτηρισμό της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ως τουρκικής. Και τη διαιώνιση της κατοχής, μαζί με την αναβάθμιση του «ψευδοκράτους» στη Βόρεια Κύπρο...»[iv].
Πρόκειται για τον ίδιο «κατάλογο» που παραθέτει κάθε εθνικιστική προσέγγιση! Τοποθέτηση ξεκάθαρη, χωρίς περιστροφές, χωρίς καν την έμφαση στο «ΝΑΤΟϊκό επιχείρημα» που συνήθως συνοδεύει αυτής της κοπής τις τοποθετήσεις από αριστερούς χώρους, όπως π.χ. στο ζήτημα των εξοπλισμών.
Η επιλογή της πατριωτικής/ εθνικιστικής αιχμής ως αντιιμπεριαλιστικής θέσης, στην αριστερή εναλλακτική, υπήρξε κεντρική τόσο στην παράδοση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας όσο και σε οργανώσεις και κόμματα της κομμουνιστικής αριστεράς που βασίζονται στον στόχο/ στάδιο της «εθνικής ανεξαρτησίας» και σε διάφορες εκδοχές της «θεωρίας της εξάρτησης».
Η ιστορία του ελληνικού αλλά και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι γεμάτη, ωστόσο, από τραγικές ήττες – προϊόν αυτών ακριβώς των αντιλήψεων. Ο εθνικισμός αποτελεί καίριο ιδεολογικό συστατικό της καπιταλιστικής/ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και επεκτατικότητας παρά απάντηση σε αυτήν[v].
Στο παρελθόν, στα πλαίσια μαζικών, λαϊκών κινημάτων αυτοδιάθεσης ή/και εθνικής απελευθέρωσης, υπό όρους και προϋποθέσεις (όπως η παρουσία ισχυρής αριστεράς και ταυτόχρονα αδύναμης ή απούσας άρχουσας τάξης), η απελευθερωτική ορμή μπορούσε να πάρει ταξικά/ αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Στις μέρες μας ο ηρωικός αγώνας του Παλαιστινιακού λαού, γνήσιο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα (παρότι με ιδεολογικοπολιτική ηγεσία καθόλου αριστερόστροφη), στέλνει διεθνώς το ισχυρό μήνυμα της πάλης όχι τόσο σε «όμορα κινήματα», καθώς τέτοια δεν υπάρχουν και πολλά, αλλά στους «υπηκόους» των καπιταλιστικών/ιμπεριαλιστικών κρατών, στην εργατική τάξη, τα κινήματα των «από κάτω» και την αριστερά, διεθνώς, στις ΗΠΑ, στις ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα έως και στο ίδιο το Ισραήλ. Ακόμη και ως «εξαίρεση» η Παλαιστίνη (που δεν είναι ανεξάρτητο, καπιταλιστικό, «έθνος – κράτος»), υπογραμμίζει πως ο αντιιμπεριαλισμός της εποχής μας είναι η πάλη ενάντια στους εξοπλισμούς, τη στρατιωτικοποίηση και την επιθετικότητα, ενάντια στην ίδια την άρχουσα τάξη της εκάστοτε χώρας, ότι ουσιαστικά είναι ταυτόσημος με τον αντικαπιταλισμό!
Στην υπόθεση των «ελληνοτουρκικών» δεν αντέχει καν η «αντιιμπεριαλιστική» ερμηνεία καθώς η Ελλάδα αποτελεί σαφή ιμπεριαλιστικό «παίκτη» στην περιοχή, κρίσιμης σημασίας για τη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία.
Οι (εθνικιστικές/πατριωτικές) προσεγγίσεις αυτές ωστόσο καθορίζουν επίσης τα όρια της «εναλλακτικής πρότασης». Ιστορικά έχουν παράξει τις πιο δεξιές απαντήσεις στην κυβερνητική πρόκληση. Η «λαϊκομετωπική» παράδοση έχει δώσει τραγικές ήττες για το κομμουνιστικό κίνημα. Το ΚΚΕ έχει πάρει απόσταση από αυτές τις επιλογές του παρελθόντος παίρνοντας απόσταση από την ίδια τη διακύβευση, με τη θέση ότι είναι αδιάφορο ποιος είναι ο διαχειριστής του αστικού κράτους. Σήμερα, μπροστά στην πρόκληση της μαζικοποίησης της επιρροής του θα χρειαστεί να αποσαφηνίσει ποιο είναι το περιεχόμενο του «βασικού αντίπαλου του Μητσοτάκη» καθώς και της «λαϊκής διακυβέρνησης και εξουσίας».
Παρά ταύτα και παρότι ο χώρος της πολιτικά «ανέστιας» κοινωνικής αριστεράς είναι πολύ ευρύτερος από τις επιδόσεις του, η τοποθέτησή του ΚΚΕ αποτελεί σήμερα μέτρο και όριο της πολιτικής και εκλογικής διεκδίκησης του αριστερού κόσμου που απορρίπτει τον σοσιαλφιλελεύθερο χώρο.
Εξωκοινοβουλευτική ριζοσπαστική/αντικαπιταλιστική αριστερά
Η ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική, εξωκοινοβουλευτική αριστερά εμφανίζεται με διαφορετικές απαντήσεις σε πολλά, κρίσιμα ζητήματα, από τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας και της περιόδου έως τις τακτικές επιλογές. Χαρακτηριστικό του φάσματος των εκτιμήσεων είναι τοποθετήσεις που βλέπουν «δεξιά στροφή» της κοινωνίας και βαθιά υποχώρηση όσο και εκ διαμέτρου αντίθετες που βλέπουν στους αμυντικούς ταξικούς αγώνες της περιόδου την εργατική/ λαϊκή αντεπίθεση. Είναι περιπτώσεις που ιστορικά έχουν υπάρξει όταν η δεξιά και μάλιστα ο φασισμός κατάφερε να συγκροτήσει λαϊκό κίνημα και ρεύμα όπως και αντίστροφα, στις μεγάλες στιγμές του κινήματος και της αριστεράς που έδωσαν έως επαναστάσεις. Δεν συμβαίνουν όμως σήμερα. Παρά τις προσδοκίες και τους στόχους της κυβέρνησης Μητσοτάκη, παρά την σαφή πολιτική υπεροχή του, παρά τις σφοδρές επιθέσεις στις κατακτήσεις του εργατικού/ μαζικού κινήματος ο ιδεολογικοπολιτικός συσχετισμός μέσα στην κοινωνία απέχει πολύ από κάποιο δεξιό θρίαμβο. Στο σύνολο του εκλογικού σώματος η δύναμη της κυβέρνησης είναι περίπου 25%. Η εικόνα χαρακτηρίζεται περισσότερο από την κρίση της πολιτικής αριστεράς παρά από τη δύναμη και την ιδεοπολιτική υπεροχή της δεξιάς. Αριστερή κοινωνική «ζήτηση» αλλά ανεπαρκής πολιτική «προσφορά».
Η ανάγκη του μετώπου διακηρύσσεται σχεδόν απ’ όλες τις οργανώσεις με κοινό παρονομαστή την κατανόηση της υποκειμενικής ανεπάρκειας της καθεμιάς απέναντι στα καθήκοντα και τις προκλήσεις της περιόδου και αυτό αποτελεί μια σημαντική βάση εκκίνησης. Ωστόσο κρύβοντας συχνά διαφορετικά σχέδια, όπως πολλάκις έχει αποδειχτεί το τελευταίο διάστημα. Η επιτυχία στο δήμο της Αθήνας ήταν προϊόν των συνθηκών και της ανάγκης και περισσότερο δείχνει τη «ζήτηση» και το εύρος του ακροατηρίου παρά κάποιο «μοντέλο». Η ιδέα της επανάληψης στις ευρωεκλογές απαιτεί πολύ πιο σοβαρές δεσμεύσεις, τόσο στο πολιτικό πλαίσιο όσο και στην τακτική.
Στη συζήτηση αυτή συμμετέχουν οργανώσεις και πολιτικές συλλογικότητες με διαφορετικές καταγωγές, απόψεις και ιστορικότητα. Επίσης όμως με πλούσια ιστορία κοινής δράσης, κατάκτηση αποδεδειγμένα χρήσιμη στο κίνημα και συχνά σημαντική και αποτελεσματική αναντίστοιχα με την πολιτική και εκλογική επιρροή των οργανώσεων. Εντούτοις οι προσπάθειες για κοινή πολιτική δράση είναι πιο απαιτητικές και οι εμπειρίες από αυτές δεν απολογίζονται με τον ίδιο τρόπο. Οι περιορισμένες επιδόσεις τόσο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και των ΜΕΡΑ25/ΛΑΕ δεν επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες.
Η αναζήτηση της ενότητας της αριστεράς, των μετώπων, της συμπαράταξης είναι η ελάχιστη γείωση με την πραγματικότητα. Όμως αυτή η «ενότητα» δεν είναι αυτοσκοπός και μάλιστα εκλογικής στόχευσης αλλά (πρέπει να) είναι πεδίο ουσιαστικής συζήτησης, παραγωγής συμπερασμάτων, συνύπαρξης διαφορετικών ρευμάτων.
Η πρόσφατη 20ετία και ιδιαίτερα η περίοδος από το 2010 και μετά, πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο της ανάλυσης και να παραχθούν συμπεράσματα που να εξελίσσουν τη συζήτηση για τη σύγχρονη αριστερά και τον αντικαπιταλισμό ως μαζική δυνατότητα, παρά διαρκείς επιβεβαιώσεις.
Στην «εκλογική εικόνα», η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ θέτει στο επίκεντρο το ζήτημα της διεκδίκησης των αριστερών πρώην ψηφοφόρων του. Όμως αυτή η εικόνα είναι όψιμη. Ουσιαστικά πρόκειται για την επανάληψη ως φάρσα των συνεπειών της «αριστερής» διαχείρισης του ν/φ «μονόδρομου», μιας ακόμη «πασοκοποίησης».
Η περίοδος μεταξύ 2010 – 2015 ανέδειξε συμπυκνωμένα τα στοιχεία της κρίσης του πολιτικού συστήματος του ώριμου έως σάπιου νεοφιλελευθερισμού, τις πολιτικές προκλήσεις, τις απαντήσεις που δόθηκαν και τις συνέπειές τους. Την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας ως αποτέλεσμα της ταύτισής της με τη μνημονιακή κρίση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και την συγκυβέρνηση. Την ανάδειξη αριστερής κυβέρνησης με την υπόσχεση/προσδοκία της ρήξης με τα μνημόνια. Με την εκλογική εκτόξευση ενός μικρού «πλατιού κόμματος»/ μετώπου, του ΣΥΝ με οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, θέτοντας το ζήτημα της «κυβέρνησης της αριστεράς» ως ρεαλιστική διακύβευση. Την ιστορική καταγραφή του ταξικού και πολιτικού διαχωρισμού του δημοψηφίσματος, συνέπεια της αριστερής κυβέρνησης. Το αναπόφευκτο της σύγκρουσης (έναντι της συνθηκολόγησης που επικράτησε) κυρίως με την εγχώρια άρχουσα τάξη και το «βαθύ κράτος» και βέβαια με την ΟΝΕ/ΕΕ. Την ήττα της ριζοσπαστικής αριστεράς και των διάφορων επιλογών της, μέσα αλλά και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, από τις δυνάμεις της σοσιαλφιλελεύθερης συνθηκολόγησης που εκπροσώπησε ο Τσίπρας σε συνθήκες πολιτικής κρίσης του συστήματος και μαζικής κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης προς τ’ αριστερά. Την πανευρωπαϊκή και διεθνή ακτινοβολία των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα προς τον κόσμο των κινημάτων και της αριστεράς, σε αυτή την περίοδο.
Η τρέχουσα περίοδος αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη συγκρότησης εναλλακτικής πρότασης στο νεοφιλελευθερισμό/ καπιταλισμό/ ιμπεριαλισμό. Με άμεση χρησιμότητα και σαφή προοπτική. Πρόταση εναλλακτικής στρατηγικής με την υπεράσπιση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της επικαιρότητας του σοσιαλισμού ως στόχο που βρίσκεται στο ιστορικό παρόν παρά στο παρελθόν ή στο αόριστο μέλλον. Εναλλακτικής πολιτικής που διεκδικεί την «κυβέρνηση της αριστεράς» ως μεταβατικό σύνθημα/στόχο προς την κλιμάκωση της σύγκρουσης με την άρχουσα τάξη και το κράτος της και την προοπτική της καταστροφής του από την εργατική/ λαϊκή αντιεξουσία και τις μορφές της. Στόχος για «κυβέρνηση της αριστεράς» ως εναλλακτική στον καταστροφικό «κυβερνητισμό» της αριστεράς. Εναλλακτική οργανωτική που θα διεκδικήσει το πεδίο της οργάνωσης σε όλη την κοινωνική κλίμακα, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις υποχρεώσεις που εγκατέλειψε ο καταρρέον μαζικός ρεφορμισμός της σοσιαλδημοκρατίας.
Σήμερα η διακύβευση αφορά στην οικοδόμηση «μαζικής αριστεράς», ως άμεσα αναγκαίο πολιτικό εργαλείο για το κίνημα και την κοινωνική πλειοψηφία. Ως πεδίο συνύπαρξης και πάλης αντιλήψεων και ταυτόχρονα ως αποτελεσματική οργάνωση για την υποστήριξη της εργατικής/ λαϊκής/ κινηματικής αυτενέργειας και απελευθερωτικής πορείας.
[i] https://www.iefimerida.gr/politiki/mytilinaios-gia-mitsotaki
[ii] Ενδεικτικά: https://www.iefimerida.gr/politiki/dimoskopisi-opinion-poll-kyriarhia-nd-diafora-247-apo-deytero-pasok, https://www.reporter.gr/Eidhseis/Politikh/590448-Dhmoskophsh-Alco-H-oikonomia-%C2%ABponaei%C2%BB,-alla-h-ND-%C2%ABpetaei%C2%BB https://www.newsbeast.gr/politiki/arthro/10377913/dimoskopisi-palmos-analysis-me-24-monades-diafora-i-nd-trito-komma-o-syriza-nai-sta-mi-kratika-aei-dichazei-o-gamos-omofylon
[iii] https://www.kke.gr/article/Omilia-toy-GG-tis-KE-toy-KKE-Dimitri-Koytsoympa-stin-ekdilosi-tis-Kommatikis-Organosis-Attikis-sto-SEF/
[iv] Όπ.π.
[v] Γιάννης Μηλιός «Έθνη, εθνική αυτοδιάθεση και ιμπεριαλισμός», περιοδικό Θέσεις Ιανουάριος/Μάρτιος 2024 σελ. 17-54