Ο λόγος για τον οποίον ο Ρέντσι κατέχει τη θέση του πρωθυπουργού της Ιταλίας είναι γιατί έχει αναλάβει την «αποστολή» να διαχειριστεί μια ακόμα πιο σκληρή και επιζήμια για την εργατική τάξη περίοδο λιτότητας.
Με την έναρξη της συζήτησης στη Γερουσία σχετικά με τη στήριξη του νέου νομοσχεδίου για τα εργασιακά, του γνωστού και ως νόμου Jobs Act, μπορούμε να πούμε πως έχουμε πλέον μπει στην τελική ευθεία της επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων. Οι κύριοι εκφραστές αυτής της επίθεσης είναι η κυβέρνηση, τα αφεντικά, τα ελεγχόμενα από αυτούς μέσα μαζικής ενημέρωσης και όλες οι αντιδραστικές δυνάμεις της χώρας.
Ο λόγος για τον οποίον ο Ρέντσι κατέχει τη θέση του πρωθυπουργού της Ιταλίας είναι γιατί έχει αναλάβει την «αποστολή» να διαχειριστεί μια ακόμα πιο σκληρή και επιζήμια για την εργατική τάξη περίοδο λιτότητας.
Κάνουν λάθος όλοι εκείνοι που περιγράφουν αυτό που συμβαίνει ως αποτυχία της κυβέρνησης Ρέντσι να εκβιάσει την τρόικα.
Το πρόγραμμα του Ρέντσι, πέρα από τις εξαπατήσεις και τις διαστρεβλώσεις της αλήθειας για τις οποίες είναι ικανός ο ίδιος και το πολιτικό του προσωπικό, ήταν ένα πρόγραμμα σαφές από την αρχή. Όπως και –για όσους δεν κορόιδευαν τους εαυτούς τους– η αντεργατική και φιλελεύθερη ιδεολογία του, με τον Jobs Act να λειτουργεί ως η «επαγγελματική κάρτα» αυτής της ιδεολογίας.
Υπάρχει ένα παιχνίδι που παίζουν διάφορα κέντρα, μια διαρκής παρωδία, μια θεατρική παράσταση μεταξύ της ευρωπαϊκής αστικής τάξης, των πολιτικών εκπροσώπων της και των πολιτικών και χρηματοπιστωτικών θεσμών που δημιουργήθηκαν ακριβώς για να διαχειριστούν την καταστροφή όσων ακόμα έχουν απομείνει από τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα των κατώτερων τάξεων στην Ευρώπη.
Ο Ρέντσι και το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) είναι κομμάτι αυτού του κόσμου, είναι πλήρως ταγμένοι με το μέρος αυτής της τάξης και συμμερίζονται τους στόχους της.
Οι σκηνοθετημένες σκηνές, οι ψεύτικες υποσχέσεις, η ζάχαρη που βάζουν για να γλυκάνουν το πιο πικρό δηλητήριο, αποτελούν μέρος της κοινωνικής χειραγώγησης: ο σκοπός τους είναι η διαίρεση, το μπέρδεμα και η σύγχυση όλων όσοι πρέπει να παλέψουν για να διώξουν όλους αυτούς τους ταξικούς αντιπάλους.
Στα εργασιακά θέματα, υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των εργασιακών δικαιωμάτων που εξακολουθούν να υπάρχουν –αποτέλεσμα της περιόδου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και όσον αφορά ιδιαίτερα την Ιταλία, της μισητής για τα αφεντικά δεκαετίας του '70– και του σημερινού συσχετισμού των δυνάμεων, που έχει αλλάξει βαθιά προς όφελος του κεφαλαίου και έχει προκαλέσει ήττες της εργατικής τάξης.
Για τα αφεντικά, η τελική «μεταρρύθμιση» της αγοράς εργασίας σημαίνει την πλήρη μεταφορά και στο νομοθετικό πεδίο του σημερινού πραγματικού συσχετισμού των δυνάμεων που επικρατεί στους χώρους δουλειάς. Έτσι θα αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο πάνω στο εργατικό δυναμικό, το οποίο αφού αποστερηθεί κάθε προστασία, θα χάσει όλα τα εργασιακά του δικαιώματα. Είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο νόμος για την απασχόληση είναι προϊόν του υπουργού Εργασίας Poletti, πρώην προέδρου όλων των ιταλικών συνεταιρισμών, όπου έχουν ήδη δοκιμαστεί όλες οι διαφορετικές μορφές επισφαλούς εργασίας, χαμηλών μισθών και καταπιεστικών μεθόδων προς τους «εργαζομένους-μέλη».
Δεν είναι τυχαίο που έχει τη συγκατάθεση των δυνάμεων της Δεξιάς, του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, όλων των υπερμάχων της «απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας». Ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου (ΣτΜ: ο πρωθυπουργός Ρέντσι) συμφώνησε για τους κανόνες αυτούς με τον Μπερλουσκόνι, σε μία ακόμα συνάντησή τους.
Ο Ρέντσι σε ομιλία του στο Κοινοβούλιο εισήγαγε μια αηδιαστική δημαγωγία, καταγγέλλοντας την άσχημη κατάσταση (που τόλμησε να αποκαλέσει «απαρτχάιντ») στην οποία βρίσκεται το μισό της εργατικής τάξης, με επισφαλή εργασία, ανασφάλεια και έλλειψη δικαιωμάτων, φέρνοντάς τη σε αντιπαράθεση με το άλλο μισό των εργαζομένων, οι οποίοι βρίσκονται σε πιο πλεονεκτική θέση λόγω της προστασίας που ακόμα έχουν. Η λογική της δικαιοσύνης θα υπαγόρευε ο πρωθυπουργός να πρότεινε την επέκταση των δικαιωμάτων και σε εκείνους που δεν έχουν, αλλά αυτό δεν συνέβη.
Οι καταγγελίες του ήταν τρικ που στόχευε στο να δικαιολογήσει τη συρρίκνωση των υφιστάμενων δικαιωμάτων για όσους εξακολουθούν να τα έχουν, εξυπηρετώντας τελικά τα συμφέροντα των αφεντικών. Μια πραγματική ντροπή.
Το πραγματικό «απαρτχάιντ» που υπάρχει κατάφωρα στη χώρα είναι ανάμεσα σε μια μειονότητα που γίνεται όλο και πιο πλούσια και πιο ισχυρή και τη μεγάλη πλειοψηφία που γίνεται όλο και φτωχότερη και της στερούν τα δικαιώματα και την κοινωνική προστασία.
Τα περιεχόμενα του εν λόγω νομοσχεδίου
Το μέτρο που είναι υπό συζήτηση στο Κοινοβούλιο είναι ένας εξουσιοδοτικός νόμος, δηλαδή ένας νόμος για τον οποίον οι συζητήσεις και οι ψηφοφορίες που θα γίνουν στο Κοινοβούλιο αφορούν μόνο τις γενικές αρχές και τα γενικά του κριτήρια. Στη συνέχεια η κυβέρνηση θα είναι εκείνη που θα διαμορφώσει το πλήρες κείμενο με τους ακριβείς κανόνες, πάνω στο οποίο οι δύο Βουλές (Γερουσία και βουλευτές) θα έχουν μόνο συμβουλευτικό ρόλο, χωρίς καμία δεσμευτική δυνατότητα.
Επομένως, όσο περισσότερο το κείμενο που συζητείται στο Κοινοβούλιο παραμένει απροσδιόριστο και ασαφές, όπως ήδη είναι σε πολλά σημεία, τόσο περισσότερο η κυβέρνηση θα έχει τα χέρια της ελεύθερα για τον καθορισμό των συγκεκριμένων αποφάσεων και δεσμευτικών μέτρων. Είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται ο Ρέντσι για να κρύψει το πραγματικό περιεχόμενο του νόμου πίσω από ένα ομιχλώδες τοπίο προπαγάνδας και ρητορικής πονηριάς.
Παρ' όλα αυτά, ο σκοπός του νόμου περί εργασίας (Jobs Act) αναδύεται σαφέστατα: έχει ως στόχο να καταστρέψει όχι μόνο το άρθρο 18 (ΣτΜ: που βάζει εμπόδια στις απολύσεις) αλλά ολόκληρο το σύστημα του «Καταστατικού των Εργαζομένων» του 1970 (ΣτΜ: το εργατικό δίκαιο που ψηφίστηκε εκείνη τη χρονιά, κατοχυρώνοντας πολλά εργατικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν από τους μεγάλους αγώνες της περιόδου).
Το άρθρο 18 θέλουν οπωσδήποτε να καταργηθεί. Ο κανόνας αυτός έχει ήδη μειωμένη αποτελεσματικότητα, λόγω των αλλαγών των προηγούμενων κυβερνήσεων που προβλέπουν την επαναπρόσληψη του απολυθέντος εργαζομένου μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής μπορέσει να επιβεβαιώσει πως πίσω από την απόλυση για την οποία ο εργοδότης επικαλέστηκε οικονομικούς λόγους υπάρχει αντ' αυτού ξεκάθαρη σκοπιμότητα και διάκριση ή εκδικητικότητα. Σήμερα, όμως, η ίδια η δυνατότητα επαναπρόσληψης ετοιμάζεται να εξαφανιστεί εντελώς, καθώς ακόμα και σε περίπτωση καταχρηστικής και παράνομης απόλυσης ο εργαζόμενος θα δικαιούται μόνο μια χρηματική αποζημίωση. Αυτό θα είναι μάννα εξ ουρανού, ευλογία για τα αφεντικά και μάλιστα με πολύ χαμηλό κόστος.
Αυτή η νέα νομοθεσία έχει προγραμματιστεί να ισχύσει για όλες τις νέες προσλήψεις με «σύμβαση αορίστου χρόνου και αυξημένη προστασία», η οποία δεν προχωρά σε πειραματική βάση αλλά μπαίνει αμέσως σε εφαρμογή. Τι σημαίνει αυτό;
Θα έχεις βέβαια σύμβαση αορίστου χρόνου, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός των τριών πρώτων χρόνων θα μπορείς ανά πάσα στιγμή να απολυθείς.
Ακόμα και ένα μικρό παιδί μπορεί να καταλάβει ότι η προστασία υπάρχει πραγματικά μόνο αν ισχύει από την αρχή, δηλαδή, όπως ήταν κάποτε, μετά τις πρώτες 8 ή 30 ημέρες δοκιμής (αναλόγως προσόντων), σε αντίθετη περίπτωση παύει να ισχύει, είναι ψεύτικη.
Επιπλέον, το αφεντικό μπορεί να προσλάβει αρχικά έναν εργαζόμενο με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Και θα μπορεί να τον απασχολεί με τέτοιες συμβάσεις επί τρία χρόνια. Στη συνέχεια θα τον περνάει σε «σύμβαση αορίστου χρόνου με αυξημένη προστασία». Πρόκειται συνολικά για έξι χρόνια κατά τα οποία το αφεντικό έχει το δικαίωμα να σε απολύσει όποτε θέλει, αν δεν αποδείξεις πως βρίσκεσαι πλήρως στη διάθεση του αφεντικού ή αν το απαιτήσει η οικονομική κατάσταση.
Επιπλέον, παραμένουν σε ισχύ όλες οι άλλες μορφές επισφαλούς εργασίας, έτσι ώστε αυτό το είδος σύμβασης να προστεθεί στα άλλα σαράντα που υπάρχουν ήδη, αυξάνοντας περαιτέρω τον κατακερματισμό του κόσμου της δουλειάς.
Στις τροπολογίες της κυβέρνησης Ρέντσι βάλλεται άλλο ένα σημείο του καταστατικού των εργαζομένων: θα καταργηθεί η απαγόρευση του εξ αποστάσεως ελέγχου των εργαζομένων, δηλαδή μέσω βιντεοκάμερας. Ο κόσμος του Big Brother παρελαύνει. Δύσκολοι καιροί για τους συνδικαλιστές ή για τους μαχητικούς εργαζομένους που εξακολουθούν να θεωρούν ότι η δουλειά τους είναι να βοηθούν τους εργαζομένους να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Αλλά οι καιροί είναι εξίσου άσχημοι και για κάθε εργαζόμενο, που θα υποβληθεί σε μια διαρκή Ιερά Εξέταση δίχως τέλος.
Ένας άλλος θεμελιώδης κανόνας του νόμου του 1970 κινδυνεύει: η απαγόρευση του υποβιβασμού. Από τώρα και στο εξής το αφεντικό θα μπορεί να προσλάβει κάποιον για ένα ορισμένο επάγγελμα-κατάρτιση καθώς και για εργασία σε μια ορισμένη θέση με τον αντίστοιχο μισθό και αύριο θα μπορεί να υποβιβάσει τον εργαζόμενο σε άλλη θέση και μισθολογική κατηγορία, αναπροσαρμόζοντας τις συνθήκες εργασίας και το μισθό, χρησιμοποιώντας τον εργαζόμενο σαν να ήταν ένας οποιοσδήποτε παραγωγικός πόρος.
Είναι μια μέθοδος που προκύπτει ήδη μέσα από τα γεγονότα. Αυτές τις μέρες πολλοί αναπληρωτές καθηγητές αποδέχονται «πρόθυμα» τη θέση του επιστάτη αντί να υποχρεωθούν να περιμένουν έναν χρόνο, με ελάχιστες ή καθόλου πιθανότητες να καλύψουν θέσεις ως αναπληρωτές. Η δουλειά του επιστάτη είναι φυσικά ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου, αλλά ο ρόλος του έχει ήδη μειωθεί και διαταραχθεί από διάφορες «μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση» και την ανάθεση των υπηρεσιών σε ιδιωτικές εταιρείες.
Τέλος, εισάγεται η δυνατότητα επέκτασης της χρήσης του κουπονιού (voucher) πληρωμής σε επιπλέον εργασιακούς τομείς από εκείνους που προβλέπονταν έως τώρα οι οποίοι αφορούν την παροχή επιπλέον βοηθητικής εργασίας (οικιακοί βοηθοί, babysitters, εργάτες για τη συγκομιδή). Επομένως μπορούμε να πούμε πως βρισκόμαστε μπροστά στην επέκταση της ημέρας εργασίας, χωρίς όρια, χωρίς επίσημες διατυπώσεις, εισφορές σε ταμεία, κ.λπ.
Το χάπι των κυβερνητικών τροπολογιών χρυσώνει η πειραματική εισαγωγή ενός ελάχιστου ωρομισθίου που θα επεκτείνεται επιπλέον και σε περιπτώσεις συντονισμένης και διαρκούς εργασιακής σχέσης, σε τομείς που δεν υπόκεινται στους περιορισμούς των εθνικών συλλογικών συμβάσεων. Για να μπορούσε να έχει αυτή η πρόταση μια θετική αίσθηση, αυτός ο κατώτατος μισθός θα έπρεπε τουλάχιστον να εναρμονίζεται με τους κανόνες των εθνικών συλλογικών συμβάσεων. Όμως αυτό δεν συμβαίνει.
Η κυβέρνηση προετοιμάζει γενική αναδιοργάνωση των δικτύων κοινωνικής προστασίας, με την κατάργηση των ειδικών ταμείων ανεργίας καθώς και με την κινητικότητα, διατηρώντας μόνο το βασικό ταμείο ανεργίας μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο και όρια, και επίσης την επανεξέταση της λειτουργίας των θεσμών κοινωνικής ασφάλισης (στα επιδόματα ανεργίας).
Και σε αυτή την περίπτωση οι τελικοί στόχοι είναι εμφανείς: Έχουν ως στόχο να επιτρέψουν στις εταιρείες να αναδιοργανώνουν την παραγωγή απαλλασσόμενες από τους εργαζομένους χωρίς περισσότερους περιορισμούς. Επίσης, στοχεύουν στον περιορισμό της χορήγησης επιδομάτων ανεργίας μέσω των όλο και πιο αυστηρών κριτηρίων για την καταβολή τους, προκειμένου να ωθήσουν τους ανέργους να αποδέχονται οποιαδήποτε δουλειά και οποιαδήποτε κατάσταση εκμετάλλευσης τους προτείνεται.
Επομένως, ο νόμος Jobs Act θα δώσει στους εργοδότες τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης: στην επιλογή του τρόπου πρόσληψης, στην ευχέρεια της εταιρείας να αποφασίζει το επίπεδο εκμετάλλευσης, στο δικαίωμα να μπορούν να απαλλαγούν ευκολότερα από μη βολικούς εργαζομένους, καταβάλλοντάς τους στη χειρότερη των περιπτώσεων μια μέτρια αποζημίωση.
Ένα μέρος των βουλευτών του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) μπροστά σε αυτές τις αθλιότητες έχει απειλήσει με βροντές και κεραυνούς. Ω, τι τρόμος, θα έλεγε κανείς. Μιλάμε για άτομα σε σύγκριση με τα οποία ο Don Abbondio (ΣτΜ: λογοτεχνικός χαρακτήρας γνωστός για τη δειλία του) είναι ένας θαρραλέος ιερέας της πρώτης γραμμής.
Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να αποδείξουν αυτά τα μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος τις καλές προθέσεις τους: να φτάσουν ως το τέλος.
Όμως αυτό ισχύει και για τη Sel (Αριστερά, Οικολογία και Ελευθερία) και τους βουλευτές της, που λένε πως αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση Ρέντσι. Είναι σημαντικό το να φτάσουν τη διαφωνία μέχρι τέλους, αλλά επίσης να φτάσουν τη διαφωνία μέχρι τέλους και στο γενικό πολιτικό επίπεδο, συνειδητοποιώντας τι είναι το Δημοκρατικό Κόμμα και η κυβέρνησή του και πράττοντας αντίστοιχα.
Οι υποστηρικτές του Μπέπε Γκρίλο (Grillini) πρέπει να καταλάβουν ότι οποιαδήποτε σωστή κοινοβουλευτική μάχη δεν μπορεί να βοηθήσει την οικονομία, αλλά προϋποθέτει την κατασκευή και τη συμμετοχή σε ένα ευρύ μαζικό κίνημα.
Ειδικότερα, από τη στιγμή που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ήδη υποδείξει ποιο θα πρέπει να είναι το επόμενο βήμα: να κοπούν ακόμα και οι συντάξεις και η υγειονομική περίθαλψη.
Αν η αντίθεσή τους (η οποία είναι τόσο ήπια και αντιφατική) εξακολουθήσει να περιορίζεται στις αίθουσες του Κοινοβουλίου και σε τοκ σόου, τότε ο Ρέντσι θα συνεχίσει να δρα ανενόχλητος. Αυτό είναι τόσο αλήθεια, που ανακοίνωσε ότι εάν η πρότασή του δεν βρει ομόφωνη συναίνεση τότε η κυβέρνηση θα τη μετατρέψει σε νόμο προς άμεση εφαρμογή.
Για να χτιστεί μια ευρεία κινητοποίηση στην κατεύθυνση γενικής απεργίας απέναντι στον Jobs Act, τα συνδικάτα, και ιδιαίτερα η CGIL που θέλει ακόμα να ταυτίζεται με την ιστορία της –ακόμα και την πρόσφατη που αφορά τα μεγάλα γεγονότα υπεράσπισης του άρθρου 18 το 2002–, θα πρέπει να καλέσουν όλες τις συνδικαλιστικές δομές και συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, οργανώνοντας απεργίες όπου το επιτρέπουν ήδη οι συνθήκες και καθορίζοντας γρήγορα πώς και πότε θα γίνει η γενική απεργία.
Είναι αυτό που πρότεινε η αριστερή μειοψηφία του συνδικάτου CGIL στην Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας, χωρίς όμως να πάρει απάντηση.
Η CGIL θα υποχρεωθεί να οργανώσει κάποιας μορφής κινητοποίηση, αλλά είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, πέρα από τη λεκτική διαμάχη της Camusso (ΣτΜ: γενική γραμματέας της CGIL) με τον Ρέντσι, θα είναι περιορισμένη και αναποτελεσματική, γιατί η πολιτική της βασίζεται στην προσπάθεια να επηρεάζει λίγο την κυβέρνηση μέσω ελιγμών, αλλά χωρίς να την ενοχλεί και πάρα πολύ, αν και πολλά από τα μέλη της CGIL μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν για να απαντήσουν στις πολιτικές της κυβέρνησης.
Καλείται επίσης από τα γεγονότα να απαντήσει η FIOM (ομοσπονδία εργαζόμενων στη μεταλλουργία), αλλά παρ' όλα αυτά μέχρι σήμερα η απάντησή της φαίνεται ακόμα αβέβαιη, συνδεδεμένη με κινήσεις τακτικής, που φυσικά δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές ανάγκες.
Ωστόσο, σε πολλούς εργασιακούς χώρους (στη SAME στο Μπέργκαμο έχουν ήδη προχωρήσει σε απεργία), στα συνδικάτα βάσης, στο αριστερό κομμάτι της CGIL, στον κόσμο των επισφαλών κοινωνικών υποκειμένων, είναι πολλοί εκείνοι που θέλουν να αντιδράσουν. Είναι επομένως δυνατό και απαραίτητο να δοθεί μια απάντηση από κάτω προς τα πάνω, με την ενοποίηση των δυνάμεων που θέλουν να χτίσουν την αντιπαράθεση με τις πολιτικές της κυβέρνησης, να ενώσουν τους αγώνες.
Με σημείο εκκίνησης την προγραμματισμένη για τις 10 Οκτωβρίου κινητοποίηση των φοιτητών, η οποία ήδη επεκτείνεται, προς τη σταδιακή οικοδόμηση ενός ευρύτερου κινήματος προς τη γενική απεργία, που μπορεί να υλοποιηθεί στις 14 Νοέμβρη, αλλά θα μπορούσε να γίνει ακόμα και νωρίτερα, ανάλογα με τις συζητήσεις στη Βουλή σχετικά με το νομοσχέδιο για την απασχόληση (Jobs Act).
Απεχθανόμαστε τη χρήση της μιλιταριστικής ρητορικής και ακόμα και των μιλιταριστικών παρομοιώσεων, ιδιαίτερα καθώς βρισκόμαστε στο έτος της εκατονταετηρίδας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά εάν θέλετε πραγματικά να χρησιμοποιήσετε μια φράση η οποία καταχωρίσθηκε στη γλώσσα του λαού, η μάχη που ανοίγει αυτό το φθινόπωρο για τους εργαζομένους είναι εκείνη του Πιάβε (ΣτΜ: Μετά τη συντριπτική ήττα του ιταλικού στρατού στο Καπορέτο, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, από τα αυστροουγγρικά στρατεύματα, ακολούθησε η μάχη του Πιάβε, στην οποία οι ιταλικές δυνάμεις κατάφεραν να ανασυγκροτηθούν αρκετά γρήγορα και να σταματήσουν τα αυστροουγγρικά και γερμανικά στρατεύματα).
Πρέπει να προσπαθήσουμε να σταματήσουμε την επίθεση των αφεντικών που γίνεται σήμερα στο δικαίωμα στην εργασία, ως πρώτο βήμα για την οικοδόμηση της επιτυχημένης αντίστασης.
Το φθινόπωρο είναι ένα σταυροδρόμι, μένει να δούμε αν εκείνοι που θα προελάσουν θα είναι οι καπιταλιστές ή αν το εργατικό κίνημα θα βρει τη δύναμη να ανασυγκροτήσει την πορεία του.