Μια πολιτική κρίση πρωτόγνωρη, ακόμα και για την ταραχώδη κοινοβουλευτική παράδοση της Ιταλίας
Η εικόνα αβεβαιότητας που επικρατεί στην Ιταλία δεν είναι καινούργια για τη γειτονική χώρα. Λέξεις όπως «έλλειψη αυτοδυναμίας», «τεχνοκρατική κυβέρνηση», «υπηρεσιακή κυβέρνηση», «παράταση θητείας», «διερεύνηση συμμαχιών», που κατέκλυσαν τα ΜΜΕ μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος, είναι συνυφασμένες με την πολιτική ιστορία της χώρας.
Όμως η παραδοσιακά πολυτάραχη κοινοβουλευτική πολιτική ζωή της χώρας εξελισσόταν πάντα εντός ενός ορισμένου πλαισίου και κάποιων πειθαρχιών. Για παράδειγμα, οι διαδοχικές αλλαγές κυβερνήσεων (που για δεκαετίες έχτισαν έναν απίθανο μέσο όρο: σχεδόν άλλη κυβέρνηση κάθε 1-2 χρόνια) είχαν για χρόνια ως «κέντρο» το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Μετά τη ριζική «αναδόμηση» της πολιτικής σκηνής τη δεκαετία του ’90, υπήρχε ο Μπερλουσκόνι από τη μία και ένα ισχυρό κεντροαριστερό κόμμα από την άλλη (οι διάφορες μεταμορφώσεις του παλιού ΚΚΙ που κατέληξαν στο σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα) ως «πόλοι έλξης» ευρύτερων συμμαχιών στη Δεξιά ή στην Κεντροαριστερά. Ακόμα και όταν αυτό το δίπολο εξαντλήθηκε αρκετά για να δίνει στη μία ή στην άλλη παράταξη σταθερή πλειοψηφία, διατηρούσε αθροιστικά αρκετές δυνάμεις για να παράγει διάφορες παραλλαγές συναινέσεων και πλειοψηφιών που να στηρίζουν κυβερνήσεις, είτε τεχνοκρατικές (Μόντι παλιότερα, Τζεντιλόνι μέχρι πρόσφατα) είτε και κομματικές (κυβερνήσεις του PD με τη στήριξη κεντροδεξιών δυνάμεων).
Για πρώτη φορά απουσιάζει πλήρως ο οποιοσδήποτε «πόλος» σταθερότητας. Η εικόνα «χάους» δεν ήταν ποτέ πριν τόσο σοβαρή και πραγματική. Με τη σύνθεση της Βουλής που προέκυψε, κάθε πιθανός «συνασπισμός» δείχνει απίθανος, ή θα παραγάγει κάποιον «Φρανκεστάιν».
Δύο σενάρια έβλεπαν οι αναλυτές προεκλογικά ως τα μοναδικά «βιώσιμα». Το πρώτο ήταν μια κυβερνητική πλειοψηφία της συμμαχίας της Δεξιάς (η «Φόρτσα Ιτάλια» του Μπερλουσκόνι μαζί με την ακροδεξιά Λίγκα, τους νεοφασίστες «Αδελφούς της Ιταλίας» κ.ά. μικρές κεντροδεξιές δυνάμεις). Παρά την πρωτιά του, ο δεξιός συνασπισμός απέτυχε σε αυτόν το στόχο. Το δεύτερο σενάριο ήταν ο Μπερλουσκόνι να «πετάξει από το τρένο» μετεκλογικά τους συμμάχους του για να στηρίξει έναν «μεγάλο συνασπισμό» με την Κεντροαριστερά.
Το γεγονός ότι αυτές ήταν οι δύο πιο βιώσιμες επιλογές ήταν ο λόγος που γράφτηκαν πολλά για «επιστροφή του καβαλιέρε»: Δεν αφορούσε την ανάκτηση της παλιάς του ισχύος, αλλά την ανάδειξή του ως κεντρικού «παίκτη» για να προκύψει σταθερή κυβέρνηση. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος προεκλογικά δήλωνε προς τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο ότι είναι ο μόνος ικανός να διασφαλίσει σταθερότητα: Το κόμμα του εμφανιζόταν ως η δύναμη που είτε θα έβαζε «χαλινάρι» στον ευρωσκεπτικισμό των ακροδεξιών συμμάχων του είτε θα στήριζε μια αμιγώς «ευρωπαϊστική» κυβέρνηση με το PD.
Αυτά τα σχέδια απαιτούσαν δύο προϋποθέσεις που παλιά θα ήταν αυτονόητες: την πρωτοκαθεδρία της «Φόρτσα Ιταλία» στη Δεξιά και ένα αξιοπρεπές ποσοστό για το PD. Τίποτα από τα δύο δεν συνέβη! Τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα είναι ανίκανα να καθορίσουν τις εξελίξεις και παρακολουθούν την πρωτοβουλία κινήσεων του Ντι Μάιο, ηγέτη του Κινήματος 5 Αστέρων, και του Σαλβίνι, ηγέτη της Λίγκας.
Μια συμμαχία όλης της Δεξιάς με την Κεντροαριστερά δείχνει απίθανη. Η συνύπαρξη της Λίγκας με το PD δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Το ήδη σακατεμένο κεντροαριστερό κόμμα θα χάσει και την τελευταία του «δημοκρατική» νομιμοποίηση αν συγκυβερνήσει με την εθνικιστική ακροδεξιά (και μάλιστα όχι από θέση ισχύος), ενώ και η Λίγκα μάλλον δεν είναι πρόθυμη να συνυπάρξει με τους (σύμφωνα με τη δική της, ακροδεξιά θεώρηση) «αριστερούς» του PD.
Αυτό κάνει ρυθμιστή το Κίνημα 5 Αστέρων. Αυτό για πρώτη φορά δηλώνει έτοιμο να μπει σε συζητήσεις, διαφοροποιούμενο από τη μέχρι σήμερα τακτική του να επιμένει να κινείται «εναντίον όλου του πολιτικού συστήματος». Στην αναζήτηση συμμαχιών ή συναινέσεων όμως, θα χρειαστεί να εγκαταλείψει την (ακραία!) «πολυσυλλεκτικότητα» και «θολούρα» στις θέσεις του: αυτή που του διασφάλισε τη σημερινή επιτυχία.
Εκείνοι οι αναλυτές που τσουβαλιάζουν εύκολα τον «ευρωσκεπτικισμό» και το «λαϊκισμό» ως ενιαίο ρεύμα, ανακινούν το σενάριο μιας συμμαχίας Λίγκας-Πέντε Αστέρων. Κάποιοι πιο προσεκτικοί αναφέρονται σε μια «αριστερή πτέρυγα» των Πέντε Αστέρων (όχι ως υπαρκτή, οργανωμένη τάση, αλλά περισσότερο ως ένα τμήμα της βάσης του Κινήματος που έχει προοδευτικές απόψεις) που θα εξεγερθεί ενάντια σε μια σύμπραξη με την ακροδεξιά.
Από την άλλη, εξίσου δύσκολη φαίνεται στους περισσότερους αναλυτές μια σύμπραξη ανάμεσα στο ευρωσκεπτικιστικό, «αντιθεσμικό» Κίνημα με το PD, τον κατεξοχήν εκφραστή του ευρωπαϊσμού στην Ιταλία, το κόμμα που κυβέρνησε τα τελευταία χρόνια, και την οργή ενάντια στο οποίο «κεφαλαιοποίησε» εκλογικά το Κίνημα 5 Αστέρων.
Μύλος...
Ένα τρομακτικό και θλιβερό αποτέλεσμα
Ο μεγάλος χαμένος των εκλογών υπήρξε η Κεντροαριστερά, που υπέστη ταπεινωτική ήττα. Το PD μαζί με τους συμμάχους του (διάφορες ομαδοποιήσεις του «ακραίου Κέντρου», από παραδοσιακούς αντιμπερλουσκονικούς κεντροδεξιούς μέχρι φιλελεύθερους ευρωπαϊστές και διάφορους σοσιαλφιλελεύθερους) έφτασε αθροιστικά στο θλιβερό 22,8%. Το ίδιο το PD περιορίστηκε στο 18,7%, ένα αποτέλεσμα που θεωρείται καταστροφή ακόμα και για τους πλέον απαισιόδοξους που περίμεναν τη φθορά και την ήττα. Σε σύγκριση με το ήδη χαμηλό σκορ του 2013, έχασε 8 μονάδες και 2,5 εκατομμύρια ψήφους. Η προσπάθεια του Ματέο Ρέντσι να παραμείνει στο παιχνίδι μετά το «χαστούκι» του δημοψηφίσματος απέτυχε και ο άνθρωπος που του έδωσαν το προσωνύμιο «μπουλντόζας» γιατί θα «ισοπέδωνε» την «παλιά Ιταλία» για να την αναμορφώσει οδηγείται μάλλον σε ταπεινωτική αποχώρηση από την πολιτική σκηνή της χώρας.
Είναι ανησυχητικό ότι από τη συντριβή της Κεντροαριστεράς επωφελήθηκε ο συνασπισμός της Δεξιάς, που αθροιστικά συγκέντρωσε 37%, βελτιώνοντας σοβαρά τη θέση του από το αντίστοιχο 29% του 2013. Ακόμα πιο ανησυχητικό, έως τρομακτικό, είναι το τοπίο που διαμορφώνεται στο εσωτερικό της συμμαχίας. Εκεί βρίσκουμε τον άλλο μεγάλο χαμένο των εκλογών, τη «Φόρτσα Ιτάλια» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Είχαμε εκτιμήσει προεκλογικά ότι είναι «σκιά» του παλιού πανίσχυρου εαυτού της, αλλά τέτοιο χαστούκι δεν το περιμέναμε. Από το 21,5% και τις 7.300.000 ψήφους το 2013 (στις τότε συνθήκες «κρίσης του μπερλουσκονισμού) βρέθηκε στο 14% και τις 4.50.000 ψήφους σήμερα!
Αυτή η αποτυχία του «καβαλιέρε», που φαίνεται ότι ξόδεψε τις εφτά ζωές του, δεν προκαλεί την ευφορία που θα προκαλούσε, γιατί συνοδεύεται από την άνοδο της ακροδεξιάς. Την πρωτοκαθεδρία στη «δεξιά πολυκατοικία» απέκτησε η Λίγκα, που εκτινάχτηκε από το 4% και τις 1.400.000 ψήφους το 2013 στο 17,5% και τις 5.500.000 ψήφους σήμερα. Την εικόνα συμπληρώνουν οι «Αδελφοί της Ιταλίας», που επιστρέφοντας στις φασιστικές ρίζες του «χώρου» που εκπροσωπούσαν ιστορικά (το παλιό μουσολινικό MSI), βρέθηκαν στο 4,35% από το 1,96% του 2013, κερδίζοντας 1.400.000 ψήφους (από 660.000 το 2013).
Οι αριθμοί είναι πραγματικά ανησυχητικοί: Γιατί η ισχυρή «ενδο-δεξιά» μετατόπιση (από την Κεντροδεξιά στην ακροδεξιά) συμβαίνει σε συνθήκες διεύρυνσης της γενικότερης δεξιάς δεξαμενής, και άρα η ενίσχυση των ακροδεξιών δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε μια «ριζοσπαστικοποίηση» των παραδοσιακών δεξιών. Και μάλιστα αυτό συμβαίνει σε μια συγκυρία που και η Λίγκα και οι «Αδελφοί» επέλεξαν να εγκαταλείψουν τα «φτιασίδια» (τον τοπικισμό η πρώτη, την τακτική «αποδαιμονοποίησης» οι δεύτεροι) και να σκληρύνουν τον εθνικισμό τους και τη δημόσια εικόνα τους.
Είναι ενδεικτικό της κατάρρευσης του «Κέντρου» ότι δεν μπορεί να «μετρηθεί» πουθενά (με δεδομένη την πτώση και της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς) φέτος εκείνο το 10,5% που είχε συσπειρωθεί γύρω από τον Μάριο Μόντι το 2013. Αυτό διαλύθηκε σε κεντροδεξιές και κεντροαριστερές «ομαδούλες» που συμμάχησαν είτε με το PD είτε με τη «Φόρτσα Ιτάλια» και συγκέντρωσαν αμελητέα δύναμη.
Εκτός από τον Σαλβίνι, ο άλλος μεγάλος νικητής των εκλογών είναι ο Ντι Μάιο και το Κίνημα 5 Αστέρων. Προεκλογικά ήταν δεδομένο ότι αποτελεί το δημοφιλέστερο κόμμα στην Ιταλία. Το είχε πετύχει διατηρώντας την επιρροή του και διευρύνοντάς τη σχετικά. Αυτό που συνέβη όμως στην κάλπη ξεπέρασε τις προσδοκίες και του πιο αισιόδοξου οπαδού του. Εκτινάχθηκε ακόμα περισσότερο, από το 25,5% του 2013 στο 32,5% σήμερα, κερδίζοντας σχεδόν 3 εκατομμύρια ψήφους επιπλέον. Είναι σημάδι των καιρών ότι αυτό το «αντιπολιτικό» νεφέλωμα είναι πλέον η μοναδική δύναμη στην Ιταλία που συγκεντρώνει ποσοστά που θυμίζουν παλιό «κόμμα εξουσίας». Με την πρώτη ματιά, και στο φόντο των υπόλοιπων αποτελεσμάτων, μοιάζει ανακουφιστικό ότι ένα μαζικό «αντικαθεστωτικό» ρεύμα κινήθηκε προς έναν σχηματισμό που μιλά για «συμμετοχή-αλλαγή» και όχι για το «πρώτα οι Ιταλοί». Με τη δεύτερη ματιά όμως, προκαλεί θλίψη ότι αυτό το αλλοπρόσαλλο μόρφωμα (που έχει και αντιδραστικές απόψεις, εκτός από κάποιες προοδευτικές) υποδέχεται την οργή σε μια χώρα με ισχυρότατες αριστερές παραδόσεις. Πέρα από τις ευθύνες της ιταλικής Αριστεράς (από το 2006 και μετά), αποτελεί και σύμπτωμα της δραματικής υποχώρησης (και μάλιστα χωρίς καν να δοθούν μάχες) του εργατικού κινήματος τα τελευταία χρόνια το ότι η οργή για την οικονομική κατάσταση αναζητά τέτοιες «μετα-πολιτικές», «διαταξικές» απαντήσεις και όχι ταξικές, αντικαπιταλιστικές.
Τη θλιβερή εικόνα απουσίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε ένα τοπίο μεγάλης πολιτικής κρίσης υπογραμμίζει ένα ακόμα σημείο. Η «αριστερή πτέρυγα» της σημερινής ιταλικής Βουλής εκφράζεται από ανθρώπους όπως... ο Μάσιμο Ντ’ Αλέμα. Τους «Ελεύθερους και Ίσους», τη σύμπραξη στελεχών που αποχώρησαν από το PD πριν από ελάχιστους μήνες με την παλιά «Αριστερά και Ελευθερία» του Βέντολα (SeL, μια ιταλική εκδοχή ΔΗΜΑΡ). Και επιπλέον, αυτός ο σχηματισμός δεν γλίτωσε τη γενική κρίση της Κεντροαριστεράς (άλλωστε δεν διαφοροποιήθηκε από αυτήν για να το πετύχει). Το 3,3% και οι 1.100.000 ψήφοι που διασφάλισαν την οριακή είσοδο στη Βουλή διέψευσε τις δημοσκοπικές εκτιμήσεις για 5-8%. Η «διεύρυνση» δεν απέφερε τίποτα σε σχέση με το σκορ της παλιάς SeL που το 2013 είχε σχεδόν πανομοιότυπο ποσοστό και αριθμούς ψήφων.
Οι σύντροφοι της Potere al Popolo, της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ήξεραν εξαρχής ότι θα έδιναν τη μάχη της στοιχειώδους αναγνωρισιμότητας. Ένας σχηματισμός που συγκροτήθηκε το Δεκέμβρη, από τα «ερείπια», με πλήρη επίγνωση ότι σε αυτές τις εκλογές δεν είχε να περιμένει πολλά. Με τα λόγια ενός Ιταλού μπλόγκερ, που παρουσίαζε προεκλογικά με σατιρικό τρόπο όλες τις πολιτικές δυνάμεις: «Πραγματικά αριστεροί. Τους έμαθα πριν από μια βδομάδα. Μάλλον τους ξέρει το 5% του εκλογικού σώματος». Η καταρχήν καταγραφή έδωσε 1,1%. Η όποια ελπίδα για κάτι καλύτερο από αυτό στηριζόταν σε αυτή την απίστευτη ρευστότητα (με το 40% αναποφάσιστο μέχρι τελευταία στιγμή) που επικρατεί στην ιταλική πολιτική σκηνή. Αυτή δεν αποδείχτηκε αρκετή. Οι σύντροφοι ξεκινούν με πρώτη «μαγιά» τους περίπου 370.000 ψηφοφόρους τους, μια πολύ δύσκολη προσπάθεια, που όμως αξίζει τον κόπο να επιχειρηθεί, γιατί «ιδρυτικά» ήξερε ότι πάει πολύ πέρα από αυτές τις εκλογές, γιατί απέφυγε ευκαιριακές εκλογοκεντρικές επιλογές και «παρακάμψεις» που χαρακτήρισαν τα προηγούμενα χρόνια και επιδείνωσαν την ήδη δύσκολη κατάσταση.
Η ιταλική ριζοσπαστική Αριστερά συνεχίζει τη «μακρά πορεία στην έρημο» που ξεκίνησε το 2008, αλλά τουλάχιστον για πρώτη φορά τα τελευταία 10 χρόνια δείχνει να ξέρει τουλάχιστον προς τα πού πρέπει να πάει.
ΥΓ: Όταν η Λίγκα καλπάζει και οι «Αδελφοί της Ιταλίας» ενισχύονται, είναι δευτερεύον ζήτημα το τι κάνουν οι πιο περιθωριακές νεοναζιστικές ομάδες. Όμως έχουν την αξία τους τα εκλογικά νέα και από τον «μικρόκοσμο» του φασιστικού εξωκοινοβουλίου. Ενισχύθηκαν και η «Φόρτσα Νουόβα» που κατέβηκε φέτος ως σχήμα «Η Ιταλία στους Ιταλούς» (από 0,26% και 90.000 ψήφους σε 0,49% και 150.000 ψήφους) και κυρίως η CasaPound (που πενταπλασίασε την επιρροή της από 0,14% και 50.000 ψήφους σε 0,85% και 260.000 ψήφους). Έχει σημασία ως «καμπανάκι». Το ότι σε συνθήκες ανόδου των πιο μαζικών ακροδεξιών κομμάτων διευρύνθηκε η εκλογική υποστήριξη και των εγκληματικών συμμοριών συμπληρώνει τη ζοφερή εικόνα... Ακολουθεί άρθρο που γράφτηκε πριν το εκλογικό αποτέλεσμα, και αφορά συνολικότερα την άνοδο της ακροδεξιάς, τις αιτίες της και τις διαβαθμίσεις των απειλών.
Η πάλη ενάντια στην ακροδεξιά στην Ιταλία
Ένα από τα χαρακτηριστικά που σημάδεψαν την προεκλογική περίοδο στην Ιταλία ήταν η κλιμάκωση της ακροδεξιάς προκλητικότητας και οι αντιφασιστικές απαντήσεις. Ακόμα και μεγάλα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με το ζήτημα, αν και το έκαναν με τη γνωστή λαθροχειρία περί «όξυνσης της σύγκρουσης των δύο άκρων» ή και με υπερβολικούς παραλληλισμούς με τα «μολυβένια χρόνια».
Η εικόνα, όσον αφορά την ακροδεξιά απειλή, είναι πράγματι ανησυχητική. Η Λίγκα έχει υποβαθμίσει τον τοπικισμό και μετατρέπεται σε «πανιταλική» εθνικιστική δύναμη, και διεκδικεί με αξιώσεις το ρόλο «ισότιμου εταίρου» της Κεντροδεξιάς του Μπερλουσκόνι. Ο «χώρος» που προέρχεται απευθείας από τη μουσολινική παράδοση (MSI και κατόπιν Εθνική Συμμαχία), έπειτα από αρκετές περιπέτειες και μια περίοδο «αποδαιμονοποίησης» έχει ανασυνταχθεί στους «Αδελφούς της Ιταλίας» που επιχειρούν επιστροφή στις ρίζες. Η πιο περιθωριακή CasaPound μπορεί να δείχνει απίθανο να μπει στη Βουλή, αλλά έχει κατορθώσει να απασχολεί τον διεθνή Τύπο για την επιτυχία της να παίξει σημαντικό ρόλο σε μια ευρύτερη τάση «κανονικοποίησης» του φασισμού και του Μουσολίνι. Φυσικά η επιτυχία δεν πιστώνεται στα δίκτυα της CasaPound αποκλειστικά, αλλά αυτό δεν αναιρεί την απειλητική τάση, το αντίθετο: Πριν από λίγα χρόνια η Ρώμη είχε δήμαρχο τον προερχόμενο από το MSI, Αλεμάνο, διάφοροι δεξιοί τοπικοί αξιωματούχοι έχουν επιχειρήσει (με ονοματοδοσίες δρόμων/αεροδρομιών κ.λπ., με προτομές κ.ο.κ.) να «αποκαταστήσουν» τη μουσολινική περίοδο, ενώ είναι ισχυρό το ρεύμα μέσα στην ευρύτερη Δεξιά που διεκδικεί να αποκατασταθεί η «περηφάνια» της παράταξης για τον εαυτό της.
Απέναντι στην απειλή, δεν περνάει μέρα σχεδόν που να μην κυκλοφορούν νέα για μια αντιφασιστική διαδήλωση σε κάποια ιταλική πόλη. Κάποιες οργανώνονται ως γενική καταγγελία του φασισμού και του ρατσισμού που χαρακτηρίζει την προεκλογική περίοδο. Αλλά οι περισσότερες είναι αντισυγκεντρώσεις, καθώς ένα σημαντικό τμήμα του κινήματος (αριστεροί, αυτόνομοι, αναρχικοί) έχει επιλέξει να «μην αφήσει σε χλωρό κλαρί» την προεκλογική εκστρατεία της CasaPound.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι αριθμοί είναι συντριπτικοί: μερικές χιλιάδες αντιφασίστες απέναντι σε μερικές δεκάδες φασίστες. Στις περισσότερες περιπτώσεις η αστυνομία φανερώνει τις «συμπάθειές» της, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο στις επιθέσεις σε αντιφασίστες.
Όμως η απειλή είναι πολύ ευρύτερη από την CasaPound και για να αντιμετωπιστεί θα χρειαστεί πολύ μεγαλύτερη, παρατεταμένη και συνολική δουλειά από την Αριστερά.
Το ένα ζήτημα αφορά την ευρύτερη ανασύνταξη, με τους «σοβαρούς» φορείς της ακροδεξιάς να αποθρασύνονται. Μαζί με το «Η Ιταλία για τους Ιταλούς», στελέχη της Λίγκας ή των «Αδελφών» μιλάνε πλέον για την «υπεράσπιση της φυλής», δηλώνουν προτίμηση σε «χριστιανούς μετανάστες και πρόσφυγες» και εισηγούνται μια «πολε μική» αντιμεταναστευτική πολιτική (από το «να χτίσουμε οχυρά, να εξοπλίσουμε τα πλοία» μέχρι μια πιθανή εισβολή στη Λιβύη).
Το δεύτερο αφορά το γεγονός ότι όλη η κεντρική πολιτική συζήτηση έχει μετατοπιστεί προς τα δεξιά και έχει δηλητηριαστεί από το ρατσισμό και την ατζέντα «νόμου και τάξης».
Η δολοφονία μιας νέας γυναίκας από Νιγηριανό δράστη στη μικρή πόλη Ματσεράτα έγινε αντικείμενο ρατσιστικής δημαγωγίας από όλα τα κόμματα, με τον χειρότερο τρόπο. Σε αυτό το φόντο, ο Λούκα Τραΐνι βγήκε με το όπλο του στους δρόμους της μικρής πόλης να κυνηγήσει «σκουρόχρωμους», τραυματίζοντας με τα πυρά του 6 μετανάστες αφρικανικής καταγωγής. Το αντιρατσιστικό κίνημα, οι αντιφασίστες, η Αριστερά, οργάνωσαν μια εντυπωσιακή διαδήλωση καταδίκης του φασισμού και του ρατσισμού της προεκλογικής εκστρατείας, με 40.000 ανθρώπους να συρρέουν στη μικρή πόλη για να φωνάξουν «Ποτέ ξανά φασισμός» και «Για την ανεργία βάλτε τα με την κυβέρνηση, όχι με τους μετανάστες».
Όμως οι αντιδράσεις των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων ήταν αποκαλυπτικές του επικίνδυνου κλίματος. Ο Τραΐνι είναι τοπικό στέλεχος της νεοφασιστικής Φόρτσα Νουόβα: Η οργάνωσή του όχι μόνο δεν τον «άδειασε», αλλά ανέλαβε να στηρίξει την υπεράσπισή του, ενώ ο δράστης αντιμετωπίζεται ως ήρωας από τους ομοϊδεάτες του (πανό αλληλεγγύης σε πόλεις κ.ο.κ.). Ο Τραΐνι ήταν υποψήφιος στις τοπικές εκλογές με τη Λίγκα, σε μια κλασική περίπτωση «συγκοινωνούντων δοχείων» μεταξύ της γραβατωμένης ακροδεξιάς και των φασιστών τραμπούκων. Άλλωστε η CasaPound δήλωσε έτοιμη να στηρίξει μια κυβέρνηση Σαλβίνι (άνευ νοήματος πρακτικά-κοινοβουλευτικά, αλλά ενδεικτικό ως «παρέμβαση» στην κεντρική πολιτική σκηνή) και ο ηγέτης της Λίγκας αποκρίθηκε «θα συναντηθώ με όλους». Ο χειρισμός του περιστατικού από τον Σαλβίνι ήταν θρασύτατος. Για τη δολοφονία της νεαρής Ιταλίδας είχε δηλώσει ότι «η Αριστερά έχει αίμα στα χέρια της» (χρεώνοντας το φόνο σε όλους τους μετανάστες αλλά και σε όλους όσους τους υπερασπίζονται). Για την αντιφασιστική διαδήλωση στη Ματσεράτα δήλωσε ότι τον κάνει «να ντρέπεται ως Ιταλός»! Μια «χαλαρή» διαφοροποίηση από το δράστη συνοδεύτηκε από ρατσιστικά παραληρήματα. Ο Μπερλουσκόνι, που εμφανίζεται ως ο «μετριοπαθής» του δεξιού συνασπισμού, χαρακτήρισε «κοινωνική ωρολογιακή βόμβα» τους μετανάστες και υποσχέθηκε να απελάσει 600.000 ανθρώπους. Και το Δημοκρατικό Κόμμα; Οργανώνει τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές όλο το προηγούμενο διάστημα, ενώ έχει έναν υπουργό Εσωτερικών ο οποίος επιχείρησε να απαγορεύσει την αντιφασιστική διαδήλωση στη Ματσεράτα, εξαπολύει την αστυνομία ενάντια σε αντιφασίστες, και συμμερίστηκε τον ισχυρισμό της ακροδεξιάς ότι ο Τραΐνι «πήρε τη δικαιοσύνη στα χέρια του».
Είναι εξωφρενική διατύπωση. Όπως επισήμανε η Ελιάνα Κόμο, αντιφασίστρια συνδικαλίστρια, «εφαρμόζεται το σχήμα “πήρε τη δικαιοσύνη στα χέρια του” για έναν άνθρωπο που δεν επιτέθηκε στο άτομο που σκότωσε την Πάμελα, αλλά πυροβόλησε 6 ανθρώπους που κρίθηκαν ένοχοι γιατί είχαν το ίδιο χρώμα δέρματος με το δράστη».
Σε αυτό το γενικευμένο φαινόμενο έχουν να αντιπαρατεθούν οι σύντροφοί μας στην Ιταλία. Η πυκνότητα και το πλήθος των αντιφασιστικών διαδηλώσεων δείχνουν την ύπαρξη ενός πολύτιμου δυναμικού. Η μεγαλύτερη κινητοποίηση στη Ρώμη, που πήρε κεντρικό χαρακτήρα καθότι καλέστηκε από την Εθνική Ένωση Ιταλών Παρτιζάνων (ANPI, η ένωση των βετεράνων της Αντίστασης), βρήκε ανταπόκριση από συνδικάτα κ.λπ. και κινητοποίησε χιλιάδες ανθρώπους. Αλλά η παρουσία του πρωθυπουργού Τζεντιλόνι και του Ματέο Ρέντσι στη συγκέντρωση, την ώρα που σε άλλο σημείο της πόλης η αστυνομία συγκρουόταν με απεργούς που διαδήλωναν ενάντια στα αντεργατικά κυβερνητικά μέτρα, αναδεικνύει έναν άλλο σοβαρό κίνδυνο, καθώς το PD υιοθετεί έναν υποκριτικό «αντιφασισμό» για ψηφοθηρικούς λόγους («Νομίζετε ότι ψηφίζετε Μπερλουσκόνι, αλλά θα σας βγει Casa Pound»).
Έναν άλλο δρόμο επιχειρεί να χαράξει ο αριστερός σχηματισμός Potere Al Popolo. Οι περισσότεροι ακτιβιστές του έχουν πλούσια προϋπηρεσία στην αντιρατσιστική δράση και στην αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και μετανάστες. Οι νεοσύστατες οργανώσεις του συμμετέχουν σε αντιφασιστικές κινητοποιήσεις. Πρόκειται για μια πολιτική δύναμη που καταλαβαίνει πολύ καλά την ανάγκη να συγκροτηθεί μια ανεξάρτητη Αριστερά, που δίνει ταξικές απαντήσεις στο κοινωνικό ζήτημα, και που ταυτόχρονα έχει στο DNA της τον αντιρατσισμό και τον αντιφασισμό. Όπως δήλωσε η Βιόλα Καροφάλο, το «δημόσιο πρόσωπο» της συμμαχίας, σε συνέντευξή της: «Η ιταλική πολιτική στρέφεται διαρκώς προς τα δεξιά, και δεν αναφέρομαι στις νεοφασιστικές οργανώσεις που υπήρχαν πάντοτε. Το πρόβλημα είναι ότι τα βασικά πολιτικά κόμματα, από τη Δεξιά ως την Κεντροαριστερά, εκμεταλλεύονται μια λογική πολέμου μεταξύ των φτωχών, μια ρατσιστική λογική. Το Potere Al Popolo γεννήθηκε εν μέρει και ως απάντηση σε αυτό το πρόβλημα».
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά"