Για τον περισσότερο κόσμο η 28η Οκτώβρη 1940 είναι η μέρα που η Ελλάδα και ο λαός της είπαν το ΟΧΙ στον φασισμό, η μέρα που ξεκίνησε το «έπος του ‘40».

Όσοι άνθρωποι είναι ενταγμένοι στην Αριστερά και διεκδικούν το ΟΧΙ για το λαό και όχι για τον Μεταξά, ακόμα κι αυτοί σπάνια διαφωνούν πως οι φαντάροι στο μέτωπο πολεμούσαν ενάντια στον φασισμό και έχυναν το αίμα τους για την ελευθερία.

Όμως το καθεστώς του Μεταξά δεν διέφερε σε τίποτε από αυτό του Μουσολίνι. Ήταν το ίδιο ανελεύθερο και κτηνώδες, έριχνε βιβλία στην πυρά, βασάνιζε και δολοφονούσε χιλιάδες αριστερούς και προετοίμαζε τη νεολαία να γίνει κρέας για τα κανόνια υπέρ της «τιμής του έθνους και του πεπρωμένου της φυλής». Ο «Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός» της 4ης Αυγούστου ήταν η ελληνική εκδοχή του Τρίτου Ράϊχ.

Η μόνη διαφοροποίηση υπήρξε ως προς την επιλογή ιμπεριαλιστικής συμμαχίας: Ο δικτάτορας Μεταξάς δεν αμφισβήτησε ποτέ το δέσιμο των ελλήνων καπιταλιστών με το αγγλικό κεφάλαιο. Αντίθετα η Ιταλία, ο «κουρελής ιμπεριαλισμός» σύμφωνα με τη ρήση του Λένιν, αφού φλέρταρε επί μακρόν με την Αγγλία και τη Γαλλία – παράλληλα με τη στενή σχέση με τον Αδόλφο Χίτλερ - προτίμησε την ένταξη στον Άξονα και την επέκταση στον δρόμο προς τον έλεγχο του Σουέζ, με ταυτόχρονη επίθεση σε Ελλάδα και Βόρεια Αφρική.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν μια περιφερειακή σύγκρουση ενταγμένη μέσα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την πιο δολοφονική σύρραξη της Ιστορίας, που έγινε ανάμεσα σε «πεινασμένους» και σε «χορτάτους» ιμπεριαλιστές για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Ακριβώς όπως και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος…       

 «Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους, καθώς ο γιος από τη μάνα»

Στον στίχο αυτό του Μπρεχτ συνοψίζεται με ενάργεια η εικοσαετία της ειρήνης ανάμεσα στον Α΄ και τον  Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου προετοιμάστηκαν και ωρίμασαν οι συνθήκες για να γίνει αναπόφευκτο το μακελειό του 1939-1945. Η Γερμανία, δεύτερη τότε βιομηχανική δύναμη στον κόσμο, υποχρεώθηκε σε υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις κάτω από διεθνή επιτροπεία και στερήθηκε τις δυνατότητες οικονομικής επέκτασης στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δίπλα της κατέληξαν να συνασπιστούν η Ιταλία και η Ιαπωνία, που ανήκαν στο στρατόπεδο των νικητών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά βρέθηκαν «ριγμένες» στον αγώνα τους για αποικιακή εξάπλωση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αποικιοκρατίες που είχαν πάρει ήδη τα καλύτερα φιλέτα. Το «κραχ» του ’29,  η οικονομική κατηφόρα του καπιταλισμού και η άνοδος της φασιστικής αντεπανάστασης σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης επισφράγισαν το αναπόδραστο του νέου πολέμου.

Είναι αλήθεια πως οι «Δυνάμεις του Άξονα» ήταν όλες δικτατορικά καθεστώτα και η ίδια η Γερμανία του Χίτλερ αποτελούσε τον ορισμό του τρόμου και της βαρβαρότητας: ήταν κυριολεκτικά τα «Μεσάνυχτα του Κόσμου». Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και η φρίκη των στρατοπέδων εξόντωσης δεν υπήρξαν απλώς τα  αποτελέσματα, αλλά είναι συνώνυμα πλέον του φασισμού.

Αλλά ο κυνισμός, η αχρειότητα και η κτηνωδία δεν έλειψαν και από το υποτιθέμενο δημοκρατικό στρατόπεδο. Η Αγγλία και η Γαλλία παρεμπόδιζαν με το πρόσχημα της «ουδετερότητας» την άμυνα της Ισπανίας απέναντι στη σφαγή που οργάνωνε ο Φράνκο με τη συνδρομή του ιταλικού πεζικού και της γερμανικής αεροπορίας. Όλες οι «δημοκρατικές» χώρες του πλανήτη έκλεισαν τα σύνορά τους στους Εβραίους πρόσφυγες από τη Γερμανία και την Ανατολική Ευρώπη και έστελναν πίσω στον Χίτλερ τα πλοιάριά τους ή τα βύθιζαν. Κι αυτό το αίσχος συνεχίστηκε ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου με τη Γερμανία.

Αγγλία και Γαλλία παρέδωσαν, με τη συμφωνία του Μονάχου, μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, την Τσεχοσλοβακία, στην απόλυτη διάθεση του Χίτλερ. 

Όταν, τέλος, Αγγλία και Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, το έκαναν για να υπερασπίσουν την Πολωνία του αντισημίτη δικτάτορα Πιλσούτσκι, που δεν είχε τίποτε να ζηλέψει σε ατιμία ούτε από τον Μεταξά ούτε από τους ηγέτες του Άξονα.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος από τη μεριά των Συμμάχων έγινε για να υπερασπίσουν τα κεκτημένα τους σε αποικίες και αγορές και δεν είχε την παραμικρή σχέση με ευαισθησίες και ανησυχίες απέναντι στον φασισμό.

Το «αλβανικό έπος» ή ο πόλεμος της «ελεεινής μορφής»

Οι μάχες στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας ήταν μια ανηλεής αλληλοεξόντωση δύο ισοδύναμων αριθμητικά στρατών, 500.000 ανδρών συνολικά,  μέσα στην αθλιότητα και τα κρυοπαγήματα. Ο πόλεμος αυτός δεν είχε τίποτε το επικό και τίποτε απολύτως που να έχει σχέση με αντιφασιστικό αγώνα.   

Είναι γνωστό πως, αρκετά συχνά, οι ιταλοί φαντάροι, στην αρχή τουλάχιστον του πολέμου, παραδίδονταν στους Έλληνες όταν έβρισκαν την ευκαιρία, φωνάζοντας τη λέξη «frateli» που σημαίνει «αδέλφια». Θα ήταν αρκετά εύλογο πως, αν ο ελληνικός στρατός είχε την παραμικρή πρόθεση για αντιφασιστική νίκη και ειρήνη, τότε θα έπρεπε, από τα χαρακώματα να γίνονται εκκλήσεις στους ιταλούς φαντάρους να παραδοθούν, με τηλεβόες και προκηρύξεις στα ιταλικά, για να υπονομευθεί ο φασιστικός στρατός.

Τίποτε τέτοιο δεν συνέβη και αντίθετα ο ελληνικός στρατός μεταχειριζόταν με ελεεινό τρόπο τους ιταλούς αιχμαλώτους πολέμου. Υπάρχουν μαρτυρίες για συστηματικούς ακρωτηριασμούς και δολοφονίες, όπως και κομπορρημοσύνες Ελλήνων παλικαράδων που επιδείκνυαν τις συλλογές κομμένων αυτιών από τους αιχμαλώτους. Τα κομμένα αυτιά του «φρατέλου» έγιναν και πανηγυρικός στίχος σε διάσημο τραγούδι της Σοφίας Βέμπω.

Έτσι, ο πόλεμος στα βουνά πήρε χαρακτήρα σφαγείου μέχρι τελικής πτώσεως του ενός αντιμαχόμενου από τον άλλο. Την ίδια στιγμή, και ενώ από το καθεστώς Μεταξά στρατεύονταν κλάσεις αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας, όλα τα στελέχη της ΕΟΝ - της φασιστικής νεολαίας του Μεταξά - όπως και όλη η «χρυσή νεολαία» της αστικής τάξης παρέμεναν αποσπασμένοι στην Αθήνα μακριά από τις κακουχίες του μετώπου. Ήταν η κάθοδος στα Τάρταρα του Άδη για τους φτωχούς και ένα πανηγύρι χωρίς σταματημό για τους χρυσοκάνθαρους.

Με την εισβολή του γερμανικού στρατού στις 6 Απρίλη 1941 τελείωσαν οι «ηρωικές» σελίδες του ελληνικού στρατού. Λίγες μέρες μετά  κι ενώ οι στρατιώτες πολεμούν ακόμα, ένα τμήμα της στρατιωτικής ηγεσίας με επικεφαλής τον στρατηγό Τσολάκογλου υπογράφει την άνευ όρων παράδοση. Κι έτσι, ο Βασιλιάς μαζί με ένα τμήμα της άρχουσας τάξης αναχωρούν άρον-άρον για την Αίγυπτο υπό την προστασία των Άγγλων, ενώ ένα άλλο τμήμα των αστών, το μεγαλύτερο, μένει στην Ελλάδα και συνεργάζεται με τους νικητές Ναζί. Ο Τσολάκογλου - με τις ευλογίες του αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού – θα είναι ο πρώτος πρωθυπουργός της κυβέρνησης δοσίλογων. Ο πανεπιστημιακός Λογοθετόπουλος θα είναι ο δεύτερος και το πολιτικό στέλεχος της Δεξιάς από τζάκι, ο Ιωάννης Ράλλης θα είναι και ο τελευταίος.   

Αυτό το ράγισμα του γυαλιού μέσα στην άρχουσα τάξη, μαζί με την τερατωδία της φασιστικής κατοχής, θα δώσει την ευκαιρία να ξεσπάσει πραγματικός αντιφασιστικός αγώνας «από τα κάτω», από την εργατική και αγροτική μάζα που ήταν εξοργισμένη με την προδοσία του αστικού κόσμου. Αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο, η ελληνική επανάσταση της δεκαετίας του ’40, που αξίζει να μελετηθεί ξεχωριστά.