Σύντομο ιστορικό σημείωμα για έναν μεγάλο και αιματηρό πόλεμο.

Με αφορμή τη δολοφονία του Τζωρτζ Φλόιντ από αστυνομικούς και τις ογκώδεις και μαζικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες στις ΗΠΑ και ολόκληρο τον κόσμο ενάντια στον ρατσισμό και την κρατική βία, επανήλθε στο προσκήνιο η ιστορική αποτίμηση του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. Για πολλούς, ακόμη και στο ελλαδικό διαδίκτυο, ο πόλεμος αυτός ήταν ένας πόλεμος εναντίον της δουλείας. Η αλήθεια, όμως, είναι πολύ διαφορετική.

Όταν την άνοιξη του 1861 βρόντηξαν τα κανόνια στο οχυρό Φορτ Σάμντερ, ξεκινούσε μια «ένοπλη διαφωνία μερικών εβδομάδων (Άντριου Τζόνσον)» που κράτησε γεμάτα τέσσερα χρόνια, ανάμεσα στη λευκή, άρχουσα τάξη του κυρίαρχου στην αμερικανική, πολιτική σκηνή, Δημοκρατικού Κόμματος, που είχε διασπαστεί το προηγούμενο φθινόπωρο, ανάμεσα στους «καθαρούς» δουλοκτήτες του Νότου και τους «σκεπτικιστές» περί της δουλείας, αλλά εξαιρετικά δραστήριους περί της βιομηχανικής, καπιταλιστικής ανάπτυξης και συσσώρευσης πολιτικούς στον Βορρά, οι οποίοι σχημάτισαν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα με επικεφαλής και πρόεδρο τον Αβραάμ Λίνκολν.

Για τουλάχιστον 40 χρόνια νωρίτερα, από τη στιγμή που οι ΗΠΑ μπήκαν στην κούρσα της Βιομηχανικής Επανάστασης και του καπιταλισμού, οι πολιτικές και κυβερνητικές συγκρούσεις ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Ουίγους, κόμμα-προπάτορας του δικομματισμού, σχετίζονταν με τον οικονομικό μετασχηματισμό των ΗΠΑ προς την ταχύτατη εκβιομηχάνιση και την εξάπλωση της κρατικής κυριαρχίας στη Δύση σε βάρος των Ινδιάνων – ιθαγενών Αμερικανών.

Πέντε ήταν οι βασικές αιτίες του Εμφυλίου Πολέμου – 1), ο πάγιος αρνητισμός των πολιτειών του Νότου απέναντι σε μια ισχυρή και επιδραστική, κεντρική κυβέρνηση, που αναγόταν στα χρόνια και τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, εξού και οι πολιτείες των ΗΠΑ, ειδικά του Νότου, ακόμη και σήμερα, έχουν τεράστια περιθώρια ευελιξίας και «κυβερνησιμότητας» σε σχέση με την Ουάσιγκτον,

2), η επιμονή να επιβληθεί μονοπωλιακά το καθεστώς καταρχάς της γεωργικής και κτηνοτροφικής «προσάρτησης» και επομένως και της δουλείας, στις νέες πολιτείες των Μεξικανικών Πολέμων, το Νέο Μεξικό, το Τέξας και την Ανατολική Καλιφόρνια, κατεύθυνση στην οποία πίεζαν φορτικά οι γαιοκτήμονες του βαμβακιού, που ήλεγχαν έως τότε και το ομοσπονδιακό Κογκρέσο,

3), το συντριπτικά ετεροβαρές υπέρ του Βορρά παραγωγικό και πληθυσμιακό  ισοζύγιο στη βιομηχανία και τη μετανάστευση, όπου οι πολιτείες βόρεια του ποταμού Ποτόμακ, είχαν ανοίξει το βήμα τους, με τη ραγδαία αύξηση στην παραγωγή χάλυβα και κάρβουνου και την πληθυσμιακή εκτίναξη, λόγω της μετοίκησης Ευρωπαίων από την Ιρλανδία της πείνας, την ιταλική χερσόνησο της φτώχειας και τα γερμανικά κρατίδια των κοινωνικών αναταραχών,

4), η οικονομική πολιτική προστατευτισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στα αμερικανικά, βιομηχανικά και βιοτεχνικά προϊόντα, με την επιβολή τεράστιων δασμών στο εισαγωγικό εμπόριο, ήδη από την εποχή της σύντομης προεδρίας του Ζάκαρυ Τέιλορ, πολιτική που είχε εκτινάξει το κόστος εισαγωγών στα αγαθά από την Ευρώπη, τα οποία αποτελούσαν κυρίως αγορές και κατανάλωση της τρυφηλής και σπάταλης ζωής των Νοτίων της άρχουσας τάξης

και  τέλος, 5), η χρηματιστικοποίηση και η κερδοφορία του νέου μεγάλου Ελντοράντο της εποχής, στην επέκταση και την κατασκευή των σιδηροδρόμων προς τη Δύση, από όπου, οι πλουτοκράτες του Νότου είχαν εκπαραθυρωθεί εντελώς και ολοκληρωτικά, από τους κεφαλαιούχους του Βορρά.

Όπως διαπιστώνει κανείς, μόνο η δουλεία δεν υπήρχε στα ραντάρ ειδικά των πολιτικών του Βορρά και της Ένωσης, γιατί κατά τα άλλα, οι Νότιοι την είχαν πολύ ψηλά στην ατζέντα τους, σταθερά, πάγια, εκβιαστικά και απάνθρωπα. Παρόλα αυτά, πολιτείες του Βορρά, όπως το Βερμόντ και η Πενσυλβάνια είχαν καταργήσει τη δουλεία στο έδαφος τους, ήδη από το 1810 ή το 1824, ενώ το ζήτημα είτε της γενικής κατάργησης είτε του οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος που θα επικρατούσε στις «μεξικανικές» πολιτείες της Δύσης ταλάνιζε και κλυδώνιζε την πολιτική σκηνή. Δεν ήταν όμως, το κυρίαρχο ούτε ο Αμερικανικός Εμφύλιος έγινε με γνώμονα και άξονα την κατάργηση της δουλείας. Σε αυτή τη διαπίστωση, συνηγορούν όλα τα επίσημα κείμενα, οι ομιλίες και οι διαθέσεις των Ρεπουμπλικάνων της εποχής, με αποκορύφωμα την κατά τα άλλα, συγκλονιστική ομιλία του Λίνκολν στο Γκέτισμπεργκ στις 19 Νοεμβρίου 1863, όταν ο πρόεδρος δεν είπε ούτε μια φορά τις λέξεις «δουλεία» και «χειραφέτηση» στην απότιση φόρου τιμής προς τους νεκρούς της μεγαλύτερης και φονικότερης μάχης του πολέμου.

Νωρίτερα, η Διακήρυξη της Χειραφέτησης τον Σεπτέμβρη του 1862 και τον Γενάρη του 1863 αποτέλεσε περισσότερο μια καιροσκοπική και υστερόβουλη πρωτοβουλία του Λίνκολν 1), για να προσεταιριστεί το πολιτικά υπερδραστήριο και κοινωνικά γειωμένο κίνημα για την κατάργηση της δουλείας που κινούταν επιθετικά και μαχητικά στα «αριστερά» των Ρεπουμπλικάνων του Βορρά

2), για να προκαλέσει μια εξέγερση στα μετόπισθεν των Νοτίων, που θα αποδιοργάνωνε πλήρως την πολιτική και στρατιωτική μηχανή τους

και 3), για να καταστήσει τον πόλεμο από πλευράς Βορείων, πόλεμο που έως εκείνη τη στιγμή, η Ένωση δεν κέρδιζε, «ηθικά άμεμπτο» όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο Λίνκολν, ενώπιον της Γερουσίας, φοβούμενος συνάμα μια επέμβαση μιας ευρωπαϊκής δύναμης κυρίως της Βρετανίας ή της Γαλλίας υπέρ της Συνομοσπονδίας, σε μια προσπάθεια τερματισμού του πολέμου, άρσης του ναυτικού αποκλεισμού στα λιμάνια του Νότου και αποκατάστασης του εμπορίου ειδικά με την πρώτη. Ας τονιστεί εδώ κάτι ελάχιστα γνωστό σήμερα, ότι στη διάρκεια του Εμφυλίου, ένας στους τρεις στρατιώτες των Νοτίων παρέμενε σε έδαφος της Συνομοσπονδίας και όχι στα στρατιωτικά, κλιμακούμενα και γεωγραφικά, μεταβαλλόμενα μέτωπα του πολέμου λόγω του τρόμου της κυβέρνησης στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια στο ενδεχόμενο μιας επανάστασης των δούλων, όπως αυτή προκλήθηκε εν μέρει στη θυελλώδη Πορεία προς τη Θάλασσα της στρατιάς που ηγείτο ο Γουίλιαμ Τ. Σέρμαν.

Είναι επίσης ελάχιστα γνωστό σήμερα, ότι ο ίδιος ο Λίνκολν είχε εμπιστευτεί αρχικά τη διοίκηση του στρατού και του ναυτικού των Βορείων, σε αξιωματικούς, είτε φανατικά υπέρμαχους της δουλείας, είτε πολιτικά ουδέτερους στο θέμα, ώστε να μην προκαλέσει ανοιχτά τους δουλοκτήτες «συμπολίτες» – με αποκορύφωμα την αλλοπρόσαλλη ηγεσία του ΜακΛέλαν, ο οποίος ήταν και δουλοκτήτης και δεν καταλάβαινε για ποιον λόγο είχε ξεσπάσει ο πόλεμος και είχε σύρει την Ένωση σε ορισμένες δεινές ήττες στο πεδίο της μάχης. Στο ίδιο πλαίσιο, ο αρχιστράτηγος των Νοτίων, Ρόμπερτ Ε. Λι, αν και ήταν «φιλολογικά» αντίθετος στη διαιώνιση της δουλείας, θεωρώντας ότι αποτελούσε οικονομικό και μόνο απολίθωμα, πρώτα αρνήθηκε την ηγεσία του στρατού των Βορείων, που του είχε προσφερθεί από τον Λίνκολν και έπειτα συντάχθηκε με τον πρόεδρο της Συνομοσπονδίας, Τζέφερσον Ντέιβις, για να υπερασπιστεί την πατρίδα «του» από τους επιδρομείς – πατρίδα, στη νοοτροπία του Λι, δεν ήταν οι ΗΠΑ, αλλά η πολιτεία της Βιρτζίνια.

Με τη Χειραφέτηση όμως ο Λίνκολν εξασφάλισε και κάτι ακόμα, ίσως το σημαντικότερο στοιχείο στη συγκυρία – περίπου 200.000 μαύροι, οι περισσότεροι δραπέτες και φυγάδες σκλάβοι από τον Νότο, πολέμησαν στον στρατό των Βορείων, από το 1863 έως το Απομάτοξ, την άνοιξη του 1865. Κάποια στιγμή, στα μέσα του 1864, ένας στους τρεις στρατιώτες της Ένωσης ήταν μαύρος και πολύ περισσότερο, ένας στους δύο στα μέτωπα του πολέμου και της Πορείας προς τη Θάλασσα του Σέρμαν, που ήταν το σημείο καμπής και ολοκληρωτικής συντριβής των Νοτίων στη Τζόρτζια, τη Νότια και τη Βόρεια Καρολίνα.

Η Χειραφέτηση πρόσφερε ουσιαστικά στρατιώτες στον Λίνκολν, με εθνική, γλωσσική και ηθική «ομοιογένεια» και πάθος για την Υπόθεση του Πολέμου (war cause), (ανεξάρτητα αν αυτή ήταν η δουλεία, όπως προπαγανδιζόταν μετά το φθινόπωρο του 1862, ή ο συνολικός, καπιταλιστικός ανασχεδιασμός της αμερικανικής οικονομίας, με μεγάλο έπαθλο τις «νέες» πολιτείες στη Δύση). Μία τέτοια στράτευση, των μαύρων πρώην δούλων με την Ένωση, ήταν υπερπολύτιμη για τη Ουάσιγκτον, καθώς και συν τοις άλλοις, στα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου και για παράδειγμα στη Δεύτερη Μάχη του Μπουλ Ραν ή του Αντίεταμ, οι απλοί στρατιώτες της Ένωσης είχαν εξοντωθεί από τα πυρά των Νοτίων,  επειδή ήταν στην πλειοψηφία τους, νεοφερμένοι μετανάστες από την Κεντρική Ευρώπη που μέσα σε όλα, δεν κατανοούσαν καλά τα αγγλικά και επομένως δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν και να τηρήσουν τις διαταγές και τις οδηγίες των αξιωματικών τους – κανονικό κρέας για τα κανόνια.

Με άλλα λόγια, οι Βόρειοι νίκησαν στον Εμφύλιο και επειδή έδωσαν όπλα στους μαύρους για να χύσουν το αίμα τους στα πεδία των μαχών και επειδή ενστερνίστηκαν, με διετή καθυστέρηση και πολιτική υστεροβουλία, την με πολλούς αστερίσκους κατάργηση της δουλείας μόνο στις πολιτείες του Νότου, πέρα από τη συντριπτική υπεροχή τους στη βιομηχανική παραγωγή οπλισμού, πυρομαχικών και εφοδίων.

Αν πρέπει, όμως, να χαρακτηρίσουμε με μια φράση τον Αμερικανικό Εμφύλιο, θα λέγαμε ότι ήταν μια αστική «επανάσταση από τα πάνω».

Και στο εσωτερικό του, σοβούσαν πολλοί άλλοι αόρατοι και «μικροί εμφύλιοι» - ποιος ιστορικός θέλει να θυμάται και να γράφει σήμερα, για τα πογκρόμ εναντίον των μαύρων στη Νέα Υόρκη, όταν κηρύχθηκε γενική επιστράτευση και η «χρυσή νεολαία» της πλουτοκρατίας συνασπίστηκε με τις συμμορίες των «άσπρων γηγενών», καταδιώκοντας στους δρόμους της πόλης κάθε έγχρωμο (ακόμη και Ιταλούς ή Κινέζους  μετανάστες) που είτε τους μαχαίρωναν, είτε τους λιθοβολούσαν, είτε τους σκότωναν με ρόπαλα και περίστροφα, είτε τους κρεμούσαν με θηλιές από τους πλησιέστερους φανοστάτες και τους έκαιγαν ζωντανούς, επειδή τα πλουσιόπαιδα και οι ποινικοί των λιμανιών αρνούνταν να πολεμήσουν για τους «νέγρους»;

Ποιος θυμάται σήμερα, την εξέγερση των Νότιων λευκών, φτωχών αγροτών στη Λουιζιάνα που αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στον στρατό της Συνομοσπονδίας και κατέφυγαν, καταδιωκόμενοι από το ιππικό των γκρι,  στους βάλτους για να ιδρύσουν εκεί, μια Ελεύθερη Δημοκρατία, μαζί με μαύρους δραπέτες των φυτειών;

Ποιος αναγνωρίζει σήμερα τα περιστατικά συνεργασίας Βορείων και Νοτίων στρατιωτικών, στην εξόντωση των Ινδιάνων στη μεθόριο του Τέξας ή στη συνοριακή γραμμή του Τενεσί, στην προέλαση προς Δυσμάς;

Ποιος έχει επιμείνει, τέλος, ιστοριογραφικά στο φαινόμενο της γενικής εξαγοράς συνειδήσεων και της ανυποταξίας, όταν οι γιοι των πλουσίων είτε του Βορρά είτε του Νότου, απέφευγαν νόμιμα τη στράτευση, στέλνοντας στη θέση τους, άνεργους, μετανάστες και φτωχούς, που τους είχαν δωροδοκήσει για 20-30 δολάρια, τους μισθούς δηλαδή, ενός έτους στα αμερικανικά εργοστάσια της εποχής;

Εν κατακλείδι, το πόσο δεν ήταν ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ένας πόλεμος ενάντια στη δουλεία φαίνεται και από όσα ακολούθησαν την Περίοδο της Ανασυγκρότησης, από το 1865 έως το 1876. Μπορεί οι μαύροι τυπικά να «απελευθερώθηκαν», αλλά το θεσμικό, πολιτικό, οικονομικό και νομικό οπλοστάσιο της δουλείας παρέμεινε σχεδόν απαράλλαχτο και ακέραιο, στους Νόμους του Τζίμι Κρόου, τις αυτοδικίες και τις δολοφονίες του λιντσαρίσματος και την ίδρυση της Κου-Κλουξ-Κλαν. Ας σημειωθεί ότι μετά το τέλος του πολέμου, όλες οι πολιτείες της Συνομοσπονδίας είχαν παραμείνει από δύο έως πέντε χρόνια εκτός της τυπικής και θεσμικής «επανένωσης» με την Ένωση και τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να μην ισχύει σχεδόν πουθενά, κανένα ευεργετικό και «χειραφετητικό» μέτρο υπέρ των εγχρώμων δούλων ή απελεύθερων.

Μια επανάσταση «από τα πάνω», πολύ περισσότερο μια αστική επανάσταση με οικονομικούς καταρχάς στόχους μετασχηματισμού και εξάπλωσης της βιομηχανίας και της πρώιμης αγοράς στα μέσα του 19ου αιώνα, δεν εκπληρώνει ούτε νομιμοποιεί τα κοινωνικά όνειρα και τις πολιτικές προσδοκίες των «από τα κάτω».

Ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ο πρώτος πραγματικά σύγχρονος βιομηχανικός πόλεμος των 620.000 νεκρών, ο πιο αιματηρός στην αμερικανική ήπειρο, το αποδεικνύει μέχρι και σήμερα. Από τότε, οι Αφροαμερικανοί δεν κατάφεραν να αναπνεύσουν πραγματική ελευθερία στις ΗΠΑ. Από τότε, οι Αφροαμερικανοί δεν κατόρθωσαν να αναπνεύσουν πραγματική κοινωνική δικαιοσύνη στις ΗΠΑ, ούτε και εργασιακή και μισθολογική ισότητα.

Απλά σήμερα, ξεσηκώνονται ορισμένοι «των πάνω», ξανά καιροσκοπικά και ψηφοθηρικά, με το βλέμμα στις προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη, μπροστά στις I can’t breath διαμαρτυρίες των «από τα κάτω».

Ετικέτες