Την Παρασκευή 5/6 κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή το νομοσχέδιο για την αλλαγή του Κώδικα Ιθαγένειας και την παροχή, υπό όρους, της ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών. Θυμίζουμε ότι αντίστοιχο νομοσχέδιο είχε κατατεθεί το 2010 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, για να αποσυρθεί στη συνέχεια από την τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, μετά από τη μνημειωδώς ρατσιστική απόρριψή του από το ΣτΕ ως αντισυνταγματικό.
Η αναγνώριση της ιθαγένειας, δηλαδή της ιδιότητας του πολίτη του ελληνικού κράτους και των δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτή, αποτελεί το ελάχιστο δικαίωμα για όλους τους ανθρώπους, την αναγκαία –αν και όχι από μόνη της ικανή- συνθήκη για κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη. Προφανώς λοιπόν, για εμάς, για το μεταναστευτικό και αντιρατσιστικό κίνημα, αλλά και για κάθε πολίτη με κάποια λογική και ανθρωπιά, η αναγνώριση της ιθαγένειας αποτελεί αυτονόητο δικαίωμα όλων των παιδιών που γεννιούνται ή μεγαλώνουν στη χώρα μας, χωρίς εξαιρέσεις, ανεξάρτητα από την εθνική, θρησκευτική ή φυλετική τους καταγωγή. Από τη σκοπιά αυτή, η κατάθεση του νομοσχεδίου αποτελεί ένα αναγκαίο βήμα, αφού αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα στα παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής, αλλά και την αντίστοιχη υποχρέωση του ελληνικού κράτους.
Εδώ όμως σταματούν τα καλά νέα. Γιατί η κυβέρνηση, στο πλαίσιο μάλλον του κατευνασμού των θεσμών και των αντιδράσεων και φοβούμενη προφανώς μία σύγκρουση με το ΣτΕ και μία ενδεχόμενη νέα ακύρωση του νόμου, έκανε την επιλογή να αποδεχθεί ως βάση συζήτησης τη προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ και του ρατσιστικού σκεπτικού της, το οποίο συνδέει την ιδιότητα του πολίτη με την «ελληνικότητα». Έθεσε έτσι αυστηρούς όρους και περιορισμούς στην αναγνώριση της ιθαγένειας -πολύ πιο στενούς ακόμα από τον προηγούμενο νόμο Ραγκούση- και εξάρτησε το δικαίωμα των παιδιών με την επιτυχή φοίτησή τους στην εκπαίδευση και –ακόμα πιο σημαντικό- με το καθεστώς νομιμότητας των γονιών τους. Πολύ σχηματικά λοιπόν, για να αποκτήσει κάποιο παιδί ιθαγένεια θα πρέπει ένας τουλάχιστον γονέας του να είναι νόμιμος επί μεγάλη σειρά ετών, ή να έχει αυτό παρακολουθήσει με επιτυχία όλη τη βασική εκπαίδευση.
Η προϋπόθεση της νόμιμης διαμονής των γονέων ωστόσο είναι άδικη, αφού, όπως όλοι γνωρίζουμε, λόγω της κρίσης, της ανεργίας και της μαύρης εργασίας, ήταν πρακτικά αδύνατο για τη μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών να συλλέγουν κάθε χρόνο τα 150 ένσημα που απαιτούνταν για την ανανέωση της άδειας παραμονής τους. Η παροχή ή όχι «νομιμότητας», δηλαδή «χαρτιών» και οι προϋποθέσεις της, ήταν και είναι ευθύνη και απόφαση του ελληνικού κράτους, όχι επιλογή των ίδιων των μεταναστών. Αφού λοιπόν το ελληνικό κράτος καταδίκασε τόσα χρόνια τους μετανάστες στην ομηρία της παρανομίας και της μαύρης εργασίας, με προφανή συνέπεια (ή στόχο) τη μείωση των μεροκάματων και την αύξηση των κερδών, τώρα τιμωρεί και τα παιδιά τους, λες και φταίνε αυτά για το γεγονός ότι το ίδιο το κράτος στέρησε τους γονείς τους από τα νομιμοποιητικά έγγραφα.
Αν δούμε τις παραπάνω προϋποθέσεις αντίστροφα, ένα παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε δίπλα μας, στις ίδιες γειτονιές με τα ελληνόπουλα και τα «νόμιμα» μεταναστόπουλα, αλλά είχε την ατυχία να χάσουν οι γονείς του τη δουλειά τους και τα χαρτιά τους, αποκλείεται από την παροχή ιθαγένειας με την εγγραφή του στο σχολείο. Θα πρέπει να περάσει με επιτυχία όλη τη βασική εκπαίδευση και να αιτηθεί ξανά τότε· αν αποτύχει –και όλοι επίσης γνωρίζουμε πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα της σχολικής αποτυχίας και διαρροής, ιδιαίτερα για τα παιδιά από φτωχές και άνεργες οικογένειες- καταδικάζεται και αυτό στην αιώνια ομηρία της «παρανομίας», στην ίδια του την πατρίδα, τη χώρα που γεννήθηκε.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι το βασικό μέτωπο που θα έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, όσο αφορά το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, θα είναι με τη ρατσιστική και εθνικιστική δεξιά· ήδη ο εκπρόσωπος της ΝΔ, σε ένα παραλήρημα απανθρωπιάς και άγνοιας, αποκήρυξε το νομοσχέδιο ως «κάλεσμα σε λαθρομετανάστες». Στο μέτωπο αυτό, θα σταθούμε φυσικά και εμείς απέναντι στις δυνάμεις του μίσους. Κατανοούμε επίσης τον κίνδυνο ένα πιο δίκαιο νομοσχέδιο να αμφισβητούταν ξανά από προσφυγές ρατσιστών στο ΣτΕ. Στη μάχη όμως για την αξιοπρέπεια, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, η δειλία δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος. Δεν δεχόμαστε ότι οι ρατσιστικές δυνάμεις ή η δικαστική ιεραρχία μπορούν να κρατούν όμηρους τα παιδιά της χώρας μας και να τα καταδικάζουν στον κοινωνικό αποκλεισμό. Και δεν δεχόμαστε επίσης ότι μία κυβέρνηση που θέλει να αναφέρεται στην αριστερά και ένα κόμμα που μέχρι σήμερα έδινε μαζί μας τη μάχη για ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά, θα υποταχθούν σε αυτό τον εκβιασμό.
Συνεχίζουμε λοιπόν τον αγώνα για ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, χωρίς όρους και αποκλεισμούς. Για να αποκατασταθεί η νομιμότητα των μεταναστών που έχασαν τα χαρτιά τους λόγω ανεργίας και να αποσυνδεθεί επιτέλους η άδεια παραμονής από τον αριθμό ενσήμων. Για να ανοίξει, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία φορά, μία νέα διαδικασία νομιμοποίησης για όλους τους μετανάστες και τις μετανάστριες χωρίς χαρτιά.
Ταυτόχρονα, και μέχρι την ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου από τη Βουλή, ζητάμε από όσους βουλευτές τοποθετούνται υπέρ των δικαιωμάτων και κατά του ρατσισμού, να δώσουν μαζί μας αυτή τη μάχη, διεκδικώντας τη διεύρυνση των προϋποθέσεων που θέτει αυτός ο νόμος. Ένα άμεσο βήμα, με μεγάλη όμως σημασία, θα είναι να αντί για νόμιμη παραμονή του γονέα για 5 συνεχή χρόνια πριν τη γέννηση του παιδιού και κατά τη στιγμή της εγγραφής του στο σχολείο, να απαιτείται η απόδειξη ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα έχει λάβει ή αιτηθεί αρχικά άδεια παραμονής, ακόμα και αν την έχει στο μεταξύ χάσει λόγω έλλειψης ενσήμων· με άλλα λόγια, ότι ζει και εργάζεται μόνιμα στη χώρα, ακόμα και αν δεν έχει χαρτιά. Σε αυτή την περίπτωση το παιδί του αυτονόητα έχει δεσμούς με τη δική μας χώρα, αφού εδώ μεγάλωσε, και δικαιούται να αναγνωριστεί ως πολίτης. Επίσης, η σχολική αποτυχία δεν πρέπει να γίνεται αιτία τιμωρίας και αποκλεισμού του παιδιού από την ιθαγένεια, αλλά κίνητρο για μεγαλύτερη στήριξή του.