Ακτινογραφία των συγκλίσεων και αποκλίσεων των δανειστών στη διαχείριση του «ελληνικού ζητήματος».
Ο απερχόμενος πρόεδρος του -επίσης απερχόμενου- ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος, ειρωνεύτηκε προ ημερών ως εξής τα ζιγκ ζαγκ της διαπραγμάτευσης: «Μετά από τέσσερις μήνες ο κ. Τσίπρας, ως πρωθυπουργός, απευθύνεται στον ελληνικό λαό και του λέει: “Τα έχω βρει με την καλή κυρία Μέρκελ, αλλά μου τα χαλάει ο κακός κύριος Σόϊμπλε”. Και υπάρχουν κάποιοι, που αυτό το παίρνουν στα σοβαρά». Η παρατήρηση δεν είναι άστοχη. Και δεν είναι η μόνη που προδίδει μια γενικευμένη αμηχανία στην ερμηνεία της στάσης των δανειστών, που άλλοτε εμφανίζονται συμπαγείς έναντι της κυβέρνησης και άλλοτε διαγκωνιζόμενοι και αλληλοαναιρούμενοι. «Γρίφος η στάση του ΔΝΤ», είναι ο τίτλος που συνήθως συνοδεύει τα ρεπορτάζ για τις διφορούμενες τοποθετήσεις του Ταμείου στη διαπραγμάτευση ή στο παρασκήνιό της. Και αντίστοιχοι γρίφοι προκύπτουν από τη στάση και τη ρητορική άλλων συνιστωσών της διαπραγμάτευσης, όπως ο Σόιμπλε, ο Ντράγκι ή ο κ. Λιου.
Η δημοφιλέστερη ερμηνεία των διαφοροποιήσεων στη στάση των δανειστών- εταίρων- θεσμών, που έχοντας εγκαταλείψει την ομπρέλα της τρόικας έχουν μετατραπεί σε «λέσχη πιστωτών», είναι ότι έχουν έναν συμφωνημένο καταμερισμό ρόλων. Ένα παιχνίδι καλών και κακών μπάτσων, ή μια μέθοδο σκοτσέζικου λουτρού, με το καυτό και το κρύο να διακόπτονται από διαβαθμίσεις χλιαρού. Τίποτα δεν αποκλείει να υπάρχει ένα στοιχείο σκηνοθεσίας στη στάση που επιλέγει κάθε συνιστώσα της «λέσχης» ιδιαίτερα το τελευταίο τετράμηνο που το κοινωνικο-οικονομικό τους πείραμα στην Ελλάδα εξελίσσεται και σε πολιτικό πείραμα έναντι της νέας κυβέρνησης. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να προσχωρήσει κανείς σε θεωρίες συνωμοσίας για να αντιληφθεί ότι η «Ιερή συμμαχία της λιτότητας» (κατά την πρόσφατη απόφαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ) δεν είναι τόσο αρραγής σε όλα, πλην του θέματος που τους δίνει τον χαρακτηρισμό, της λιτότητας. Πολύ απλά, υπάρχουν πράγματα που τους ενώνουν και άλλα που τους χωρίζουν έναντι της Ελλάδας. Κι αυτό διαπέρασε τη συμπεριφορά τους από τις πρώτες στιγμές της κρίσης. Δηλαδή, από τη στιγμή που, σε συμμαχία με τις τυχοδιωκτικές αγορές, αποφάσισαν να ορίσουν την ελληνική κρίση ως συνεκδοχή όλης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.
Επομένως, είναι κρίσιμο και χρήσιμο να έχουμε μια όσο γίνεται ακριβέστερη εικόνα και ερμηνεία για τα στοιχεία που ενώνουν και χωρίζουν τους δανειστές. Και μια στοιχειώδη αντίληψη για την υλική βάση των συγκλίσεων και των αποκλίσεων.
Ας δούμε το ιδιαίτερο πορτρέτο καθενός από τους βασικούς πρωταγωνιστές αυτού του ιστορικού θρίλερ.
- Το κακόφημο ΔΝΤ σε τροχιά παρακμής
Το ΔΝΤ, από καταβολής του, υπήρξε ο διακρατικός εγγυητής της διεθνούς τοκογλυφίας. Παρενέβαινε για λογαριασμό της σε κάθε χώρα της οποίας οι μακροοικονομικές ή δημοσιονομικές ανισορροπίες απειλούσαν τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στις επενδύσεις του στο κρατικό χρέος ή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ιδιαίτερα την τελευταία τριακονταετία, οι παρεμβάσεις του- συνήθως από κοινού με την Παγκόσμια Τράπεζα- γίνονταν στη βάση του μονεταριστικού- νεοφιλελεύθερου ευαγγελίου που ονομάστηκε «συναίνεση της Ουάσιγκτον», με τις μεταγενέστερες παραλλαγές της. Πρόκειται για έναν δεκάλογο πολιτικών λιτότητας και απελευθέρωσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου από ποικίλους περιορισμούς. Μερικά βασικά στοιχεία της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» ήταν ήδη ενσωματωμένα στο Σύμφωνο Σταθερότητας (Μάαστριχτ). Ωστόσο, η μετάλλαξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής σε ευρωπαϊκή κρίση χρέους και τελικά σε «ελληνική κρίση» έγινε η αφορμή μιας ολιστικής εφαρμογής της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» κατ’ αρχάς στο ελληνικό μνημόνιο και στη συνέχεια στα θεσμικά κείμενα με τα οποία επιδιώχτηκε η θεσμική ολοκλήρωση της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Σύμφωνο για το Ευρώ+). Αυτός ήταν ο λόγος που «μετακόμισε» το ΔΝΤ στην Ευρώπη. Κι αυτός είναι ο λόγος που η γερμανική ηγεσία επικαλείται την «τεχνογνωσία» του και θεωρεί αδιανόητη την αποχώρησή του από το ελληνικό πρόγραμμα.
Το ΔΝΤ, όμως, μετακόμισε υπό όρους στην Ευρώπη. Δεν ήρθε για να μείνει. Ήρθε, πρώτον, για να αποκαταστήσει την κάκιστη φήμη του από τις καταστροφικές «διασώσεις» σε χώρες κυρίως του Τρίτου Κόσμου και, δεύτερον, για να εμβολιάσει την Ε.Ε. με την νεοφιλελεύθερη «εργαλειοθήκη» του, στην προοπτική δημιουργίας ενός «ευρωπαϊκού νομισματικού ταμείου». Εν μέρει αυτό συνέβη, αφού με άξονα τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος, η Ευρωζώνη «εμπλουτίστηκε» με τον EFSF, τον ESM και τον ενιαίο μηχανισμό τραπεζικής εποπτείας, SSM. Στο πεδίο της φήμης, όμως, η εμπλοκή του στο ελληνικό πρόγραμμα εξελίσσεται σε πανωλεθρία. Χρεώνεται τη μεγαλύτερη αστοχία μέσων και στόχων στην 70χρονη ιστορία του. Και για πρώτη φορά απειλείται ευθέως με χρεοστάσιο στα δάνεια που έχει διαθέσει στην Ελλάδα. Η ηγεσία του, που λογοδοτεί σε ένα ετερόκλητο σύνολο χωρών, που συχνά βρίσκονται σε σύγκρουση συμφερόντων, θα ήθελε πολύ να απεμπλακεί εδώ και τώρα από το ελληνικό πρόγραμμα. Αλλά, κάποιος πρέπει να του δώσει τα λεφτά του. Γι’ αυτό και η βασική εναλλακτική που το ίδιο σταθερά, από το 2012, προβάλλει είναι μια γερή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, κατά προτίμηση με κούρεμα και ανάληψη του κόστους από τους Ευρωπαίους κατόχους του. Από την άποψη αυτή δεν υπάρχει καμιά αντίφαση ανάμεσα στην πίεση για αναδιάρθρωση του χρέους και στην εμμονή του για συνέχιση της μνημονιακής λιτότητας.
Συν τοις άλλοις, η πίεση προς τους Ευρωπαίους πηγάζει και από την ανάγκη του ΔΝΤ να αποκρούσει τους ανερχόμενους «ανταγωνιστές» του, όπως η νέα τράπεζα των BRICS ή η ασιατική επενδυτική τράπεζα που ίδρυσε η Κίνα. Αν τα δυο εγχειρήματα που ξεκινούν, και μάλιστα από χώρες μέλη του ΔΝΤ, πετύχουν, το κακόφημο Ταμείο κινδυνεύει να μπει τροχιά διεθνούς παρακμής και έντονης εκ των έσω αμφισβήτησης.
- Τι θέλει ο κ. Λιου πάλι στο τηλέφωνο;
Οι ΗΠΑ δεν συμμετέχουν άμεσα στην ελληνική διαπραγμάτευση Αλλά δεν έχουν σταματήσει να παρεμβαίνουν από το ξέσπασμα της κρίσης. Τα τηλεφωνήματα του Ομπάμα ή του Λιού στον Έλληνα πρωθυπουργό, στη γερμανίδα καγκελάριο και σε άλλους «παίκτες» του δράματος υπογραμμίζουν τρεις βασικές διαστάσεις του αμερικανικού ενδιαφέροντος: πρώτον, η αμερικανική ελίτ δεν θέλει να επαναληφθεί το φαινόμενο του 2010-2011, οπότε η ελληνική κρίση είχε την επίδρασή της στην επιβράδυνση της αποτελεσματικότητας της αμερικανικής ποσοτικής χαλάρωσης. Καθώς η αμερικανική οικονομία έχει επιτύχει ένα minimum ανάκαμψης και ετοιμάζεται για αύξηση επιτοκίων μέχρι το τέλος του έτους, προσβλέπει σε στήριξη και από την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Δεν θέλει με τίποτα αυτή να ανακοπεί από μια αναταραχή στην ευρωζώνη. Δεύτερον, μια παράλληλη σταθεροποίηση του οικονομικού, νομισματικού και πολιτικού περιβάλλοντος σε ΗΠΑ και Ευρώπη θα επιτρέψει την ταχεία προώθηση της ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης, όπως αυτή συμπυκνώνεται στην εκκολαπτόμενη Διατλαντική Συμφωνία Επενδύσεων και Εμπορίου (TTIP). Εκεί, το νεοφιλελεύθερο ευαγγέλιο της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» ενσωματώνεται πλήρως και για λογαριασμό των τελικών αποδεκτών του, δηλαδή των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών. Τρίτον, η αμερικανική ελίτ δεν έχει κρύψει ούτε στιγμή τη γεωπολιτική διάσταση του ενδιαφέροντός της, δηλαδή την αποφυγή οποιουδήποτε ρήγματος στο τείχος απομόνωσης που ορθώνει έναντι της Ρωσίας με άξονα το ουκρανικό, ωθώντας τις ευρωπαϊκές ηγεσίες σε ψυχροπολεμική υστερία και σε επικίνδυνο φλερτ ακόμη και με φιλοφασιστικές δυνάμεις.
- Η ΕΚΤ και η χλομή ποσοτική της χαλάρωση
Στην περίπτωση της ΕΚΤ συντρέχουν πλήθος «αριστερών παρεξηγήσεων». Προεκλογικά είχε κι αυτή προβληθεί περίπου ως δυνητικός σύμμαχος, μια και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που είχε δρομολογήσει αντιμετωπιζόταν ως «σήμα αντιστροφής της λιτότητας». Φυσικά, η ΕΚΤ τυπώνει χρήμα και πλημμυρίζει με ρευστότητα αυτούς που ήδη πνίγονται σ’ αυτήν, τις τράπεζες και τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους. Μετεκλογικά, «αποκαλύφθηκε» ότι η ΕΚΤ δεν είναι απλώς ένας εγγυητής της λιτότητας, αλλά και ο μόνος παράγοντας που μπορεί να την επιβάλει δια της πιστωτικής ασφυξίας ακόμη και σε μια κυβέρνηση που την αρνείται.
Οι ανησυχίες της ηγεσίας της ΕΚΤ στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης συγκλίνουν με τις αμερικανικές στο θέμα των ενδεχόμενων επιπτώσεων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Στους τρεις μήνες εφαρμογής του καταγράφηκε μια κατ’ αρχήν επιθυμητή διολίσθηση του ευρώ, καμιά επίδραση στην ανάπτυξη και ένα μαζικό ξεπούλημα ομολόγων της ευρωζώνης, που έπληξε ακόμη και τις αποδόσεις των περιζήτητων γερμανικών χαρτιών και μεταφράστηκε σε κατοχύρωση κερδών πολλών δισεκατομμυρίων για τους Σάιλοκ του κρατικού χρέους. Φυσικά, το τελευταίο είναι έτσι κι αλλιώς βασικός στόχος του προγράμματος. Αλλά, η διατήρηση της ελληνικής εκκρεμότητας, με ανοικτό το ενδεχόμενο χρεοστασίου και έναντι δανείων της ίδιας της ΕΚΤ, θέτει σε διαρκή αμφιβολία και το ευρωπαϊκό QE και τη νομισματική ένωση γενικά. Ομολογείται ανοιχτά από ιθύνοντες της ευρωζώνης ότι ένα GRexit θα δημιουργήσει αμφιβολίες για το μη αναστρέψιμο του ευρώ και θα ωθήσει τις αγορές να αποτιμήσουν το ευρώ κάθε χώρας ξεχωριστά. Μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης αυτό μπορεί να πάρει απτό χαρακτήρα. Ο επιμερισμός του ρίσκου στις εθνικές κεντρικές τράπεζες που επιλέχτηκε, όπως απαίτησε η γερμανική ηγεσία, σημαίνει ότι σε κάθε κύμα ξεπουλήματος κρατικών ομολόγων κάθε κεντρική τράπεζα θα καταγράφει ζημιές ανάλογα με το πώς τιμολογούν το country risk οι ιέρακες των αγορών. Αυτό μπορεί να απογειώσει «εθνικές» δυσαρέσκειες και αποσχιστικές τάσεις από το κοινό νόμισμα.
Η ηγεσία της ΕΚΤ, οχυρωμένη πίσω από την καταστατική «ανεξαρτησία» της, αποτρέπει προς το παρόν αυτούς τους κινδύνους, διατηρώντας συνθήκες πλήρους απομόνωσης της Ελλάδας ακόμη και από την (εσωτερική κυρίως) αγορά βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Κρατώντας την εκτός QE και επιβάλλοντας πλαφόν στην έκθεση των τραπεζών στο χρέος, έχει δημιουργήσει μια εικονική καραντίνα. Εκτός αυτής, οι 17 της ευρωζώνης δανείζονται με αρνητικά επιτόκια για διετή ομόλογα, ενώ εντός της καραντίνας η Ελλάδα «τιμολογείται» με 22%! Αυτή η σχιζοειδής αντίφαση εντός μιας νομισματικής ένωσης είναι αδύνατο να διατηρείται επ’ άπειρον. Εξ ου και η ΕΚΤ πιέζει μεν για μια «καθαρή πολιτική λύση», αλλά ταυτόχρονα έχει και το Plan B της για χρεοκοπία εντός ευρώ (παράλληλο νόμισμα).
- Ο «μερκελισμός» της Άνγκελα και ο «μερκελισμός» του Βόλφγκαγκ
Η πιο ενδιαφέρουσα και δυσερμήνευτη συμπεριφορά εντός της «Ιερής Συμμαχίας της λιτότητας» είναι αυτή της γερμανικής ηγεσίας. Η αμφιθυμία της γερμανικής ελίτ διατρέχει όλη την περίοδο από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης μέχρι σήμερα. Καθυστέρησε όσο μπορούσε να αναγνωρίσει τη μετάδοση της κρίσης των subprimes από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, φρέναρε τις διασώσεις των τραπεζών, καθυστέρησε να συμφωνήσει στην ανάληψη δράσης για την κρίση χρέους και την ελληνική κρίση. Ωστόσο, αυτή η καθυστέρηση αποδείχθηκε ότι υπηρετούσε μια «εθνική» στρατηγική. Σε όλες τις «έσχατες» αποφάσεις της Ευρωζώνης επέβαλε την ιδιαίτερη γερμανική συνταγή. Η οποία, ωστόσο, φέρει κυρίως τη σφραγίδα της Μέρκελ. Η λογική της είναι απλή: αναγνωρίζει τις κατασκευαστικές ατέλειες της ευρωζώνης, αλλά επιτρέπει μια θεσμική της ολοκλήρωση στον βαθμό και με τον ρυθμό που δεν θα αμφισβητούν τα κέρδη που αποκόμισε η γερμανική ολιγαρχία- τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα- ακριβώς χάρη στις ατέλειες του ευρώ. Η Μέρκελ έχει τον ρεαλισμό να αντιλαμβάνεται τα όρια της νομισματικής ολοκλήρωσης, μιας ολοκλήρωσης συμβατής με τη διατήρηση της γερμανικής ηγεμονίας.
Στον αντίποδα, ο Σόιμπλε έχει μια πιο ριζοσπαστική αντίληψη για την ολοκλήρωση της ΟΝΕ και συμμερίζεται τις απόψεις του Ντράγκι, του Γιούνκερ και άλλων ότι η Ευρωζώνη χρειάζεται δική της κυβέρνηση, δικό της προϋπολογισμό, δικό της κοινοβούλιο, και άρα δραστικό περιορισμό της κυριαρχίας των κρατών μελών. Αυτό, όμως, αφορά και την κυριαρχία της ίδιας της Γερμανίας. Αυτή η διχοστασία εντός της γερμανικής ηγεσίας, διάχυτη στα κυβερνώντα κόμματα και στο πολιτικό σύστημα της Γερμανίας, αφορά και τη στάση έναντι της Ελλάδας. Ο προεκλογικά καταγγελλόμενος «μερκελισμός» της Μέρκελ περιλαμβάνει την ανάληψη ενός λελογισμένου ρίσκου αποτροπής του GRexit, άρα και σχετικής ανοχής μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τις ιδιαιτερότητές της. Αντίθετα, ο «μερκελισμός» του Σόιμπλε αποδίδει στο GRexit παιδαγωγικό, εξυγιαντικό χαρακτήρα για όλη την ευρωζώνη. Αγνοεί, όμως, ότι ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να αναλάβουν τα απροσδιόριστα κόστη του. Κόστη διαχειρίσιμα, ίσως, για το γερμανικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Αλλά όχι και για τις «μικρομεσαίες» οικογενειακές επιχειρήσεις της Γερμανίας, τις λεγόμενες Mittelstand, που αποτελούν το 90% των επιχειρήσεων, αντιστοιχούν στο 60% της απασχόλησης και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές και την εκτός Γερμανίας, αλλά εντός Ε.Ε. και Ευρωζώνης ζήτηση. Διόλου τυχαία, ένα σημαντικό μέρος των κατόχων και μετόχων των Mittelstand στρέφεται στην «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), που τάσσεται υπέρ της διάσπασης της Ευρωζώνης.