Ριβάλντο και Ροναλντίνιο σε έναν προδιαγεγραμμένο κατήφορο αξιών και αξίας.
Δεν πέσαμε από τα σύννεφα. Τουλάχιστον οι υποψιασμένοι και όσοι έχουμε ακόμη κάποια «λόξα» να παρακολουθούμε τη σελεσάο και τα τεκταινόμενα στην μόνη αληθινή πατρίδα του ποδοσφαίρου, με την κρυφή ελπίδα ότι «πάλι με χρόνια και καιρούς» θα εμφανιστούν ένας Ζίκο, ένας Σόκρατες, ένας Έντερ και θα λάμψει το «ωραίο ποδόσφαιρο» που χάθηκε από προσώπου ποδοσφαιρικής γης μετά το 1982.
Ο Ροναλντίνιο είχε προαναγγείλει ουσιαστικά τη στάση του τον περασμένο Μάρτιο, όταν και ανακοίνωσε το φιλολογικό ενδιαφέρον του για μια νέα καριέρα στην πολιτική με κόμμα ή υποψήφιο της Δεξιάς. Ούτε ο Ριβάλντο είναι άγνωστος τουλάχιστον στους Βραζιλιάνους για τις κάπως νεφελώδεις, πολιτικές του πεποιθήσεις και την άκρατη φιλοχρηματία του, που εν πολλοίς καθόρισε και την καριέρα του και την προσκόλλησή του σε γνωστή εταιρεία αθλητικών ειδών, ως ένα από τα πολυτιμότερα, έμψυχα περιουσιακά της στοιχεία, που άλλαζε φανέλες και ομάδες κατ ΄εντολή της. Πρώτη φορά όμως παίρνει θέση με τέτοια ζέση υπέρ κάποιου υποψηφίου και μάλιστα ενός υποψηφίου, όπως ο Ζαΐρ Μπολσονάρο που καμαρώνει ξεδιάντροπα για το χουντικό παρελθόν του, τις σεξιστικές και τις ρατσιστικές του απόψεις, την τυφλή πίστη του σε έναν θεό που κάτι του ψιθυρίζει στο αυτί - όπως ο Τζωρτζ Ντάμπλουγιου Μπους ισχυριζόταν πως συνομιλούσε με τον god της βαθιάς Αμερικής παραμονές του πολέμου στο Ιράκ, σαν κοινός απατεώνας, σαν ένας από αυτούς που περιοδεύουν στην αμερικανική ύπαιθρο και φανατίζουν τα πλήθη μέσα σε εκκλησίες και κάτω από πρόχειρα αντίσκηνα.
Ριβάλντο και Ροναλντίνιο δημοσιοποίησαν τη στήριξη τους στον Μπολσονάρο το περασμένο Σαββατοκύριακο, λίγες ώρες προτού ανοίξουν οι κάλπες και σε μια χώρα που το ποδόσφαιρο είναι κάτι περισσότερο από μια θρησκεία, είναι, θα λέγαμε χωρίς δόση υπερβολής, εθνοποιητικό στοιχείο και καθημερινό βίωμα, η στήριξη αυτή έκανε αίσθηση και έδωσε λαβή για πολλά σχόλια. Ειδικά η δήλωση του Ριβάλντο ότι «χρειαζόμαστε κάποιον (σ.σ. τον Μπολσονάρο) που θα λύσει τα προβλήματα και όχι κάποιον που θα διδάξει αξίες», προκάλεσε τη γενική χλεύη τουλάχιστον από εκείνο το κομμάτι της βραζιλιάνικης κοινωνίας που βλέπει με μεγάλη οργή και εκρηκτική, συγκρουσιακή διάθεση μια ενδεχόμενη άνοδο του συνταξιούχου στρατιωτικού στον προεδρικό θώκο.
Αυτό είναι λοιπόν το μήνυμα του Ριβάλντο, πολιτική χωρίς αξίες, πολιτικοί χωρίς αρχές, πολιτική και πολιτικοί για το κυνήγι του κέρδους και του να ΄ναι κανείς κυνικός, ρατσιστής, υβριστής και φιλοχρήματος. Δείξε μου τον φίλο σου (και τον υποστηρικτή ή υποψήφιο σου) για να σου πω ποιος είσαι. Ο γράφων θα το έθετε διαφορετικά : Καλύτερα να κλωτσάτε, παιδιά, παρά να μιλάτε. Και καλύτερα να μην είχατε κλωτσήσει ποτέ. Και ας είχατε γεννηθεί και μεγαλώσει, ειδικά ο Ριβάλντο, σε συνθήκες αδιανόητης φτώχειας και στερήσεων, που δεν μπορεί να συλλάβει εύκολα ανθρώπου νους.
Το ΄χαμε ξαναγράψει με αφορμή το Μουντιάλ : Δεν υπάρχει ένα ποδόσφαιρο. Υπάρχουν πολλά - εκείνο των οπαδών, εκείνο των μαζών, εκείνο των χορηγών και των εταιρειών, εκείνο των συμμοριών τους. Εκείνο της συστημικής διαφθοράς της FIFA και εκείνο των πικρών και απολογητικών κειμένων του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ίσως του πληρέστερου μελετητή του σύγχρονου ποδοσφαίρου από κοινωνιολογική, επιχειρηματική και φιλοσοφική σκοπιά - και όλα αυτά πριν το 2003, χρονιά του θανάτου του. Υπάρχει το ποδόσφαιρο που βραβεύει τον μπαλαδόρικα οξυδερκή Μόντριτς που την ίδια στιγμή είναι ποινικά και φορολογικά υπόλογος για εκτεταμένη απόκρυψη εισοδημάτων. Εκείνο που δίδαξε και υπηρέτησε ο Κρόιφ και εκείνο που βρωμίζουν κάτι καθάρματα ολκής. Εκείνο που στη Βραζιλία κανοναρχείται από την πανίσχυρη CBF που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις στις μητροπολιτικές διοικήσεις και τις περιφέρειες και εκείνο που διεξάγεται στις αλάνες της φαβέλας Ροζίνια κάτω από τις κάννες των οπλοπολυβόλων των ειδικών παραστρατιωτικών δυνάμεων καταστολής της φτώχειας και όχι των ναρκωτικών, καπνισμένες κάννες δολοφόνων που τόσο θαυμάζει και τιμάει ο Μπολσονάρο.
Ίσως πάλι, οι δυο πάλαι ποτέ «μεγάλοι» ποδοσφαιριστές, τα δυο στα τρία Ρο της Βραζιλίας του 2002 (ο άλλος είναι φυσικά ο Ρονάλντο) να εξοφλούν γραμμάτια. Στην οικογένεια Χαβελάνζε και την CBF. Στις γνωστές εταιρείες αθλητικών ειδών, στις οποίες χρωστούν σε μεγάλο βαθμό τις καριέρες, τις περιουσίες και τη δημοφιλία τους. Στην παλιά, άγρια σύγκρουση που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές της Βραζιλίας, παλαίμαχους και εν ενεργεία, με αφορμή πρώτα τα κολοσσιαία σκάνδαλα της CBF τη δεκαετία του 2000 και έπειτα τη διεξαγωγή του εξωφρενικά δαπανηρότερου Μουντιάλ των 14 δις ευρώ. Και στις δυο περιπτώσεις, Ριβάλντο και Ροναλντίνιο είτε είχαν σιωπήσει είτε είχαν ταχθεί με το μέρος της χώρας (έτσι γενικά...), της ομοσπονδίας και του διδύμου Τεϊσέιρα-Σκολάρι, του προέδρου και του προπονητή αντίστοιχα που ποδηγέτησαν την CBF για κάμποσα χρόνια . Ο πρώτος, γαμπρός του Ζοάο Χαβελάνζε και διάδοχός του τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στις επιχειρήσεις, είχε εμπλακεί και στη διακίνηση του μαύρου χρήματος για την ανάληψη του Μουντιάλ από το Κατάρ ενώ ο δεύτερος παραμένει ο προπονητής που εντελώς χωρίς ίχνος τσίπας λογοδοτούσε πρώτα στην γνωστή εταιρεία αθλητικών ειδών που ντύνει την εθνική Βραζιλίας και έπειτα κατάρτιζε ενδεκάδες ανάλογα με τα ποσοστά των συμβολαίων που υποδείκνυαν οι μάνατζερ των ενδιαφερόμενων παικτών - και μετά ήρθε η εφτάρα από τους Γερμανούς στο Μπέλο Οριζόντε.
Τότε, για τα σκάνδαλα της CBF και το κοστοβόρο Μουντιάλ είχε σηκώσει ανάστημα ο μεγάλος Ρομάριο, που πλήρωσε με μια αποπομπή από το Μουντιάλ της Κορέας και της Ιαπωνίας, την «γλώσσα της φαβέλας», όπως αποπειράθηκαν οι εχθροί του στην CBF να του κολλήσουν το απαξιωτικό παρατσούκλι, επειδή είχε μιλήσει έξω από τα δόντια για τα κακώς κείμενα του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου και κατ ΄επέκταση της πολιτικής.
Ο Ρομάριο, για χρόνια πολιτευόταν με το απαξιωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα, φθάνοντας μάλιστα να γίνει και γερουσιαστής, έως ότου μεταπήδησε στην λάιτ εκδοχή και κακοσχεδιασμένη αντιγραφή των Ποδέμος. Την περασμένη Κυριακή, δεν κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο και έχασε στην κούρσα για την θέση του κυβερνήτη της πολιτείας του Ρίο ντε Τζανέιρο, από τον Χριστιανοκοινωνιστή Γουίλσον Γουίτζελ, που έκανε σημαία του ένα πρόγραμμα «παλινόρθωσης» των αξιών της θρησκείας και της οικογένειας. Και πώς να μην χάσει, ο πάλαι ποτέ ριζοσπάστης και πληθωρικός ποδοσφαιριστής,όταν έπεσε στη λούμπα ενός «μεσαιοχωρίτικου» πολιτικού προγράμματος όπου η αύξηση των κονδυλίων και των επανδρωμένων υπηρεσιών της αστυνομίας συνδυαζόταν με μελλοντικές και απροσδιόριστες υποσχέσεις για καλύτερη υγεία και παιδεία. Τα στερνά νικούν τα πρώτα και για τον Ρομάριο.
Και μπροστά στην κάλπη της 28ης Οκτωβρίου, όταν η Βραζιλία θα αποκτήσει νέο πρόεδρο (ο Μπολσονάρο προηγείται με 41% στις δημοσκοπήσεις), νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση και νέες τοπικές και πολιτειακές κυβερνήσεις, ποιο ποδόσφαιρο δίνει διαφορετικά δείγματα γραφής; Ίσως η απέλπιδα κραυγή αγωνίας του παλαίμαχου σπεσιαλίστα των φάουλ Ζουνίνιο Περναμπουκάνο που οικτίρει τους παλιούς του συμπαίκτες στην εθνική Βραζιλίας, Ριβάλντο και Ροναλντίνιο για την υποστήριξη τους στον Μπολσονάρο : «Είμαστε ποδοσφαιριστές και αυτό σημαίνει ότι είμαστε παιδιά και κομμάτι του λαού. Τα παιδιά του λαού δεν υποστηρίζουν τη Δεξιά».
Μια άλλη φωνή από ένα άλλο ποδόσφαιρο.