Τις τελευταίες μέρες, βρισκόμαστε ενώπιον ενός τεράστιου κύματος γυναικείων μαρτυριών που σπάνε τη σιωπή και καταγγέλλουν ιστορίες σεξουαλικής παρενόχλησης και βιασμών.

Η πρόσφατη καταγγελία βιασμού της Σοφίας Μπεκατώρου και οι καταγγελίες που ακολούθησαν από άλλες διάσημες γυναίκες αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Το κίνημα του οποίου γινόμαστε μάρτυρες θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το δικό μας, ελληνικό #metoo.

Ένα κίνημα που στις ΗΠΑ μπορεί να έγινε γνωστό χάρη στις καταγγελίες διάσημων και γενναίων γυναικών στο Χόλιγουντ (βλέπε περίπτωση του παραγωγού Harvey Weinstein) αλλά ξεκίνησε από μια μαύρη, την Tarana Burke, θύμα παρενόχλησης, που το 2006 κάλεσε και άλλες γυναίκες να σπάσουν τη σιωπή τους και να μοιραστούν ιστορίες έμφυλης βίας.

Στην Αμερική, οι λιγότερο προνομιούχες γυναίκες, οι μαύρες, οι λατίνες, οι λεσβίες και οι τρανς άρχισαν να σπάνε τη σιωπή τους από πολύ νωρίς. Ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος #metoo, απαίτησαν ορατότητα και επιχείρησαν να διαχωριστούν από τις φιλελεύθερες εκδοχές του φεμινισμού που είτε υπερασπίζονταν μόνο τις πιο διάσημες γυναίκες που βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν είτε τις καλούσαν υποκριτικά να μιλήσουν, συγκαλύπτοντας την ίδια στιγμή περιστατικά βιασμού στο Κογκρέσο και στις μεγάλες επιχειρήσεις.

Γνωρίζουμε πως για κάθε γυναίκα που υφίσταται βία είναι δύσκολο να μιλήσει. Διάσημη και μη, εύπορη ή όχι. Η δυσπιστία που ακολουθεί είναι δεδομένη (κάθε φορά από διαφορετική αφετηρία και με διαφορετική αφορμή). Μετά την καταγγελία της γνωστής δημοσιογράφου Έλλης Στάη για σεξουαλική παρενόχληση άλλωστε, το διαδίκτυο γέμισε από σεξιστικά και μισογυνιστικά σχόλια για την ίδια. Εμείς στεκόμαστε δίπλα σε κάθε γυναίκα που επιλέγει να σπάσει τη σιωπή. Ο δικός μας κόσμος δεν χωρά διακρίσεις.

Δεν θα σταματήσουμε όμως να υπενθυμίζουμε πως όσο πιο χαμηλά βρίσκεται μια γυναίκα σε οικονομική και κοινωνική θέση, τόσο πιο δύσκολο είναι να μιλήσει, να βρει υποστήριξη και διέξοδο. Και είναι και αυτές ακριβώς οι σχέσεις εξουσίας και ανισότητας που μας ενδιαφέρει να γίνουν γνωστές.Ως μη προνομιούχες γυναίκες λοιπόν, που βιώνουμε καθημερινά τον σεξισμό, τον μισογυνισμό και την καταπίεση, γνωρίζουμε πολύ καλά τι θα πει παρενόχληση. Είτε εμείς, είτε άλλες φίλες, αδερφές, συντρόφισσες, συμφοιτήτριες και συναδέλφισσες, γνωστές και άγνωστες σε εμάς γυναίκες, έχουμε πολλές αντίστοιχες ιστορίες να αφηγηθούμε. Στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στον δρόμο, στον εργασιακό χώρο, στον προσφυγικό καταυλισμό και φυσικά στο σπίτι, το σώμα μας θεωρείται αντικείμενο, πεδίο εκμετάλλευσης και «κατάκτησης». Και όσο κουράγιο και να μαζέψουμε για να μιλήσουμε, είναι φορές που η φωνή δεν βγαίνει, δεν ακούγεται. Τις περισσότερες φορές, οι θύτες βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας και ισχύος. Δεν το αποδεικνύει μόνο η μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου αλλά και οι τελευταίες καταγγελίες για πρόσωπα που βρίσκονται στα υψηλά κλιμάκια των κομμάτων εξουσίας. Η εξουσία που κατέχουν αυτοί οι άντρες μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη. Μπορεί να είναι υπουργοί, αφεντικά, αστυνόμοι, καθηγητές πανεπιστημίου, μπορεί και όχι. Μπορεί να βρίσκονται στο στενό οικογενειακό μας περιβάλλον.

Σε κάθε περίπτωση, η βία που ασκούν στα σώματά μας συνοδεύεται από τη βία του φόβου που μας εμποδίζει να  μιλήσουμε. Γιατί, αν μιλήσουμε, μπορεί να μην περάσουμε ποτέ το μάθημα στο πανεπιστήμιο, μπορεί να μας απολύσουν, να μας διώξουν από το σπίτι. Μπορεί επίσης απλώς να φοβόμαστε ότι, αν μιλήσουμε, κανείς δεν θα μας πιστέψει. Επιπλέον, πόσες φορές δεν καταφύγαμε στην αστυνομία και μας προέτρεψαν να επιστρέψουμε στους κακοποιητές μας γιατί η καταγγελία προϋποθέτει χρόνο και χρήμα; Πόσες φορές δεν μας ρώτησαν οι δικαστές τι φορούσαμε κι αν είχαμε πιει όταν φτάσαμε μέχρι το δικαστήριο;

Μας προτρέπουν αυτές τις μέρες στελέχη της κυβέρνησης, καθώς και πρώην κυβερνητικά στελέχη, υπουργοί και μεγαλοδημοσιογράφοι, να σπάσουμε τη σιωπή μας και να καταγγείλουμε αυτούς που μας κακοποιούν. Και δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε πόση υποκρισία μπορεί να κρύβεται σε αυτή την προτροπή όταν βλέπουμε ότι το σύστημα των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων και της βίας στηρίζεται στις τεράστιες κολόνες των πατριαρχικών δομών που φροντίζουν όχι μόνο να διαιωνίζουν το σεξισμό αλλά και να μην μας επιτρέπουν να ξεφύγουμε οριστικά από την έμφυλη βία, την ανισότητα και τη φτώχεια που βιώνουμε καθημερινά.

Όταν η βία στο σώμα και η κακοποίηση συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον φτώχειας και οικονομικών αδιεξόδων, τότε το σπάσιμο της σιωπής γίνεται πιο δύσκολα. Όταν πρακτικά υπάρχουν ελάχιστες δημόσιες δομές υποστήριξης στα  σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους εργασιακούς χώρους, στα νοσοκομεία και στις γειτονιές που μπορούν να εκπαιδεύσουν, να συμβουλέψουν, να προλάβουν, να φιλοξενήσουν, οι κακοποιημένες επιλέγουν τη σιωπή. Όταν σημαντικά στρώματα της κοινωνίας μάς θεωρούν ακόμη υπεύθυνες για τη φροντίδα και την κοινωνική αναπαραγωγή, μια θέση που μας καθιστά ευάλωτες.

Όταν η πάλαι ποτέ Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων μεταφέρεται από το Υπουργείο Εσωτερικών στο Υπουργείο Εργασίας, μετονομαζόμενη σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, κι έπειτα μετονομάζεται εκ νέου σε Γενική Γραμματεία Δημογραφικής, Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, υπαγόμενη πλέον στην υφυπουργό για τη Δημογραφική Πολιτική και την Οικογένεια, καθιστώντας έτσι την ισότητα των φύλων υποσημείωση, τι θεσμικό μήνυμα έμπρακτης αλληλεγγύης στέλνεται στις γυναίκες που υφίστανται βία;

Σε αυτές τις συνθήκες, η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου έδωσε κουράγιο σε γυναίκες που δεν είχαν μέχρι τώρα τη δύναμη να μιλήσουν. Αυτή είναι η περίπτωση των περισσότερων από 100 καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης φοιτητριών από πρώην καθηγητή στο ΑΠΘ. Μας υπενθύμισαν αυτές οι φοιτήτριες ότι υπάρχουν χιλιάδες ακόμα γυναίκες σε όλη τη χώρα των οποίων η κοινωνική και οικονομική κατάσταση δεν επιτρέπει να μιλήσουν για τα τραύματά τους. Γυναίκες μετανάστριες, προσφύγισσες, λεσβίες, αμφί, τρανς, σεξεργάτριες, γυναίκες που ζουν σε συνθήκες επισφάλειας, ανέχειας και κοινωνικής ανισότητας. Ο νους μας αυτές τις ώρες βρίσκεται σε αυτές. Είμαστε μαζί τους, για να τις στηρίξουμε στον πόνο τους, στις αποφάσεις τους, στο δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση.

Για να σπάσει όμως η σιωπή, χρειάζεται, πέρα από την αλληλεγγύη, να γίνουν και ριζικές θεσμικές αλλαγές σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής και κράτους πρόνοιας.

Πρόκειται για αλλαγές που δεν θα μας χαριστούν. Το γνωρίζουμε καλά πως ο δρόμος είναι μεγάλος. Σε αυτόν τον αγώνα όμως θα αφιερώσουμε χρόνο, δυνάμεις, φαντασία προκειμένου καμία να μη μείνει μόνη και κακοποιημένη και, με αυτή την έννοια, η μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου και όσα ακολουθούν αυτές τις μέρες είναι μόνο η αρχή…